Γράφει η Εύα Μ. Μαθιουδάκη
Το μυθιστόρημα «Νύχτες Πυρετού» αποτελεί κατά την άποψη μου σταθμό για την ελληνική λογοτεχνία. Καρπός της μακροχρόνιας ενασχόλησης της συγγραφέως (2014-2019), αλλά και απόσταγμα της σημαντικής πορείας της στα ελληνικά γράμματα. Ένα μεγάλο μυθιστόρημα με έντονα ατμοσφαιρικό κλίμα, πολυεπίπεδο και συμπαγές. Ένα έργο άκρως πρωτοπόρο, μια συνειδητή πράξη, σαν κάποιος δαίμονας κρυφός να οδήγησε τη συγγραφέα στο νέο, στο μη επαναλαμβανόμενο, στο μοναδικό της τέχνης.
Αλλά ας πάμε στην ιστορία μας, στην ανύπαρκτη σχεδόν ιστορία μιας νέας γυναίκας χωρίς όνομα, της Ε.Β. που ζει με απώλεια συνείδησης και παραλυσία επί εννέα χρόνια σε κλινική ανιάτων. Ο συνδετικός της κρίκος με τον κόσμο είναι ο Γεδεών, ο πρώην εραστής της μητέρας της, που έχει αναλάβει εν μέρει και τη φροντίδα της. Αν με ρωτούσε κάποιος τι πραγματεύεται η συγγραφέας στις 544 σελίδες του μυθιστορήματος, θα σας έλεγα με δύο λέξεις, σώματα και τραύματα, όπως περιγράφονται στο μότο του πρώτου κεφαλαίου (σελ.19).
Το σώμα είναι ένα το κλουβί που έχει αιχμαλωτίσει το πουλί. Σε κάθε άνθρωπο
βλέπω το πουλί που προσπαθεί να ελευθερωθεί και ματώνει τα φτερά του.
Ένα σώμα γεμάτο κρυψώνες, γεμάτο ματαιωμένα όνειρα, ένα σώμα που ζει τις ζωές των άλλων. Ένα σώμα που θυμάται και λαχταρά, ένα σώμα που πάλλεται από πάθη και βραδινές ονειρώξεις.
Κι εγώ αγαπούσα τόσο πολύ τον Γεδεών, που αισθανόμουν την παρουσία του σε όλους τους άνδρες. Μήπως όμως όλοι ήμαστε ερωτευμένοι μόνο με τον εαυτό μας, που τον μεταμφιέζαμε σε διάφορα πρόσωπα για να τον γευτούμε; Μήπως υπήρχαμε μόνο εμείς και κανένας άλλος; Εμείς και ο Έρωτας που μας γέννησε; Ο Έρωτας ο μόνος ικανός να δημιουργεί; Ο μοναδικός δημιουργός; Η δικαιοσύνη, το ήθος, η αγάπη ήταν ενοχλητικά, άχρηστα, επικίνδυνα μικρόβια για αυτόν. (σελ. 228)
Και δεν είναι τυχαίο ότι η Μαρία Κουγιουμτζή αφιερώνει το βιβλίο στον ίδιο τον ήρωα της, στο μεγάλο έρωτα της Ε.Β. : «Στο Γεδεών μου, τον Γεδεών των ονείρων μου». Γιατί βέβαια το αίσθημα του έρωτα σπάνια έχει κάτι το κοινό με το αντικείμενο του. Αφορά συχνά μια ανάγκη της καρδιάς που ψάχνει προσχήματα για να δικαιολογήσει τις επιλογές της, ενώ και οι πολλές χάρες που του αποδίδουμε βρίσκονται επίσης στη φαντασία μας.
Το κορίτσι αγαπά και ευγνωμονεί τον Γεδεών για τη φροντίδα και τη στήριξη του, αγαπά τον Γεδεών θαυμάζοντας τον, αγαπά τον Γεδεών σαν τη συνέχεια της μητέρας της, τον αγαπά ανασυνθέτοντας το παρελθόν της, τον αγαπά τέλος με τις αισθήσεις της, με τον έρωτα που αναζητεί απελπισμένα, όπως η φίλη της η Συλβί, που θέλει να ζήσει πολλές ζωές, πολλούς έρωτες, σαν να είναι η στιγμή της ερωτικής πράξης η μοναδική στιγμή που αξίζεις να ζεις, όποιο και να είναι το τίμημα.
Ο κόσμος ήταν γεμάτος ευθείες κι εγώ δεν περπατούσα σε καμιά απ΄αυτές. Όταν θα έμενα μόνιμα με τον Γεδεών, τότε θα είχα κι εγώ άπειρες ευθείες μπροστά μου. Τώρα ήμουν σε μια καμπύλη που ξεκινούσε από τον Γεδεών που κατέληγε σ΄αυτόν, ενώ ο ίδιος ήταν απών. Τότε σαν έκλαμψη μου ήρθε η ιδέα πως στα όνειρα μπαίνουμε σε άλλη διάσταση. Εκεί συναντούσα τον Γεδεών χωρίς σάρκα και οστά. Ένα φευγαλέο σχήμα. Ίσως μόνο σαν αίσθηση μιας απέραντης γλυκύτητας, (σελ. 309).
Ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο αναγνώστης οδηγείται αριστοτεχνικά σε μια βύθιση, σε μια ταύτιση με τον κόσμο της ηρωίδας, σε μιας μορφής κλινικής ύπνωσης, που αφήνει να ακουστεί μόνο η εσωτερική φωνή. Μετά από τις πρώτες σελίδες δεν γνωρίζεις πλέον αν αυτά που διαβάζεις είναι τα όνειρα, οι φαντασιώσεις της ηρωίδας ή το βιωμένο παρελθόν της. Είναι άραγε αυτός ο πυρετός της που ναρκώνει και εμάς; Ή μήπως είναι η ερωτική ζωή της Συλβί, o άλλος εαυτός της Ε.Β. που μας μεθά; Ιστορίες χωρίς ηθικές συγκρούσεις στη δίνη του βίαιου πάθους.
(Αυτή η σωματική αντίδραση της Συλβί με έκανε να σκεφτώ πως αυτό που ήθελε να πει ήταν πως το σεξ, όπως όλα, είχε κι αυτό τη δική του αλήθεια και, όταν το εξαναγκάζεις να την πει, σου λέει ψέματα. Πρέπει να είναι ελεύθερο, εσύ να το ελευθερώσεις για να εκφράσει αυτό που αξίζει να εκφραστεί… Το σεξ έχει την εντιμότητα του, που ήταν σε άμεση σχέση με τη γνησιότητα του.), σελ. 191-192.
Λόγος σύγχρονος λιτός, ύφος ελεγμένο από συγκίνηση. Μια συνεχής ικεσία, μια προσευχή για την αγάπη που σαν πνευμόνι θα συνεχίσει να μας κρατά στη ζωή. Μια αύρα ζεστή κατακλύζει όλο το βιβλίο είτε πρόκειται για το καλό είτε το κακό, ένα μυθιστόρημα που σε κατακτά με το ποιητικό άψογα σκηνοθετημένο σύμπαν του, το αίσθημα και την αλήθεια του.
Η βασική διήγηση διανθίζεται από ένθετες αφηγήσεις, Πολλές παράλληλες ιστορίες και ζωές. Το πάρτι στο σπίτι της Συλβί και οι συζητήσεις που μετέχει ή φαντάζεται πως συμμετέχει η ηρωίδα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν και από μόνες τους μια μικρή νουβέλα, ενώ θυμίζουν τις ατελεύτητες συζητήσεις στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν και δίνουν το στίγμα για το εύρος των αναζητήσεων της Μαρίας Κουγιουμτζή. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι καμιά πτυχή από το σημερινό δράμα των ανθρώπων δεν της ξεφεύγει.
Τα βιβλία άνοιγαν διαρκώς δρόμους μέσα μου, όπου ο εαυτός μου βάδιζε υπνωτισμένος και μισότυφλος, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα απρόσμενα σχήματα του πλήθους της ζωής. Ενώ η πραγματική μου ζωή όταν μεγάλωσα ήταν ανύπαρκτη, λες και ζούσα μέσα σε παρένθεση, στις σελίδες των βιβλίων γινόμουν μια διαρκής διαστρωμάτωση υπάρξεων. (σελ.129)
Ένα μυθιστόρημα που ξεπερνά τον τόπο του, που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και να αγαπηθεί πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Τόσο οι ήρωες που μοιάζουν σαν φιγούρες που έχουν βγει από ένα φόντο θολό, χωρίς καταγωγή ή εθνική ταυτότητα, η παράλληλη ιστορία του Γεδεών που έχει αφιερώσει την ζωή του στον εντοπισμό των παιδιών που χάθηκαν κατά την περίοδο του Ολοκαυτώματος και οι φανταστικές ιστορίες που διαδραματίζονται σε τόπο και χρόνο πολλές φορές απροσδιόριστο, προσδίδουν στο μυθιστόρημα πανανθρώπινη διάσταση και το καθιστούν κλασσικό.
Ο Γεδεών είπε κάποτε για μένα: «Αυτά που βγάζει το μυαλό της δεν είναι φαντασίες, είναι οι πραγματικότητες που τριγυρνάνε ολόγυρα μας και μας αρπάζουν. Ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνεται είναι επινοημένος, ενώ δεν έχει ακόμη επινοηθεί. Γιατί καθετί επινοημένο αργά ή γρήγορα γίνεται πραγματικό»,(σελ.514).
Μαρία Κουγιουμτζή, Νύχτες πυρετού, Εκδόσεις Καστανιώτη
Βρες το εδώ
Σημ: Η Μαρία Κουγιουμτζή γεννήθηκε (το 1945) και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων Άγριο βελούδο (2008, βραβεία διηγήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, και του περιοδικού Διαβάζω), Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου; (2011), Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα (2016, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) και το μυθιστόρημα Κι αν δεν ξημερώσει; (2013). Όλα τα βιβλία της έχουν εκδοθεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.