Ευαγγελία Κουλιζάκη -Κατερίνα Λιαράκου (άστεγοι ποιητές Ι)

0
940

(Ποιητές/τριες χωρίς εκδότη, μικρό αφιέρωμα από τη Θράκα).

Ευαγγελία Κουλιζάκη.

 

Η Ευαγγελία Κουλιζάκη γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επί σειρά ετών εργάστηκε ως μεταφράστρια, επιμελήτρια και υπεύθυνη λογοτεχνίας σε εκδοτικούς οίκους. Ποιήματά της επιλέχθηκαν ως η ελληνική συμμετοχή στον τομέα της λογοτεχνίας στην Μπιενάλε Νέων    Δημιουργών της     Ευρώπης και της Μεσογείου που πραγματοποιήθηκε προ διετίας  στην Ανκόνα της Ιταλίας. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στη «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας» και στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, ενώ στην παρούσα φάση συνεργάζεται με τη μηνιαία επιθεώρηση βιβλίου “The Books’ Journal” και έχει ιδρύσει και διευθύνει τις εκδόσεις Sestina.

 

Autoportrait

 

Στέκομαι έκθαμβη μπροστά στην οξύτητα του καθρέφτη μου.

Διαδρομή καθηλωμένη στην έλξη του σημείου.

Αιμορραγώ αναγκαιότητα και προσμονή

Η αναπνοή σου δίπλα μου

            μια αιώρα ανάμεσα σε οικειότητα και προσβολή

            με αποκαθιστά με διαστρέφει

            σε εξαγγελία πένθους που γιορτάζει τη λήξη του

            σε παθολογία της αποδοχής

Παρωδία το να ελέγχω τη μοίρα μου

            όταν απόπειρα για έκλαμψη και φθίση

            είναι να Σε είμαι όσο αντέχω.

*

 

Hotel Insomnia

 

Τις νύχτες που κοιμάμαι

Μαχαίρια κρέμονται απ’ το ταβάνι του δωματίου σαν άστρα.

Μια έγκλειστη ομορφιά με παραμονεύει.

Στην κόρη του ματιού μου κατέρχεσαι

Και όμως Δεν. Έρχεσαι

Ένα περιδέραιο σπασμών άναρθρων σεισμών

Η φευγαλέα λάμψη των οστών μου σου ανήκει.

 

 

R.E.M

 

Κοιμάσαι βαθιά

το σώμα ανθίζει στο ξεδίπλωμα της πέτρας

το μαντεμένιο φρύδι

το σφυρήλατο δάχτυλο

Αναπνέω αναπνέω αναπνέω

Τεχνητή υποστήριξη

 

*

 

Ενέδρα

 

Δεν επιστρέφω.

Αναδύομαι

Μια έκταση φωτός στο κυλιόμενο σκότος.

Σε προκαλώ.

Εκ των ένδον

Εκ των έσω.

Μια κρύπτη εντός μου σε προστάζει

                                        σε προσκαλεί.

Σε ξορκίζω

Μα στο χρησμό σου είμαι η απάντηση

            Η φθισική σου Σίβυλλα

            Η φλογερή Κασσάνδρα σου

που φτύνει δηλητήριο στην εγκοπή.

Δεν επιστρέφω.

Τη φλέβα σου θα διαρρήξει κόμπρα βασιλική.

Και πάει περίπατο ο κόσμος σου

            ο απροσπέλαστος

            ο αρραγής.

Στα θρύμματα επάνω θα βαδίζεις

Στα τρίμματα τα ρήματα

            ολισθηρά μου δώρα.

Σε εκθρονίζω

Και σκήπτρο μου γίνεται

            Το μαχαίρι σου και η πληγή.

 

 

 

 

Το παιχνίδι της χαράς

(της Ανν, της Συλβί)

 

Τις συνάντησα

στο σπιτάκι του κήπου

και άνοιξα την πόρτα για τις μάγισσες.

Τα κορίτσια μου με τα ντράι μαρτίνι τους

και τα σεμινάρια στη Βοστώνη

μικρές θανατερές ακτινοβόλες

με τα αειθαλή τους φυλλώματα

αποδημητικές γαντζωμένες με το βελούδινο γάντι τους

σε νοητά συρματοπλέγματα

πεταλούδες καρφιτσωμένες σε σπάνια συλλογή.

Θα ξοδέψουμε όλο το απόθεμα, είπαν

τσιγάρα, ουίσκι και ζόρικες, ζόρικες γυναίκες

άντρες μωρά ποιήματα

κλινικές χάπια αγροτόσπιτα

μητέρες ερωμένες αντίζηλες

 σύζυγοι κόρες μαινάδες

τακούνια, νύχια και κραγιόν

μήτρες γυαλικά κοσμήματα

Χιονάτες χωρίς πρίγκηπα

Ραπουνζέλ με αγκάθια στα μαλλιά

κι ένα διάδημα από ασήκωτα φιλιά.

Ξετρελαμένες με τον τρόπο των νεαρών κοριτσιών

Προσφέρονται προσφέρονται

καίγονται καίγονται καίγονται

–          όπως καίγεται το χρήμα. 

 

Κατερίνα Λιαράκου

Η Κατερίνα Λιαράκου γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου

Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός.

 

 

 

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

 

1Η ΕΚΔΟΧΗ

 

Από παιδί έχω ένα μήλο

σφηνωμένο στον λαιμό.

Φίλησε με, μήπως

λυθεί η πλεκτάνη,

ή έστω σπάσε μου

τους κυνόδοντες.

 

 

 

 

 

2Η ΕΚΔΟΧΗ

 

 

Πριν να γεννηθώ η βασίλισσα ευχόταν

Να έχω μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο,

Χείλη κόκκινα σαν το αίμα,

Αντ’ αυτού, φοράω κόκκινη κάπα,

Γυρνάω στα δάση

Κι αποκρίνομαι φιλήδονα στους λύκους.

 

 

 

3η ΕΚΔΟΧΗ

 

Μικροσκοπικός,

Τον έβαζε, τον έβγαζε

Από την κοιλιά της

Σαν λαγό από λευκό καπέλο

—- ή από καπέλο λευκό —-

Αυτή τον πέταξε

Στη Χώρα των Θαυμάτων

Να σοδομίζει τις πληγές του.

 

 

4η ΕΚΔΟΧΗ 

 

Όμορφες πόλεις,

από ψωμί και ζάχαρη,

όμορφα σπαράζεσθε

 

—–μάγισσες, τα σπλάχνα σας μυρίζουνε μπαρούτι

ανάβω ένα μπλε Gauloise, απ’ αυτά που έκανε

ο Πωλ Ελυάρ κι ανατινάζομαι

 

Προηγούμενο άρθροΗ σημερινή γαλλική διανόηση και τα… καλλυντικά
Επόμενο άρθροΓιώργος Γώτης, Στοιχειώδη Σωμάτια

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ