Κατερίνα Αγυιώτη και Βάσος Γεώργας, ακόμα δύο “άστεγοι” (χωρίς εκδότη) ποιητές από τη Θράκα.
Κατερίνα Αγυιώτη (*)
Ευτυχία είν’ η μελωδία που αποκοιμίζει τους υπόλοιπους εαυτούς / μια ζεστή άμμος κι ο ήλιος πάνω απ’τα κουρασμένα βλέφαρά τους, ενώ εσύ
βρίσκεις το ποίημα.
Σ’ ένα δοχείο γεμάτο έρημο
πάνε οι πιστοί και στερεώνουν ένα αναμμένο κεράκι. / Οι φίλοι μέσα στην καρδιά μου.
Μερικοί τρώμε όλη μας τη ζωή μέχρι να βρούμε κάποιον να μας λυπηθεί
όπως μας αξίζει. / Μια λίμνη ζεστή το σούρουπο όπου θα μας δοθεί
το ανάποδο του ονόματός μας.
Και γράψαμε αυτά τα ποιήματα σαν προκαταβολική δικαιοσύνη, κάτι στιγμές που γίναμε ικανοί να δούμε μακριά
τη σιωπηλή νύχτα
(*) Η Κατερίνα Αγυιώτη γεννήθηκε στο Βόλο, το 1976. Σπούδασε κι εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη. Από το 2014 ζει κι εργάζεται στο Λονδίνο.
*************************************************************************************
Βάσος Γεώργας
“λάθος νομίζουν πως γράφω ή έγραψα ποιήματα… αναλώθηκα σε ένα καθημερινό εσωτερικό διάλογο που είμαι σίγουρος πως πολλές φορές ό,τι ειπώθηκε δεν αφορά κανέναν άλλον από εμένα.
– να ξορκίζεις όσα πέθαναν, να διατηρείς ζωντανό το παρελθόν στη μνήμη σου, να παλιώνεις μέρα τη μέρα ελπίζοντας να γίνεις λίγο καλύτερος σαν άνθρωπος.
– υπ΄αυτή την έννοια δεν με ενδιάφερε ποτέ η έκδοση και η δημοσιότητα, αλλά επικεντρώνομαι στην
απόλαυση που μου χαρίζει ως ανταμοιβή το ίδιο το ποίημα με την απόλυτη βεβαιότητα του προσωρινού, πως όλα όσα έγραψα θα σκορπιστούν μια μέρα μαζί μου…”
[ποίηση που αναστενάζει
στο δημόσιο ψυχιατρείο!]
θέλεις να σου πω στ΄αλήθεια τι με καίει;
θέλεις να σου πω τι κάνει η ψυχούλα μου
το πάλαι ποτέ υλικό της – να ξεροψήνεται;
πρώτη βολή η μυρωδιά του ιωδίου – τόσο
όσο οι φράσεις κλειδιά – το γέννημά μου
η απόκρυφη σου σιωπή ο μέσα λήθαργος
απλωμένος σε διπλό καναπέ – το ψέμα της
ζωής μου όλες οι ώρες που πήγαν χαμένες
τα υπεραστικά τηλεφωνήματα στις καλές
νύχτες που σταμάτησαν στη μέση μεταξύ
ερημιάς και τρυφερότητα σάρκας – χάδια
που αφήνουν ίχνη – εφτάψυχος ταξιδεύω
με το αθόρυβο περπάτημα της γάτας που
με βαραίνει μια τελευταία ευκαιρία να μη
βουλιάξω ολόγυμνος στο μάταιο της ζωής
– να σε κάνω χρόνο που μου περίσσεψε
να μη με τρώει η γκρίνια να τρίβω τα μάτια
– να σε βάλω στη θέση σου σαν σπασμένο
κομμάτι που συμπληρώνει τα λάθη μου
– να παραδοθώ στη ρύμη του λόγου σου
με τη λύπη πως τίποτα δεν ζει για πάντα
απανωτά σύμφωνα αραιωμένα φωνήεντα
νοσταλγώ εποχές που μυρίζουν τυπωμένο
χαρτί – μα υπάρχουν τόσα πράγματα που
δεν μας λένε στα βιβλία – ψιλά γράμματα
πλάγια γέρνουν στο νόημα του λόγου μου
– κανένα στίχος δε χωράει όλη μας τη ζωή
και μη με ρωτήσεις ονόματα αλλά έμαθα
πλέον πως ουδείς ασφαλέστερος εχθρός
εναντίον εκδότη από τον νεοεκδιδόμενο
υπ΄αυτού ποιητή – όταν η γλώσσα γίνεται
σφάχτης να κόβει βόλτες λυσσασμένη κάτω
από φεγγάρια ενώ κανείς δεν τον λυπάται
– ούτε θεός ούτε καμιά άλλη μεταφυσική
δύναμη – που όσο γερνάει χάνει εντελώς
την επαφή του με τη ποίηση
[απαισιόδοξος ονειροκρίτης
με αλλόκοτα παραδείγματα]
που πήγαν όσοι έφυγαν σαν σπίθα που κάηκε;
χάνω τα λόγια μου τελεσίδικα – βλέπω καλά
αυτό που δεν θα γίνω ποτέ μου αφού μου είναι
δύσκολο να δω αυτό που έγινα – ολόκληρες
δεκαετίες να ονειρεύομαι περασμένες εποχές
πανάκριβες που μετακόμισαν όταν ακόμα
φορούσα κοντά παντελονάκια και από τότε
αλλού αυτές κι αλλού εγώ λουφάζω συνεχώς
– το δυσοίωνο να συνοδεύει την απάθεια
τάχα πως απαγκιστρώνομαι δια της γραφής
πικρά ονόματα στη προσευχή μου να αναφέρω
συνεχώς να ζητάω και συνεχώς να θέλω κάτι
με ένα υστερικό φόβο μήπως χάσω τίποτα
εορτών ημίν εορτή πανήγυρις πανηγύρεων
χάνω ένα ένα ό,τι με συντηρούσε στη ζωή
χάνω αγαπημένους μου ποιητές ψυχή μου
χάνω την έγνοια να ανησυχώ για κάποιον
τους πλανόδιους βιβλιοπώλες του σύμπαντος
μουσικάντηδες και ζωγράφους του δρόμου
που εύκολα θα έκοβαν τα αυτιά τους σύριζα
με σκουριασμένη φαλτσέτα – ό,τι δεν μου
μοιάζει με σαγηνεύει και με διαψεύδει
ταυτόχρονα στο μέγιστο βαθμό – ατύπωτο
βιβλίο της σιωπής μου – αδιάβατος μοναξιά
επί της οδού στουρνάρη – επί της φυλακής μου
στήσομαι – βάζω φωτιά και καίω τραπέζια
καρέκλες και δοχεία απορριμάτων – καίγομαι
μαζί τους κι εγώ – καλύτερα να γίνω στάχτη
να σκορπιστώ παντού παρά να μείνω άγαλμα
ακίνητο στην αιωνιότητα
[συμβουλές προς νέο ποιητή
προκειμένου να εξασφαλιστεί
επαγγελματικά]
βρε κακή συνήθεια – μου’μεινε κουσούρι
ξέμπαρκος συντρίμμι – έξαλλος τις πρώτες
πρωινές ώρες – οριστικό μου παραλήρημα
– ε ρε να ήμουν ο καρούζος έστω για λίγο
κάτω απ΄το μπαλκόνι του ελύτη μεθυσμένος
να βλαστημώ γαμώ το σόι των ποιητών του
καναπέ – εκεί που φυτρώσατε σε ατύχημα
– να πεθαίνω τα χαράματα πότε από χαρά
και πότε από λύπη – μα τω θεό λέω αλήθεια
– στοιχειώνεις όταν αγαπάς χωρίς να σε
αγαπούν στο ελάχιστο – δηλαδή να ζεις σαν
να μην υπάρχεις για τους άλλους – να μιλάς
και να μην ακούγεται ο αυτοσαρκασμός σου
ένα ένα πετάς κομματάκια τα σωθικά σου
σε τρομαγμένα σκυλιά των εξαρχείων που
ουρλιάζουν από τη πείνα και εκεί που σε
έχουν όλοι ξεγραμμένο σχεδόν από θαύμα
ξαναγεννιέσαι – ευλογημένος αυτόχειρας
να αναρωτιέσαι και ο ίδιος πως στο καλό
γλίτωσες; – το πένθος παραμένει συνεχές
που σημαίνει αφοσίωση στην κατάκτηση
του αριστουργήματος – ενθουσιασμένος
με το παραμικρό – να σε λυτρώνουν μόνο
τα νταχτιρντί και τα τσιφτετέλια – νικητής
σε κακόγουστους διαγωνισμούς ποίησης
ανά την επικράτεια – ανατριχιάζουν λαϊκά
κορίτσια απ΄τους στίχους σου και εσύ να
επιμένεις στη νοσταλγία των χρωμάτων
έως ότου να μην έχεις χρόνο να γράψεις
όποιος δεν είναι ικανός να ξεχαρβαλώσει
εδώ τη ζωή του είναι από χέρι ατάλαντος
– κάλλιο να σέρνεις με σχοινιά στις πλαγιές
βουνών καράβια ακούγοντας όπερες και
διαβάζοντας πολυσέλιδα άρλεκιν παρά να
καταντήσεις αλκοολικός ποιητής – σκέτη
συμφορά που περιφέρεται στα μπαρ της
καλλιδρομίου να εξαργυρώσει σε ένα ποτήρι
τη συνταγή της αποτυχίας του – στην ασωτία
ο άνθρωπος όταν χάνει τον εαυτό του βρίσκει
δαίμονες να φωλιάζουν μέσα του – λες και
στο ανθρώπινο μυαλό φυσάει νυσταγμένη
μια αύρα ορίζοντας ολοένα την απόσταση
του τέλους απ’ την αρχή ή και το αντίστροφο