Της Βενετίας Αποστολίδου.
Ο Τζόναθαν Κόου, σε συνέντευξη που έδωσε στη Μαριλένα Αστραπέλλου (Το Βήμα, 1/12/13) με την αφορμή της πρόσφατης επίσκεψής του στην Ελλάδα, είπε: «Γιατί να ρωτήσεις έναν συγγραφέα, κάποιον που ζει επινοώντας ιστορίες, για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, περιμένοντας από αυτόν να διατυπώσει μια λύση; … Εάν ήμασταν ικανοί να επιλύσουμε προβλήματα πολιτικής φύσεως, θα ήταν πολύ ανεύθυνο από μέρους μας να σπαταλάμε όλον αυτόν τον χρόνο γράφοντας ιστορίες. Μάλλον θα έπρεπε να βρισκόμαστε στο Κοινοβούλιο ή να κατέχουμε κάποιο δημόσιο αξίωμα». Η άποψη αυτή, διανθισμένη με τη συνήθη βρετανική ειρωνεία, εκφράστηκε με αφορμή την επισήμανση της δημοσιογράφου ότι πιθανόν στην Ελλάδα να ρωτηθεί για την πολιτική κατάσταση και την κρίση. Πράγματι, εδώ συνηθίζουμε να ρωτάμε τους συγγραφείς για όλα τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που μας απασχολούν, περιμένοντας τα φώτα τους και συχνά εκφράζουμε απογοήτευση, ακόμη και ψόγο, όταν δεν διατυπώνουν δημοσίως τις πολιτικές τους απόψεις. Όπως λέει και ο Κόου στην ίδια συνέντευξη, δεν υπάρχει αντίστοιχη παράδοση στη Βρετανία.
Από τις επισκέψεις των συγγραφέων στα σχολεία μέχρι τις βιβλιοπαρουσιάσεις και, βεβαίως, τις συνεντεύξεις, μικροί και μεγάλοι αναγνώστες περιμένουν από τους αγαπημένους τους συγγραφείς πάρα πολλά πράγματα: να αποκαλύψουν στοιχεία του βίου τους που σχετίζονται πιθανόν με το βιβλίο, να πουν αλήθειες για την ανθρώπινη κατάσταση που θα ανοίξουν δρόμους, να σχολιάσουν την τρέχουσα πολιτική, να προτείνουν λύσεις για τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Στην Ελλάδα έχουμε αναγάγει τους συγγραφείς λογοτεχνίας (δεν μιλώ εδώ για ειδικούς επιστήμονες) σε σοφούς ανθρώπους που οφείλουν να έχουν απόψεις επί παντός επιστητού και προστρέχουμε σε αυτούς να μας φωτίσουν όταν βρισκόμαστε σε κρίση.
Πάντα αναρωτιόμουν γιατί συμβαίνει αυτό, ιδίως αφότου κατάλαβα ότι σε άλλες χώρες δεν είναι έτσι. Τα παραπάνω λόγια του Κόου μας δίνουν κάποιες λαβές για να το συζητήσουμε. Ορίζει τον συγγραφέα ως «κάποιον που ζει επινοώντας ιστορίες». Στην Ελλάδα ποτέ δεν σκεφτόμαστε έτσι τον συγγραφέα, πρώτον διότι ελάχιστοι βγάζουν το ψωμί τους από τη συγγραφή και δεύτερον, και κυριότερο, διότι είναι πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι ο συγγραφέας γράφει για έναν υψηλό σκοπό, ο οποίος, ανάλογα με τον τρόπο σκέψης του καθενός, μπορεί να χαρακτηριστεί υπαρξιακός, ανθρωπιστικός ή πολιτικοκοινωνικός. Με απλά λόγια, ο συγγραφέας ή θα γράφει επειδή νιώθει επιτακτική υπαρξιακή ανάγκη ή επειδή θέλει να κάνει τους αναγνώστες του καλύτερους ανθρώπους ή επειδή επιδιώκει, μέσω των έργων του, να ασκήσει κοινωνική κριτική, να αλλάξει συνειδήσεις και έτσι να συμβάλει σε μια καλύτερη κοινωνία. Ο πραγματισμός του Κόου μας είναι ξένος, είμαστε συνηθισμένοι σε πιο δραματικές (και ρητορικές) περιγραφές και επιδιώξεις.
Ο Κόου όμως, κάνοντας ασφαλώς χιούμορ, μας λέει και κάτι άλλο: αν οι συγγραφείς είχαν τέτοιες ικανότητες θα βρίσκονταν στο Κοινοβούλιο ή θα κατείχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα. Εδώ είναι που τον χάνουμε τελείως. Διότι εμείς ποτέ δεν πιστέψαμε ότι οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά δημιουργικές ιδέες και σοφία βρίσκονται στις κοινοβουλευτικές έδρες ή στα δημόσια αξιώματα. Είμαστε πεπεισμένοι, ακριβώς επειδή τέτοιες ήταν οι κοινωνικές και πολιτικές μας εμπειρίες, ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: τα δημόσια αξιώματα τα κατέχουν άνθρωποι χωρίς ουσιαστικές ικανότητες, χωρίς αυθεντικές απόψεις, οι οποίοι δεν μπορούν να αρθρώσουν μια αλήθεια, μια λύση· άρα κάπου πρέπει να ψάξουμε να βρούμε εκείνους που υποθετικά μπορούν και, μέσα στην απελπισία μας, η λογοτεχνία είναι μια διέξοδος.
Υπάρχουν λόγοι γι αυτή την υπερεπένδυση στη λογοτεχνία. Σε καιρούς χαλεπούς, όταν η λογοκρισία και ο αυταρχισμός του δημόσιου βίου γινόταν αφόρητος, η λογοτεχνία προσέφερε ένα πεδίο ελευθερίας απόψεων και συναισθημάτων, μια όαση επικοινωνίας, ένα διαρκές μάθημα ζωής. Εν τω μεταξύ κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, νέες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών πήραν τη σκυτάλη, άλλες αξίες, άλλες συνθήκες παραγωγής και ανάγνωσης της λογοτεχνίας. Εχουμε πολλούς και καλούς συγγραφείς αλλά δεν έχουμε πια έναν Αναγνωστάκη, έναν Τσίρκα, έναν Χατζή. Κανείς δε μπορεί να παίξει τέτοιο ρόλο. Αντιμέτωποι σήμερα, για μια ακόμη φορά, με μια φοβερή κρίση, ας αναζητήσουμε τις λύσεις στην πραγματική πολιτική και ας αφήσουμε τους συγγραφείς να επινοούν τις, έτσι κι αλλιώς, απαραίτητες και γοητευτικές ιστορίες τους.
Πολύ μου άρεσε!
Χρόνια πολλά και καλά!
Ευφάνταστο και χαριτωμένο το 2014!
έΧΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟ ΒΕΝΕΤΙΑ ΜΟΥ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΛΛΑ -ΕΧΩ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ- ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΟ….ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΝ! ΚΑΙ ΜΙΛΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΑ. ΟΤΑΝ ΠΗΓΑ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΜΟΥ “Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΡΗς” [ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΖΝΤΑΒΓΚΑΣ ΜΙΧΑΗΛΟΒΑ] ΟΛΕΣ ΣΧΕΔΟΝ ΟΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙς ΠΟΥ ΕΔΩΣΑ, ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΕΙΧΑΝ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. ΜΕ ΤΑΡΑΞΑΝ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ. ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΛΛΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΡΩΤΗΣΟΥΝ ΑΝ ΗΤΑΝ ΣΛΑΒΟΣ Η ΕΛΛΗΝΑΣ!!!!ΤΟΣΟ ΚΑΛΑ. ΚΟΥΒΑΛΑΜΕ ΟΛΟΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΒΑΡΕΙΕΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΕΣ.
ΚΙ εμείς, Βενετία, που μια ζωή υπερασπιστήκαμε το δικαίωμα για όλους τους ανθρώπους στην έκφραση γνώμης, ανεξάρτητα αν είναι σωστή ή λάθος για τους αποδέκτες της, το δικαίωμα, όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, “να σχολιάσουν την τρέχουσα πολιτική, να προτείνουν λύσεις για τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα” τι θα κάνουμε τώρα; Τι θα κάνουμε με τους μαθητές, τι θα κάνουμε με τους ταξιτζήδες, τους φουρνάρηδες, τις μοδίστρες, τους σοβατζήδες, τους εφοριακούς, τις …, τους…, τις…, τους…, τις γιαγιάδες μας που δεν ήξεραν γράμματα κι είχαν άποψη, τους πανεπιστημιακούς; Τι θα κάνουμε με τις φοιτήτριές μας και με τους φοιτητές μας που τους διδάσκουμε στο, συνταγματικά κιόλας κατοχυρωμένο, πλαίσιο της ελεύθερης έκφρασης των ιδεών να έχουν άποψη; Αλλά ευτυχώς τη διεκδικούν και μόνοι τους. Σε καιρούς μάλιστα χαλεπούς, όταν η λογοκρισία και ο αυταρχισμός του δημόσιου βίου γίνεται αφόρητος; Και, ακόμα, τι θα κάνουμε με τους διανοούμενους, κυρίως εμείς που μεγαλώσαμε με τον Άγγελο Ελεφάντη που μας υπενθύμιζε συνεχώς ότι διανούμενος είναι αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν;
Παύλος Πανταζής