γράφει ο Λεωνίδας Βέργος (*)
Η συλλογή κειμένων του Μαρκ Φίσερ (1968-2017) Η ακύρωση του μέλλοντος, που δημοσιεύθηκε από τις εκδ. Αντίποδες τον Δεκέμβριο του 2024 σε μετάφραση, επίμετρο κι επιλογή κειμένων του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου, περιλαμβάνει 22 κείμενα δημοσιευμένα στο blog του Φίσερ, το k-punk, και στο βιβλίο του Ghosts of my Life (2013), που φιλοδοξούν όλα μαζί να αποτελέσουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της γραφής και της σκέψης του οργανωμένα γύρω από τρεις θεματικούς άξονες: δυσφορία, κουλτούρα, πολιτική. Η τελευταία είναι μόνιμα υφέρπον στοιχείο που καθορίζει όλες τις θεματικές του βιβλίου: τόσο η πολιτισμική κριτική-θεωρία της δεύτερης ενότητας όσο και τα γραπτά για την ψυχική υγεία της πρώτης νοούνται φαινόμενα εντός ενός συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου και αναλύονται υπό το πρίσμα των κοινωνικών-πολιτικών συνθηκών.
Τα δοκίμια που συγκαταλέγονται στον τόμο ανήκουν στο πεδίο της κριτικής του πολιτισμού, αλλά και στο φάσμα αυτού που αποκαλείται «θεωρία». Πρόκειται για το διεπιστημονικό φάσμα μεταξύ λογοτεχνικών και πολιτισμικών σπουδών, Ιστορίας και Ιστορίας των ιδεών, πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογίας. Για κριτικούς όπως ο Φρέντρικ Τζέιμσον, η «θεωρία» με τη συγκεκριμένη έννοια είναι ένα γνωστικό πεδίο που εμφανίζεται ιστορικά στον μεταπολεμικό κόσμο ως έκφανση του πολιτισμού του, τον οποίον ορίζει ως μεταμοντέρνο πολιτισμό (Η πολιτισμική στροφή: κείμενα για το μεταμοντέρνο, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2024). Μια έκφανση αυτού είναι και η εξάλειψη των ορίων μεταξύ συγκεκριμένων γνωστικών αντικειμένων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, όπως τα παραπάνω. Έτσι, για τον Τζέιμσον τα κείμενα στοχαστών όπως ο Μισέλ Φουκώ κινούνται μεταξύ των πεδίων της φιλοσοφίας, της Ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών. Ταυτόχρονα, συχνά ο όρος χρησιμοποιείται έναντι του όρου «φιλοσοφία», για να προσδιοριστούν έργα τέτοιας προβληματικής που γράφτηκαν από αυτήν τη χρονική περίοδο κι έπειτα.
Το έργο του Φίσερ, εντασσόμενο στο πλαίσιο αυτό κι αντλώντας από όλα τα παραπάνω αντικείμενα (με τον ίδιο να έχει σπουδάσει φιλοσοφία κι αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία), εστιάζει κεντρικά στην πολιτισμική κριτική. Δηλαδή, τόσο τα πολιτισμικά προϊόντα του 20ού και 21ου αι. (λογοτεχνία, σινεμά και κυρίως μουσική για λόγο που θα αναλυθεί παρακάτω) για τα οποία γίνεται λόγος στον τόμο, όσο και η ψυχική υγεία εξετάζονται μέσα από ένα θεωρητικό πλαίσιο που στον πυρήνα της σκέψης του τοποθετεί την πολιτική και την οικονομία. Για τον Φίσερ, δε νοείται πολιτισμός, λογοτεχνία, μουσική έξω από το ιστορικό πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία αυτός δημιουργείται. Η, μαρξιστική στον πυρήνα της, προτροπή του Φρέντρικ Τζέιμσον “Always historicize” είναι θεμέλιο της σκέψης του κι αυτό είναι εμφανές στο βιβλίο, με τη σκιά του κριτικού να είναι βαριά σε ολόκληρη την έκτασή του και τις αναφορές σε αυτόν να βρίσκουν τη θέση τους δίπλα σε αναλύσεις γύρω από τους ριζοσπαστικούς στίχους της αγγλικής ποστ-πανκ μπάντας Gang of Four. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Φίσερ έρχεται να συνεχίσει τη γενεαλογία της κριτικής σκέψης του Τζέιμσον, με μια κατεύθυνση δηλαδή λογοτεχνικής-πολιτισμικής κριτικής-θεωρίας με ιστορικιστικό πυρήνα και πολιτική αιχμή, κατ’ αναλογία με τον τρόπο που η σκέψη αμφότερων εντάσσεται σε μια ακολουθία στοχαστών του λεγόμενου «πολιτισμικού μαρξισμού» (Γκράμσι, Λούκατς, Αντόρνο…) στο επίμετρο της έκδοσης από τον μεταφραστή, Αλέξανδρο Παπαγεωργίου.
Σε αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο εντάσσεται και ο τίτλος της έκδοσης. Η ακύρωση του μέλλοντος, που ο Φίσερ αναφέρει ότι ξεκίνησε τις δεκαετίες του 1970-80 και που συνδέει στην εισαγωγή της έκδοσης με τις οικονομικές-κοινωνικές εξελίξεις της τότε εποχής με αναφορά στον ταξικό παράγοντα και στη θατσερική πολιτική, αναφέρεται στη στασιμότητα και την «αδράνεια» που έχει επέλθει στον πολιτισμό του 21ου αι. Η μουσική κατέχει τόσο κεντρικό ρόλο στον κριτικό-θεωρητικό του λόγο περί αυτού, διότι η στασιμότητα αυτή είναι πιο εμφανής μέσω αυτής: τις δεκαετίες από το 1960 ώς το τα τέλη του 1980, το πέρασμα του «πολιτισμικού χρόνου» στο ευρύ κοινό γινόταν αντιληπτό μέσα από τις αλλαγές στο πεδίο της δημοφιλούς μουσικής (ο όρος αποδίδει τις εξελίξεις στο μουσικό φάσμα από την έλευση του φαινομένου της Beatlemania και της “album era” της μουσικής με την κυκλοφορία του Sgt. Peppers’ Lonely Hearts Club Band το 1967), όμως πλέον η αίσθηση αυτή της χρονικής ακολουθίας μέσω των πειραματισμών και των εξελίξεων και, άρα, η αίσθηση του «μέλλοντος» έχει εξασθενίσει – είναι το φαινόμενο που ο Φίσερ στο βιβλίο αποκαλεί «αναδίπλωση του πολιτισμικού χρόνου».
Αυτή η ακύρωση του μέλλοντος, η «εξασθένιση της ιστορικότητας», όπως αποκαλείται στο βιβλίο, γίνεται αντιληπτή σε μεγάλο βαθμό μέσα από τον πολιτισμικό τομέα. Ο Φίσερ οδηγείται σε δύο θέσεις:
η πρώτη είναι δανεισμένη από τα κείμενα του Φρέντρικ Τζέιμσον, τίθεται υπό νέο φως σε αυτά του Φίσερ κι έχει να κάνει με τη «νοσταλγία των πολιτισμικών μορφών» και την έννοια του παστίς. Η ακύρωση του μέλλοντος, που χαρακτηρίζει τον μεταμοντέρνο πολιτισμό, σημαίνει ότι η καλλιτεχνική παραγωγή στη δεδομένη ιστορική περίοδο έχει παραιτηθεί πλέον από τις μοντερνιστικές καινοτομίες στο επίπεδο της μορφής (πχ. ελεύθερος στίχος στην ποίηση, εσωτερικός μονόλογος στην πεζογραφία), με την παραίτηση αυτή να οδηγεί στη νοσταλγία για τις πολιτισμικές μορφές (κι όχι πχ. τις ιστορικές περιόδους ή τις συνθήκες) του παρελθόντος: ως παράδειγμα φέρνει το Star Wars και τι σηματοδοτεί η απήχησή του για τη νοσταλγία της παλαιότερης τηλεοπτικής σειράς Buck Rogers.
Η δεύτερη θέση αφορά τη διαπίστωση της ύπαρξης ενός φαινομένου που αποκαλεί «λαϊκό μοντερνισμό» και στο οποίο συγκαταλέγονται πολιτισμικές πρωτοπορίες του 20ού αι. όπως το πανκ και το ποστ-πανκ, η μπρουταλιστική αρχιτεκτονική, η μαζική διανομή φτηνών βιβλίων από τις εκδόσεις Penguin κ.ά. Πρόκειται για το ιστορικό σημείο στο οποίο μέσω της μαζικής κουλτούρας (κομβικό σημείο στην επικράτηση της οποίας μπορεί να χαρακτηριστεί η φωτογραφία και κατ’ επέκταση ο κινηματογράφος, αν λάβει κανείς υπόψη όσα γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο κριτικό δοκίμιο Το έργο Τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας, 1935) διαδίδονται τολμηρές νέες καλλιτεχνικές εκφράσεις από το ένα καλλιτεχνικό μέσο στο άλλο, που διαθέτουν τη μοντερνιστική τόλμη για έκφραση του καινούριου, αλλά και τη μαζική απήχηση που τα νέα μέσα προσφέρουν, ταυτόχρονα. Έτσι ο «λαϊκός μοντερνισμός» σηματοδοτεί τη μοντερνιστική μορφή που δεν είναι ελιτίστικη (όπως έτεινε να είναι πχ. στη λογοτεχνία) και το λαϊκό πολιτισμικό προϊόν που, λόγω της καινοτόμου φύσης του, δεν είναι λαϊκίστικο. Κατεξοχήν παράδειγμα το ποστ-πανκ, που αναμφίβολα χαρακτηρίζεται από μοντερνιστικές αξιώσεις δομικά κι εκφραστικά, αλλά εμφανίζεται σε μια συνθήκη μετανεωτερικής κατάρριψης των ορίων «υψηλής» και «χαμηλής»/λαϊκής τέχνης σύμφωνα με τον Φρέντρικ Τζέιμσον, όπως δείχνει παραδειγματικά και το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα νέο μουσικό κίνημα που θεμελιώθηκε πάνω στην αρχή της έλλειψης τεχνικής μουσικής ικανότητας από τους καλλιτέχνες του.
Στο πλαίσιο αυτό ο Φίσερ, με όχημα την πολιτισμική παραγωγή (ή μη παραγωγική αστάθεια) του 21ου αι. φτάνει στην τρίτη ενότητα σε πολιτικά συμπεράσματα για το σήμερα ή/και καταθέτει προβληματισμούς για το μέλλον και την κατάσταση της Αριστεράς και του αντικαπιταλισμού στη χώρα του και διεθνώς, εξετάζοντας και φαινόμενα κινηματικής έξαρσης όπως οι «αγανακτισμένοι» και το “Occupy Wall Street”, αλλά και παλιότερα όπως η νεολαιίστικη εξέγερση στη Μπολόνια το 1977, που είχε ενδιαφέρουσες πολιτισμικές προεκτάσεις στο πλαίσιο του «παρατεταμένου ιταλικού Μάη». Εφόσον όμως η καπιταλιστική πραγματικότητα (αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «καπιταλιστικό ρεαλισμό», η ζοφερή κι αδιέξοδη δηλ. αίσθηση ότι δεν υπάρχει καμία διέξοδος από το καπιταλιστικό πλαίσιο στη σημερινή εποχή) είναι στον πυρήνα της σκέψης και γραφής του, σημαντική θέση στο βιβλίο έχουν και οι επιπτώσεις αυτής στην ψυχική υγεία, συγκεκριμένα στην πρώτη ενότητα: θίγονται ζητήματα όπως η θέση της ψυχοθεραπείας στο πλαίσιο αυτό, η αίσθηση κατωτερότητας που οι απαιτήσεις της καθεστηκυίας τάξης επιβάλλουν στο υποκείμενο, οι καταναγκασμοί που εμφανίζονται στο νέο, ψηφιακό περιβάλλον (ιδιαίτερα σημαντικό, αφού από τη σκοπιά της εν λόγω γενεαλογίας σκέψης δεν είχαν προλάβει άλλοι στοχαστές να θίξουν αυτό το ζήτημα). Ειδικότερα στην τελευταία πτυχή της ενότητας αυτής ο Φίσερ χρησιμοποιεί, δίπλα στον όρο «ύστερος καπιταλισμός», και τον όρο «επικοινωνιακός καπιταλισμός», για να αναφερθεί στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τα social media αλλά και στον γενικότερα εντεινόμενο ρόλο της τεχνολογίας (είτε για επαγγελματική χρήση, είτε για ψυχαγωγία) στην καθημερινότητα του καθενός και της καθεμίας.
Η εν λόγω έκδοση προσφέρει σε μια κατεύθυνση αναζωογόνησης και τροφοδότησης του λόγου (discourse) σε ό,τι αφορά την κριτική και τη θεωρία στη χώρα μας, με μια πολιτική αιχμή που μοιάζει κρίσιμη κι αναγκαία στους καιρούς μας. Ταυτόχρονα, ας αναφερθεί και το ότι η επιλογή κειμένων είναι τέτοια, που θιασώτες της ποπ κουλτούρας θα απολαύσουν ιδιαίτερα την ανάγνωση του βιβλίου όσο προβληματίζονται από όσα έχει να τους πει ο Φίσερ, αφού οι αναφορές σε μουσικά κινήματα όπως το ποστ-πανκ, αλλά και κινηματογραφικές ταινίες ποπ μυθοπλαστικών genres, όπως το cyberpunk, έχουν την τιμητική τους. Με τον τρόπο αυτόν, η νέα έκδοση κειμένων του Μαρκ Φίσερ στα ελληνικά προωθεί την ελληνική βιβλιογραφία και τον διάλογο σε σχέση με τις παραπάνω κρίσιμες θεματικές, αλλά καταφέρνει ταυτόχρονα να αποτελέσει κι ένα ανάγνωσμα που, αν και είναι δικαιολογημένα «βαρύ» σε σημεία, μοιάζει πολύ οικείο, ακόμη κι ευχάριστο, ακριβώς γιατί ο συγγραφέας του δεν ξεχνάει στιγμή ότι πατάει σταθερά σε έναν συγκεκριμένο κοινωνικό χωροχρόνο, ο οποίος μοιάζει μάλιστα τόσο κοντινός με τον δικό μας.
(*) O Λεωνίδας Βέργος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλολογίας ΑΠΘ, στο Π.Μ.Σ. Συγκριτικής Γραμματολογίας.
Μαρκ Φίσερ, Η ακύρωση του μέλλοντος, μτφρ. επίμετρο Αλεξ.Παπαγεωργίου, εκδ. Αντίποδες