του Σπύρου Κακουριώτη
Ο Μπεν Φέρεντς ήταν ο εισαγγελέας στη δίκη των ναζιστικών Einsatzgruppen, στη Νυρεμβέργη, το 1947, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Τα τάγματα θανάτου των SS δολοφόνησαν πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους στα «ανατολικά εδάφη», μετά τη γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ. Από τους 3.000 δολοφόνους, δικάστηκαν 24 και οι δεκατέσσερις καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Ο 98χρονος σήμερα αμερικανοεβραίος είχε πάρει μέρος στον πόλεμο, και μαζί με τα αμερικανικά στρατεύματα είχε βρεθεί από τους πρώτους στο Μπούχενβαλντ. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Κατερίνα Οικονομάκου, στο inside story, αφηγείται ένα περιστατικό που συνέβη μόλις έφτασε στο στρατόπεδο: Τον πλησίασε ένας κρατούμενος που εργαζόταν στο γραφείο της διοίκησης και τον οδήγησε σε ένα σημείο κοντά στα ηλεκτροφόρα σύρματα: «Εκεί σκάψαμε και ξεθάψαμε ένα κουτί. Και μέσα στο κουτί υπήρχαν κάρτες με ονόματα και φωτογραφίες όλων των αξιωματικών που είχαν περάσει από το στρατόπεδο», λέει.
Ο κρατούμενος είχε πάρει διαταγή να καταστρέφει τις κάρτες μετά την αποχώρηση των αξιωματικών, αλλά «τις φύλαξε. Και κάθε φορά που φύλαγε μια κάρτα, έθετε τη ζωή του σε κίνδυνο. Και όταν μου τις παρέδωσε, γνώριζε ότι μου παρέδιδε τεκμήρια ανεκτίμητης αξίας», λέει ο Φέρεντς. «Μέσα σε αυτήν την κόλαση, εκείνος ο άνδρας είχε διατηρήσει την ελπίδα του ότι θα ερχόταν η μέρα που οι ένοχοι θα λογοδοτούσαν. Με αυτήν την ελπίδα τα φύλαξε», καταλήγει.
Με αντίστοιχη ελπίδα, ο γεννημένος στη Θεσσαλονίκη Μαρσέλ Νατζαρή, κρατούμενος στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, επιφορτισμένος με το θλιβερό καθήκον να αδειάζει τους θαλάμους αερίων και να αποτεφρώνει τα πτώματα των ομοθρήσκων του, μαζί με τους άλλους συντρόφους του στο Sonderkommando, έθαψε τον Νοέμβριο του 1944 στο Άουσβιτς ένα θερμός, μέσα στο οποίο περιείχετο ένα χειρόγραφο, μια μαρτυρία ανεκτίμητης αξίας, που απευθυνόταν στο μέλλον, με την ελπίδα της δικαιοσύνης. Ήταν ένα είδος διαθήκης, καθώς γνώριζε πως μέλλον για τον ίδιο πιθανόν δεν θα υπάρξει· «δυστυχώς κατά τα φαινόμενα δεν θα μπορέσουμε να ξανασυναντηθούμε πια», γράφει στους αγαπημένους του. Αλλά ήταν και μια λεπτομερής μαρτυρία για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρήκαν φρικτό θάνατο εκατομμύρια συγκρατούμενοί του.
Αυτή η προσδοκία δικαιοσύνης αποτελούσε μια κίνηση ριζικής αισιοδοξίας, καθώς αναφέρεται –και συμμετέχει με αυτόν τον τρόπο– στην ανθρωπότητα του αύριο, από την οποία απαιτεί δικαίωση. Ήταν μια χειρονομία με την οποία ο κρατούμενος-αριθμός διεκδικούσε την ανθρώπινη ιδιότητά του. Και ο Νατζαρή, μαζί με δεκάδες άλλους συγκρατούμενούς του, τη διεκδίκησε αυτήν την ανθρώπινη ιδιότητά του αποζητώντας έναν θάνατο εν ελευθερία, έχοντας πάρει μέρος στην εξέγερση των Sonderkommando, λίγες μέρες προτού θάψει το χειρόγραφό του.
Το θαμμένο χειρόγραφο βρέθηκε το 1980 και ήταν σχεδόν αδύνατον να διαβαστεί. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια ώστε, με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, ο ιστορικός Πάβελ Πολιάν και ο ειδικός της πληροφορικής Αλεξάντρ Νικιτιάεφ να μπορέσουν να το αποκρυπτογραφήσουν σχεδόν στο σύνολό του.
Ο πρώην αντάρτης του ΕΛΑΣ Μαρσέλ Νατζαρή, όμως, θα καταφέρει να βγει ζωντανός από το στρατόπεδο. Μετά από περιπλανήσεις θα επιστρέψει στην Ελλάδα, θεωρώντας χαμένο το θαμμένο χειρόγραφο, και θα καταγράψει για άλλη μια φορά, εκτενέστερα, τα όσα έζησε, το 1947. Θα είναι ένας από τους λίγους που θα κατορθώσουν, τόσο νωρίς, να βάλουν σε λόγια την εμπειρία τους. Ίσως γιατί η αφήγηση είναι κι αυτή μια μορφή αντίστασης στον θάνατο…
Το κείμενο αυτό εκδόθηκε μετά τον θάνατό του το 1971, στην Αμερική όπου μετανάστευσε. Χάρη στη φροντίδα της κόρης του Νέλλης και την επιμέλεια της καθηγήτριας Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, εκδόθηκε το 1991, μαζί με σπαράγματα από το θαμμένο χειρόγραφο. Σήμερα, χάρη στη φροντίδα των εκδόσεων Αλεξάνδρεια, τα Χειρόγραφα 1944-1947 επανεκδίδονται στη σειρά «Εβραϊκή ιστορία», περιλαμβάνοντας τόσο το σύνολο του χειρογράφου του 1944 όσο και τη μαρτυρία του 1947, μαζί με εκτεταμένη ιστορική τεκμηρίωση από τους Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Πάβελ Πολιάν, Αντρέας Κίλιαν και Αλεξάντρ Νικιτιάεφ.
Πρόκειται για εξαιρετικά πολύτιμο ιστορικό τεκμήριο, καθώς αποτελεί την πρωιμότερη από τις τρεις μαρτυρίες που διαθέτουμε στα ελληνικά για την εξέγερση των κρατουμένων στο Άουσβιτς και την ανατίναξη του κρεματορίου από τα μέλη του Sonderkommando. Μετά τη μαρτυρία του Νατζαρή, εκδόθηκε (πρώτα στα αγγλικά) η μαρτυρία του Λεών Κοέν, Από την Ελλάδα στο Μπίρκεναου. Η εξέγερση των εργατών στα κρεματόρια (Κυαναυγή 2017), ενώ η τρίτη μαρτυρία έλληνα εβραίου από την εξέγερση, αυτή του Σλόμο Βενέτσια, θα κυκλοφορήσει το 2006 στα αγγλικά, για να μεταφραστεί αργότερα στα ελληνικά (Sonderkommando. Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων, Πατάκης 2008).
Γνωρίζουμε ότι για τους περισσότερους από τους επιζήσαντες που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα το μέγεθος της εμπειρίας ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε να μεταβληθεί σε λόγο. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που περιγράφει ο Ισαάκ Ματαράσσο στο βιβλίο του Κι όμως όλοι τους δεν πέθαναν…, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1948 και επανεκδίδεται και αυτό στη σειρά των εκδόσεων Αλεξάνδρεια, την επιστροφή του πρώτου εβραίου επιζήσαντα στη Θεσσαλονίκη, του Μπατή: Παντού, όπου διηγιόταν τι πέρασε, «με πήραν για λιγάκι τρελό», έλεγε. Το απόλυτο Κακό αντιστέκεται στην άμεση κατανόηση.
Ο γιατρός Ισαάκ Ματαράσσο διασώθηκε χάρη στην καταφυγή του στον ΕΛΑΣ, στον οποίο προσέφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες στο βουνό. Είναι ο πρώτος που κατέγραψε στα ελληνικά τον διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους ναζί, περιγράφοντας λεπτομερώς την πορεία που κατέληξε στην εκτόπισή τους, με τον τρόπο του αυτόπτη, όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά και τεκμηριωμένα. Στη σημερινή έκδοση περιλαμβάνεται και ένα ανέκδοτο κείμενο του Ματαράσσο, όπου καταγράφει τα προσωπικά του βιώματα και διασώζει ιστορίες φίλων του, χωρίς να νιώθει αναγκασμένος να υπακούσει σε μια απρόσωπη και ψυχρή «αντικειμενικότητα», η οποία χαρακτηρίζει την υπόλοιπη μαρτυρία του.
Η σειρά μαρτυριών των εκδόσεων Αλεξάνδρεια συμπληρώνεται με τη συλλογή επιστολών Μη με ξεχάσετε, στην οποία περιλαμβάνονται τα γράμματα που έστελναν τρεις εβραίες μητέρες από το γκέτο της Θεσσαλονίκης στους γιους τους στην Αθήνα, λίγο πριν τη βίαιη μεταφορά τους στο Άουσβιτς. Αυτό το σπάνιο υλικό, που εκδίδεται χάρη στην επιμέλεια του Λεόν Σαλτιέλ, προσφέρει μια μοναδική ματιά για την καθημερινότητα των εβραίων γυναικών στην κατοχική Θεσσαλονίκη, αλλά και την ιδιαίτερη οπτική τους, τη μέριμνα και την αγωνία για τους γιους τους, όταν το Κακό, ήδη παρόν, δεν είχε ακόμη δείξει ολόκληρο το πρόσωπό του.
Σε μια εποχή που η «εποχή της μαρτυρίας» δίνει πλέον τη θέση της στην «εποχή της ιστορίας», καθώς οι ίδιοι οι μάρτυρες όλο και περισσότερο δεν είναι πια μαζί μας, αλλά και που η ίδια η ιστορική επιστήμη έχει πλέον συγκροτήσει τα μεθοδολογικά εργαλεία που της είναι απαραίτητα προκειμένου να αντλήσει από τον πλούτο των μαρτυριών, η εκδοτική σειρά «Εβραϊκή ιστορία» μας δίνει την ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε τα κείμενα αυτά, να ακούσουμε ξανά τις φωνές αυτές από το παρελθόν, θέτοντάς τους διαφορετικά ερωτήματα απ’ ό,τι όταν πρωτοπαρουσιάστηκαν.
info:
Μαρσέλ Νατζαρή, Χειρόγραφα, 1944-1947, Από τη Θεσσαλονίκη στο Ζοντερκομάντο του Άουσβιτς, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2018
Ισαάκ Ματαράσσο, Κι όμως όλοι τους δεν πέθαναν…, Η καταστροφή των Ελληνοεβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τη γερμανική κατοχή, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2018
Λέον Σαλτιέλ (επιμ.), «Μη με ξεχάσετε»,Τρεις εβραίες μητέρες γράφουν στους γιους τους από το γκέτο της Θεσσαλονίκης,Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2018