Η 9η τέχνη ως θεματοφύλακας και φορέας προαγωγής του παραδοσιακού λόγου (του Πάνου Παπαγεωργίου)

0
377

του Πάνου Παπαγεωργίου

Τα τελευταία χρόνια συναντάμε όλο και συχνότερα έργα εμπνευσμένα από την παράδοση, τους λαϊκούς μύθους, τις δοξασίες και τις προφορικές αφηγήσεις. Στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία τα τελευταία έτη, μπορούμε να εντοπίσουμε έργα με σχετικές αναφορές, όπως το πρόσφατο «Εκείνοι που δεν έφυγαν» της Αταλάντης Ευρυπίδου (Πόλις, 2024), την «Αποδοχή Κληρονομιάς» του Ανδρέα Νικολακόπουλου (Ίκαρος, 2020), τις «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη (Αντίποδες, 2017) και το «Γκιάκ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Αντίποδες, 2014 -Πατάκης, 2020).

Η παραδοσιακή τέχνη, ως γνωστόν, μπορεί να προσφέρει πηγές έμπνευσης καθώς η διαχρονικότητα των λαϊκών αφηγήσεων εντοπίζεται στα σημεία εκείνα που αγγίζουν τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σπαράγματα των σύγχρονων προβληματισμών ενυπάρχουν ακατέργαστα στην παραδοσιακή πολιτιστική παραγωγή και αυτό επειδή ο λαϊκός λόγος περιγράφει την ανθρώπινη συνθήκη απλοϊκά, αλλά διεισδυτικά.

Σήμερα διαθέτουμε ερευνητικά και αναλυτικά εργαλεία ώστε να εντοπίσουμε τις έγνοιες και τα πάθη που περιγράφονται στη λαϊκή παράδοση. Επιστήμες όπως η Ανθρωπολογία, η Λαογραφία και η Ψυχανάλυση μπορούν να αναλύσουν και να αποκωδικοποιήσουν τα νοήματα της παραδοσιακής αφήγησης.

ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΑ

Ωστόσο, η λαϊκή τέχνη ως αφήγηση, όπως και η γλώσσα, είναι ζωντανοί οργανισμοί. Ζουν μέσα από τις κοινωνίες και εκφράζονται από τους καλλιτέχνες τους, άλλες φορές ανώνυμα ως δημιούργημα του συνόλου και άλλοτε ως έργα λογοτεχνών, ζωγράφων και τραγουδοποιών.

Ταυτόχρονα με τους νέους Έλληνες λογοτέχνες, οι δημιουργοί κόμικς ακολουθούν τη δική τους παράλληλη πορεία. Με το αφτί στο παρελθόν και το μάτι στο μέλλον, τα ελληνικά κόμικς διαμορφώνουν σήμερα μια ειδική κατηγορία που διαπερνά και μετεξελίσσει τη λαϊκή τέχνη, αφήγηση και κουλτούρα.

Όπως στα αρχαία παλίμψηστα όπου τα αρχικά έργα αποτελούσαν βάση για μεταγενέστερες εγγραφές πάνω στο ίδιο υλικό, έτσι και μέσω των κόμικς η παράδοση επανεγγράφεται μέσα από μια νέα φόρμα.  Η νέα αυτή κατηγορία κόμικς μπορεί να χαρακτηριστεί μεταφορικά ως παλίμψιστο. Ο Γιάννης Κουκουλάς, ιστορικός τέχνης και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών,  στη διατριβή του, αναφέρεται στα κόμικς ως «μια τέχνη που αξιοποιεί στοιχεία από όλες τις άλλες και κάνει πράξη την ώσμωση με αυτές, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη, εφαρμόζει την επανεγγραφή μέσω της πρακτικής του παλήμψιστου αλλά σε ένα καθαρά μεταφορικό επίπεδο.[1] Μέσω ποικίλων τροποποιητικών παρεμβάσεων και ιδιοποιητικών πρακτικών, τα κόμικς μπορούν να θεωρηθούν ως μεταφορικά παλίμψηστα που επιτρέπουν νέες αναγνώσεις των παλαιών έργων σε νέα συγκείμενα και υπό νέες οπτικές, είτε η πρόθεση των δημιουργών τους είναι η απότιση φόρου τιμής είτε η παρωδία με τις πολλαπλές εκφάνσεις της». 

Η παραπάνω λειτουργία των κόμικς εκφράστηκε ιδανικά μέσα από δυο παρεμφερή έργα της ελληνικής σκηνής, τη μεταφορά σε κόμικς του δημοτικού τραγουδιού «Του Νεκρού Αδελφού» και του αφηγήματος «Παραλογή» του Δημοσθένη Παπαμάρκου.

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ

Τον Μάιο του 2024 η δραστήρια εκδοτική στον χώρο των ελληνικών κόμικς, Jemma Press, κυκλοφόρησε τη διασκευή σε κόμικ του πασίγνωστου δημοτικού τραγουδιού «Του Νεκρού Αδελφού». Η δημιουργός, Εύα Πουλοπούλου, έκανε το ντεμπούτο της στην 9η τέχνη με τη συγκεκριμένη διασκευή, μεταφέροντας τη γνώση και την εμπειρία της από τις σπουδές και την ενασχόληση της με τέχνες όπως η αρχιτεκτονική, οι ψηφιακές τέχνες, το animation, η ζωγραφική και η χαρακτική.

Η επιλογή του Λευτέρη Σταυριανού, του ανθρώπου πίσω από τις εκδόσεις, να εμπιστευτεί την πρωτοεμφανιζόμενη στον χώρο των κόμικς καλλιτέχνη, από μόνη της αποτελεί κίνητρο για να ξεφυλλίσει κανείς το τεύχος. Το περιεχόμενο επιφυλάσσει την έκπληξη ενός ιδιαίτερα προσεγμένου εικαστικά εγχειρήματος με μινιμαλιστική εικονογράφηση, καθαρές γραμμές και αυστηρά περιορισμένη χρωματική παλέτα.

Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ήδη από μικρή ηλικία έχει έρθει σε επαφή με το τραγούδι «Του Νεκρού Αδελφού», καθώς η αξία του ως έργο της λαϊκής αφηγηματικής παράδοσης, όχι μόνο το έχει διατηρήσει για αιώνες στη μνήμη, αλλά του έχει προσφέρει και μια θέση ακόμα και στα σχολικά εγχειρίδια[2]. Η μονάκριβη κόρη μιας οικογένειας, κατόπιν προτροπής και επιμονής του αδελφού της Κωνσταντή παντρεύεται «εκεί μακριά στα ξένα». Ο Κωνσταντής, ορκίζεται στη μητέρα του, πως «αν τύχει πίκρα ή χαρά» θα φέρει την αδελφή του από την ξενιτιά. Όταν όμως ήρθε η ώρα της εκπλήρωσης του όρκου, ο Κωνσταντής είχε ήδη πεθάνει, και η μάνα του, τον καταριέται. Παρά την ανωτέρα βία που θα μπορούσε να επικαλεστεί ο αποβιώσας Κωνσταντής, προτιμά να βρικολακιάσει και να εκπληρώσει τον όρκο, παρά να τυραννιέται αιωνία από την κατάρα. Έτσι με το «σύγνεγφο άλογο και άστρο χαλινάρι» ταξιδεύει μέσα στη νύχτα και φέρνει την Αρετή στο σπίτι τους. Τέλος, η παραλογή κλείνει με την επανένωση και τον κοινό θάνατο μητέρας και κόρης.

Η Εύα Πουλοπούλου χρησιμοποίησε αυτούσιο το τραγούδι σε μια από τις επικρατέστερες εκδοχές του, όπως μας αναφέρει και στον πρόλογο. Η λεκτική αφήγηση ακολουθεί το μοτίβο του τραγουδιού, κι έτσι οι λεζάντες συνοδεύουν τις εικόνες όσο ο απρόσωπος αφηγητής περιγράφει τα δρόμενα. Τα γνωστά μας μπαλονάκια υπάρχουν στα διαλογικά μέρη του ποιήματος.

Ο συνδυασμός του λυρισμού του παραδοσιακού λόγου με την αφαιρετική εικονογράφηση λειτουργούν ιδανικά. Η προσέγγιση της Πουλοπούλου, στιλβώνει τα νοήματα του δημοτικού τραγουδιού χωρίς να πνίγει το μάτι μας με φορτωμένα λεπτομέρειες πάνελς. Οι σελίδες αποτελούν μια σεκάνς από βινιέτες ή αφίσες, που θα έστεκαν και μόνες μεταφέροντας άμεσα το μήνυμά τους. Την ώρα που ο αναγνώστης απολαμβάνει το μη λεκτικό μέρος του έργου, ο κάθε στίχος, που πλαισιώνει την εικόνα, αντιλαλεί στη σκέψη του επιτρέποντας τον αναστοχασμό του νοήματος.

Η εικονογράφος ψηλάφισε τις πολλαπλές έννοιες που θίγονται μέσα από τα λόγια και που έχουν εμπνεύσει κατά το παρελθόν πολλούς ακόμα λογοτέχνες, όπως τον Ζαχαρία Παπαντωνίου (Ο όρκος του Νεκρού) και τον Γιάννη Ξανθούλη (Ο Θείος Τάκης). Η δύναμη του όρκου και η τιμή, η μητρική αγάπη και η κατάρα, ο γάμος και η οικογένεια είναι μερικά από τα ζητήματα που κεντρίζει το έργο.

Ωστόσο, η δημιουργός εστιάζει στο ζήτημα της ξενιτιάς. Ξενιτιά και Νόστος αποτελούν τα παλίνδρομα άκρα του κεντρικού άξονα αυτής της παραλογής. Η Πουλοπούλου, ούσα και η ίδια ξενιτεμένη, εξομολογείται προλογικά ότι το έργο της αποτελεί προϊόν της νοσταλγίας της. Ταυτόχρονα επιχειρεί μια σύνδεση της ιστορίας της Αρετής, με τον μύθο της Περσεφόνης. Τόσο η Αρετή όσο και η Περσεφόνη αφήνουν τις μητέρες τους για να παντρευτούν, με την υπό όρους επιστροφή τους, η μεν Περσεφόνη από τον Κάτω Κόσμο και η δε Αρετή από τα ξένα. Και η σύνδεση αυτή δεν είναι τυχαία καθώς όπως, αναφέρει η καλλιτέχνιδα  στον πρόλογο «ας μην ξεχνάμε ότι η ξενιτιά παλαιότερα βιωνόταν σαν θάνατος».

Η σύνδεση με την αρχαιότητα και την ιστορική διαδρομή της συγκεκριμένης παραλογής, που εκτιμάται ότι πρωτοδημιουργήθηκε πριν τον 9ο αιώνα στη Μ. Ασία, αποτυπώνεται και εικαστικά στις σελίδες του έργου. Παρά τη λιτότητα κάθε εικόνας,  παρεισφρέουν ενίοτε στοιχεία που προσδίδουν ιστορικότητα και πολιτιστική προέλευση, όπως λεπτομέρειες από τη βυζαντινή αγιογραφία και τη λαϊκή τέχνη με λεπτομέρειες στα ενδύματα και τα αξεσουάρ των χαρακτήρων, αλλά και αρχιτεκτονικά στοιχεία. Όλα τα παραπάνω περιβάλλονται από το επιβλητικό μαύρο και τις αποχρώσεις της σέπιας που θυμίζουν αρχαιοελληνικές αναπαραστάσεις σε κεραμικά, διατηρώντας ταυτόχρονα το κλίμα του γοτθικού τρόμου με το οποίο η παραλογή είναι, ούτως ή άλλως, ενδεδυμένη. Η καλλιτέχνης μάλιστα, κλείνει το μάτι στους αναγνώστες με μικρές εκπλήξεις-παραπομπές σε έργα της κλασικής ζωγραφικής.

Την ίδια όμως στιγμή το έργο διατηρεί μοντέρνα στοιχεία, όπως σύγχρονες τεχνικές και επιρροές από την pop κουλτούρα τον κινηματογράφο. Πέραν όμως αυτών, η προσέγγιση της δημιουργού στους χαρακτήρες-σύμβολα προδίδει μια σύγχρονη ματιά, μετατοπίζοντας την εστίαση από τα παραδοσιακά ζητήματα που διακρίνει κανείς να σε πρώτο επίπεδο.

Η απεικόνιση του Κωνσταντή και τη Αρετής, καθώς και η τελευταία εικόνα του κόμικ, προσθήκη της δημιουργού στη λαϊκή αφήγηση, φέρνουν σε πρώτο πλάνο, παράλληλα με το ζήτημα της ξενιτιάς, το άτομο, τους εξωγενείς παράγοντες  και την προσωπική εσωτερική διαδρομή. Η δημιουργός σε συνέντευξή της αναφέρει «Είδα τους χαρακτήρες ως διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής. Τη Μάνα, που γεννά ακατάπαυστα, ως τη δημιουργική δύναμη. Τον «φρόνιμο» αδελφό Κωνσταντή ως τον φιλόδοξο και τυχοδιώκτη που, σπρώχνοντας τη Μάνα να δώσει νύφη την Αρετή στα ξένα, άθελά του βάζει σε κίνηση τους νόμους της αρχαίας τραγωδίας. Και η Αρετή είναι για μένα ο πραγματικός εαυτός, το αξιακό σύστημα. Κάτι πολύ βαθύ, που όλοι το φροντίζουν και το προσέχουν, αλλά για να αναπτυχθεί χρειάζεται και χώρο» και η δημιουργός συνεχίζει αναφέροντας ότι η μύηση της κόρης στον έξω από την οικογένεια κόσμο μέσα από τον εξαναγκαστικό γάμο, είναι ακατάλληλος «Για μένα μύηση πραγματική είναι το ταξίδι που κάνει με τον Κωνσταντή, επιστρέφοντας σπίτι της»[3]

 

 

ΠΑΡΑΛΟΓΗ

Τον Σεπτέμβριο του 2017 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Polaris, το πρώτο τεύχος του περιοδικού για κόμικς «Μπλε Κομήτης». Το περιοδικό ήταν διμηνιαίο πρόλαβε να  κυκλοφορήσει μόλις 9 τεύχη καθώς τον Σεπτέμβριο του 2019, δυο χρόνια μετά την παρθενική του εμφάνιση, διακόπηκε η έκδοσή του.

Ωστόσο, σε εκείνο το πρώτο τεύχος περιείχε μεταξύ άλλων μια ενδιαφέρουσα ιστορία κόμικ με τίτλο «Παραλογή». Το συγκεκριμένο έργο ήταν η μεταφορά της ομώνυμης δημιουργίας του συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκου. Το ανάγνωσμα συμπεριλαμβανόταν στη συλλογή διηγημάτων «Γκιακ» που είχε αρχικά εκδοθεί από τις εκδόσεις «Αντίποδες» τον Δεκέμβριο του 2014 με μεγάλη επιτυχία και πολλές επανεκτυπώσεις, πριν κυκλοφορήσει το 2020 από τις εκδόσεις Πατάκη. Η μεταφορά της «Παραλογής» σε κόμικ φέρει την υπογραφή του ταλαντούχου και επιτυχημένου σκιτσογράφου, Πέτρου Ζερβού.

Η ιστορία της «Παραλογής» είναι πρωτότυπο δημιούργημα του Παπαμάρκου. Ο Χάρος μεταφέροντας ψυχές, σταματά διψασμένος να ξαποστάσει κοντά σε μια πηγή. Μια γυναίκα, σε αντάλλαγμα για το νερό που θα του προσφέρει  ζητά να της γυρίσει από τον άλλο κόσμο τον άντρα της. Ο Χάροντας υπόσχεται να το κάνει και αφού ξεδίψασε, ανέστησε τον σύζυγο, μα στην ουσία προσέφερε έναν νεκροζώντανο. Η χήρα, πικραμένη και εξαπατημένη καταριέται τον Χάροντα κι εκείνος φεύγει χολωμένος.

Ο συγγραφέας έχει τηρήσει τους όρους της δημοτικής ποίησης για το εν λόγω ανάγνωσμα. Εκτενής έμμετρος λόγος και λυρικότητα με αφηγηματική ροή, ενώ υπάρχουν υπερφυσικά και μεταφυσικά στοιχεία που προκαλούν ανατριχίλα. Παρών είναι και ο δραματικός χαρακτήρας, όπως ακριβώς και στην παραλογή «Του Νεκρού Αδελφού».

Ο λογοτέχνης ωστόσο δεν προσπάθησε να αντιγράψει κάποια υφιστάμενη παραλογή. Όπως αναφέρει και ο ίδιος « Όταν κάθισα να το γράψω, δεν είχα στο μυαλό μου καμία επιρροή. Προφανώς, τώρα όλα αυτά με τα οποία έχεις έρθει σε επαφή στη ζωή σου, χωνεύονται και βγαίνουν από το υποσυνείδητο διαφορετικά. Πέρα από το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», υπάρχουν τόσα δημοτικά τραγούδια με τον Χάρο και όλα αυτά δημιουργούν ένα σύμπαν που δεν έχεις πάντα συνείδηση ότι υπάρχει και όταν έρθει η ώρα, αντλείς στοιχεία από εκεί χωρίς να το πολυσκέφτεσαι[4]».

Σε άλλη συνέντευξή του ο Παπαμάρκος εντοπίζει την διάθεση για επιστροφή στις ρίζες ως μια πρόκληση για αλλαγή αφηγηματικής φόρμας. «Να αναμετρηθώ με τον δεκαπεντασύλλαβο και να εξερευνήσω τα όριά μου ως αφηγητή σε αυτό το μέσο» θα αναφέρει. Ωστόσο, καταφάσκει στην επιθυμία του να συνδιαλλαγεί, «με την αφηγηματική μήτρα των ιστοριών του «Γκιακ». Αυτή δηλαδή της προφορικής παράδοσης που είναι βασικό κομμάτι της αγωγής μου, της αλληλεπιδραστικής ανιστόρησης που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα δυναμικό ανθρώπινο περιβάλλον και στο οποίο ο ρόλος της έχει την ίδια βαρύτητα και αξία με αυτή κάθε λειτουργίας που εντείνει την σύσφιξη και εμπέδωση κοινωνικών δεσμών ή ακόμα-ακόμα και την δημιουργία νέων[5]».

Για την προφορικότητα μάλιστα θα τονίσει και σε άλλη συνέντευξη «Με άλλα λόγια, η καθημερινή τριβή με τα ακούσματα του τόπου μου –διάλεκτο, αλλά και παραδοσιακό τραγούδι– μου είχε προκαλέσει μία ιδιότυπη συγκινησιακή ανοσία λόγω της εξοικείωσης. Αυτό άλλαξε θέλω να πιστεύω όχι μόνο εξαιτίας της μακρόχρονης απουσίας μου από τον τόπο μου, αλλά και λόγω μία εσωτερικής διαδικασίας ωρίμανσης η οποία μου επέτρεψε την επαναθέαση του οικείου ως ξένου.[6]

Το υλικό λοιπόν του Παπαμάρκου αντλείται τόσο από το ευρύ φάσμα της λαϊκής κουλτούρας και των μέσων μετάδοσής της, όσο και από την εσωτερική αναγκαιότητα που κινητοποιεί την καλλιτεχνική δημιουργία. Κι ενώ έχει μείνει πιστός στα δομικά στοιχεία της φόρμας που υπηρέτησε με την  «Παραλογή», στο κείμενό του εμφιλοχωρεί του μια ουσιαστική διαφορά. Ενώ στην ιστορία « Του Νεκρού Αδελφού» επέρχεται μια λύτρωση μέσω του θανάτου, στην «Παραλογή», ο Παπαμάρκος δεν επιφυλάσσει καμία κάθαρση για τους βασικούς χαρακτήρες. Μάλιστα ο συγγραφέας κάνει και ένα βήμα παραπέρα στη ματαιότητα, καθώς ακόμα και ο ίδιος ο θάνατος προσωποποιημένος, παρουσιάζεται πολλαπλά αδύναμος. Ο Χάρος είναι κουρασμένος και διψασμένος, ανήμπορος να φτάσει το νερό, στη συνέχεια δεν έχει τη δύναμη να αναστήσει έναν άνθρωπο πραγματικά ενώ στο τέλος αδυνατεί να αντικρούσει και την κατάρα της χήρας και φεύγει με σκυμμένο το κεφάλι. Φαίνεται ικανός μόνο για τα καθήκοντα του ψυχοπομπού, παρά τα όσα ο ίδιος με ένταση διατυμπανίζει ότι μπορεί να καταφέρει. Την ίδια στιγμή η χήρα παρουσιάζεται πιο δυνατή, αυτή μπορεί να προσφέρει το νερό, αυτή αναγκάζει τον Χάρο να δεχτεί την ανταλλαγή και αυτή είναι η μόνη που μπορεί να καταραστεί τον Χάρο, είναι τελικά πολύ πιο ισχυρή από την εικόνα της ανυπεράσπιστης χαροκαμένης νιόπαντρης που δημιουργείται αρχικά. Ωστόσο, ούτε η δύναμη ούτε η ανημποριά των χαρακτήρων είναι ικανές να τους βγάλουν από τις ράγες της μοίρας που έχει προ-οριστεί.

Αυτήν ακριβώς τη διαφορά αποτύπωσε ο Ζερβός με την εικονογράφηση.  Είχε επιλέξει να κινηθεί σε διαφορετική κατεύθυνση και φιλοσοφία από εκείνη που θα επέλεγε η Πουλοπούλόυ κάποια χρόνια αργότερα. Τα καρέ του Ζερβού είναι πλούσια, με λεπτομέρειες όπου χρειάζεται. Τα χρώματά του παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία και παρά το σκοτεινό περιεχόμενο της ιστορίας είναι θερμά, σαν να θέλουν να ανεβάσουν την ένταση και εκτός των σελίδων μεταφέροντας τη δίψα του Χάρου, τη δυσφορία της ζέστης και την ανάγκη για δροσιά-ανακούφιση. Η παρουσία του κόκκινου παραπέμπει στο βασικό στοιχείο του κειμένου και της συλλογής του Παπαμάρκου, στο αίμα,  «Γκιάκ» στα αρβανίτικα. Γενικότερα ο σχεδιαστής πάτησε πάνω στη  λογική και τη δομή του έργου του λογοτέχνη δημιουργώντας μια νέα εκδοχή της παραλογής.

Σημειώνεται ότι ο Ζερβός δεν μετέφερε ολόκληρο το αρχικό ανάγνωσμα σε κόμικς, αλλά επέλεξε να μεταφέρει στη δική του εκδοχή τα κατά την κρίση του ουσιώδη μέρη, αποφεύγοντας εκείνα που μπορούσαν να υπερφορτώσουν την πληροφορία προς τον αναγνώστη, έτσι τόνισε εικαστικά τα σημεία που τον ενδιέφεραν περισσότερο.

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Η διασκευή «Του Νεκρού Αδελφού» είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση μεταφοράς ενός έργου λαϊκής παράδοσης σε μια άλλη εκφραστική φόρμα. Η καλλιτέχνης επιχειρεί αφ’ ενός την ανάδειξη θεμελιωδών στοιχείων διαχρονικής πολιτιστικής ταυτότητας (ξενιτιά, όρκος, οικογένεια, νόστος, νεκρανάσταση, ενδυματολογικά στοιχεία, αρχαιοελληνικοί μύθοι, βυζαντινή τεχνοτροπία). Την ίδια στιγμή, με τη χρήση νέων εργαλείων και αφηγηματικών μέσων αποπειράται να αποτυπώσει μια ερμηνεία των συμβολικών χαρακτήρων μέσα από σύγχρονες προσεγγίσεις και απεικονίσεις.  Η απόπειρα αυτή συνδυαστικά με την προσθήκη στην αφήγηση μιας ακόμα εικόνας που παραλλάσει το τέλος της ιστορίας, αποτελεί,  στο μέτρο που της αναλογεί, μια επανεγγραφή του παραδοσιακού αφηγήματος εναρμονισμένη με τη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα.

Στον αντίποδα αυτού, το έργο του Παπαμάρκου είναι μια πρωτότυπη δημιουργία. Όπως όμως ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί, η «Παραλογή» του είναι αποτέλεσμα ζύμωσης πολλών ιστοριών, θρύλων, παραδόσεων, τραγουδιών και αφηγήσεων της λαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς. Κατά τον τρόπο αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Παπαμάρκος «επανέγγραψε» ένα συλλογικό πνεύμα αφήγησης μέσα από το δικό του πρωτότυπο έργο. Στην περίπτωση της κόμικ «Παραλογής» ωστόσο, έχουμε μια διπλή περίπτωση μεταφορικού παλίμψηστου, καθώς τα σχέδια του Ζερβού έδωσαν νέα διάσταση στη δημιουργία του Παπαμάρκου, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τις δυναμικές της 9ης Τέχνης.

Κάπως έτσι λοιπόν, η σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα, όπως εκφράζεται από τα κόμικς, δεν έλκει απλά στοιχεία από το παρελθόν, καθώς μεταφέρει αυτούσια τα νοήματα της παράδοσης αποτελώντας τη συνέχεια της λαϊκής τέχνης. Ταυτόχρονα προσθέτει σύγχρονες οικουμενικές προσεγγίσεις διατηρώντας την αμεσότητα της επαφής με τον ανθρώπινο ψυχισμό. Η σύγχρονη 9η τέχνη λειτουργεί με δυο ρόλους, εκείνον του θεματοφύλακα, που διαφυλάττει μια σπίθα και εκείνον του φορέα που την προάγει σε νέα φλόγα.

 

[1] https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/47077

[2] http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2700/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Lykeiou_html-empl/indexA1_1.html

[3] Όπου παραπάνω https://www.lifo.gr/culture/vivlio/orkoi-thrinoi-katares-nekranastaseis-dimotiko-tragoydi-toy-nekroy-adelfoy-egine

[4] https://www.lifo.gr/culture/vivlio/dimosthenis-papamarkos-i-logotehnia-zita-ti-diki-tis-alitheia-0

[5] https://www.fractalart.gr/dimosthenis-papamarkos/

[6] https://kaboomzine.gr/demosthenes-papamarkos-gkiak/

Προηγούμενο άρθροΑπέναντι στην κανονικοποίηση της ευτυχίας (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΔιήμερο για τον Γιώργο Χειμωνά (28-29 Μαρτίου, Αιγινήτειο Νοσοκομείο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ