Καρούζος, Χριστιανόπουλος, Δημουλά, Τερζάκης για τη Μεγάλη Βδομάδα (της Έφης Κατσουρού)

1
5152

 

της Έφης Κατσουρού

 

Μπήκε Μεγάλη Εβδομάδα, κ’ η μάννα του άρχισε τα σούρτα-φέρτα. Πρωί-πρωί τον ξυπνούσε μπαινοβγαίνοντας, ξεσκόνιζε το σπίτι , έφτιανε κουλούρια, ετοιμαζότανε για τη Λαμπρή. Λες κ’  είτανε να δεχτεί γαμπρό. Μια παλιά ψύχωση, από τον καιρό πού, κόρη, κάτω στην πατρίδα, ετοίμαζε το σπίτι το πατρικό για τη μεγάλη γιορτή της χρονιάς. Ακόμα και τώρα, χήρα, μ’  ένα μονάχο γιό και μια κόρη παντρεμένη, συνέχιζε τα παλιά της τα συνήθεια, αυτά που μονάχα απόμενανε για να δικαιώνουν την ύπαρξή της. […] Βαριεστημένος, σηκωνότανε κ’ έβγαινε έξω. Τα βράδια τη συναντούσε, καμμιά φορά, να γυρίζει από την εκκλησία με τη Σύνοψη στο χέρι. Το σπίτι μέσα ήταν πεντάπαστρο, μύριζε σαπούνι και λιβάνι. // Κ’ οι δρόμοι, λιβάνι μυρίζανε κι’  αυτοί. […] Όχι, όχι, η Μεγάλη Εβδομάδα βρισκότανε παντού, διάχυτη, στον αέρα και στο αίμα του, στην ερημιά του σπιτιού και στη γιορτερή κίνηση των δρόμων. Αδύνατο να της ξεφύγει, όσο κι’ αν πασχίσει. // Πρωί-πρωί τη Μεγάλη Παρασκευή, βρέθηκε στην πλατεία, μπροστά στο καφενείο, κ’ έκανε πάλι να μπει μέσα. Όμως μετάνιωσε. Σαν από κάποια ντροπή για το χάλι του, απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του. Τράβηξε πέρα, παίρνοντας ένα δρομάκι ανηφορικό, παλιό του περίπατο από τον καιρό πού, φοιτητής, περιπλανιότανε τις όμορφες βραδιές με κάποιο φίλο. Ο δρόμος οδηγούσε ψηλά, στο πλευρό της Ακρόπολης, τρυπώνοντας μες από δύστυχα σπιτάκια. Τα κοίταζε για πολλοστή φορά, ζερβόδεξά του, να ισορροπούνε πάνω σε βόλους χώμα ετοιμόρροπους, πολύπλοκα, πολύχρωμα, και να μορφάζουν το ταπεινό μορφασμό της φτώχιας. […] Τ’ αγαπούσε. Τού έδιναν κάτι από τη ρομαντική απόλαυση του, την άκαρδη, του περιηγητή. […] Ο ερχομός της άνοιξης είναι τώρα χυμένος στον αέρα. Αν κλείσεις τα μάτια, θ’ ακούσεις στ’  αυτιά σου το κοντοζύγωμά της, τάγμα από πεταλούδες αόρατες που παφλάζουν μυστικά, φτεροκοπώντας, και το χνώτο τους μυρίζει πασχαλιά. Σκόρπιες, μελωτές, σταλάζουν οι νότες από τις καμπάνες. Είναι ανεξήγητα μελαγχολικές οι καμπάνες μέσα στην τόση γιορτή του ήλιου, και μοιάζουνε σαν τον ήρεμο ρεμβασμό της καρδιάς που κουράστηκε πολύ από ευτυχία. [Άγγελος Τερζάκης, Μενεξεδένια πολιτεία]

 

Η Μεγάλη Εβδομάδα για τον καθέναν μας συνδέεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, με ένα συγκεκριμένο τελετουργικό. Ιδιωτικό ή κοινόκτητο, θρησκευτικό ή εθιμικό, ακόμη και για όσους αρνούνται πεισματικά την ακολουθία του, δεν παύει να υφίσταται, και να ενεργοποιείται στην αντιδραστική κοινοτοπία κινήσεών, αντίρροπων στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών. Ο χώρος και ο χρόνος που αποδίδεται στα αναγνώσματα και η επαναληπτική επίσκεψη συγκεκριμένων λογοτεχνικών τόπων, εθιμικά, για όσους διαβάζουν λογοτεχνία συστηματικά, ορίζει ένα ιδιότυπο τελετουργικό δεύτερης τάξης που δρα παράλληλα με το πρώτο και αλληλοδιαπλέκεται. Μέσα από την επαναληπτική επανακατοίκηση των λέξεων δημιουργείται ένα πλέγμα σχέσεων και συσχετισμών που έχει τη δύναμη να παρεισφρέει και να αναδιατυπώνει την ίδια την εμπειρία των ημερών. Και αυτό μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση, αφενός την απόσυρση από τον πραγματικό χωροχρόνο και την ολοκληρωτική μεταφορά του βιώματος μέσα στο τοπίο των λέξεων, αφετέρου τη σύντηξη των δύο πραγματικοτήτων και την πρόσληψη της κοσμικής εμπειρίας μέσα από το διευρυμένο πρίσμα της λογοτεχνικής απόδοσής της.

Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα (συν)κατοικώντας τη Μενεξεδένια Πολιτεία του Τερζάκη, με τον ίδιο τρόπο που κάθε Χριστούγεννα περιπλανιέμαι στις χιονισμένες διηγήσεις του Παπαδιαμάντη, νοιώθω να ακολουθώ μία περιφορά Επιταφίου παράλληλη, που κάπου-κάπου, στα σημεία, συναντιέται με την ετήσια πομπή, μαζί με τους πρότερους εαυτούς και τους οικείους μου, τους γνωστούς και τους αγνώστούς μου ανθρώπους, και ανάμεσα στο πλήθος μπερδεμένους τους ποιητές μου· με τα λόγια τους που μπλέκονται με το ω γλυκύ μου Έαρ και σβήνουν στον αχό των βημάτων. Ο καθένας τους και μια μικρή υπόμνηση στις μέρες της Μεγαλοβδομάδας, μια εκδοχή της ιερότητας και του δράματος, των παθών, με την ευρεία έννοια των όρων, στις οποίες κάθε Πάσχα πασχίζω να ακουμπάω. Κι όταν λέω ποιητές μου δεν εννοώ, κατ’ ανάγκην, εκείνους που ορίζουν τον χώρο της οικειότητάς μου, τους πιο «αγαπημένους», αλλά εκείνους που εθιμικά επισκέπτομαι τις μέρες αυτές, τον καθένα ως ένα σύμβολο, ως μία εκδοχή του Θείου Δράματος και της Ανάστασης που με τον τρόπο του ο καθένας μας αναζητεί.

Νίκος Καρούζος – η πιο ιδιωτική οδός του Έαρος

Από την πρώτη περίοδο του και με έμφαση στα ανέκδοτα και ανένταχτα ποιήματά του ο Καρούζος χαράσσει μία απόλυτα προσωπική εκφορά της ορθόδοξης πίστης στερεωμένη στην λέξη έαρ με όλο το (θρησκευτικό) φορτίο που αυτή επωμίζεται και κατοικημένη στο παλιμψηστικό αττικό τοπίο. Έχοντας βυθιστεί στις αφηγήσεις των Παθών ανασύρει από το βάθος του μαρτυρίου και της Σταύρωσης μία πίστη «ιδιόκτητη» τόσο στέρεη και άτρωτη για τον ίδιο, που μοιάζει με προσωπική ομολογία Αναστάσεως. Αναπόφευκτες σταυρώσεις, μικρές επίγειες αναστάσεις, προσγειωμένες προσδοκίες, συνηχήσεις του έαρος, φθορά και αφθαρσία διαμέσου του σάρκινου άλγους και της ηδονής, όλα παραδομένα στην τρωτότητα της αφής ορίζουν τελικά την αγιότητα του βιώματος, στην ποίηση του Καρούζου. Και στην ύστερη φάση του στην ενότητα «Θρίαμβος Χρόνου» και σε άλλα σκόρπια ποιήματα που συμπεριλαμβάνοται στο Οιδίπους Τυραννούμενος και άλλα ποιήματα προσφέρονται στην μικρούλα Μαρία, κόρη φίλου του, και μαζί με εκείνη σε κάθε νεογέννητο, άγραφο πλάσμα σαν Μεταλαβή της Μεγάλης Πέμπτης.

Ντίνος Χριστιανόπουλος – ταπείνωση ή η αγιότητα της αμαρτίας

Ο Χριστιανόπουλος γαλουχημένος στους κόλπους τις Εκκλησίας στην πρώτη ποιητική του συλλογή Εποχή ισχνών αγελάδων ακουμπά με αξιοζήλευτη οικείωση στα πρόσωπα του Ευαγγελίου παραδίδοντας κάποια από τα πιο αιχμηρά έως και αιρετικά ποιήματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης αναφορικά με την χριστιανική πίστη. Για εκείνον, η διδασκαλία του Ευαγγελίου, όπως συνάγεται και από τη συνέχεια της ποίησης του, συνοψίζεται στην έννοια του δοσίματος, της ολοκληρωτικής και άνευ όρων και ορίων ένσαρκης αγάπης και η ιερότητα συνίσταται στην ακακία, στην απουσία του δόλου, στην σταθερή ταπείνωση της ύπαρξης απέναντι στον έρωτα και το αντικείμενο του πόθου του. Προσηλωμένος στην σαρκωμένη εκδοχή του Ιησού -με αυτή μπορεί να έρθει σε κοινωνία, προσκυνά με την ίδια λατρεία το Σταυρό, τη Μαγδαληνή και το ληστή, αναδεικνύοντας τελικά, στο πλαίσιο της ατελούς φύσης του ανθρώπου, την «αμαρτία» ως βασική προϋπόθεση αγιότητας.

Κική Δημουλά – κλιμακούμενος διάλογος των Παθών

Η Δημουλά, σε αντίθεση με τον Καρούζο και τον Χριστιανόπουλο, για τους οποίους ο Ευαγγελικός Λόγος και όλο το τελετουργικό της Μεγάλης Εβδομάδας, ως κοινός τόπος συνάντησης, αποτελούν αφετηρία της ποιητικής τους γραφής και στη συνέχεια υποβόσκουν και ανιχνεύονται από καιρού εις καιρόν ή υπομνηματίζουν τον στίχο τους, αρθρώνει σε όλη την ποίησή της έναν ευθύ και, διαρκώς, κλιμακούμενο διάλογο με τον Ιησού. Θραύσματα από τα ιερά κείμενα ενσωματώνονται στη ρύμη των ποιημάτων της συνθέτοντας ένα πολυδιάστατο ψηφιδωτό που οριοθετεί ποιητικά την επαναληπτική καμπύλη διαδρομή προς τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού. Η σχέση της με το θείο αποτελεί συγκροτητική μονάδα της ποιητικής της και ορίζει τρεις διακριτές περιόδους της. Η πρώτη εκτείνεται από το Έρεβος μέχρι τη συλλογή Χαίρε ποτέ, όπου η εβδομάδα των Παθών, η Σταύρωση και η Ανάσταση είναι άμεσα προσλήψιμες και αποδόσιμες διαμέσου του συλλογικού συναισθήματος, του εκκλησιαστικού τελετουργικού και της σύνδεσης της Ανάστασης με κάθε ιδιωτική ή συλλογική άνοιξη. Τα πρόσωπα του Ευαγγελίου σαρκώνονται και την περιβάλλουν μέσα από διανοητικές συζεύξεις και αλληγορίες που εγείρουν την αφή. Η ενδιάμεση περίοδος εκκινεί από το Χαίρε ποτέ και συνεχίζει μέχρι λίγο πριν το τέλος. Εδώ, ο διάλογος αποκτά μία ιδιαίτερη εσωστρέφεια καθώς αρθρώνεται σαν μία προσωπική προσευχή, μία έκκληση παρηγορίας για την απώλεια αγαπημένων προσώπων, για την ερήμωση, συνθήκη, που κορυφώνεται πια στην ύστερη περίοδο της γραφής της και τις δύο τελευταίες συλλογές Δημόσιος Καιρός και Άνω τελεία. Στα δύο αυτά βιβλία, η ποιήτρια θρηνεί τον εαυτό, σαρκάζεται, μέμφεται, συνειδητά ακροβατεί μεταξύ ιερού και βλάσφημου προσπαθώντας να προκαλέσει το θείο· και όλα αυτά περιπλανώμενη πάντα στο χώρο και το χρόνο της Μεγάλης Εβδομάδας. Βιώνοντας τη συντελεσμένη σαρκική φθορά σχεδόν ταυτίζεται με τον Εσταυρωμένο, μιλά με ένα θάρρος ανοίκειο αλλά αφοπλιστικό προς τον Θεό, Εκείνον που για χρόνια έτρεφε την ύπαρξη και την ποίησή της, μοιάζοντας να προφέρει σαν ψίθυρο, κάτω από την ευθύτητα, την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό των στίχων της, το δικό της παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.

Από το Γιάννη Ρίτσο και τον Τάσο Λειβαδίτη, με τον Επιτάφιο και τον Αδερφό Ιησού αντίστοιχα, στην ειλικρινά συγκινητική σύντηξη Χριστιανισμού και Αριστερού οράματος, που και οι δύο πίστεψαν και αποδίδουν ποιητικά έως το καθαρόαιμα ελυτικό Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απρίλη και άλλα μεμονωμένα ποιήματα σε πλήθος νεότερων και παλαιότερων ποιητών, εν γνώσει μου, παραλείπω αρκετά και σημαντικά ποιήματα για τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα σε αυτή την περιπλάνηση. Επέλεξα τους πιο προσωπικούς για αυτή τη διαδρομή, αυτούς που περιθάλπουν το αίσθημα και εξαγνίζουν την αφή των πραγμάτων για εμένα. Μέσα στο άρωμα των ανθέων του Επιταφίου και υπό τον ήχο των ψαλμών εύχομαι ο καθένας να συναντήσει τους δικούς του συνοδοιπόρους ποιητές γιατί κάποτε η ποίηση στους σύγχρονους καιρούς γίνεται ένα αλλότροπο ευαγγέλιο για τις μικρές και τις μεγάλες εβδομάδες των παθών μας.

 

Μικρό ανθολόγιο

 

Νίκος Καρούζος

Ποιήματα Τόμος Α’/ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961, Ίκαρος

 

ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΛΥ

 

ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΞΥΛΟ

Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.

Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια

σμίγει και σταυρώνεται με την

επιθυμία καθώς διασχίζει τη γη.

Κι ο Χριστός είναι φιλικά εσταυρωμένος.

 

ΜΕΓΕΘΗ ΓΑΛΑΝΑ ΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ

 

[…]

Τα χρώματα μοιράζουν τις γυναίκες

όταν καίει το γενετήσιο λιβάνι στους δρόμους

Μεγάλη Πέμπτη ο ήλιος το πρωί –

ποια είσαι η αναμμένη

με άστρα ηδονικά.

Στο πιο μαύρο σκοτάδι σε πλούτον απειλής

είναι η ξανθή βυθισμένη

κι ο Γιάννης ολοένα περιπατητής

μες’ στους θανάτους – όμως

αδύνατο στο θάνατο να περπατήσεις.

 

Αστραφτεροί κισσοί της Πλάκας

ερωτεύονται τη νύχτα στ’ άγια βήματα

φυτά που λησμονήθηκαν

στους μικρούς ναούς

ανάμικτους με τ’ ανοιχτά παράθυρα των κοριτσιών.

 

Κανένα κυπαρίσσι στο ύψος της αγάπης

ούτε βουνό κανένα

νέφος ακόμη δεν την άγγιξε

ο αετός ποτέ σεν την είδε στον αιθέρα

οι εκκλησίες των ελλήνων ερωτικές

οι αλαζονικές των τευτόνων που σφάζονται με τις αιχμές.

Κι ο ηγεμόνας χαμηλότερος.

Ώστε ταπεινόςανέβηκα προς τ’ αστέρια

του θεού τ’ αναστήματα.

Το ύψος είναι της αγάπης.

 

Οι γυναίκες αντικρύζοντας την Παναγία ζουν μ’ ελπίδες

όπως αγαπά εν’ άνθος

το γνώριμο χέρι του ασημένιου κηπουρού

αόρατο.

[…]

 

ΤΑ ΛΥΠΗΡΑ

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΤΑ ΝΕΦΗ

Μαρία θυμάσαι στις ράγες του τραμ εκείνο το πένθος

είχαμε βγει απ’ το μικρό εστιατόριο της Λαχαναγοράς

όταν ο ήλιος έκρουε τα χαράματα.

Ξάφνου τη λάμψη πήρες άλλου άνθους ενώ μοναξιασμένη

ακούγεται κοντά μας η καμπάνα της Μεγάλης Πέμπτης

κι ο Γιάννης κοιτάζει ακτήμων.

Είπα εντός του τρόμου δεν άκουσε κανείς

ο άγγελος απ’ τα φωσφορικά τα ουράνια

στο γκρεμισμένο χρόνο αδειάζει το κακό

κι ο πιο μικρός μας θόρυβος θα κρυσταλλώσει απάνω, εκεί, μακριά.

Τότε μας φώναξε για τους αρχαίους νεκρούς ο Γιάννης

και πηδήσαμε το σιδερένιο φράχτη του Κεραμεικού

(Άξιε ταύρε – καλώντας το Διόνυσο έβγαλε φωνή).

Χαρά ηλιακή μας περιβάλλει κ’ η  Μαρία βλέπει χορούς εκστατική

Στα συμπλέγματα των λουλουδιών –

εγώ τον Άγιο Φραγκίσκο έβλεπα με τους φίλους του ανέμους

τον πρώτο πετεινό απ’ τα μεσάνυχτα

της αττικής ημέρας κήρυκα ώσπου τα νέφη σήκωσαν ψηλά

με τις γριές που είχαν μεταλάβει, με τον ιερέα

ώσπου τα νέφη την πήραν ψηλά τη μέρα

και τη μισοχτισμένη εκκλησία

τη Λαχαναγορά

και τα μικρά καρότσια με τα γαϊδουράκια.

Και ιδού ο Γιάννης τρέχει προς το μέρος μας

ωσάν ασώματος Τι βαθύ που είναι το λουλούδι, λεέι,

και μας έδειξε κοντά μας ένα

ωστόσον άλλο λουλούδι είχε δει μακριά με τους νεκρούς.

Μα τα λουλούδια είναι τόσο αδελφωμένα

κάθε στιγμή κερδίζεις το νόημα του λουλουδιού κοιτάζοντας

κάθε στιγμή το χάνεις…

Εκεί λοιπόν ηχούσε η καμπάνα

της ορθοδοξίας μοναχή

πιο πέρα του σώματος η ιαχή και η Μαρία

ο Γιάννης

ο ταπεινός εγώ και φιλαμαρτήμων.

 

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΉΜΑΤΑ, Ίκαρος

 

ΧΑΡΑΜΑΤΑ

Θα  ‘θελα να πω τη μοναξιά μου

στα λαμπερά σου ματόκλαδα

μικρούλα Μαρία της υπάρξεως

που δεν έχει χρονικές ποσότητες

ούτε συσσωρεύεται

στους ορόφους της γραφειοκρατίας.

Είσαι φλόγα κι ανατρέφεις μόνη σου

το φως έως την έσχατη ώρα

του Ιησού

με αστραπές φιλόξενες απέναντι

στην ταπεινή μας όραση.

Κι άμα βρέχει νιώθουμε παράξενη

ευτυχία.

 

ΠΑΣΧΑ 1987

Λαμπρύνομαι ως άτομο μα όχι

στην ολότητα· η λάμψη όμως

εκπηγάζει από κείνη των ψυχών

τη σύναξη

που διαφεντεύει γαλαζοπράσινο.

Αποφεύγω τα μηνύματα

κι αποφεύγω τ’ αυτοκίνητα.

Είμαι διαβάτης· επιβάλλομαι

στην κίνηση.

 

Ντίνος Χριστιανόπουλος

ΠΟΙΗΜΑΤΑ / Η εποχή των ισχνών αγελάδων, Ιανός

 

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα ταχτική στα κηρύγματά του·

Πούλησα κι ένα κτηματάκι της θείας μου για να τον ακολουθήσω.

Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,

στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες·

κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δεν μου είναι άγνωστοι.

Κι όμως μέσα σ’ αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.

Μήνες για χάρη του έτρεχα απ’ το ναό στο λιμάνι

κι από την πόλη στο Όρος των Ελαιών.

 

Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σάς παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.

Για ένα βάζο αλαβάστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.

Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.

Μ’ αυτό θ’ αλείψω τα πόδια του,

μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,

μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.

Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,

ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.

Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα ‘ναι για την αγάπη του·

κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα ‘ναι η αγάπη του που θα μ’ εμπνέει.

Γιατί, κύριε, ο έρωτάς μου ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια

κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σύμβολο

εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ.

ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ μικρά πεζά, Ιανός, 2013

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Τον έβλεπα συχνά στο Βαρδάρι, παρέα με κάτι γέρους κολομπαράδες. Περίπου τριαντάρης, σιωπηλός, μονίμως άνεργος, όχι πολύ αρρενωπός, πάντα φτωχοντυμένος και αξύριστος. Του πρότεινα παρέα κι ήρθε. Ανηφορίσαμε σιωπηλοί για την περιοχή του ντενεκέ μαχαλά. Σταθήκαμε στα σκοτεινά. Διστάζαμε.

Έσβησε το τσιγάρο του. «Για στάσου», είπε, σα να θυμήθηκε κάτι· «Μεγάλη Πέμπτη δεν είναι σήμερα;» «Ναι», είπα· «και τι μ’ αυτό;» «ΤΙ θα πει ΄΄και τι μ’ αυτό΄΄; Η εκκλησία να ψέλνει τα δώδεκα ευαγγέλια, και μεις να γαμιόμαστε;» «Και τι θες να κάνουμε; Να περιμένουμε το Πάσχα;» «Βρε θα μας κάψει ο Θεός, καταλαβαίνεις;» «Ε, τότε τι θέλεις και με κουβάλησες εδώ;» Μαλάκωσε. «Δίκιο έχεις. Από βραδύς το ‘χα στο νου μου αλλά μετά το ξέχασα. Πάμε τώρα. Άλλη φορά».

Έφυγα τσατισμένος. Πιο πολύ με τον εαυτό μου. Ακούς εκεί, ένας αλήτης να μου δώσει τέτοιο μάθημα, εμένα που ‘ξερα τα δώδεκα ευαγγέλια απ’ έξω!

 

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ιανός, 2013

 

πνίξε την επανάστασή σου

στο αίμα μου

*

[ευαγγελική εκκλησία]

ήταν τόσο γλυκιά η χορωδία

τόσο υποβλητικό το όργανο

τόσο ευλαβική η μουσική

 

όλα τα χάλασε ο ιεροκήρυκας

*

ουαί τω ανθρώπω εκείνω

δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται

λέει το ευαγγέλιο

λέτε κι εσείς

 

εάν οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε

έκβαλε αυτόν

λέει το ευαγγέλιο

λέω κι εγώ

*

 

            Κική Δημουλά

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ / Επί τα ίχνη (1963), Ίκαρος

 

ΠΑΣΧΑ ΠΡΟΣ ΣΟΥΝΙΟ

Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη,

λες κι απ’ τις άκρες της σφιχτά

την έπιασ᾿  η στεριά και την τεντώνει.

Στην άκρη του γκρεμού,

που συγκρατεί το θέαμα,

ευωδιάζει ο ίλιγγος

κατρακυλούν αυτοκτονίες…

 

Αριστερά, η εποχή,

σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.

Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,

έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.

Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού

απάνω του ακόμη ξεχασμένο

το πάθος της Σταυρώσεως παρατείνει.

Περί διαγενομένου του Σαββάτου,

Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων

ιδέαν δεν έχει.

Σύμπτωσις:

Κι απ᾿  την καρδιά μου ο λίθος

ουκ αποκεκύλισται

ην γαρ μέγας σφόδρα.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ / Το λίγο του κόσμου (1971), Ίκαρος

 

Η ΑΠΑΡΗΓΟΡΙΑ

 

Οι βιολέτες όπως ανησύχησα,

διορατικά μυρίζουν

όταν κάτι δεν πάει καλά,

κάτι απογοητεύει πάλι.

 

Η Μεγάλη Εβδομάδα,

όπως στάζει κερί και τάμα

στην θρησκόληπτη ανάμνηση,

στην άθεη απουσία.

 

Η Κυριακή του Νυμφίου,

όπως αναστατώνει,

βασίζεις δεν βασίζει το Μεγάλο

στις αφίξεις.

 

Οι διάφοροι Νυμφίοι,

που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,

κάποια διήμερη εκδρομή,

κάποια ευκολότερη θρησκεία

που την ασπάζονται.

 

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεσθημανή

σε κάθε βήμα,

όπως κατασταλάζεις για το έθιμο,

έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.

 

Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,

περιμένουν αυγά και τσουρέκι.

 

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεσθημανή,

τα περιστύλια της υπομονής,

τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις

τον ετήσιο Ιούδα,

που αργεί να ‘ρθει

από το ράφτη, απ’ τον κουρέα.

Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις

για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.

 

Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση

κι η απαρηγορία,

ο νηστικός της ήχος

όπως λιποθυμάει

στα εαρινά αρμόνια

των καθολικών απογευμάτων.

 

Οι αργίες,

οι αργοπορίες,

οι αγριότητες,

όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.

 

Ο Σιμών, που στο τέλος αδιαφόρησε

κι έφτιαξε τη ζωή του.

 

Η Μυροφόρος έλλειψις,

που θα σε ψάχνει απόψε ν σε ράνει.

 

Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων

τη Μεγάλη Εβδομάδα

και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.

 

Η Αγία Επανάληψη,

η  θαυματουργή,

η αχειροποίητος,

όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,

θαμμένη

σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,

σε κάποιο πρόγονό μας μέλλον.

Όπως την πιστεύω.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ / Χαίρε ποτέ (1988), Ίκαρος

 

ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΕΣ ΜΥΡΩΝ

 

Ακόμα νύχτα λέγεται εκτός εάν

εν λευκώ αισιοδοξείς. Από παντού

με χαιρετούν σκούρα μαντίλια ακυμαντότητας

χαμομηλιών αναπνοές κλεφτοφάναρες καθώς

κατευθύνονται προς την ευωδιά της ενορίας τους.

 

Ψιλόλιγνες χρυσαφιές βελόνες

μπηγμένες κατακόρυφα

στο τρεμουλιάρικο κορμί της αντανάκλασης

από αναμμένα ακόμα φώτα σπιτιών και καϊκιών

μοιάζουν στραβά κεράκια αναλιωμένα

σε χέρια αμαρτωλά επιφανειακών νερών.

 

Ταξιδεύω. Συγκρούσεις σταυρών· παρακάμπτω

διασχίζω το Μεγάλο Σάββατο

και τη μικρή μου χρήση ολοταχώς

για να προφτάσει ο πιστός προορισμός μου

κάποιαν ανάσταση ληστών προσδοκόμενων.

 

Θα σε υποστηρίξω.

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

Υπαίθριος καιρός.

Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.

Φορτωμένες.

Ο καρπός εισακούστηκε

το παρελθέτω όχι.

Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες

οι λιποψυχίες μας.

 

Ατελής ελαιογραφία.

Να ξαναδοκιμάσω.

 

Κάτι ελιές πάνε ν μαζέψουν ανήφορο.

Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά

η αστραφτερή τού τοπίου αγνότητα.

Αυτή δεν μας παρέδωσε

για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια

Στην απώλειά της;

 

Να τονίσω λίγο Φαρισαίο απέναντι.

Τη θάλασσα.

 

Δημόσιος καιρός, Ίκαρος, 2014

 

ΕΛΕΟΣ

Χριστέ μου μην το εκλάβεις για ανίερο

νοστάλγησα τη Σταύρωσή Σου

κι όπως ομολογούν τα λουλούδια

της περασμένης άνοιξης

νοστάλγησαν κι αυτά

να ξανανθίσουν

μέσα από τις πληγές σου

θέλουν το άρωμά τους να λάβει

την αγιότητα της εκπνοής σου.

 

Μόνο αυτή τη φορά μη διψάσεις

την κακουργία του όξους αφόπλισέ την.

Ούτε από το έλεος να καταδεχτείς.

 

Το έλεος έχει διαταραγμένο νου

δίνει στο φονιά νερό

σε σένα ούτε μια γουλιά Θεό

 

μήπως έδωσε σε μας;

 

Θα το αντέξεις δεν είσαι μόνος.

Όλους μια δίψα μάς στυρώνει.

 

Άνω τελεία, Ίκαρος, 2016

 

ΟΜΟΙΟΠΑΘΕΙΣ

Αδιάκριτη δεν είμαι, Χριστέ μου.

Θέλω μόνο να ξέρω αν

ο έρωτας είναι αίσθημα θεϊκό

 

κι αν είναι

εσύ γιατί συγχώρησες Ιούδες

προδοτικά φιλιά πάθη τυφλά

Πιλάτους καρφιά και ληστές

 

και μόνο προς Μαγδαληνής τον έρωτα

τιμώρησες με απαγόρευση

επιτρέποντάς προς μόνο νεκρά

τα λατρευτά πόδια σου να φιλήσει.

 

Μ’ όλο το θάρρος

έχασες, Χριστέ μου, έχασες σου λέω

απαρνούμενος ετούτη την Οξύμωρη

πάναγνη του έρωτα ηδονή.

 

Κι απ’ όλη αυτή τη στέρηση να ξέρεις

μόνο προς τον σκληρό πατέρα σου η υπακοή

βγήκε κερδισμένη.

 

Κι αυτό υπεύθυνα στο λέω εγώ

μια χαμένη

απ’ τ μεγάλη μου υπακοή στον τύραννο

γονέα μου το Φόβο.

 

ΟΥΤΩΣ Ή ΆΛΛΩΣ

Πώς με αναγνωρίζει αμέσως

αυτός ο ήχος που αφηγείται τις πένθιμες

καμπάνες.

 

Εσύ, Χριστέ μου, μην τρομάζεις

δεν πονάς

άλλη μια σκηνοθέτης επέτειος είναι

σαδιστικά ντοκιμαντέρ πάλι σε σταυρώνουν

μόνο η ανάμνηση δέρνεται θρηνεί

 

ακόμα και το προδοτικό εκείνο

φιλί που σαν αναστημένο

αμετανόητα στη θυσία σε παραδίδει

νεκρό είναι θαμμένο

στου σκηνοθέτη την αυλή.

 

Όσο για το λευκό σεντόνι που το άψυχο

σώμα σου τυλίγει κι αίμα

σκόρπιο εδώ-εκεί το λερώνει

μη λυπάσαι δεν είναι αίμα

παπαρούνες κεντάνε τις πληγές σου

αγρός ανοιξιάτικος να μοιάζουν.

 

Προπάντων, μην το παίρνεις προσωπικά

το ακάνθινο στεφάνι στο μέτωπό σου

όλοι μας το φέρουμε

 

εσύ επειδή είσαι υιός του Θεού

εμείς επειδή δεν είμαστε.

Προηγούμενο άρθρο“Χωρίς εσένα, Ελλάδα” στη Λειψία (γράφει η Έλενα Παλλαντζά)
Επόμενο άρθροΤαξί! Ταξί!, μπορείτε να με πάτε μέχρι το Νέο Κόσμο; Poetry Slam και ο Κάπου Όπα (του Φώτη Θαλασσινού)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Βερολίνο, 19 Απριλίου 2025

    Θερμές ευχαριστίες για το δημοσίευμα. Από την πλευρά μου, χρησιμότατο βιβλιογραφικά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ