της Μαρίζας Ντεκάστρο
Στις 31-3-2013 είχε δημοσιευτεί στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ένα αφιέρωμα με θέμα το κατά πόσον οι συγγραφείς μπορούν να ζουν από τις απολαβές των βιβλίων τους (https://www.oanagnostis.gr/η-δυσκολία-να-ζεις-ως-συγγραφέας/). Οι ερωτώμενοι έθιξαν το θέμα της τιμητικής σύνταξης εκτός από ένα: τις αμοιβές που πρέπει να παίρνουν όταν συμμετέχουν σε εκδηλώσεις προβολής βιβλίων. Εκείνοι που τιμητικά ονομάζονται «άνθρωποι του πνεύματος», και οι οποίοι προσφέρουν «πνευματικό λειτούργημα» με τα έργα τους, λόγου ή και εικαστικά, δαπανούν αφιλοκερδώς εκατοντάδες ώρες εργασίας για «καλό σκοπό».
Πηγαίνω χρόνια πριν, στη μεταπολίτευση. Μετά την πτώση της χούντας, η δίψα για βιβλία ήταν μεγάλη. Άρχισε λοιπόν να συμβαίνει το εξής: κάθε λογής σύλλογοι, εκπαιδευτικοί φορείς, δήμοι, κ.ά. πολύ σωστά θέλησαν να προωθήσουν το βιβλίο. Έτσι, οι άνθρωποι του πνεύματος ξεχύθηκαν στην επικράτεια προσφέροντας το προϊόν της εργασίας τους παρουσιάζοντας και μιλώντας για το έργο των ιδίων και των συναδέλφων τους, χαρίζοντας επίσης βιβλία τους, ώστε να ενισχυθεί η «φιλαναγνωσία» και τα καλά αυτής.
Το 1994 δημιουργήθηκε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, το οποίο ανέλαβε και οργάνωσε την επαφή των δημιουργών με το αναγνωστικό κοινό και την προώθηση της φιλαναγνωσίας καλύπτοντας τα έξοδα μεταφοράς και διαμονής καθώς και δίνοντας στον καθένα μια αμοιβή για αυτή τη δουλειά. Παράλληλα, όσοι από τους συγγραφείς δεν συμμετείχαν στα προγράμματα του ΕΚΕΒΙ συνέχισαν μέσω των εκδοτών τους αυτή τη δραστηριότητα αφιλοκερδώς μιας και η παρουσία τους σήμαινε προώθηση και προσδοκία πωλήσεων των βιβλίων τους.
Το 2013 καταργείται το ΕΚΕΒΙ. Έκτοτε μια μεγάλη ομάδα συγγραφέων, ειδικά παιδικών βιβλίων, εξακολούθησαν να επισκέπτονται σχολεία, βιβλιοθήκες, συλλόγους και σωματεία και να συμμετέχουν σε παρουσιάσεις προωθώντας το βιβλίο και τη φιλαναγνωσία δαπανώντας εκατοντάδες ώρες. Αυτές οι ώρες είναι ώρες εργασίας που ξεκλέβονται από την κύρια δουλειά του συγγραφέα που είναι να γράφει.
Σύμφωνα με τα εκδοτικά ήθη, το καθεστώς της αφιλοκερδούς προσφοράς βρίσκει σύμφωνους τους εκδότες οι οποίοι χρησιμοποιούν την παρουσία και το έργο των συγγραφέων για την προώθηση των βιβλίων τους.
Είναι ένα γεγονός που όλοι το συζητούν κατ’ ιδίαν καθώς γνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη εργασία αμείβεται παντού στον κόσμο. Και μάλιστα αν διαβάσουμε τα βιογραφικά πολλών αλλοδαπών συγγραφέων θα διαπιστώσουμε ότι πολλοί εγκαταλείπουν σταθερές δουλειές και βιοπορίζονται όχι μόνο από τη συγγραφή αλλά και από τα εισοδήματα τα οποία προέρχονται από διαλέξεις, παρουσιάσεις, άρθρα στον τύπο, κλπ.
Γιατί δεν διεκδικούμε και στην Ελλάδα αυτό το κομμάτι της εργασίας μας;
Απευθυνόμαστε στους φορείς που εκπροσωπούν τους ανθρώπους του βιβλίου (Εταιρεία Συγγραφέων, ΙΒΒΥ, κ.ά.) να θέσουν το ζήτημα καλύπτοντας με τις αποφάσεις τους την απαίτηση για αμοιβές για τη συμμετοχή των μελών τους σε ανάλογες εκδηλώσεις.
Δυστυχώς, η κοινωνική πραγματικότητα έχει προ πολλού αποφασίσει ότι η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου σας είναι ένα μεγάλο ΝΑΙ. Δεν υπάρχουν τις τελευταίες δεκαετίες συγγραφείς αποκλειστικής απασχόλησης στην Ελλάδα, και όσοι το αποτόλμησαν, έζησαν μια ζωή βαθιάς πενίας. Δεν είναι θέμα του τι κάνει ή δεν κάνει ο τάδε κρατικός φορέας, είναι απλά μαθηματικά: μικρή χώρα, και ακόμα μικρότερο (αναλογικά) αναγνωστικό κοινό. Όταν έχει καταντήσει να θεωρείται μπεστ σέλλερ ένα βιβλίο που πουλάει πέντε και δέκα χιλιάδες αντίτυπα, τι άλλο να πεις επ’ αυτού…
Το χειρότερο είναι, ότι ακόμα και στις αγγλοσαξονικές χώρες, που κάποτε τις θεωρούσαμε συγγραφικό παράδεισο, είναι πια όλο και πιο σπάνιο οι συγγραφείς να ζουν απ’ τη δουλειά τους. Πλέον είτε σιτίζονται από πανεπιστήμια, ως διδάσκοντες δημιουργική γραφή, είτε δημοσιογραφούν. (Όταν δεν ονειρεύονται να πετύχουν το λαχείο – καμιά συμφωνία με το Netflix δηλαδή.)
Για μένα το πιο θλιβερό είναι ότι οι άνθρωποι της γραφής οδηγούνται ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο εκείνου που λέγεται ‘δημόσια ζωή’. Κάποτε άνθρωποι σαν τους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, σαν τον τον Τσίρκα, τον Ελύτη, το Σαμαράκη ή το Ρίτσο, ήταν οι πρώτοι που καλούνταν να σχολιάσουν το οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό γεγονός, αποτελούσαν ένα είδος ταγού ή μύστη. Σήμερα, στις ελάχιστες σελίδες βιβλίου των εφημερίδων (λίγα δίφυλλα, σε έντυπα μετρημένα σε μισό χέρι) οι πεζογράφοι (για ποιητές δε μιλάμε καν) αγκομαχούν για ένα δίστηλο. Οι δε κριτικοί λογοτεχνίας, που κάποτε τους γνώριζαν και οι πέτρες, ή ξενιτεύονται ή το ρίχνουν στο… πολιτικό ρεπορτάζ.
(Δεν ισοπεδώνω, αλλά δεν μπορώ και να κάνω ότι δεν βλέπω. Ο ίδιος ο Φίλιπ Ροθ είχε πει πρόσφατα ότι δεν βλέπει μέλλον στη συγγραφή, ότι σε έναν αιώνα οι λογοτέχνες θα είναι περίπου ένα ‘χαμένο είδος,’ κάπως σαν τους μεσαιωνικούς λογίους.)
Θα άξιζε ίσως να κάνατε ένα αφιέρωμα στη γενικότερη κατάσταση των συγγραφέων στη χώρα μας, δεδομένων των ανωτέρω, θα μπορούσαν να γίνουν και έρευνες για τα ανθρωπολογικά/κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, πιστεύω θα έβγαιναν χρήσιμα συμπεράσματα για την ίδια τη λογοτεχνία μας. (Είναι εντελώς διαφορετική η λογοτεχνική παραγωγή μιας χώρας, όταν οι συγγραφείς ανήκουν στο λεγόμενο κοινωνικό περιθώριο, όταν είναι κατά πλειοψηφία δημόσιοι υπάλληλοι -όπως εδώ- ή ανήκοντες σε κάποια ισχυρή, ανεξάρτητη οικονομικά κάστα. Έχουν αντίκρισμα όλα αυτά και στην ποιότητα της παραγωγής – το περιβόητο ερώτημα γιατί η λογοτεχνία μας χωλαίνει εκτός συνόρων…)
Κάτι που δεν έχει ακουστεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είναι ότι το τουρκικό #me too, που ξέσπασε περίπου πριν ενάμιση χρόνο, αφορούσε τη λογοτεχνική σκηνή της χώρας, και συγκεκριμένα γνωστούς συγγραφείς, όπως ο αποκαλούμενος “Τούρκος Κάφκα” Hasan Ali Toptas και άλλοι. Ήταν μια κατάσταση με αρκετούς παραλληλισμούς με τα διαλαμβανόμενα στο ελληνικό θέατρο αυτή την περίοδο, με κατηγορίες για κατάχρηση εξουσίας, βιασμούς και εκμετάλλευση θέσης με αντάλλαγμα σεξουαλικές χάρες.
Σκέφτομαι ότι ο μόνος λόγος που κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ στη δική μας λογοτεχνική σκηνή, είναι όχι ότι οι Έλληνες συγγραφείς είναι ‘καλύτερα παιδιά’ από τους Τούρκους, αλλά ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα το επίζηλο ή ‘κοινωνικά επίδικο΄ στην εγχώρια λογοτεχνία, ώστε να το εκμεταλλευτούν οι εν Ελλάδι πτωχοπρόδρομοι…