Ποίηση για τον Μάρτιο (Σ.Βαβούρης, Τ. Δενέγρης, Γ. Υφαντής, Δ. Χουλιαράκης)-Ανθολογεί ο Θ. Χατζόπουλος

0
1918

 

Ο ποιητής Θανάσης Χατζόπουλος στην ανθρωπογεωγραφία του για τον Μάρτιο προτείνει τους ποιητές Σταύρο Βαβούρη, Τάσο Δενέγρη, Γιάννη Υφαντή και Δημήτρη Χουλιαράκη.

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ

(1925-2008)

 

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ, Α΄

 

Όταν θαρθεί το καλοκαίρι

το φως κι ο αφρός

θάχουν μια τόση δύναμη κι αγάπη

που θα σηκώσουν σα φτερό στην επιφάνεια

το μολυβένιο απ’ τη βροχή κορμί μου.

 

Όταν θαρθεί Ιούνιος…

Μόνο

σηκώστε τώρα,

αυτό το φέρετρο απ’ το στήθος μου.

 

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

 

Φωνές του δέρματος,

δεήσεις της αφής μου στον ήλιο

επικλήσεις κι οιμωγές της παλάμης μου.

 

Θέληση των νυχιών μου

τραύματά μου ανώφελα

 

Δεν χαμηλώνουν τα βουνά εδώ κάτου,

Δεν έχει τέλος η Σκιά!

(ΕΔΩ ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ, 1952)

ΑΥΤΟΨΙΑ

 

Σ’ αυτό το πρόσωπο, έχει ήδη αρχίσει η σήψη.

Ακόμα δεν το γείραν βέβαια οι καιροί

ακόμα βέβαια ο θάνατος δεν τόχει ψηλαφίσει.

Βλέπετε ωστόσο άρχισε ανεπαίσθητα

μα τόσο καθαρά, αν προσέξετε,

η σήψη.

 

Βλέπετε αυτό το δέρμα, λόγου χάρη

αυτά τα χείλη, δίχως φως.

Βλέπετε αυτά τα μάτια

δίχως πάθος κι αγωνία

κι αυτές τις παγερές μετάλλινες αψίδες των φρυδιών

κάτω απ’ το λείο μέτωπο.

Τα νικημένα δόντια τέλος πίσω απ’ τα χείλη

δίχως έμφαση και δίχως προσδοκία.

 

Σ’ αυτό το πρόσωπο

πολύ προτού τελειώσει η ιστορία του

μπορεί κανείς να το διακρίνει καθαρά.

Ήδη, άρχισε η σήψη.

(ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ, 1956)

ΕΥΡΥΔΙΚΗ

 

Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως.

Γι’ αυτό και σούχαν άλλωστε συστήσει:

Να μην στρέψεις.

Αλλ’ έστω, κι αν δεν είχες παραβεί τους όρους

δε θάφτανα ποτέ στο φως μαζί σου.

 

Άσαρκα κόκαλα

δυο κόγχες δίχως μάτια

δόντια δίχως χείλη

ήταν ό,τι έσφιγγες στο χέρι σου ανεβαίνοντας,

όπως ήτανε στημένη επίσης κι η παγίδα

απ’ τη στιγμή που σούχαν επιτρέψει να διαβείς

την πόρτα που κανείς δεν πέρασε βαδίζοντας.

 

Όταν στο τέλος έκανες να στρέψεις

εξατμίστηκα.

Τίποτα δεν είδες.

Τώρα όμως να το μάθεις

 

Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως

απ’ την αρχή μαζί σου

κι ήταν απόφαση παρμένη τελεσίδικα:

Ήθελες δεν ήθελες:

Να στρέψεις.

(ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ, 1971)

 

 

 

ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ

(1934-2009)

 

Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ

 

Η ισορροπία διατηρείται χάρις στο μικρό παιδί

Που περπατά ευθυτενές στην πράσινη μπέρτα του

Μέσα στο σκοτεινό απόγευμα του Γενάρη

(ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΝΙΓΓΟΣ, 1975)

 

ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ

 

Οι ναυτικοί μιλούνε για γυναίκες

Οι έμποροι για ευκαιρίες

Οι παίχτες του μπιλιάρδου βάζουν ταλκ στις στέκες

Ο πλοίαρχος θυμάται τις κακοκαιρίες.

 

ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ

 

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα τίποτε

Τον έδερνες ή σ’ έδερνε του ήταν το ίδιο

Κίνητρα σ’ αυτόνε δεν υπήρχαν

Ύπουλος και νωθρός

Θρασύς και φιλήδονος

Ήταν ένας ασπόνδυλος

Νόθος

Του καλού και του κακού

Και σαν κι αυτόν

Έχει γεμίσει ο πλανήτης

 

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

 

Σε πρώτο πλάνο η μέρα με το φως

Στο δεύτερο τα σπίτια κι οι σκιές τους

Πιο πίσω το ίδιο πάντα βουνό

Κι αόρατο στο μάτι

Φως εξ Ανατολών

Ο Παντοκράτωρ

 

Οκτώβριος

Έλεος

Ν’ ανεβώ

Πιο πάνω απ’ τους πιθήκους.

(ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ, 1978)

 

ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ

 

Ο φάρος πάει, χάθηκε.

Του λιμανιού ρημάξανε τα στήθη

Μονάχα η Δύση απόμενε

Ανάλλαχτη

Στο χρόνο και στα ήθη

Σαν του σταυρού απαράλλαχτη

Φλεγόμενη τη Δόξα

Και στην σφενδόνη τ’ ουρανού

Οι σκιές του απέναντι βουνού

Τεντώσανε τα τόξα.

(ΘΕΙΑΦΙ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΩΣΗ, 1982)

 

ΑΣΤΡΑΠΕΣ

 

Σαν τις τουρμπίνες

Σα να ’ναι νεύρα

Ή σαν παλάμες

Φρικιαστική η

Ταχύτητά τους

Καθώς εγγράφουν

Στον ουρανό

Σε άπειρο χρόνο ελάχιστο

Ηλεκτρικά μεσονύκτια διαγράμματα

 

Η ομορφιά τους

Τέλος δεν έχει

Ρίγος μάς διαπερνά το κορμί.

 

ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΕΣ

 

Ο λόγος ορφανός από πατέρα

Υπόκειται στην πλάνη

Ή ταχυδρόμος καταντά

Δολίων συμφερόντων.

 

Ο λόγος ορφανός από μητέρα

Είναι στιλπνός

Μπορεί να τον θαυμάσεις

Αλλά δεν έχει σπλάχνα

Και δε σπλαχνίζεται

Και την αγάπη

Ούτε που την οσμίζεται.

(Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, 1989)

 

ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

 

Πάτησε ξένα οικόπεδα

Το καλοκαίρι

Δεν λέει να φύγει.

 

Κι όποτε βγαίνω στις κάθετες

Στ’ αριστερά μου κοιτώ τη σελήνη

Ένα μικρό την τυλίγει

Τόξο ουράνιο

Κάτι της λείπει για να ’ναι πανσέληνος.

 

Η ομορφιά της

Αν και ελάσσονος τόνου

Είναι απερίγραπτη

Σαν την γυναίκα εκείνη

Που απ’ τα μέσα της λάμπει.

 

ΥΨΗΛΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ

 

Ήμουν πέντε χρονών

Υψηλός πυρετός

Κάθε τόσο

Από άγνωστη αιτία

Στο κρεβάτι τρεις μέρες

Με κρατούσε σε κώμα

 

Κυριαρχούσε το κόκκινο εκεί

Το πιο κόκκινο που ’χω γνωρίσει

Αποσύνδεση πλήρης από

Το βασίλειο της μέρας το οικείο

Δεν υπήρχαν παιχνίδια, γλυκά

Ούτε όμως και λέξεις που φέρνουν ναυτία

Ένα βύθισμα κι όλα ζεστά.

 

Ετελείωνε κάποτε αυτό

Κι ήταν μέρα συνήθως

Φθινοπώρου απόγευμα

Που νυχτώνει νωρίς και βαραίνουν

Οι καρδιές των παιδιών.

Ο πατέρας ορθός στη γωνία

Του μικρού κρεβατιού

Βοηθούσε ν’ ανέβω

Μοναχά με το βλέμμα

Στον επάνω τον κόσμο.

 

ΤΙ ΚΡΙΜΑ

 

Κανείς δεν έρχεται να δει και να θαυμάσει

Αυτή την όαση

Που μερικοί

 

Περνώντας μέσα

Απ’ την οδύνη της απώλειας

Δημιούργησαν για μας.

(ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ, 1999)

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

(1949)

 

ΕΡΗΜΗΝ

 

Α μοναξιά του ζώου με το μαχαίρι στο λαιμό

α μοναξιά

ερήμην των θεών και των ανθρώπων.

 

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

 

Ήρθες.

Αυτή η απόσταση από χώρο κι από χρόνο

ήταν σταυρός.

Ήρθες.

Αυτό δεν είναι αγκάλιασμα

είναι

αποκαθήλωση.

 

ΕΔΕΜΙΚΟ

 

Ένας άγγελος χόρεψε χόρεψε κι έσβησε

αφήνοντας αυτή τη στάχτη ανάμεσά μας και το ρέμα στερεμένο σαν

πουκάμισο φιδιού μέσα στις πέτρες και ο βράχος καπνισμένος

θαρρείς και κράτησε τον ίσκιο μιας φωτιάς ή αυτού του αγγέλου ˙

ακόμα η μυρουδιά πυρακτωμένου σίδερου στη μνήμη ακόμα

εκείνος ο αχός μέσα στο αίμα μας ˙

σάμπως βαθιές ανάσες οι φτερούγες θέριζαν το χρόνο

κι έλαμψαν τα οστά λευκά πάνω στην άβυσσο κι αδιάβαστα

κι άνοιγ’ απάνω ο ουρανός μ’ όλα τα ζώα του και τ’ άστρα,

ζώα πανάρχαια κι άστρα δροσερά μια ευφροσύνη

σαν όπως πριν από τη γνώση πριν από την πτώση,

μέσα στον Κήπο του Θεού πούχ’ ευωδιάσει δροσερή μια πυρκαγιά τον ύπνο σου

κοντά στο άσπρο βόδι και στο ζώο του Ήλιου που αναχάραζαν

ενώ το σούρουπο του κόσμου κούρνιαζε κάτω απ’ τα φύλλα της συκιάς

κι έβγαινε η πεταλούδα του βραδιού με τις σφραγίδες από έκλειψη

ήλιου στα φτερά της

και στον αστερισμό του Αιγόκερω η μηλιά γυναίκα και το φίδι

γλιστρώντας στη μασχάλη του δέντρου τινάχτηκε

κι έπεσαν μπόρα τ’ άνθη πάνω σου και ξύπνησες.

Ένας άγγελος

χόρεψε χόρεψε κι έσβησε

αφήνοντας αυτή τη στάχτη ανάμεσά μας μέσα παντού

αυτή τη στάχτη.

 

ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

 

Ακολούθησε όχι μόνο

τα χνάρια του πνεύματος στο χαρτί

 

μα και του λύκου τα πατήματα στο χιόνι.

 

ΤΡΩΩ ΞΑΝΑ Τ’ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΓΡΑΠΙΔΙΑ

 

Τρώω ξανά τ’ αγαπημένα μου αγραπίδια κ’ είναι

στυφά μέσα στην άγρια γλύκα τους.

Τρώω ξανά τ’ αγαπημένα μου αγραπίδια νιώθοντας

κάτι από κείνη την

ελευθερία των αγριμιών που τρέχουν σίγουρα

μέσα στο ένστιχτό τους, δίχως

τον εξευτελισμό της εκλογής. Έλα λοιπόν

Άναψε πάλι πάθος και αγίασε τις πράξεις μου

έλα και γλίτωσέ με

από τον εξευτελισμό της εκλογής. Έλα λοιπόν.

(ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ, 1977)

 

Ο ΠΕΡΑΜΑΤΑΡΗΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

 

Ο Άγιος Χριστόφορος που σήκωσε στους ώμους του

τόσους και τόσους

έμπορους, πόρνες, ιερείς, ληστές, βοσκούς, δαιμόνιους,

μάγους, βασιλείς,

δε μπόρεσε ν’ αντέξει ένα παιδί ˙ γονάτισε,

στη μέση εκεί του ποταμού γονάτισε ˙ γιατί

ποιος θα μπορούσε να σηκώσει ένα παιδί;

 

ΤΟ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ

 

Το δέρας ζώου ηλιακού ˙ ο ίσκιος του

είν’ ένας δράκος που φοβίζει του δειλούς.

Όμως σαν είσαι αργοναύτης δε φοβάσαι

ξέρεις

ότι η άλλη όψη των πραγμάτων

είναι

για να φρουρεί τα πράγματα απ’ την

ιδιοτέλεια των μωρών που ό,τι βρίσκουν

το απομονώνουν και το κάνουνε θνητό.

 

Το δέρας ζώου ηλιακού ˙ το ξαναβρήκα

σε χάνι του Πηλίου. Δεν το πήρα.

Το φόρεσα μονάχα για μια νύχτα για να νιώσω

δέντρο ξανά και ν’ ανασάνω

μες στη δροσιά των άστρων και ν’ αφήσω

να σμίξουν όλα τα νερά μέσα στον ύπνο μου.

(Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΑ, 1986)

 

ΒΟΤΣΑΛΑ

 

Ούτε βλασταίνουνε, ούτε μαραίνονται ˙ σπόροι της πέτρας.

Είναι στεγνά, είναι φτωχά, είναι ασήμαντα. Μα να

τ’ άγγιξαν τ’ ανθισμένα δάχτυλα της θάλασσας

και λάμπουν.

 

ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΝ

 

Όταν από το σώμα έξω βγει

το φως το πρώτο θ’ αντικρίσει η ψυχή

το καθαρότατο.

Μα αν το φως αυτό δεν το συνήθισε

όσο βρισκόταν στην ανθρώπινη ζωή

αποτραβιέται θαμπωμένη και ζητεί

φως σκοτεινότερο. Και κατεβαίνει

όλο κατεβαίνει,

αναζητώντας το οικείο φως, ώσπου συμβαίνει

κυνηγημένη από τέρατα (φανταστικά πλην φοβερότατα)

ν’ αναζητεί μια μήτρα να χωθεί και να σωθεί.

(Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, 1996)

 

 

 

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

(1957)

 

ΝΥΧΤΑ ΣΑΛΩΜΗ

 

Να πέσει το σκοτάδι συνεχώς παρακαλώ

να δω πάλι το σώμα σου

στητό να περπατά στις άδειες κάμαρες να μπαίνει

με μάτι άβυσσο και φλόγα

ξεδιάντροπα με τα οστά

των πιο ωραίων φίλων μου να παίζεις

να με χαϊδεύεις να μου δίνεσαι

να ψιθυρίζεις στο αυτί μου

φύσημα αέρα Ιωάννη Ιωάννη

στο χέρι μου βάζοντας με τρόπο

–εν είδει σκυτάλης φυσικά–

την τυρκουάζ σου καλτσοδέτα.

 

ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΑΥΡΟΣ ΝΕΩΚΟΡΟΣ

 

Βαθιά μέσα στην τσέπη του μανδύα του

τα ιδρωμένα δάχτυλα κρατάει

τα κοριτσάκια τρυφερά παρατηρεί

τα βοηθά ν’ ανάψουν το κεράκι

τα κεφαλάκια τους χαϊδεύει στοργικά

από εδώ τους λέει από εδώ

ελάτε κοριτσάκια μου

που κάτι θέλω να σας πω

και βιαστικά τραβάει και κλείνει

την κουρτίνα.

 

ΦΙΟΥΜΙΤΣΙΝΟ

 

Λύσε τα άγρια σκυλιά σου Φιουμιτσίνο

τρόχισε τα μαχαίρια σου ρίξε

τα φώτα σου σε μένα

αμόλησέ τα ύστερα να με διαμελίσουν

τα ουρλιαχτά μου πνίξε στις σειρήνες σου

τα λιγοστά μου ρούχα σκόρπισε

στη δίνη των ανέμων

σκάψε το μνήμα μου στ’ απέραντα χωράφια σου

στη μέση του μεγάλου διαδρόμου

θάψε το σώμα μου και ξέχνα με εκεί

χωρίς σταυρό ή άλλο οποιοδήποτε σημάδι

με μόνο μύρο μου το γράσο από τις μηχανές

τον κρύο ιδρώτα των πιλότων σου

κι ίσως ποιος ξέρει κάποτε

μνημόσυνο στον τάφο μου καντήλι

μ’ όλη την κηροζίνη και τα λάδια του

ανάψει ένα DC.

(Η ΣΟΥΠΕΡΓΚΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ, 1987)

 

ΟΠΟΙΟΣ

 

Όποιος το μαύρο του πατέρα θυμηθεί

και τα πικρά του δάκρυα

μες στο σκοτάδι κοινωνήσει

όποιος της μάνας του το μέτωπο φιλήσει

και στα ωχρά της μάγουλα

φλόγα κεριού τρεμίσει

όποιος το σκήνωμά του αγρυπνήσει

και μες στις ώρες του ανεξύπνητου

του ύπνου πλανηθεί

όποιος την τρέλα αγγίξει

κείνος θα είν’ ο Εκλεκτός

κι εκείνος θα κηρύξει.

(ΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, 1994)

 

ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ

 

Μαύρο το πέλαγο ανοίγονταν ως πέρα.

 

Στην αμμουδιά μια ομήγυρη βουβή

και μπρος της κάποιος πλαγιασμένος ξέπνοος

σαν κούφιο ασκί ριγμένος.

 

Στα γόνατα πεσμένη μα γυναίκα σταυρόδενε τα χέρια

σκλήριζε και τραβούσε τα μαλλιά.

Σιμώνοντας είδα το πρόσωπό του μελανό

το βλέμμα παγωμένο αδειανό σαν αδιάφορο

για ό,τι γύρω του γινόταν.

 

Τον άρπαξε άξαφνα το κύμα λέγαν

κι αφού τον κράτησε κι αφού τον χόρτασε

ξέβρασε το κουφάρι του μετά

στην ίδια ετούτη αμμουδιά.

 

ΔΥΟ ΣΩΜΑΤΑ

 

Πλαγιάζουν σ’ απελπισμένο σφιχταγκάλιασμα

ανάμεσά τους λάβα μονάχα και αιώνες

τα ρούχα του άντρα δείχνουν ευγενή

εκείνη μια γυναίκα λαϊκή – όχι όμως δούλα – νεώτερή του

τα χέρια της σίγουρα θα ’ταν με χένα κεντημένα

και τα μαλλιά περίτεχνα πλεγμένα

με το συρμό της εποχής

τα χείλια της θα ευωδιάζαν μύρο της Συρίας

μα όλα αυτά κανείς δεν τα ’δε άλλος

μέσα στην κάμαρη του φτηνού ξενοδοχείου

ήταν ένα παράνομο ζευγάρι ίσως.

 

Ότι απ’ τη μορφή τους ξεχωρίζει φόβος

όχι απ’ το φάσμα του επερχόμενου θανάτου

μα φόβος μήπως χωριστούνε.

 

Σ’ αυτό τουλάχιστον ο Βεζούβιος φάνηκε σπλαχνικός –

την ίδια στιγμή οπού τους χώριζε τους ένωσε

για πάντα μ’ ένα στερνό του βρυχηθμό.

 

ΣΥΜΦΕΡΟΥΣΑΣ ΤΑΦΟΣ

 

Εδώ είναι θαμμένη η Συμφέρουσα

δεκάξι χρόνων ξένη από λιβυκή γενιά.

Αρρώστια κακιά μάρανε πάρωρα το κορμί μου

κι άντρα χάδι δε χάρηκα στον κόρφο μου

και το γλυκό φως του ήλιου για πάντα το στερήθηκα

και τους καλούς γονείς μου δε θα τους ξαναδώ.

 

Εσύ διαβάτη που περνάς

σκέψου για λίγο τη δόλια τη Συμφέρουσα

που πέθανε και θάφτηκε εδώ.

Γιατί ’μουν νέα κι όμορφη

και τώρα μέσα στο πετρωμένο περιβόλι

του ύπνου διαβαίνω το παντοτινό

που η ψυχή απ’ το στήθος μου φτερούγισε

σαν πρωινό αγέρι.

(ΖΩΗ ΚΛΕΙΣΜΕΝΗ, 2002)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΕίναι οι συγγραφείς χομπίστες;  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΗ ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων και του κόσμου (της Εύας Μ. Μαθιουδάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ