Της Κατερίνας Ασημακοπούλου.
«Πόσο μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, σκέφτηκε ο Μανέ, χωρίς να πάρει αληθινά βαθιά ανάσα;» Ο Μανέ, παιδί βίαια εκχριστιανισμένων εβραίων στη Λισαβόνα των αρχών του δέκατου έβδομου αιώνα, δυσκολεύεται να ανασάνει. «Πόσο μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς να πάρει ούτε μια βαθιά ανάσα;» αναρωτιέται και ο Βίκτορ, παιδί ενός εβραίου και μιας αυστριακής στην Βιέννη λίγο μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Ο Μανέ ή Μανουήλ ή Μενασέ και ο Βίκτορ είναι τα δύο κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος του αυστριακού Ρ. Μενάσε, «Η έξωση από την κόλαση». Μέσα στις σελίδες του παρακολουθούμε τη ζωή και των δύο ηρώων να εκτυλίσσεται από την παιδική τους ηλικία μέχρι τον θάνατο του ενός και μια κομβική νύχτα της ζωής του άλλου. Η γραμμική αφήγηση της ζωής του Μανέ διακόπτεται για να ξεκινήσει η γεμάτη φλας μπακ αφήγηση της ζωής του Βίκτορ κι εκείνη σταματά ξανά για να δώσει τη θέση της στον Μανέ. Μέσα σε ένα βιβλίο χωρίς κεφάλαια, η κάθε ιστορία ακολουθεί το δικό της νήμα, που όμως συνδέεται με το νήμα της άλλης, σαν κλαδιά που μεγαλώνουν από τον ίδιο κορμό. Ο Μανέ και ο Βίκτορ θα μπορούσαν να περαστούν στο μυαλό του αναγνώστη ως ένα πρόσωπο, με μια διαφορά: το ύφος του συγγραφέα όταν μιλά για τον Μανέ είναι πάντα σοβαρό, ενώ όταν μιλά για τον Βίκτορ σχεδόν πάντα ελαφρύ και συχνά ιδιαίτερα κωμικό.
Βιβλία σαν το «Η έξωση από την κόλαση» σήμερα σπανίζουν όλο και περισσότερο. Μυθιστορήματα ογκώδη, που αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο να καταθέσουν στο χαρτί όχι μια απλή ιστορία με εμφανή εστίαση, αλλά μια ολόκληρη ζωή, στην περίπτωση δε του Μενάσε, δύο ζωές. Βιβλία τα οποία δεν επιδιώκουν να φωτίσουν ένα περιστατικό ή μια προσωπικότητα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο, αλλά να απλωθούν μέσα στον χρόνο, να φτιάξουν έναν ήρωα που κατά τη διάρκεια της αφήγησης μεγαλώνει αργά, ωριμάζει και αλλάζει. Τέτοια μυθιστορήματα μοιάζουν με μεγάλα ψηφιδωτά, που μόνο όταν τα βλέπει κανείς από κάποια απόσταση αντιλαμβάνεται τι απεικονίζουν. Έτσι και το μυθιστόρημα του Μενάσε ζητά από τον αναγνώστη να αναλογιστεί πάνω στο βιβλίο, αν θέλει να ανακαλύψει γιατί και πώς τοποθετήθηκαν οι ψηφίδες-λέξεις του όπως τοποθετήθηκαν.
«Γι’ αυτό το αεικίνητο, αναγκαστικά διαρκώς τρεχάτο παιδάκι, η ζωή έμοιαζε πάντοτε να αποτελείται από δύο αντίθετες κινήσεις: να ακολουθεί και να δραπετεύει. Να θέλει να ακολουθήσει και να πρέπει να δραπετεύσει, κι έπειτα να πρέπει να ακολουθήσει και να θέλει να δραπετεύσει». Είναι μια φράση γραμμένη για τον Μανέ, το παιδί που όταν ήταν μικρό έψαχνε στην πόλη του εβραίους για να τους καταδώσει, χωρίς να ξέρει ότι είναι το ίδιο εβραίος. Τον έφηβο, που πέρασε δύσκολα χρόνια σε ένα καθολικό οικοτροφείο και που δραπέτευσε από την Πορτογαλία για το Άμστερνταμ με τους βασανισμένους γονείς του. Τέλος, τον άντρα που, όσο και να προσπάθησε, δεν τα κατάφερε να γίνει ραβίνος και να αποκτήσει την αναγνώριση της κοινωνίας που πάντα ποθούσε και κατάντησε ξοφλημένος, να αναζητά τον αληθινό του εαυτό.
«Ένιωθε σαν κάτι να κλωτσούσε, να έκανε φασαρία μέσα στην κοιλιά του. Έπρεπε να προσέξει να μην του ανέβουν τώρα όλα, ένα κύμα, κι άλλο ένα, όλες οι ιστορίες, οι προϊστορίες, οι παράλληλες ιστορίες, οι επακόλουθες ιστορίες, όλες ύποπτες, αν όχι βρωμερές, ξερατά βιωμάτων, πράξεων και συμβάντων, αλλά με απολύτως φυσικό περιεχόμενο, τίποτε δύσπεπτο, απλώς όλα ανεπεξέργαστα». Αυτός είναι ο Βίκτορ, το αγόρι που έζησε με την μητέρα του, τους παππούδες του, αλλά και σε οικοτροφείο, έχοντας έναν πατέρα που ήξερε μόνο να του δίνει λεφτά. Ο έφηβος που εξευτελίστηκε από τους συμμαθητές του και έμαθε λεπτομέρειες για την εβραϊκή του καταγωγή από έναν αλκοολικό καθηγητή θρησκευτικών. Ο φοιτητής που προσπάθησε να βρει την ταυτότητα του στον χώρο της επαναστατικής αριστεράς και, τέλος, ο άντρας που αποφάσισε να τινάξει στον αέρα την συνάντηση παλαιών συμμαθητών μια νύχτα στην Βιέννη.
Το μυθιστόρημα του Μενάσε έχει μια αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρουσα ιστορική διάσταση και αφήνει σίγουρα τον αναγνώστη του πιο πλούσιο σε γνώσεις. Ο πυρήνας του όμως θα πρέπει να αναζητηθεί στον ίδιο του τον τίτλο: Ποια είναι η κόλαση και γιατί δεν μιλάμε για έξοδο από αυτήν αλλά για «έξωση»; Τόσο ο Μανέ όσο και ο Βίκτορ βιώνουν σε μικρή ηλικία τον διωγμό, ο ένας κυριολεκτικά και ο άλλος μεταφορικά, και οι δυο ζουν σε καθεστώς ανελευθερίας και προσμένουν την λύτρωση που θα επέλθει με το τέλος του διωγμού, της έξωσης. Λαχταρούν τη μέρα εκείνη, όπου ο κόσμος γύρω τους δεν θα τους είναι ξένος, όπου θα καταλαβαίνουν επιτέλους τη θέση τους σε αυτόν. «Κόλαση – έξωση – παράδεισος», λέει το σχήμα που έχουν φτιάξει στο μυαλό τους. Διαβάζουμε όμως για τον Βίκτορ: «Προσδοκούσε να μάθει πια τη γεύση της ελευθερίας, σύντομα όμως αντιλήφθηκε ότι αυτό δεν ήταν η αρχή της ελευθερίας, αλλά κάτι πολύ πιο περίπλοκο: η αρχή της συνείδησης της ανελευθερίας». «Κόλαση – έξωση – κόλαση», μόνο που η κόλαση αλλάζει πρόσωπο.
Ποιος είναι άραγε ο ρόλος των λέξεων μέσα σε αυτόν τον παθιασμένο αγώνα για ελευθερία; Γίνονται μέσο απελευθέρωσης ή τροχοπέδη; «Σαν να το είχε σκάσει, και τώρα, στον τόπο της προσφυγιάς, γνώριζε ήδη την κάθε γωνιά, ναι, τούτο και κείνο του φαίνονταν ήδη γνωστά, έτσι ήταν εδώ, αλλά η γλώσσα; Θα μπορούσε άραγε ποτέ να κατανοήσει σε βάθος την ξένη γλώσσα που μιλούσαν εδώ; Η μητρική γλώσσα ήταν η γλώσσα στην οποία μπορούσες να πεις απλά πράγματα, όπως: Πεινάω. Ή: Νιώθω μοναξιά. Αλλά η γλώσσα στην ελευθερία ήταν τόσο περίπλοκη που στην αρχή καταλάβαινες μόνο τα απλούστερα, δηλαδή: Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα όσον αφορά τις ανάγκες σου!» Οι κώδικες της ελευθερίας είναι άγνωστοι τόσο για τον Βίκτορ, όσο και για τον Μανέ. Αν θέλουν να επιβιώσουν στον κόσμο στον οποίο βρέθηκαν μετά την έξωση από την παιδική κόλαση, θα πρέπει να μάθουν να μιλούν στη γλώσσα του.
Ο Μενάσε καταφέρνει να χειρίζεται το υλικό του μυθιστορήματος του, δύσκολο τόσο από άποψη περιεχομένου όσο και μορφής, με δεξιοτεχνία. Ο λόγος του κυλάει άνετα, έχει φιλοσοφικές προεκτάσεις και θεολογικό ενδιαφέρον, ενώ δε λείπουν στιγμές έντονης συγκίνησης, αλλά και εξαιρετικά κωμικές σκηνές. Μοναδική μου ένσταση αποτελεί το σχετικά απότομο κλείσιμο της μιας εκ των δύο ιστοριών, που αφήνει ένα κάπως μετέωρο αίσθημα στον αναγνώστη. Η αποτυχία που βιώνει ο Μανέ ή Μενασέ είναι οριστική, τι συμβαίνει όμως με τον Βίκτορ; Αυτό είναι ένα ερώτημα που ίσως έμεινε σκόπιμα αναπάντητο, η αίσθηση του εκκρεμούς όμως έρχεται σε αντίθεση με την κατά τα άλλα εξαιρετική δομή του μυθιστορήματος.
INFO: Ρόμπερτ Μενάσε: Η έξωση από την κόλαση, μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος, Πόλις.