Αναγνωστικές προτιμήσεις, εκπαίδευση και προώθηση της ανάγνωσης (της Βενετίας Αποστολίδου)

1
1039

της Βενετίας Αποστολίδου

 

Συνεχίζοντας τη συζήτηση με αφορμή την έρευνα για την αναγνωστική συμπεριφορά του ΟΣΔΕΛ και το βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, Αναγνώσεις, Αναγνώστες και Αναγνώστριες. Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα (Gutenberg 2022), στο παρόν κείμενο θα επικεντρωθώ στις αναγνωστικές προτιμήσεις, τη σχέση τους με το εκπαιδευτικό και κοινωνικό προφίλ των αναγνωστών και στο ρόλο της εκπαίδευσης στην προώθηση της ανάγνωσης. Πολύτιμο συμπλήρωμα στη συζήτησή μας είναι και ένα δεύτερο μικρό βιβλίο που εξέδωσε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η αγάπη για την ανάγνωση (Ινστιτούτο του βιβλίου – Καρδαμίτσα 2022).

Καταρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων που παρατίθενται στο βιβλίο, ο κάθε αναγνώστης περιγράφει τις προτιμήσεις του με ποικίλους τρόπους: άλλος ορίζει θέματα που τον ενδιαφέρουν, άλλη συγγραφείς, άλλος είδη βιβλίων, άλλη μοτίβα πλοκής κ.ο.κ. Είναι πολύ ενδιαφέρων αυτός ο πλούτος αναγνωστικών αναζητήσεων ο οποίος μας δείχνει πόσο δύσκολο είναι τελικά να κατηγοριοποιηθούν οι αναγνωστικές προτιμήσεις και, πολύ περισσότερο, να χωρέσουν σε σχήματα του τύπου  «ποιοτικές» ή μη αναγνώσεις. Η στατιστική των ερωτηματολογίων ωστόσο έχει τη δική της λογική και αξία και οι κατηγορίες των βιβλίων που διακρίνει η συγκεκριμένη έρευνα είναι καλά διατυπωμένες και διαφωτιστικές (σ. 68).

Το καλοκαίρι που μας πέρασε έγινε εδώ στον Αναγνώστη μια μεγάλη συζήτηση για την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία. Ένα μοτίβο που κυριάρχησε στη συζήτηση είναι ότι η ξένη λογοτεχνία διαβάζεται στην Ελλάδα περισσότερο από την ελληνική. Ωστόσο η έρευνα δείχνει πως η ελληνική λογοτεχνία έρχεται πρώτη στις προτιμήσεις (60%), με διαφορά έναντι της ξένης που έρχεται αμέσως δεύτερη (47%) ενώ ακολουθούν η ιστορία (40%) και η αστυνομική λογοτεχνία (39%). Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το φύλο παρουσιάζεται ως σημαντική παράμετρος διαφοροποίησης. Οι γυναίκες διαβάζουν πολύ περισσότερο από τους άνδρες ελληνική λογοτεχνία αλλά και ξένη και αστυνομική (εδώ η διαφορά είναι ωστόσο μικρότερη). Οι άνδρες διαβάζουν πολύ περισσότερο από τις γυναίκες ιστορία και πολιτική ενώ στις κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες τα δύο φύλα είναι σχεδόν ίσα, προφανώς γιατί αυτή η κατηγορία αφορά εξειδικευμένους, πιθανόν και επιστήμονες,  αναγνώστες.

Γιατί όμως έχει δημιουργηθεί σε πολλούς διανοούμενους (αναφέρομαι στην συζήτηση του καλοκαιριού) η εντύπωση ότι η ξένη λογοτεχνία διαβάζεται περισσότερο; Η έρευνα μας το απαντά αυτό: διότι «οι ερωτώμενοι με ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης προτιμούν σε μεγαλύτερο βαθμό την ξένη λογοτεχνία από τους ερωτώμενους άλλου εκπαιδευτικού επιπέδου» (σ. 114). Θα σταθώ για λίγο σε αυτό το σημείο διότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτα πρώτα δείχνει πως όλοι σε τέτοιες συζητήσεις μιλούμε με βάση εμπειρικές εντυπώσεις οι οποίες προκύπτουν από το περιβάλλον που ζούμε και αυτούς που συναναστρεφόμαστε, κατά κανόνα άτομα με ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης. Το κυριότερο όμως ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι αναγνώστες με ανώτερη εκπαίδευση (και συνήθως ισχυρότερο πολιτισμικό κεφάλαιο) κλίνουν περισσότερο προς την ξένη λογοτεχνία; Έχουν κριτήρια να την εκτιμήσουν καλύτερα; Είναι περισσότερο κοσμοπολίτες; Μήπως γιατί έχουν ξεπεράσει τους περιορισμούς και τα κανονιστικά πρότυπα της εκπαίδευσης; Προφανώς όλες οι απαντήσεις συνδέονται μεταξύ τους αλλά θα εξηγήσω περισσότερο την τελευταία γιατί θα μας βοηθήσει παρακάτω και στα ζητήματα προώθησης της ανάγνωσης. Είναι γνωστό πως στο ελληνικό σχολείο δεν διδάσκεται ξένη λογοτεχνία. Οι μαθητές έρχονται σε επαφή με μια αποσπασματική, παλαιομοδίτικη εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Η βασική εκπαίδευση κρατά τους όποιους αναγνώστες εγκλωβισμένους σε αυτή την εικόνα. Είναι η ανώτερη εκπαίδευση αυτή που βοηθά, με το άνοιγμα των οριζόντων, με την καλλιέργεια του γραμματισμού και της βούλησης για μια ανεξάρτητη, προσωπική ανάγνωση, στην αναζήτηση νέων αναγνωστικών δρόμων που να μην έχουν καμιά σχέση με τα διδασκόμενα στην εκπαίδευση. Νομίζω πως από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως το ζήτημα ελληνική vs ξένη λογοτεχνία είναι απλώς ένα παράδειγμα για να δείξουμε πως η διαφορά ανάμεσα στους αναγνώστες με την βασική εκπαίδευση και σε αυτούς με ανώτερη εκπαίδευση είναι ακριβώς ο γραμματισμός. Η δυνατότητα δηλαδή να αποστασιοποιούνται από τα πρότυπα, τις αυθεντίες  και τις αξίες του σχολείου και να αναζητούν τη γνώση και την απόλαυση με ίδια μέσα. Αν δεχθούμε λοιπόν ότι η ανώτερη εκπαίδευση προσφέρει τη δυνατότητα του γραμματισμού (κι αυτή με χίλια βάσανα βέβαια και όχι σε όλους), το ζητούμενο είναι και η υποχρεωτική εκπαίδευση να καλλιεργεί τον γραμματισμό. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μια έννοια-κλειδί και για το ζήτημα της προώθησης της ανάγνωσης. Δεν είναι δυνατόν εδώ να αναφερθώ στη θεωρία αλλά και εκείνες τις διδακτικές πρακτικές (Literacy Studies – Σπουδές Γραμματισμού) που βοηθούν στην καλλιέργειά του σε όλα τα μαθήματα του σχολείου και, εν τέλει, στην προώθηση της ανάγνωσης. Το σημαντικό είναι ότι και από αυτόν τον δρόμο, οι βασικές προτάσεις συμπίπτουν με εκείνες του Παναγιωτόπουλου.

Συνοπτικά λοιπόν, το σχολείο θα πρέπει πρώτα πρώτα να αναδιαρθρώσει ριζικά τις πρακτικές του στη διδασκαλία της γλώσσας προκειμένου να συμπεριλάβει και να αξιοποιήσει τις ιδιαίτερες κοινωνικές γλώσσες των μαθητών που προέρχονται από ποικίλα πολιτισμικά περιβάλλοντα έτσι ώστε να ενδυναμωθούν και να ασκηθούν τόσο στην χρήση της επίσημης σχολικής γλώσσας όσο και στη δημιουργία της δικής τους προσωπικής γλώσσας. ΄Ετσι μόνον θα αποκτήσουν ευχέρεια στην ανάγνωση αλλά και την ικανότητα να περνούν από το ένα γλωσσικό ιδίωμα στο άλλο. Διότι, το ζητούμενο είναι οι μαθητές και οι μαθήτριες να στραφούν προς τα βιβλία και την ανάγνωση όχι απαρνούμενοι την κοινωνική τους ταυτότητα αλλά συνταιριάζοντάς την με αυτά. Πολύ διαφωτιστικός σε αυτή την προβληματική είναι ο λόγος που εκφώνησε η Annie Ernaux κατά την απονομή του Νόμπελ λογοτεχνίας (https://www.kathimerini.gr/culture/562240558/tha-paro-ekdikisi-gia-ti-ratsa-moy/.) Ένα κείμενο που θα έπρεπε νομίζω να διδάσκεται σε όλα τα Παιδαγωγικά Τμήματα.

Πολύ σωστά στα συμπεράσματα της έρευνας αναφέρεται πως η προώθηση της ανάγνωσης δεν μπορεί να γίνει με μηχανικό τρόπο προσφέροντας περισσότερες ευκαιρίες ανάγνωσης, περισσότερα βιβλία ή πραγματοποιώντας προγράμματα που στέκονται εμβόλιμα, σαν κερασάκι σε μία τούρτα παπαγαλίας, ερμηνευτικής αυθαιρεσίας και καταναγκασμού. Διότι όσοι δεν διαβάζουν καθόλου ή διαβάζουν λίγο δεν είναι επειδή δεν έχουν ευκαιρίες ή βιβλία αλλά επειδή δεν νιώθουν την ανάγκη να διαβάσουν. Πώς δημιουργείται η ανάγκη; Πώς μπορεί η εκπαίδευση να δημιουργήσει την ανάγκη στους μαθητές που δεν τη νιώθουν ή τη νιώθουν επιφανειακά και φευγαλέα; Αρκετές φορές τονίζεται επίσης στο βιβλίο του Παναγιωτόπουλου ότι, εκτός από την εκπαίδευση, σημαντική παράμετρος για την ανάγνωση είναι η κοινωνική καταγωγή, το οικογενειακό πολιτισμικό κεφάλαιο το οποίο συνίσταται σε έναν καταιγισμό συμβάντων γραμματισμού (literacy events)  και πολιτισμικών πρακτικών που συμβαίνουν στην οικογένεια αθόρυβα και κυριολεκτικά «ενσωματώνονται» στο άτομο. Αν θέλουμε το σχολείο να δημιουργήσει στα παιδιά που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα τη λαχτάρα της ανάγνωσης θα πρέπει να δημιουργήσει, ανάλογα, ένα περιβάλλον τόσο πλούσιο σε συμβάντα γραμματισμού όπου τα παιδιά δεν θα «διδάσκονται» την ανάγνωση και τη γραφή αλλά θα ζουν μέσα σε αυτές και με αυτές. Δεν θα επισκέπτονται μια βιβλιοθήκη στη χάση και στη φέξη, αλλά θα χρησιμοποιούν μια βιβλιοθήκη καθημερινά. Δεν θα υλοποιείται ένα «πρόγραμμα» φιλαναγνωσίας εκτός μαθημάτων αλλά θα χρησιμοποιούνται εξωσχολικά βιβλία σε όλα τα μαθήματα.  Και όλα αυτά θα συμβαίνουν μέσα σε ένα περιβάλλον ζεστών ανθρωπίνων σχέσεων, διότι ως γνωστόν, η συνήθεια της ανάγνωσης, όπως και όλες οι πολιτισμικές πρακτικές, μεταδίδεται μέσα από την ανθρώπινη επαφή. Κι αν αυτά δεν μπορούν να συμβούν σε ένα δημόσιο σχολείο που έχει τον θεσμικό ρόλο να αναπαράγει τις κοινωνικές (και επομένως τις πολιτισμικές) διακρίσεις, αποτελούν τον ορίζοντα μας διότι, χωρίς ορίζοντα, δεν ξέρεις πού πατάς και πού πηγαίνεις.

Προηγούμενο άρθροΈφυγε ο Λάκης Παπαστάθης (επιμ: Γ.Ν.Μπασκόζος)
Επόμενο άρθροΠοίηση και στιχουργική: ένα δυσδιάκριτο όριο (της Έφης Κατσουρού)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Το αιώνιο θέμα που δεν παύουμε να συζητάμε, εκπαιδευτικοί και μη.
    Το παρακάτω άρθρο της Βενετίας Αποστολίδου ήρθε και έδεσε με τη σημερινή μου επίσκεψη στο 5ο Λύκειο Νέας Ιωνίας. Ένα τμήμα της Β’ λυκείου “διάβασε ” το βιβλίο μου 2651 ημέρες δικτατορίας. Για την ακρίβεια, με την υπέυθυνη καθηγήτρια των ελληνικών, κυρία Αλεξάνδρα Κουρτέλη, οι μαθητές το επεξεργάστηκαν για δύο μήνες. Δεν ήταν λοιπόν ένα αναγνωστικό πέρασμα, αλλά μιας εις βάθος ανάγνωση, όπως φάνηκε από την παρουσίαση που έκαναν και τις ερωτήσεις που μου έθεσαν! Εξαιρετικοί και με αξία οι προβληματισμοι τους για την αντικειμενικότητα στην Ιστορία, την αντικειμενικότητα; στην κριτική, το εκπαιδευτικό σύστημα, τη σχέση με τους καθηγητές, αν είναι ώριμοι να ψηφίσουν- μερικοί θα γίνουν 18 πριν τις εκλογές, για το εάν δεν προσανατολίζονται και δεν αποφασίζουν πολύ νωρίς την κατεύθυνση στις σπουδές, καθώς και για άλλα σημαντικά ζητήματα που τους καίνε. Η συζήτηση δηλαδή έφυγε από το βιβλίο, που δεν λειτούργησε ως παράθεση αναμνήσεων…Κυρία στη δικτατορία… αλλά με αφορμή τις δικές τους σημερινές εμπειρίες, το βιβλίο συνδέθηκε με την επταετία.
    Συζήτησα ισότιμα με νέους ενηλίκους!
    Μην αναρωτηθείτε πώς έγινε αυτό το θαύμα! Μια εκπαιδευτικός με πάθος, και με τη συνδρομλη του συλλόγου διαδασκόντων υποθέτω, ενέπλεξε τα παιδιά και βοήθησε να ανοίξουν τα μάτια τους αυτοί οι μελλοντικοί πολίτες. Τη συζήτηση παρακολούθησαν, και συμμετείχαν ενεργητικά, ακόμα τέσσερις καθηγήτριες που είχαν κενό το διώρο που πραγματοποιήθηκε!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ