Επιζώντες έφηβοι (συζητούν Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού και Μαρία Τοπάλη)

0
309

 

 

Η Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη συζητούν για τα “Αμφίβια” του Γιώργου Παναγιωτάκη. (Πατάκης)

 

Η Μαρία στη Νίκη:

Ένα πράγμα που συχνά με διώχνει από την ελληνική πεζογραφία, για παιδιά, για εφήβους, για ενήλικες, είναι το ίδιο που με διώχνει – επίσης συχνά- από το ελληνικό σινεμά: μια αίσθηση του αφύσικου στη γλώσσα. Διάλογοι ξύλινοι, που μοιάζουν να υπάρχουν μονάχα μέσα στα βιβλία και στο σινεμά. Και μια αφήγηση που δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τα στερεότυπα αυτής της άτιμης της «έκθεσης ιδεών», που λέγαμε παλιά, εσείς θα το λέτε κάπως αλλιώς. Μια αφήγηση που στερείται τα βασικά ζητούμενα της λογοτεχνίας: ιδιοσυγκρασιακό ύφος και δυνατό ρυθμό. Ο υπό συζήτηση Παναγιωτάκης είναι από τους συγγραφείς που εκτίμησα από τα πρώτα βιβλία του (τα διάβασα πριν από δέκα και πλέον χρόνια) επειδή δεν πάσχει καθόλου από τα ανωτέρω ελαττώματα. Η δε μικρή της οικογένειάς μου, που ακόμα είναι μικρή αφού δεν έκλεισε καλά-καλά τα 20, τον είχε πολύ ψηλά στη λίστα  των αναγνωστικών προτιμήσεών της, και αυτό κάτι σημαίνει, επίσης. Αλλά μην αδικήσω κι άλλο τα Αμφίβια που συζητάμε εδώ με αρνητικές προσεγγίσεις του τι-δεν-κάνει, και με επίκληση δανεικής αγάπης.

Η ιστορία του Μάξιμου (παιδιού της μεσαίας τάξης που πηγαίνει σε πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας) και της Αλεξάνδρας (παιδιού μιας πιο λαϊκής μεσαίας τάξης, που πηγαίνει σε ένα από τα σχολεία της Γκράβας), από έναν συγγραφέα που ξέρουμε ότι ξέρει να γράφει, και μας το αποδεικνύει και σε αυτό το βιβλίο. Εμένα τουλάχιστον με άρπαξε από την πρώτη φράση, και δεν με άφησε καθόλου. Πώς μιλά για τη σεξουαλική κακοποίησή της η έφηβη Αλεξάνδρα; «Ένα: Τα σκηνικά με τον Σίγμα», πάντα στην κορυφή της νοερής λίστας με τις πέντε χειρότερες στιγμές της ζωής της. Αμέσως ιδρώνεις μέσα σου κι εσύ, και παγώνεις, και αρχίζεις να αναρωτιέσαι, και φοβάσαι ότι θα δεις κάτι που καλύτερα να μην το έβλεπες. Αλλά που ξέρεις κιόλας ότι πρέπει να το δεις. Και νιώθεις ξαφνικά ότι κάπως έτσι θα πρέπει να νιώθει μεγάλο, τεράστιο μέρος της κοινωνίας, όταν έρχεται αντιμέτωπο με αυτή τη φρίκη. Δεν θέλει να τη δει. Αλλά πρέπει.

Θείος κακοποιεί την ανηψιά στην τουαλέτα του σπιτιού, ενώ παραδίπλα διεξάγεται οικογενειακό τραπέζι. Η ανηψιά πηγαίνει στην πέμπτη δημοτικού. Ο θείος είναι αστυνομικός. Δεν είναι όμως αυτά η λογοτεχνική ουσία: ο τρόπος της αφήγησης είναι που κάνει τη διαφορά. Και ξέρεις κάτι; Αυτό το ανέμελο στιλ με το οποίο η Αλεξάνδρα αφηγείται σε εσωτερικό μονόλογο τα παθήματά της – ενώ παράλληλα τρέχει και η εξέλιξη της πλοκής- δεν μου βγάζει κάποια αντιπαθητική κουλδηθενιά. Μου προκαλεί, ακριβώς, την αίσθηση ότι όλα αυτά είναι τετριμμένα, συμβαίνουν παντού- κι αυτό είναι μια πολύ πιο γερή μαχαιριά στην κουρτίνα της υποκρισίας από τα μεγάλα λόγια και τα δράματα. Ούτε ο Σίγμα εμφανίζεται να είναι κατά τα άλλα τερατώδης. Ο Παναγιωτάκης δεν απλουστεύει, όπως δεν απλουστεύει η πραγματική ζωή. Σπάνια μας κάνει τη χάρη του μαύρο-άσπρο.

Τι θα θυμάμαι από το βιβλίο; Αυτόν τον ανέμελο τρόπο που από κάτω κρύβει τον άγριο εγκληματικό κόσμο που φωλιάζει σε πολλές ελληνικές οικογένειες. Την τουαλέτα στη Λούτσα, όπου λαμβάνει χώρα η κακοποίηση, την ώρα που η θρήσκα οικογένεια ξεκοκαλίζει το αρνί.

Τι άλλο; Την ψυχολόγο του Μαξ, που διαθέτει όνομα και επίθετο: Ευγενία Μπόλου. Ο Μαξ πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, αν και δεν νομίζω να το λέει πουθενά ρητά. Το λέει, αλλά όχι με αυτές τις λέξεις.

Τη βραδιά με το μουσικό event της Μις Έρι στο Περιστέρι, σίγουρα. Είναι ένας πολύ αντιφατικός αφηγηματικός χείμαρρος απομυθοποίησης και ταυτόχρονης γέννησης ενός καινούριου μύθου- το διάβασα δυο-τρεις φορές, και κάθε φορά του έβγαζα το καπέλο για το πώς το κάνει. Απολύτως κινηματογραφικό. Θα μπορούσε να τελειώσει εκεί το βιβλίο και να νιώθω χορτασμένη: μια πραγματικά υποδειγματική κορύφωση. Γιατί να μην γυριστεί μια τέτοια ταινία για την ελληνική τηλεόραση; Ξέφυγα.

Φυσικά το βιβλίο δεν θα μπορούσε να μείνει στον αέρα και έτσι ο Παναγιωτάκης το προχωρά μέχρι το κανονικό του τέλος. Και πάλι του βγάζω το καπέλο για τον αποδραματοποιημένο τόνο, για τον καλό έλεγχο του υλικού του. Για το ότι δεν επινοεί καμιά περίπλοκη δράση αλλά καταφέρνει να τα οδηγήσει όλα σε ένα ένδοξο ξεφούσκωμα. Το βιβλίο μας αποχαιρετά με τις ψυχές των εφήβων να παραμένουν κοχλάζουσες αλλά με τη βελόνα της πυξίδας να δείχνει πια σε πιο ελπιδοφόρα κατεύθυνση. Διαλύθηκαν τα σκοτάδια; Όχι, αλλά μιλήσαμε γι’ αυτά. Ειπώθηκαν μεγάλα λόγια της αγάπης και υποσχέσεις; Όχι, αλλά φάνηκε ότι, έστω για την ώρα, η αγάπη είναι εφικτή. Μελαγχολία, δύναμη και μια αρχή χαράς είναι αυτά που μου αφήνει η ανάγνωση. Καλές πιθανότητες επιβίωσης. Για πες.

 

Η Νίκη στη Μαρία:

Μου πήρε πολλές μέρες από όταν τελείωσα αυτό το βιβλίο για να μπορέσω να γράψω. Γιατί είναι πολλά που σκέφτηκα, πολλά που ένιωσα, πολλά που προκύπτουν. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τα βάλω εδώ σε μια σειρά, αν θα καταφέρω ακριβώς να μεταδώσω αυτά που υπάρχουν στο μυαλό μου. Τα νιώθω λιγάκι μπερδεμένα, περίπλοκα. Ξεκινάω από τα εύκολα και πολύ ξεκάθαρα θετικά: δεν θα προσθέσω κάτι σε ό,τι λες για τη γλώσσα και την απλότητα στον εσωτερικό μονόλογο, συμφωνώ απόλυτα. Την εικόνα της ελληνικής θρήσκας οικογένειας που ξεκοκαλίζει το αρνί όσο ο μπάτσος-θείος κακοποιεί την Αλεξάνδρα-παιδί-αγαπημένη ξαδέρφη της κόρης του στην τουαλέτα του εξοχικού και μετά κάτω από τα στέφανα στη γλυκερή κρεβατοκάμαρα, δεν νομίζω πως μπορώ να την ξεχάσω. Την κρατάω μαζί με το ειρωνικό ύφος της μικρής όταν μουρμουράει κάτι στη θεία της (σύζυγο του κακοποιητή), που της λέει να προσέχει τους πακιστανούς εργάτες. Βρίσκω πολύ εντυπωσιακή την έρευνα που έχει κάνει ο Παναγιωτάκης στον κόσμο των εφήβων, αλλά και τον τρόπο που εικονογραφεί την ελληνική κοινωνία: τις ώρες που σίγουρα πέρασε στο TikTok και το YouTube για να αντιγράψει τον τρόπο ομιλίας των ινφλουένσερ, τη μεταφορά αυτών των συζητήσεων στην τηλεόραση και την αφομοίωση του MeToo από τις μεσημεριανές εκπομπές, τα αμήχανα τηλεφωνήματα, τα σούπερ άβολα και σχεδόν από υποχρέωση φασώματα στις τουαλέτες, τα δειλά απολύτως συναινετικά και κουλ λεσβιακά/μπαϊσέξουαλ φιλιά, τα events στο Περιστέρι, τους τράπερς, το σύμπαν του ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Το μπούλιγκ, την ακραία παραλυτική βία. Τη σεξουαλική κακοποίηση. Τον επανατραυματισμό όταν κάποια σου περιγράφει τον βιασμό της. Σταματάω εδώ και δεν λέω πολλά περισσότερα γιατί φοβάμαι να μην προδώσω την πλοκή, που είναι μια πλοκή που σου κόβει την ανάσα, που όντως χτίζεται πολύ μεθοδικά με εξαιρετικές κορυφώσεις – όχι μόνο μία. Χρειάστηκε σίγουρα δύο ή τρεις φορές να αφήσω το βιβλίο στην άκρη και να πάρω μια ανάσα, να σηκωθώ και να πιω νερό. Το στομάχι μου σφίχτηκε όταν είδα την έμμεση αναφορά στην υπόθεση του Κολωνού. Χάρηκα που ο συγγραφέας δεν φοβάται να εντάξει τα ζητήματα της θρησκείας και της πίστης. Ένιωσα πως η γλώσσα και ο τρόπος του Παναγιωτάκη όντως ακολουθεί την εφηβική φωνή με τις αντιφάσεις της, δεν είναι ο άβολος εξωτερικός παρατηρητής, ο συμπαθητικός καθηγητής ή ο άνετος ενήλικας, αλλά κάποιος που έχει παρατηρήσει πολύ καλά και είναι πρόθυμος να αποστασιοποιηθεί μόνο λίγο και να αποδώσει τα βιώματα και τις αναφορές αυτής της γενιάς. Και εδώ ξεκινάει ένας μικρός προβληματισμός μου – ένας προβληματισμός που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να μειώσει την αξία του βιβλίου, αλλά περισσότερο ελπίζει να ανοίξει μια συζήτηση.

Σκέφτομαι λοιπόν ποιος είναι αυτός που λέει την ιστορία. Και ποιανής (ποιανών) την ιστορία αφηγείται. Πώς θα μιλούσε στα αλήθεια μια έφηβη επιζώσα έμφυλης βίας για την ιστορία της; Πώς θα μοιραζόταν το βίωμά της; Θα το έγραφε ποτέ όσο είναι έφηβη και μόνη χωρίς συλλογικότητα γύρω της, χωρίς υποστήριξη; Και θέτοντας αυτό το ερώτημα αναρωτιέμαι και σε ποιες τελικά απευθύνεται το βιβλίο. Είναι εμφανώς ένα βιβλίο γραμμένο για εφήβους και μάλιστα είναι αρκετά σκληρό (τόσο που θεωρώ πως χρειάζεται ένα Trigger Warning για αυτά που θα ακολουθήσουν), οπότε μάλλον για την τελευταία τάξη του γυμνασίου και το λύκειο… Άλλα φτάνει το βιβλίο όντως σε αυτά τα παιδιά; Κι αν φτάσει, πώς θα φτάσει; Και φυσικά αυτό το ερώτημα δεν αφορά τον συγγραφέα, αλλά περισσότερο τις πρακτικές γύρω από την προώθηση του εφηβικού βιβλίου. Από την στιγμή που δεν υπάρχει ένα δίκτυο με σχολικές βιβλιοθήκες, στις οποίες ένα τέτοιο βιβλίο θα είχε θέση και θα μπορούσαν να το επιλέξουν οι έφηβες μόνες τους και να το διαβάσουν (και ίσως και να το αποδομήσουν -γιατί μπορεί για εκείνες αυτό που εμένα μου φαίνεται πραγματική φωνή να τους φανεί γελοίο), μάλλον στα χέρια τους θα φτάσει διαμεσολαβημένο από κάποιον ενήλικα – πχ. από κάποιον καθηγητή. Αυτομάτως αισθάνομαι πως μια τέτοια διαμεσολάβηση υποβαθμίζει αυτή τη φωνή, την αίσθηση και την απόπειρα της αυθεντικότητας. Του «από τα κάτω» μοιράσματος. Ειδικά για ένα βιβλίο σαν αυτό που δεν υπάρχουν πουθενά «καλοί» ενήλικες, πρότυπα που δεν αποδομούνται ή θετικές φιγούρες ρομαντικοποιημένων καθηγητών που δίνουν διέξοδο – ούτε στην Γκράβα, ούτε στο κολλέγιο. Ακόμα, πέρα από την έλλειψη βιβλιοθηκών, λείπουν και τα ειδικά τμήματα στα βιβλιοπωλεία που πουλάνε young adult βιβλία, με αποτέλεσμα ιστορίες σαν αυτές να βρίσκονται ανάμεσα σε παιδικά και ανέμελα μυθιστορήματα, σε χώρους που οι σημερινές έφηβες και έφηβοι μάλλον δεν πατάνε. Ίσως να ήταν πιο λογικό να τοποθετούνταν ένα τέτοιο βιβλίο στο τμήμα της ενήλικης λογοτεχνίας. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα αυτή η σκέψη, ούτε γιατί τη συνδύασα με αυτό το βιβλίο, αλλά ήταν κάτι που προέκυψε πολύ έντονα. Δεν έφευγε από το μυαλό μου.

Κάτι ακόμα μικρό που σχετίζεται. Δεν βρίσκω επιτυχημένη την επιλογή της εικονογράφησης και του εξωφύλλου. Μου φάνηκε αρκετά πιο παιδικό, μακριά από κάτι που φιλοδοξεί να απευθύνεται σε δεκαεξάχρονα. Και μου φάνηκε περιοριστικό ότι δείχνουμε τα πρόσωπα των ηρώων με τυποποιημένα χαρακτηριστικά. Οι περιγραφές του Παναγιωτάκη είναι τόσο πλήρεις και αφαιρετικές, που μας αφήνουν τεράστιο περιθώριο να σχηματίσουμε στο μυαλό μας την ομορφιά της Αλεξάνδρας, όπως θέλουμε. Έχουμε άπειρα σχήματα και πρότυπα ομορφιάς γύρω μας. Πιστεύω πως ο Μάξιμος και η Αλεξάνδρα δικαιούνται να είναι όμορφοι με σπυριά και κοκκινίλες, με μαύρους κύκλους και γυαλιά – με χαρακτηριστικά που η εικονογράφηση του εξωφύλλου απαλείφει. Τα χαρακτηριστικά των κανονικών ανθρώπων και πιθανών αναγνωστ(ρι)ών τους.

Κρατάω για το κλείσιμο του κειμένου την πιο τρυφερή και πολιτικά δυνατή για μένα στιγμή της αφήγησης:

Κατά διαστήματα η Αλεξάνδρα μετανιώνει που του είπε για τον Σίγμα. […] Ευτυχώς εκείνος δεν το χειρίστηκε χαζά. Δεν άρχισε να ζητάει περισσότερες πληροφορίες ή να την παρηγορεί και να δίνει άκυρες συμβουλές. Μονάχα την άκουσε. Και μετά μίλησαν για άλλα θέματα. Για ταινίες, βιβλία… Και στο τέλος, όταν πια έκλειναν τη σύνδεση, της είπε έτσι στο ξεκάρφωτο:

«Σ’ ευχαριστώ»
«Για ποιο πράγμα;»
«Ξέρεις. Που μου το είπες».

 

 

 

Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης, Αμφίβια, Εκδόσεις Πατάκη, 2024

Προηγούμενο άρθρο“Πατρίδα από βαμβάκι”: Η συγγραφέας ως επίμονη ερευνήτρια – Σημειώσεις επιμελήτριας (της Ελένης Κεχαγιόγλου)
Επόμενο άρθροΈνας άγνωστος Αλέν Ντελόν: “Η Πρώτη Νύχτα Ησυχίας”, του Βαλέριο Ζουρλίνι (του Μανώλη Γαλιάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ