Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, μίγμα αγγελικότητας και δαιμονισμου (της Άννας Αφεντουλίδου)

0
1792

της Άννας Αφεντουλίδου

 

Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, μία ποιήτρια του μεσοπολέμου, η οποία γεννήθηκε −μάλλον− στη Θεσσαλονίκη το 1909, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ολιγόχρονης ζωής της, έχει πολλά κοινά με την Μαρία Πολυδούρη, αλλά «δεν είχε την τύχη» να γίνει τόσο γνωστή όσο εκείνη. Ήταν, όπως την περιγράφουν, ανήσυχη και γοητευτική προσωπικότητα. Έζησε μια σύντομη αλλά ταραχώδη ζωή, δοκίμασε και δοκιμάστηκε στην ποίηση, το διήγημα και το θέατρο και πέθανε από φυματίωση στα 26 της χρόνια. Έρχεται ξανά στο προσκήνιο, 100 περίπου χρόνια μετά τη γέννησή της, από την Έλενα Χουζούρη,[2] που ανθολογεί 39 ποιήματά της, τα οποία προλογίζει με μια συγκινημένη και άλλο τόσο κατατοπιστική εισαγωγική παρουσίαση για τη ζωή και το έργο της.[3] Τα ποιήματα που ανθολογούνται προέρχονται από τη συλλογή της Νύχτες αγρύπνιας −η οποία ήταν και η μόνη που δημοσίευσε εν ζωή− και από ποιήματα που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό της.

 

«Εξαίσιο μείγμα αγγελικότητας και δαιμονισμού, μια φύση πλασμένη από παράδεισο και κόλαση».[1]

 

Γράφει η Έλενα Χουζούρη: «Ό, τι γνωρίζουμε από την ολιγόχρονη ζωή της το χρωστάμε στον Θεσσαλονικέα ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο [1903-1996], ο οποίος διέσωσε με μυθιστορηματικό σχεδόν τρόπο τον θυελλώδη έρωτά του και τον ταραχώδη γάμο του με την Ανθούλα στις έξοχες Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Καθόλου τυχαίο, εξάλλου, ότι τιτλοφορεί τον πρώτο τόμο ΤΟ ΠΑΘΟΣ. Ακόμα όμως και αυτά τα λίγα βιογραφικά στοιχεία δείχνουν πόσο παράλληλοι ήταν οι βίοι των δύο ποιητριών, Πολυδούρη και Σταθοπούλου, και πόσα κοινά είχαν.»[4]

Τα ποιήματα της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου κεντρώνονται γύρω από τη θλίψη του θανάτου, τη μνήμη που χάνεται, την πάλη με την απώλεια: για όσες καταστάσεις ή γεγονότα στριμώχνονται εντός μας προσπαθώντας να βγουν στο φως, για να προλάβουν να αποτυπωθούν προτού χαθούν για πάντα. Εικόνες, σκέψεις και συναισθηματικές απηχήσεις από βιώματα που στιγμάτισαν την αισθητηριακή μνήμη, περιστατικά και πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή μας, οι μικρές ατομικές στιγμές που κυλούν σαν την άμμο μέσα από τα χέρια μας, χωρίς να μπορούμε να τις συγκρατήσουμε.

Παλιές εικόνες χάρτινες, στον τοίχο κρεμασμένες,

του πόνου μου συντρόφισσες και θύμησες γλυκές,

καθώς σας βλέπω αναπολώ μέρες ευτυχισμένες‒

τι γρήγορα που πέρασαν! θαρρώ πως ήταν χτες. (σ.36)

 

Μέσα από τα 39 αυτά ποιήματα προβάλλει ένας ποιητικός κώδικας που φλέγεται από οριακά συναισθήματα συντάσσοντας έναν σχεδόν τραγικό κόσμο: ενώ πατά στη ζωή, είναι αναγκασμένος να ακροβατεί συνεχώς στο μεταίχμιο του θανάτου. Υπαρξιακά ερωτήματα, αναρωτήσεις για τη δύναμη και τη δυναμική του ανθρώπινου πεπρωμένου, η ελεγεία μιας χαμένης ζωής, ο θρήνος ενός επικείμενου θανάτου, διατυπώνονται με φυσικό τρόπο, με απλά υλικά, λέξεις και στιχουργικά σχήματα που προκύπτουν αβίαστα και άλλο τόσο με πάθος που σιγοκαίει.

 

Σαν πεθάνω μια μέρα, κι ίσως μέρα του Απρίλη,

και νεκρή με ξαπλώσουν σ’ ένα φέρετρο άσπρο,

τα θερμά τα φιλιά σου, που μού έδινες πάντα,

θα μου δώσεις και τότε πάνω στ’ άχρωμα χείλη; (σ.41)

 

Γράφει χαρακτηριστικά η Έλενα Χουζούρη: «Ο θάνατος, η απώλεια των αγαπημένων προσώπων, τα επώδυνα συναισθήματα θα καταστούν ένας από τους βασικούς άξονες της ποίησής της. Ο άλλος είναι ο έρωτας, τα πάθη που προκαλεί, σαν αντίδοτο στον θάνατο που καιροφυλακτεί ανά πάσα στιγμή στην ολιγόχρονη ζωή της. Είναι εντυπωσιακή η ένταση του αντιθετικού αυτού ζεύγους θανάτου-έρωτα στην ποίηση της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, όπως άλλωστε και στην ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη. Τόσο που τελικά παύει να είναι αντιθετικό αλλά συμπληρωματικό, αφού χωρίς το ένα δεν μπορεί να υπάρξει το άλλο.» (σ.9)

 

Κάτι η καρδιά μου μέσα στην ατέρμονη

και ματωμένη έκτασή της κλείνει,

απ’ τη μεγάλη τρικυμία του έρωτα

και κάτι απ’ της μετάνοιας τη γαλήνη. (σ.43)

 

Πολλά από τα ποιήματα της Σταθοπούλου είναι μικρές αφηγήσεις, όπου καθρεφτίζεται το αίτημα εξισορρόπησης του εξωτερικού και του ψυχικού υλικού, με τρόπο ιδιαίτερο, σαν να χτίζεται και να γκρεμίζεται μπροστά στα μάτια μας μια μαγική εικόνα. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αποτυπώνεται η αίσθηση της εναγώνιας προσδοκίας, της οποίας μοιάζει σαν να είναι γνωστό εξ αρχής το αρνητικό της πρόσημο. Η μνημείωση είναι φορτισμένη με την αγωνία της θλίψης, γι’ αυτό και η ανάγκη να αιχμαλωτιστεί ο διαφεύγων χρόνος, αποκτά συμβολικό απόβαρο.

 

Σε καρτερώ ανυπόμονα, μέρα καλή, να’ ρθείς,

κλεισμένη μες στο ανήλιο και πληχτικό γραφείο,

πάνω απ’ τα πλήκτρα τα σκληρά μιας γραφομηχανής,

που ξεφυλλίζεται νωθρά της ζωής μου το βιβλίο. (σ.38)

 

και αλλού

 

Γιατί βουβοί και σκυθρωποί στην πόρτα του σπιτιού τους

δυο γέροι στέκουν σα σκιές, χωρίς ζωή και νιάτα;

Σαν τι στοχάζονται γλυκά στο θολωμένο νου τους

και ποιον προσμένουν να φανεί στη σκοτεινή τη στράτα; (σ.55)

Ο ποιητικός κόσμος ορίζει λοιπόν τη συμπαντική του συνθήκη: είναι καμωμένος από τα υλικά μιας παρελθούσης εποχής, η οποία, ενώ είναι κοντινή χρονικά, φαντάζει μακρινή, γίνεται κάτι σαν τη χαμένη ευτυχία. Δεν φαίνεται να ξεχνά η ποιήτρια πως όλα αυτά κρύβουν ένα βαθύτερο νόημα και χρέος μας είναι να το περισυλλέξουμε και να το ονομάσουμε τώρα εμείς, ώστε να το διασώσουμε από τη φθορά και τη λήθη. Αλλά μέσα από μια τέτοια προσπάθεια διάσωσης, αποκαλύπτεται πάντοτε η γεύση της πικρής απουσίας που οξύμωρα προκύπτει από την παρουσία της μνήμης, όσο και η γεύση της τυραννικής παρουσίας που αίφνης ανακύπτει μέσα από την αναζήτηση της αγάπης και της σωματικής επαφής. Αισθησιακή, σωματική ατμόσφαιρα, σχεδόν προκλητική −ιδίως για την εποχή της− που ιχνηλατεί την αγωνία της προσπάθειας να αρπαχτούμε από το άλλο κορμί, για να ανακουφιστούμε ή και για να υπάρξουμε. Όπως αρπάζεται ένας μελλοθάνατος από τα κάγκελα του κελιού, καθώς πλησιάζει η ώρα της εκτέλεσης.

Μες στα χέρια σου πάρε με,

σαν πουλί λαβωμένο,

σαν πουλί που το χτύπησε

ένα βόλι κακό,

και στο δρόμο το πέταξε

με φτερό τσακισμένο,

με φτερό που του κόπηκε

σε τραγούδι γλυκό.

 

Μες στα χέρια σου πάρε με,

σα μητέρα που παίρνει,

με λαχτάρα και πόνο

τ’ άρρωστό της παιδί.

Χειμωνιάτικη μπόρα

την καρδιά μου τη δέρνει

και τον ήλιο ανώφελα

περιμένει να ιδεί. (σ.47)

 

Πολύ σημαντική η πρωτοβουλία της Έλενας Χουζούρη για μια «εκ νέου» παρουσίαση της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, καθώς κλείνουν 85 χρόνια από τον πρόωρο θάνατό της… θυμίζοντάς μας «εκ νέου» την εποχή εκείνη που θα μείνει εσαεί σημαδεμένη από τον χαμό, τον άδικο χαμό, τόσων ποιητών…

 

ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ…

Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,

κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.

Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,

που το φτωχό κορμί θα ξαποστάσει.

 

Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή

και μάταια χτυπώ το μάνταλό της.

Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστεί

απ’ το πικρότατο μαρτύριό της.

 

Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει

για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή.

Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή,

δίχως του τάφου να’ χω τη γαλήνη.(σ.86)

 

 

[1] Έτσι χαρακτηρίζει την ποιήτρια ο σύζυγός της ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος.

[2] Την ίδια χρονιά επανεκδόθηκε και από την Οδό Πανός η ποιητική συλλογή της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου Νύχτες αγρύπνιας με εισαγωγή του Διονύση Στεργιούλα.

[3] Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, μία παρουσίαση από την Έλενα Χουζούρη, σειρά «εκ νέου», Γαβριηλίδης, 2019.

[4] Ό.π.,σ.7.

Προηγούμενο άρθρο75 χρόνια γαλλικό νουάρ -Β΄Μέρος (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροBarnes & Noble, η βλακεία της πολιτικής ορθότητας (της Αλεξανδρας Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ