του Μανώλη Γαλιάτσου
Είχε την «απεχθή» συνήθεια να θέλει να είναι εμπορικός· για να μην προβληματίσει και να μην απογοητεύσει τα πλατιά στρώματα των θαυμαστριών και των θαυμαστών του. Αυτό πολλοί «λεπτολόγοι» κινηματογραφόφιλοι δεν του το συγχωρούσαν εύκολα, περισσότερη σημασία έχει όμως το γεγονός ότι ο κινηματογράφος είχε βρει σ’ αυτόν ένα από τα πρόσωπα που πάντα χρειάζεται για να μπορεί να επενδύει και να κινείται γύρω απ’ αυτά.
Υπάρχει μια ιστορία για το «όμορφο επαρχιωτόπαιδο», απ’ την εποχή της συνεργασίας του με τον Λουκίνο Βισκόντι. Λέγεται ότι είχε θαμπωθεί τόσο από την προσωπικότητα και τη φινέτσα του «κόκκινου κόμη» ώστε όταν παρατήρησε κάποτε στη βαλίτσα του τα διακριτικά LV τα απέδιδε εκστασιασμένος στους φίλους του στην ειδική παραγγελία του Βισκόντι για να αποδοθούν στη βαλίτσα του τα αρχικά του ονόματός του. Η πραγματικότητα βέβαια ήταν πολύ πιο απλή: Ο Βισκόντι κυκλοφορούσε με μια βαλίτσα Louis Vuitton, της μόδας προφανώς εκείνη την περίοδο, πιθανότατα εντοπισμένη στη βιτρίνα κάποιου καταστήματος και αγορασμένη επί τόπου. Υπάρχουν φωτογραφίες του στην Ελλάδα του 1960, με τον Βισκόντι και τη Ρόμι Σνάιντερ στην Επίδαυρο (ή μήπως στο Ηρώδειο;), προφανώς για κάποια παράσταση της Κατίνας Παξινού, με την οποία οι δύο πρώτοι συνεργάζονταν εκείνη τη χρονιά στο Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του. Λίγα μόλις χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Ντελόν ήταν από τις πιο λαμπερές και περιζήτητες προσωπικότητες του κινηματογράφου· με τους έρωτές του, τις ταινίες του, τις δημόσιες παρουσίες του, ο ευρωπαϊκός –κυρίως- κινηματογράφος τον χρειαζόταν αδιαλείπτως και στηριζόταν σ’ αυτόν.
Σημασία σήμερα έχει ότι ο «εμπορικός» Ντελόν άφησε πίσω του αρκετές συνεργασίες και ακόμα περισσότερες εξαιρετικές ταινίες για να μπορεί να τον θυμάται κανείς. Μερικές απ’ αυτές απλώς αριστουργήματα: Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του και Ο Γατόπαρδος του Βισκόντι, Η Έκλειψη του Αντονιόνι, τα κορυφαία ευρωπαϊκά φιλμ νουάρ του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ: Ο Σαμουράι (ε.τ. Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο), Ο Κόκκινος Κύκλος, Ο Μπάτσος· οι δύο ταινίες του Τζόζεφ Λόουζι: Η Δολοφονία του Τρότσκι και Μίστερ Κλάιν. Αλλά και Ρενέ Κλεμάν, Ανρί Βερνέιγ, Ζακ Ντερέ, Άντονι Άσκουιθ, Τέρενς Γιανγκ: Γυμνοί στον Ήλιο (στον χαρακτήρα του Τομ Ρίπλεϊ, πάνω στον ήρωα της Πατρίτσια Χάισμιθ), Η Κίτρινη Ρολς-Ρόις, Η Πισίνα, Η Συμμορία των Σικελών, Μπορσαλίνο, Μονομαχία στον Κόκκινο Ήλιο. Και με μιαν ειδική μνεία στην, όχι όσο θα της άξιζε επισημασμένη, περίπτωση ενός ακόμα σπεσιαλίστα του γαλλικού φιλμ νουάρ, τον οποίον εμπιστεύτηκε έγκαιρα ο Ντελόν: του αυθεντικού Ζοζέ Ζιοβανί ο οποίος, αφού τροφοδότησε προηγουμένως με πρώτης γραμμής σενάριά του κινηματογραφιστές όπως ο Μελβίλ και ο Ζακ Μπεκέρ, στη συνέχεια σκηνοθέτησε ο ίδιος τις «βιωμένες» ιστορίες του πραγματοποιώντας με τον Ντελόν στη δεκαετία του ’70 τις θαυμάσιες -και πάντα ιδιαίτερες- ταινίες του: Δυο Ξένοι στην Ίδια Πόλη, Ο Τσιγγάνος, Ο Κύκλος του Μπούμεραγκ. Και ας μνημονευτεί μια ακόμα, αδίκως λησμονημένη, στιγμή του ηθοποιού: La Prima Notte di Quiete, του πρόωρα χαμένου Βαλέριο Ζουρλίνι.
Δεν τη λες και τόσο αμελητέα συγκομιδή – και κυρίως δεν τη λες ασήμαντη. Μακάρι όλοι οι αδιακρίτως θεωρούμενοι ως «ποιοτικοί» να είχαν να επιδείξουν πάντα το ανάλογό της.
Και αφού είπαμε πριν μιαν ιστορία από την πρώτη του νιότη ας πούμε κι άλλη μια για τον ώριμο Ντελόν. Την ανέφερε αρκετά εντυπωσιασμένος ο ίδιος ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Στα 1990 προετοίμαζε την ταινία του Νουβέλ Βαγκ. «Γιατί δεν επιλέγεις κάποιον γνωστό ηθοποιό για να πάρει τα πάνω της εμπορικά η ταινία;» του πρότεινε ο παραγωγός του Αλέν Σαρντ. «Γιατί δεν πρόκειται να έρθει, τους ξέρω χρόνια όλους αυτούς» διαμαρτυρήθηκε ο Γκοντάρ. «Γιατί δεν δοκιμάζεις;» «Ωραία, λοιπόν, θέλεις να δοκιμάσω με τον Ντελόν; Θα τον πάρω εγώ ο ίδιος για να νιώσει περισσότερο πιεσμένος και υποχρεωμένος – και θα διαπιστώσεις και μόνος σου τα αποτελέσματα». Ο Γκοντάρ επικοινώνησε με τον Αλέν Ντελόν, του πρότεινε τον ρόλο, όπως είχε συμφωνηθεί με τον παραγωγό, και ο Ντελόν του απάντησε: «Άκουσε Ζαν-Λυκ, αν δεν έρθω να παίξω στην ταινία σου με βλέπω να κάνω μιαν ακόμα ταινία με μπάτσους. Διάολε, ας είμαι τουλάχιστον περήφανος για μια ταινία του Γκοντάρ στη φιλμογραφία μου. Πάμε να την κάνουμε».
Έτσι κι έγινε. Ο «άβγαλτος» νεαρός του 1960 είχε πράγματι διανύσει πολύ μεγάλη απόσταση από τότε. Είχε καταφέρει να γνωρίσει από τα μέσα και να μάθει αρκετά καλά το σινεμά και όταν γύριζε τη σωρεία ταινιών με μπάτσους από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα -σε παραγωγή και ενίοτε και σκηνοθεσία δική του- δεν σημαίνει ότι δεν καταλάβαινε τη διαφορά από τις αστυνομικές ταινίες που είχε προλάβει να κάνει με τον Μελβίλ ή, αργότερα, με τον Ζοζέ Ζιοβανί.
Είχε τη σπάνια εύνοια -και την ιδιαίτερα μεγάλη ατυχία- να ζήσει τα καλύτερά του χρόνια πάρα πολύ νωρίς. «Μια ζωή σαν παραμύθι» όπως συχνά λέγεται αλλά, όπως μαθαίνουμε κάποτε, και τα παραμύθια υπόκεινται στον χρόνο. Αυτό είναι το μυστικό με το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Δεν μας λέει τίποτα για το μέχρι πότε. Ο Αλέν Ντελόν όσο μεγάλωνε γινόταν ολοένα και περισσότερο, όπως ήταν φυσιολογικό, νοσταλγός της νιότης του. Την έβλεπε στα πρόσωπα των φίλων του που τον άφηναν, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο μόνο του, καθώς ένας ένας εγκατέλειπε, πρόωρα ή στην ώρα του, τον κάποτε ολάνθιστο και αναπάντεχο αυτόν κόσμο. Το μόνο που του είχε απομείνει στο τέλος ήταν να δοκιμάζει -«εν ζωή»- την έννοια της υστεροφημίας του, στα όρια των αντοχών του. Ανακοίνωσε ότι σταματά τον κινηματογράφο σε μιαν ηλικία κατά την οποία θα μπορούσε να παραμένει απολύτως ενεργός – και έτσι είχε όλον τον χρόνο να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει να ζεις μόνο μια φορά. Όχι το πιο εύκολο εγχείρημα, ιδίως όταν ξέρεις ότι αυτό που καλείσαι να ξεπεράσεις κουβαλάει πίσω του ένα ολάκερο πλήθος, του οποίου επιθυμία θα ήταν να ξαναζήσει τα πάντα μαζί σου, απ’ την αρχή, απλώς γιατί το δικό του βίωμα ταυτίστηκε και συνομίλησε για πολύ μεγάλο διάστημα με τη δική σου νιότη. Θα ήθελες, αν γινόταν, να συνομιλήσεις τώρα εσύ μαζί τους. Ξέρεις όμως ότι αυτό δεν μπορεί πια να συμβεί, γιατί θα άλλαζε ολότελα τη φορά του βιώματος. Πρέπει να εξοικειωθείς τώρα με την ιδέα ότι ο μόνος πραγματικός συνομιλητής σου είναι η μοναξιά σου– και ότι μέχρι το τέλος της ημέρας θα έχεις καταλήξει να πεθάνεις μαζί της, μόνος.
Μετά κι απ’ αυτό – μένουν για πάντα οι ταινίες. Και η ανεξίτηλη λάμψη των στιγμών τους.