Ένας άγνωστος Αλέν Ντελόν: “Η Πρώτη Νύχτα Ησυχίας”, του Βαλέριο Ζουρλίνι (του Μανώλη Γαλιάτσου)

0
6731

του Μανώλη Γαλιάτσου

 

«Έχεις φωτιά μέσα σου. Είσαι καλλιτέχνης» του λέει η χειρομάντισσα. «Κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να κάνεις κάτι που δεν θέλεις».

Ένας άντρας 37 χρονών κουβαλά τις ανεπούλωτες πληγές του από το παρελθόν, έχοντας αποφασίσει ν’ αφήσει τη ζωή του από δω και πέρα να κυλήσει μόνη της μέχρι τέλους· χωρίς καμιάν απολύτως δική του προσπάθεια για ν’ αλλάξει το οτιδήποτε. Αν μπορούσε να μην ξανακάνει τίποτα, θα διάλεγε να μην ξανακάνει τίποτα. Αντί της πραγματικής του ζωής δίνεται στην ένταση των άσκοπων περιπλανήσεων, της χαρτοπαιξίας, των ανούσιων συνευρέσεων με όσους πιστεύει ότι δεν πρόκειται ν’ αντιληφθούν τις βαθύτερα κρυμμένες ανησυχίες του. Καθηγητής ιταλικής λογοτεχνίας, αντισυμβατικών αντιλήψεων στον τρόπο διδασκαλίας και επαφής με τους μαθητές του μέσα στην τάξη, αναζητά ευκαιρία για να μη δουλεύει. Νεόφερτος στην επαρχία του Ρίμινι, αντικαθιστά για λίγους μήνες έναν απόντα συνάδελφό του, σε λύκειο για νέους μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι διέκοψαν κάποια στιγμή τις σπουδές τους για να τις ξαναρχίσουν αργότερα. Διατηρεί δεκαετή ερωτική σχέση, περισσότερο για την ενίσχυση της αδράνειάς του παρά για το -αδιάφορο γι’ αυτόν- πρόσχημα των προσδοκιών. Στο πιο σκοτεινό σημείο καμπής κάθε μάχης, το πρώτο γνώριμό μας όριο είναι η επιβίωση.

Στο λύκειο δεν θ’ αργήσει να ξεχωρίσει μια δεκαεννιάχρονη μαθήτριά του, την πανέμορφη Βανίνα, η οποία έχει επίσης σχέση, με μεγαλύτερό της άντρα ο οποίος την οδηγεί σταθερά -και μέρα με την ημέρα- ολοένα και πιο βαθιά στην ηθική της κατάπτωση. Η νουβέλα Βανίνα Βανίνι του Σταντάλ και η ομώνυμη ταινία του Ρομπέρτο Ροσελίνι θα δώσουν στον καθηγητή τις πρώτες αφορμές για να ξεκινήσει την επικοινωνία  μαζί της. Ο καθηγητής νιώθει ότι η ενασχόλησή του οφείλεται στην ευαισθητοποίησή του για την απελπισία που διακρίνει σε μια τόσο νέα και επιθυμητή ύπαρξη. Πολύ γρήγορα θ’ αντιληφθεί ότι η ζωή παίρνει, χωρίς διόλου να μας ρωτήσει, πιο δυνατές αποφάσεις από εμάς: Ο καθηγητής έχει πιαστεί για τα καλά στην παγίδα του έρωτα. Αυτός που μέχρι χθες τα είχε αφήσει όλα πίσω του και επέτρεπε στα πράγματα απλώς να συμβαίνουν, συνειδητοποιεί ότι η γλυκιά αίσθηση της επιθυμίας έχει αρχίσει να κυκλοφορεί ξανά στις φλέβες του, για να του προξενήσει πιο δυνατό πυρετό παρά ποτέ αυτήν τη φορά. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να κλείσεις μιαν ανεπούλωτη πληγή είναι ν’ ανοίξεις μιαν άλλη. Πρέπει να προσέξεις όμως να είναι μεγαλύτερη απ’ την παλιά… Παρεκτός κι αν έχεις την ασυνήθιστη τύχη, αυτήν που υπολόγιζες ότι θα γινόταν η μεγαλύτερη πληγή σου να τη δεις να μετατρέπεται στην πιο ανέλπιστη ευλογία σου.

Ο πολύπλευρος τρόπος εμπλοκής των προσώπων μεταξύ τους –και ιδιαίτερα ανάμεσα στα διασταυρούμενα ζευγάρια-, οι μεταπτώσεις και οι ανατροπές που επέρχονται, δεν θα είχαν καμιάν αξία αν γινόταν απόπειρα να «εξαχθούν» απ’ το πρωτότυπο και αμιγώς καλλιτεχνικό πλαίσιο στο προσκήνιο για να επαναληφθούν εδώ, σε μιαν «εκ μεταφοράς» απλοποίησή τους. Παραλείπονται έτσι, συνεπώς, πολύ σημαντικές στιγμές ανάπτυξης της ταινίας όπως οι ηθικοί εκβιασμοί της συντρόφου του καθηγητή, ο χυδαία ωμός χαρακτήρας της μητέρας της Βανίνα, αλλά και το ιστορικό της ίδιας της Βανίνα καθώς τα γεγονότα στην εξέλιξή τους υπενθυμίζουν κάθε φορά με οδυνηρό τρόπο τις πηγές του. Μπορεί όμως να επισημανθεί, ελαφρώς ασύνδετα, το εξής: Η απρόσμενη τροπή του τέλους είναι απόρροια της έγνοιας και της αγάπης του ήρωα για την προηγούμενη σχέση του -αυτήν που εγκαταλείπει- και όχι του καινούργιου σφοδρού του έρωτα στον οποίον έχει ήδη ολόψυχα δοθεί. Μια αγάπη την οποία δεν επικαλέστηκε, προκειμένου να αμυνθεί σε κατηγορίες που του απέδιδε επανειλημμένως, και για την οποία δεν της μίλησε ποτέ… Πρέπει να εξηγηθεί περισσότερο; Αλλά κάποια πράγματα είτε δεν (πρέπει να) εξηγούνται είτε είναι στη φύση τους να παραμένουν στη σφαίρα του αδιανόητου. Ίσως γιατί στις συνήθεις συνθήκες των «συναλλακτικών ηθών» των αισθημάτων μας, όταν κάποιες συμπεριφορές δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να γίνουν «αποδεκτές», απορρίπτονται διαμιάς ως εξωπραγματικές και τότε το αδιανόητο είναι εκεί, παρόν για να στεγάσει τις αρνήσεις μας και να προσφέρει μια κάποιαν ασφαλή, καθησυχαστική εξήγηση ή λύση. Η άκρη της πραγματικότητας όμως βρίσκεται μόνον εκεί που βρίσκεται η άκρη μιας ιστορίας.  Γι’ αυτό πρέπει να κρατήσουμε τα μάτια μας ανοιχτά ώς το τέλος.

Αυτή η αναμφίβολα γοητευτική ερωτική ιστορία αναζητούσε πριν απ’ όλα δύο σπάνια πρόσωπα για να ενσαρκωθεί, όπως αυτά του Αλέν Ντελόν και της Σόνια Πέτροβα. Η Πρώτη Νύχτα Ησυχίας (La Prima Notte Di Quiete, 1972) μας δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε την ίσως πιο χαμηλόφωνη και εσωτερική ερμηνεία που κατέγραψε ποτέ ο κινηματογράφος μέσα από την παρουσία του Αλέν Ντελόν, στο σύνολο της πορείας του. Ερμηνεία εναρμονισμένη πλήρως με το σπαραχτικό -μέχρι και το έσωθεν ουρλιαχτό- παίξιμο από την τρομπέτα του Μέιναρντ Φέργκιουσον και το τενόρο σαξόφωνο του Τζάνι Μπάσο, στην κλασικής έμπνευσης -αλλά με τζαζ εκφορά- σύνθεση του Μάριο Νασιμπένε, που δίνει τον βασικό τόνο, ήχο και χρώμα της απ’ άκρη σ’ άκρη της ταινίας.

Όλα αυτά μπορεί και ν’ ακούγονται ότι φτιάχνουν μιαν ακόμα –λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέρουσα- ταινία. Στις πραγματικές ταινίες όμως το βάθος εντοπίζεται στο  –κατά κυριολεξία- απερίγραπτο της εικόνας τους. Δύο μόνο, εντελώς τυχαία, παραδείγματα. Μετά την «ανάκριση» του καθηγητή στη Βανίνα, εντός της σχολικής αίθουσας, εκείνη κατευθύνεται και κάθεται με φανερό εκνευρισμό στη θέση της. Εντός δευτερολέπτων αντιλαμβάνεται την «άλλη όψη της δοκιμασίας» και το ύφος της, σιωπηλά, μετατρέπεται μέσα από διαδοχικές εναλλαγές για να καταλήξει σε μια, μόλις διαφαινόμενη, γλυκιά ικανοποίηση. Και η κάμερα βρίσκεται εκεί, σε φυσικό, αμοντάριστο χρόνο εξέλιξης των αντιδράσεων, για να καταγράψει εξονυχιστικά κάθε αδιόρατη μετατροπή. Ή, στο δεύτερο παράδειγμα, η περίπτωση όπου το «παίξιμο» με τα χέρια μπορεί να αποκτήσει εφάμιλλη νοηματοδοτική δύναμη με αυτήν των προσώπων. Όταν η Βανίνα αντιλαμβάνεται την παρουσία του καθηγητή στο κλαμπ, καθώς χορεύει με τον εραστή της, κρύβει από ντροπή το πρόσωπό της στον ώμο του παρτενέρ της. Βλέπουμε τα δάχτυλά της να σφίγγονται με συστολή επάνω του και έτσι στην πραγματικότητα μας «δείχνει» αυτό που θέλει να κρατήσει κρυφό. Ποιος είπε ότι τα χέρια δεν μπορούν να εμφανίσουν στο ακέραιο την έκφραση του προσώπου; Όποιος είδε τα χέρια της Βανίνα τη στιγμή που ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή της τόσο έντονη την ανάγκη να γίνει αόρατη, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν το ξέρει. Ολόκληρη η ταινία βρίθει τέτοιων στιγμών. Αυτό όμως που τη χαρακτηρίζει -πάνω απ’ όλα- και την κάνει τόσο ξεχωριστή είναι ο συνδυασμός δύο απρόβλεπτων πτυχών της. Η πρώτη -σε απόλυτη αντίθεση με τη μόνιμη διάθεση λεπτομερειακής παρατήρησης στην οποία αναφερόμαστε- είναι η αποσπασματικότητα και η ελλειπτικότητα. Ενώ λοιπόν παρακολουθούμε καταλεπτώς το παρόν του ήρωα ο σκηνοθέτης επιλέγει να είναι πολύ φειδωλός σε σχέση με το παρελθόν του, αυτό που διαμόρφωσε την, ας την ονομάσουμε έτσι, «κοινωνική μοναχικότητά» του· δηλαδή: τη δυνατότητά του να είναι μέσα στον κόσμο –στις πιο τραχιές πλευρές του ιδιαίτερα- για να μπορεί ίσως από πλεονεκτικότερη θέση να είναι έξω απ’ αυτόν. Πνιγμένος στα χρέη του τζόγου διακινδυνεύει διαρκώς, καθώς οι συναναστροφές του έρχονται από ένα περιβάλλον συχνά εκτός ορίων νομιμότητας. Ο έρωτάς του για τη Βανίνα υποδηλώνει τη θέλησή του να τ’ αλλάξει όλα αυτά. Σε μιαν αιφνιδιαστική στιγμή, κάποιος από την παρέα του Ρίμινι, εξ αυτών που ο ερωτευμένος ήρωας θεωρεί ανυποψίαστους σχετικά με την κοινωνική του προέλευση, εμφανίζει μια παλιότερη ποιητική συλλογή του καθηγητή με τίτλο ακριβώς ίδιο με τον τίτλο της ταινίας. Μαθαίνουμε έτσι ότι πρώτη νύχτα ησυχίας είναι η πρώτη νύχτα μετά τον θάνατο. Και ο λόγος επίτευξης αυτής της ησυχίας είναι ότι μετά τον θάνατο δεν βλέπουμε πλέον όνειρα. Σε ένα ποίημα της συλλογής γίνεται επίσης αναφορά στο «ινδιάνικο καλοκαίρι». Γνωρίζουμε ότι κατά μιαν εκδοχή του το ινδιάνικο καλοκαίρι επαναφέρει στιγμές και διαθέσεις της νεότητας. Κατά μιαν άλλη σημαίνει την εποχή της παρακμής. Ανάμεσα στην κόψη των δύο αυτών εκδοχών δεν είναι που προσπαθεί να βρει τη νέα ισορροπία του τώρα ο καθηγητής; Τόσο μικρές και σύντομες οι αναφορές αλλά πόσο αποκαλυπτικές! Ελλειπτικότητα λοιπόν, όπως επισημάνθηκε,  που γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει η αναγωγή της σε τέχνη της συμπύκνωσης. Όπως η σκηνή της επίσκεψης του ήρωα -με τον ίδιο φίλο- στο μισογκρεμισμένο αρχοντικό με το μικρό θέατρο στο εσωτερικό του, που μετά τον πνιγμό ενός μικρού κοριτσιού εγκαταλείφθηκε από την οικογένεια και αφέθηκε να ρημάξει. Δεν ήταν αυτό το σπίτι του καθηγητή και μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν μας πληροφορεί για τίποτα γύρω απ’ αυτόν – αλλά επί της ουσίας μας έχει δείξει τον κόσμο απ’ τον οποίον έρχεται. Είναι ο κόσμος της αδιάλειπτης -ανά τους αιώνες- συνομιλίας με το ζωντανό πνεύμα της Αναγέννησης, την οποία εντάσσει ως ένα αισθητικό κεκτημένο στην πραγματικότητα της καθημερινότητάς του. Αλλά και την ίδια στιγμή είναι ένας κόσμος επί γενεές παραδομένος στην ενδογενή του τρέλα που βαθμιαία καταρρέει, μαραίνεται και σαπίζει. Για τον ελλειπτικό Βαλέριο Ζουρλίνι αρκεί, για να μας υποψιάσει,  η εξαρχής σύσταση σχετικά με τους τίτλους σπουδών του καθηγητή, όπου ανάμεσα σε άλλα μαθαίνουμε ότι έχει μελετήσει Ιστορία της Τέχνης.

Η δεύτερη συνδυασμένη πτυχή είναι ότι Η Πρώτη Νύχτα Ησυχίας διαθέτει έναν ακόμα  -αδήλωτο- πρωταγωνιστή, που ο δημιουργός της ταινίας δεν θα έκανε ούτε βήμα χωρίς αυτόν: Είναι ο μουντός χειμώνας του Ρίμινι· αυτός μοιάζει να σηκώνει όλο το βάρος της ψυχικής διάθεσης των προσώπων. Η άδεια παραλία με τους ξεβρασμένους κορμούς δέντρων και τα σκόρπια δεμάτια από κλαριά, τις χρωματιστές καμπίνες σαν κουκλόσπιτα παραταγμένα στη σειρά –εγκαταλειμμένα από το τελευταίο καλοκαίρι-, επισημαίνουν με θλίψη ότι η χαρά είναι ακόμα κάτι πολύ μακρινό για να μπορείς να την ατενίζεις με κάποια προσμονή αισιοδοξίας. Η έρημη προκυμαία με τα κύματα να σκάνε στη μακρόστενη προβλήτα όπου συνηθίζει να κάνει τους μοναχικούς περιπάτους του ο ήρωας, μοιάζει να τον κάνουν να βάζει με το μυαλό του ότι τον οδηγούν στο τέρμα του κόσμου. Οι νυχτερινοί δρόμοι βρεγμένοι, για να συγκρατούν σε μεγαλύτερη διάρκεια τ’ αποτυπώματα των αμφίβολων βηματισμών, τις διστακτικές παρουσίες των ίσκιων που είναι το μέλλον όλων των ηρώων, πριν επιστρέψουν και πάλι, στα  χρόνια μετά απ’ αυτούς, με την παντοτινή νοσταλγία των απόμακρων, απόκοσμων σκιών. Αυτά τα πλάνα του Βαλέριο Ζουρλίνι, ο οποίος αναχώρησε  αρκετά βιαστικά μόλις στα πενηνταέξι του, είναι η ψυχή της ταινίας του – και μας λένε για τους ήρωές του τουλάχιστον όσα και οι διάλογοί του, αν όχι περισσότερα. Από τους διαλόγους απομένει το περίγραμμά τους, αυτές οι εικόνες όμως είναι που παραμένουν χαραγμένες στη μνήμη: Τίποτα και κανείς δεν θα περιέγραφε τόσο καλά τα συναισθήματα και τις πράξεις αυτών των ηρώων, όσο ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς στο Ρίμινι.

Ζούμε για να αντιλαμβανόμαστε τη συνοχή των επί μέρους σημείων σε κάθε ξεχωριστή στιγμή αυτής της διαδρομής. Η Πρώτη Νύχτα Ηρεμίας είναι μια ταινία φτιαγμένη με την αδρότητα των βιωμάτων, που θα παρέμεναν απλά περιστατικά –ή απλή εξιστόρηση σε εικόνες-, αν δεν παρενέβαινε το κρίσιμο βλέμμα κάτω απ’ το οποίο γίνονται όλα μέρος της λεπτής θεώρησης της ζωής. Ο μόνος λόγος όμως για τον οποίο υπάρχουν όλα είναι για να μπορέσουν ν’ αποκαλυφθούν. Δεν διαθέτουμε λοιπόν άλλην επιλογή από το να κρατήσουμε τα μάτια μας ανοιχτά ώς το τέλος. Αλλά επειδή προς στιγμήν ξεχάστηκα –ή ίσως και να μπερδεύτηκα- σχετικά με το σε τι ακριβώς αναφέρομαι, γι’ αυτό και σπεύδω να συμπληρώσω: Όπως και στην πραγματική ζωή.

 

 

(*) Στην ελληνική κόπια της η ταινία προβλήθηκε με τον τίτλο “Πυρετός και πάθος”

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Διαβάστε ακόμα  ακόμα μία σπάνια ταινία του Αλέν Ντελόν από το αφιέρωμά μας

Τσιγγάνος του Ζοζέ Ζιοβανί

και μια γενική θεώρηση του έργου του

Ζεις μόνο μια φορά

 

Προηγούμενο άρθροΕπιζώντες έφηβοι (συζητούν Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού και Μαρία Τοπάλη)
Επόμενο άρθροΠεριδιαβάζοντας την Αθήνα με τον Γιάννη Μαρή (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ