Πώς μυρίζει μια σχολική τάξη; (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

0
1218

της Μαρίζας Ντεκάστρο

 

Σίγουρα πάντως δεν έχει τη μυρωδιά της θάλασσας. Οι τάξεις μυρίζουν μπαρούτι, νεύρα, πλάκες, αναίδεια, ενδιαφέρον, ευχαρίστηση, βαρεμάρα, φόβο, μπούλινγκ, καυγάδες, απειλές, τιμωρίες…

Το θέμα ‘σχολείο’ στα παιδικά/νεανικά βιβλία είναι ανεξάντλητο. Για εφήβους κυκλοφορούν προχωρημένα μυθιστορήματα με σχολικούς έρωτες, δυστοπίες, φάνταζι, κριτικής του συστήματος, με ζόμπι και βαμπίρ, αστυνομική πλοκή. Τα μικρότερα διαβάζουν εικονογραφημένα ‘προετοιμασίας’ για το σχολείο με τίτλους όπως  ‘Αγαπώ τη δασκάλα μου’, πλήθος ‘Πρώτη μέρα στο σχολείο’, κλπ. Τα βρίσκουμε εκτεθειμένα στην αρχή της χρονιάς κοντά στα σχολικά είδη, δίκην βοηθημάτων για το σοκ της πρώτης μέρας.  Παραδίπλα, βλέπουμε τα ‘λυσάρια’, όπως τον παλιό καλό καιρό… (Εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις μαθησιακών δυσκολιών όπου απαιτείται άλλου είδους παρέμβαση, είναι μοναδικό το φαινόμενο να μην τα βγάζουν πέρα τα παιδιά με τα μαθήματα, να αγχώνονται οι γονείς και να προμηθεύονται βοηθήματα πριν ακόμα ανοιχτούν τα σχολικά βιβλία).

Επ’ ευκαιρία λοιπόν της καινούργιας σχολικής χρονιάς, θυμήθηκα ένα αγαπημένο μυθιστόρημα που διάβαζα σε κάποια τάξη τη δεκαετία του ’90. Το μυθιστόρημα , Ο Τυφλοπόντικας, του Φιλίπ Μπαρμπώ (μτφρ. Συλβάνα Ζερβάκη, εκδ. Νεφέλη, 1988). Επανακυκλοφόρησε με τίτλο Η μυρωδιά της θάλασσας, σε νέα μετάφραση του Φίλιππου Μανδηλαρά (εκδ. Παπαδόπουλος).

Στην τάξη ‘Μαθησιακής στήριξης’ του δημοτικού σχολείου ‘Παρμεντιέ’, στη γαλλική  επαρχία, δεν στεριώνει δάσκαλος στα ‘καθυστερημένα’, χαρακτηρισμός που τους έδωσε το υπόλοιπο σχολείο. Οι έντεκα απροσάρμοστοι μαθητές της ‘Μαθησιακής στήριξης’ σιχαίνονται το σχολείο, είναι ψεύτες, κλεφτρόνια, αναιδείς, χυδαίοι. Ο διευθυντής σηκώνει τα χέρια μπροστά στο κακό που του έτυχε. Έτσι, η μοναδική παιδαγωγική που εφαρμόζει είναι να εναλλάσσει τους εκπαιδευτικούς και όποιος αντέξει. Δεν αντέχουν!

Μέχρι που εμφανίζεται ένας λεπτούλης νεαρός που φοράει πατομπούκαλα και αμέσως αποκτά το ταιριαστό παρατσούκλι Τaupe, δηλ. ‘Τυφλοπόντικας’. Οι μαθητές ξεκινούν πάραυτα τις σχετικές δράσεις για να τον στείλουν στην κόλαση όπως και τους προηγούμενους δασκάλους, όμως τίποτα δεν δουλεύει! Επειδή ο Τυφλοπόντικας έχει σχέδιο. Αντί για φωνές, τιμωρίες και επιπλήξεις, είναι ήρεμος και έχει έξυπνες ιδέες. Κυρίως ιδέες εφαρμόσιμες (πολλές τις πρότειναν ήδη από την αρχή του 2ου αι. γνωστοί παιδαγωγοί) που θα τους αποδείξουν στα τέρατα ότι το αναγκαίο κακό, που είναι το σχολείο, έχει τις καλές του πλευρές όταν ο δάσκαλος αποφασίσει να ξεφύγει από την τυπική καταπιεστική διδασκαλία. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να πάρει στα σοβαρά τις ιδιομορφίες της ομάδας του- στο μυθιστόρημα είναι παιδιά διαφορετικής ηλικίας και μαθησιακού επιπέδου, χωρίς όνειρα, φτωχά με μόνη διέξοδο τη μελλοντική ανεργία ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια δουλειά σε εργοστάσιο.

[Αν έχεις επισκεφτεί, για παράδειγμα, σχολεία με ελάχιστους μαθητές σε απομονωμένα χωριά, σχολεία πρότυπα, ιδιωτικά και δημόσια σχολεία του κέντρου της Αθήνας με ποικίλο εθνοτικό πληθυσμό, ε, δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να καταλάβεις πόσο απέχουν από τον μέσο όρο των παιδιών που φαντάζεται το Υπουργείο Παιδείας. Γιατί κακά τα ψέματα, η βιολογική ηλικία που καθορίζει την ένταξη στις τάξεις είναι μόνον ένας από τους παράγοντες σύνθεσης των σχολικών προγραμμάτων, τα οποία φτιάχνονται για να ανταποκριθούν σ’ ένα ‘χρυσό’ μέσο όρο που εξισώνει τις διαφορετικές προσωπικότητες εξαφανίζοντας τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες των σχολικών κοινών].

Ο κύριος Τυφλοπόντικας έχει άλλη παιδαγωγική αντίληψη! Ακολουθεί ‘το πρόγραμμα’ παραλλαγμένο. Παραδείγματα: για να πείσει τα παιδιά να διαβάσουν και να γράψουν τους προτείνει να γράψουν ένα δικό τους βιβλίο. Οι μαθητές τσιμπάνε, λένε ιδέες, καταγράφονται στον πίνακα, και να το το μοναδικό αντίτυπο, εικονογραφημένο μάλιστα= γλωσσικό μάθημα.  Όμως, ένα βιβλίο μόνο του δεν λέει τίποτα αν δεν υπάρχουν και άλλα. Τους χρειάζεται μια βιβλιοθήκη που την κατασκευάζουν μόνα τους η οποία θα γεμίσει με τα βιβλία που θα διαλέξουν από το βιβλιοπωλείο, ας είναι και μαγειρικής. Έγινε και ξεκίνησε ο δανεισμός στο σπίτι και η αβίαστη ανάγνωση= πορεία προς τη φιλαναγνωσία! Μαθηματικά= απαραίτητα όταν πρέπει να υπολογίσεις τα υλικά για να φτιάξεις και να πουλήσεις κέικ. Πόσο από ένα υλικό, πόσο από το άλλο, πόσα ετοιμάζονται, πόσο κοστίζει καθένα, σύνολο εσόδων, καθαρό κέρδος. Έγραψαν, έσβησαν, υπολόγισαν και έμαθαν τα βασικά. Ναι και στα πρότζεκτ όταν οργανώνονται ομαδικά, όπως η συναυλία ροκ για να μαζευτούν λεφτά για την ποθητή εκδρομή στη θάλασσα για να μυρίσουν τη μυρωδιά της, μια εκδρομή στην οποία ανακατεύτηκαν διάφορα σχολικά αντικείμενα από την ανάγνωση πινάκων με τα δρομολόγια των τρένων, των ενδιάμεσων σταθμών μέχρι τη γεωγραφία… Τέτοιου τύπου δραστηριότητες αποκαλύπτουν στα ‘καθυστερημένα’ ότι δεν υστερούν. Όσα δε παραστρατήματα γίνονται εξαιτίας προηγούμενων κακών συνηθειών (π.χ. η κλοπή στο βιβλιοπωλείο) λύνονται σχεδόν αυτόματα.

Η σύμπνοια δασκάλου και μαθητών, η αυτενέργεια, ο θετικός συντονισμός, μεταμορφώνουν τα τέρατα σε κανονικότερους μαθητές. Ο έμπειρος συγγραφέας ξέρει από την πείρα του ως δάσκαλος ότι το κλειδί είναι η δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης, η πεποίθηση ότι κάθε παιδί έχει τη δική του εξυπνάδα δημιουργικότητα και κρυμμένες ικανότητες που συνήθως θάβονται χάριν της σχολικής απόδοσης.

Το μυθιστόρημα του Barbeau είναι για παιδιά 9-11 ετών και για εκείνους τους εκπαιδευτικούς που είναι επιφυλακτικοί και ακολουθούν ακόμα παραδοσιακές μεθόδους. Αν το διαβάσουν θα πάρουν ιδέες ώστε να εμπλουτίσουν την πρακτική τους και θα δουν με άλλα μάτια την εξουθενωτική καθημερινότητα του επαγγέλματός τους.

[Ωστόσο, για να είμαι ακριβής, ξέρω πως αρκετοί εφαρμόζουν παρόμοιες ιδέες στο ελληνικό σχολείο, κυρίως στην Αβάθμια εκπαίδευση, όπως και ότι σχεδιάζονται ανάλογα εκπαιδευτικά  προγράμματα].

Υπενθυμίζω, στο ίδιο κλίμα, το εξαιρετικό μυθιστόρημα Ο δάσκαλος με τα όνειρα στα μάτια (Πατάκης, 2015) της Σοφίας Μαντουβάλου. Το συστήνω ανεπιφύλακτα! (https://www.oanagnostis.gr/o-daskalos-pou-onirevome/).

 

 

Philippe Barbeau, Η μυρωδιά της θάλασσας, Εικ. Philippe Diemunsch ,Μτφρ. Φίλιππος Μανδηλαράς, Παπαδόπουλος, 2024.

 

Προηγούμενο άρθρο“Μπέρτα Ίσλα” ένα έξυπνο κατασκοπικό και πνευματικό παιχνίδι (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
Επόμενο άρθροΜια νύχτα στο Χάρλεμ (του Χρήστου Τσιάμη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ