της Βαρβάρας Ρούσσου
«Η ποίηση είναι πίδακας αίματος/Τίποτα δεν τη σταματάει» γράφει η Σύλβια Πλαθ που στίχοι της ανοίγουν τη συλλογή Εξζιτ ως πρώτο μότο. Η ποίηση της Πονηράκου έχει την αμεσότητα αυτού του αίματος που ξεπηδά από το τραύμα και του αίματος που ρέει ομαλά πια, καιρό μετά την επιφανειακή επούλωση.
Το πρώτο ποίημα «Εξομολόγηση» θέτει μια από τις βάσεις της συλλογής: την απεύθυνση στην/στον ξένη/νο αναγνώστρια/στη για το μοίρασμα και την εξομολόγηση: «Τις πιο οριστικές αλήθειες/τις μοιράζομαι με ξένους,/γιατί έχουν ευθύβολα μάτια και/θαρρετά αυτιά». Οι «οριστικές αλήθειες» είναι βιωματικοί κύκλοι από τον πολύ προσωπικό χώρο της ποιητικής φωνής έως το μοιρασμένο δημόσιο γεγονός που αντανακλά στο υποκείμενο με την αμεσότητα του βιώματος.
Οι καθοριστικοί και διαλυτικοί θάνατοι από το πεδίο του ατομικού, με κορυφαίο το θάνατο σε νεαρή ηλικία του αγαπημένου, σηματοδοτούν μια αρνητικά φορτισμένη εκκίνηση στη ζωή του ποιητικού υποκειμένου. Αυτές οι εμπειρίες τροφοδοτούν αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής που χαρακτηρίζεται από την απώλεια και το πένθος: «Δεκαπενταύγουστος στη Ρώμη», «Spektakl» («Μοναξιά είναι η επανάσταση για τον έρωτα/που να. Μου έκατσε στραβά, αφού πέθανες/»), «Συγγενής η θλίψη» κ.ά.
Ό,τι απ’ τη μια δημιουργεί ένα βαρύ κλίμα απ’ την άλλη ισορροπείται από τους τρόπους: απλότητα και αμεσότητα, κυριολεξία χωρίς λυρισμό, μετρημένες μεταφορές, στίχοι κυρίως σύντομης έκτασης που τονίζουν το νοηματικό φορτίο των λέξεων συχνά με διασκελισμούς. Έτσι, δεν επιβάλλεται ο αισθητικός χαρακτήρας εις βάρος του ισχυρού εμπειρικού υποστρώματος. Τελικά, υποβάλλεται μια άμεση εξομολόγηση που, έστω επιφανειακά, λεκτικά, επιδιώκει να αφήσει τα γεγονότα να δείξουν το υπογειο συναίσθημα: «Έμεινες για πάντα είκοσι τρία Κι εγώ έγινα μαμά.».
Δυο άτιτλα πεζά που παρεμβάλλονται σκόπιμα με αυτή τη φόρμα και στα συγκεκριμένα σημεία, με μεταξύ τους ένα ένστιχο ποίημα, εισάγουν ως χώρο ανάμνησης το νοσοκομείο και κλείνουν το μάτι στην υποψία αυτοβιογράφησης επιτελώντας επίσης και άλλο στόχο.
Προστίθεται δηλαδή εδώ μια ανεστραμμένη παιδικότητα, έξω από την «παιδική χαρά» μέσα στον κατεξοχήν χώρο της αρρώστιας και του θανάτου, το νοσοκομείο, όπου η ποιητική φωνή περιφέρεται ανέμελα ως παιδί, πέρα από τη γνώση της οδύνης, άρα μέσα στην ελευθερία «δεν υπήρξα άρρωστη. Απλώς ο μπαμπάς μου ήταν γιατρός και η μαμά μου νοσηλεύτρια». Όταν το νοσοκομείο και οι γιατροί επανακάμπτουν στην ενήλικη ζωή η συνθήκη αντιστρέφεται. Η γνώση της φθαρτότητας και της θνητότητας είναι παρόντα, οι θάνατοι συντελεσμένοι, η ίδια η ποιητική φωνή στο μεταιχμιακό όριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Τότε πλανάται φασματική πλην απουσιάζει υλικά η γονεϊκή φροντιστικότητα και η παιδικότητα «Έτσι την τελευταία φορά που επισκέφτηκα το νοσοκομείο, αν και δεν έχω απόλυτη συνείδηση των γεγονότων, πίστευα πως σαν σκιές στέκονταν κι αυτός κι αυτή, φροντιστικές φιγούρες». Σε αυτό όμως το πλαίσιο η Πονηράκου δεν ιατρικοποιεί και δεν παθολογικοποιεί την κατάθλιψη της ποιητικής φωνής, την παραμονή στο νοσοκομείο αλλά την μετατρέπει σε προβληματική της φροντίδας και αλληλεγγύης.
Με την ίδια ποιητική λογική η Πονηράκου παρατηρεί το εγγύς του θανάτου, τα όρια («Προσδόκιμο») και εγγράφει φωνές που αφουγκράζονται μοναχικά το θάνατο(«Ιδεώδες μέλλον»), που προσεγγίζουν το σύνορο που δεν διαρρηγνύεται. Γιατί η μοναξιά είναι ακόμα μια συνθήκη των περισσότερων ποιημάτων.
Νομίζω ότι και στις δυο περιπτώσεις η Πονηράκου επιδιώκει να σταθεί απέναντι στην κανονικοποίηση της ευτυχίας. Η απαίτηση για παραγωγικότητα και λειτουργικότητα, η επιδίωξη της κανονικής ζωής σε πλαίσια προδιαγεγραμμένα μεταθέτουν κάθε εκτροπή στο χώρο της ασθένειας και παθολογίας: από τη θλίψη, την κατάθλιψη έως τον αναστοχασμό του πένθους ως αδράνεια.
Η Πονηράκου εκθέτει το προσωπικό ως πολιτικό και βάζει το πολιτικό στο προσωπικό. Η ατομική οδύνη μεταφέρεται στο δημόσιο χώρο και αντίστροφα. Μιλά για δημόσια γεγονότα, τέτοια που και πάλι έχουν εκληφθεί ως παθογένεια. Και στις δυο περιπτώσεις, ατομικό και κοινωνικό, το κοινό στοιχείο είναι ο θάνατος. Ο θάνατος και η απουσία της Γώγου, η γυναικοκτονία της Άνα Μεντιέτα (εδώ το επίθετο ζωντόθαπτη αναδεικνύει την καλλιτεχνική περίπτωση της Μεντιέτα παραπέμποντας όχι απλώς στον βίαιο θάνατό της αλλά και στο έργο της) και της Άνα Ιβάνκοβα, η δολοφονία του Ζακ, οριακών υποκειμένων που διασάλευσαν όρια, έμφυλα, τοπικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, καλλιτεχνικά και που επιχειρήθηκε η περιθωριοποίηση, η αποκειμενοποίησή τους όμως επανέρχονται ως θλιπτικό μανιφέστο από την Πονηράκου. Επιμένω στο μανιφέστο, το δημόσιο εκείνο λόγο που προβάλλει δυναμικά, δηλώνει, απαιτεί με υψωμένη τη φωνή και γίνεται πιο ισχυρό όταν είναι ποιητικό.
Ό,τι θέτει απ την αρχή η Πονηράκου ως προϋπόθεση είναι η ίδια η επικοινωνία, να ακούσεις σιωπηλά. Και όταν φτάνει το τέλος και έχεις γίνει από ξένη οικεία έρχεται το 28ο τελευταίο σύντομο, άτιτλο ποίημα να κλείσει τον κύκλο που άνοιξε το πρώτο, η «Εξομολόγηση». Η πρόσκληση που άνοιξε κλείνει με μια μαλακή τρυφερά φιλική ώθηση προς την έξοδο: «Εσείς, κοντινοί μου/μπορείτε πια να φύγετε/Οι μακρινοί πλησιάζουν,/» όπου μακρινοί είναι εκείνοι οι νεκροί που η θλίψη του θανάτου τους κινητοποίησε τη γραφή. Ή και αντίστροφα: οι κοντινοί νεκροί φεύγουν κι έρχονται οι μακρινοί ζωντανοί που απόμακροι δεν ακούνε οπότε «η μοναξιά με ρυπαίνει». Δεν είναι η καθαρότητα μιας θλίψης με πολλαπλά στρώματα θανάτου που ρυπαίνουν αλλά η μοναξιά.
Τι μπορεί να υποκινεί την ποίηση, τι μπορεί να κάνει η ποίηση ως δημόσιος λόγος; Τι μπορεί να συνεισφέρει μια εξομολόγηση του ατομικού βιώματος όταν γίνεται δημόσια; Στη δική μου ανάγνωση μετά την πρώτη, ισχυρή αίσθηση που αφήνει η αρχική επαφή με τα ποιήματα, αυτή είναι μια ερώτηση που μένει πίσω, μετά τη δεύτερη, ίσως, ανάγνωση, και επιδέχεται διάφορες και διαφορετικές απαντήσεις. Φέρνει στον ποιητικό λόγο την ευαλωτότητα, την πρόθεση να φωτιστούν τα συναισθήματα, τα τραύματα, οι ρωγμές με όλο το ρίσκο της αυτοέκθεσης για την εξομολόγηση οριακών βιωμάτων: απώλεια, τραύμα, μοναξιά του πένθους. Αυτό, χωρίς να τους αφαιρεί την πραγματική τους, ρεαλιστική υπόσταση αλλά και χωρίς να μένει στην αφηγηματική τους πτυχή. Επίσης θέτει το ερώτημα του πώς μπορεί τα παραπάνω να επιτευχθούν χωρίς μελοδραματισμούς αλλά και χωρίς η έκθεσή τους να φαίνεται στεγνή και άνευρη. Στην περίπτωση της Πονηράκου ο τρόπος, οι λεκτικές επιλογές, η επικέντρωση στην ουσία με τόνο φωνής που μεταλλάσσεται από την βαθιά εξομολόγηση στη φιλική κουβέντα και πάντως στην επικοινωνιακότητα στην οποία εξάλλου μας προσκαλεί με το πρώτο ποίημα.
Γωγώ Πονηράκου, Έξζιτ, Θράκα 2024 (επανέκδοση)