Της Ολγας Σελλά.
Ξανά στο γνωστό ραντεβού και φέτος. Στην Πειραιώς 260. Ίδιος, αλλά πιο περιποιημένος, και εξωτερικά και εξωτερικά (εκείνο το πλαϊνό στενό, που κινδυνεύαμε να μας πατήσουν τα αυτοκίνητα είναι πια ένα μεγάλος άνετος δρόμος με εξίσου άνετα πεζοδρόμια). Και μέσα οι αθηναϊκές σκηνές του Φεστιβάλ Αθηνών, οι χώροι Δ, Ε, Η, τα πάρκινγκ, όλα αξιοποιούνται για να υποδεχθούν τη σύγχρονη τέχνη. Του θεάτρου, του χορού, των εικαστικών, της μουσικής. Στις καντίνες το σύστημα επίσης άλλαξε: πρώτα πληρώνουμε στο ταμείο και μετά με την απόδειξη παίρνουμε ό,τι επιλέξαμε. Αποσυμφορίζει τον συνωστισμό μπροστά στις καντίνες τα διαλείμματα!
Την πρεμιέρα φέτος έκανε, για δεύτερη χρονιά, η «Πρώτη Ύλη» του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Και στο θέατρο μια πεντάωρη φιλόδοξη παραγωγή, η «Ιλιάδα» που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός και επιχείρησε να εικονοποιήσει και να θεατροποιήσει το έπος του Ομήρου.
Ο χώρος Δ της Πειραιώς 260 γέμισε μέχρι πάνω. Και είναι τεράστιος. Όσο για τις επόμενες μέρες που απομένουν μέχρι το Σάββατο που ολοκληρώνεται η παρουσίαση της Ιλιάδας, δύσκολο να βρείτε εισιτήριο. Μόνο αν ελπίσετε σε ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής. Είναι ήδη sold out.
Πάνω στη σκηνή οι δεκαπέντε ηθοποιοί της παράστασης ντυμένοι είτε με τα φαιά ρούχα του πολέμου, είτε με τα ανάλαφρα της χαλαρότητας των άτακτων θεών του Ολύμπου. Και φαίνεται ότι έτσι θέλησε να τους δείξει ο Στάθης Λιβαθινός: γηινούς, ανάλαφρους, με ελαττώματα, με παραξενιές, με πονηριές, αφού έτσι, δίπλα τους, ανακατεμένους με τα ανθρώπινα πάθη και συμμετέχοντας σ’ αυτά, τους έβλεπαν και οι αρχαίοι Έλληνες. Στη σκηνή του χώρου Δ, ανακατεμένα κρεβάτια στρατώνα, εκείνα τα διώροφα, μια τεράστια τεχνητή λίμνη στην οποία καταλήγει μια σιδερένια ελικοειδής σκάλα (σαν εκείνες που μας οδηγούσαν στις ταράτσες παλιά), μερικές καρέκλες με μεταλλικά πόδια (που στην πορεία έγιναν και ασπίδες, και φορεία και κρυψώνες) και πολλά, πάρα πολλά λάστιχα φορτηγών, μεγάλων και μικρότερων. Σε μιαν άκρη της σκηνής, ο μουσικός Μανούσος Κλαπάκης έχει βασικό ρόλο στην παράσταση, υπογραμμίζοντας τις φορτίσεις, τις εκρήξεις, τις αγωνίες, τις ελαφρότητες των θεών και των θνητών του ομηρικού έπους, δίνοντας με δυο λόγια τη μουσική υπόκρουση του έπους, στη μουσική σύνθεση που σχεδίασε ο Λάμπρος Πηγούνης.
Ανάμεσα στους θεούς ο αλαζών Αγαμέμνων (Δημήτρης Ημελλος) -μια στρατιωτική καρικατούρα. Ο άβουλος Μενέλαος (Νίκος Καρδώνης, έξοχος στους περισσότερους από τους ρόλους που υποδύθηκε, αφού όλοι οι ηθοποιοί υποδύονται δύο ή τρεις ρόλους ο καθένας). Ο γενναίος Αίας (Γεράσιμος Μιχελής), ο θυμωμένος και πεισμωμένος Αχιλλέας (Γιώργος Χριστοδούλου), ο έξυπνος Οδυσσέας που δίνει πάντα λύσεις και ενώνει καταστάσεις (Χρήστος Σουγάρης), ο γαλήνιος, σοφός και πληγωμένος Πρίαμος (του πήγαινε πολύ αυτός ο ρόλος του Βασίλη Ανδρέου), η Εκάβη (η Μαρία Σαββίδου όργωσε περισσότερο απ’ όλους τη σκηνή του χώρου Δ, αφού επωμίστηκε και το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης), η στωική Ανδρομάχη (Αμαλία Τσεκούρα), η απελπισμένη Χρυσηίδα (Νεφέλη Κουρή), ο τρυφερός και γενναίος Πάτροκλος (Διονύσης Μπουλάς). Ολα μπαίνουν σ’ αυτόν τον αδυσώπητο πόλεμο, εξίσου ισχυρά όπλα, όπως τα βέλη και τα σπαθιά: ο έρωτας, η περηφάνια, το φιλότιμο, η υπεράσπιση των αρχών και των αξιών της κάθε πλευράς. Και είναι τόσο έντονα όλα αυτά, που ενώ λείπουν ήδη εννιά χρόνια από τα συζυγικά κρεβάτια, στους στρατιώτες «ο πόλεμος φάνηκε γλυκύτερος από τον νόστο».
Αρκετοί κουράστηκαν από την πεντάωρη διάρκεια της παράστασης. Ελάχιστοι εγκατέλειψαν όμως, την πρώτη και τη δεύτερη μέρα. Οι περισσότεροι είδαν μέχρι το τέλος την παράσταση-στοίχημα του Στάθη Λιβαθινού και χειροκρότησαν θερμά τους αξιέπαινους ηθοποιούς. Στα τρία διαλείμματα και στο τέλος της παράστασης τα σχόλια ήταν ανακατεμένα. Άλλοι ήταν ενθουσιασμένοι, άλλοι είχαν ενστάσεις και αντιρρήσεις με πολλά σημεία της παράστασης. Κάποιες επιλογές του Στάθη Λιβαθινού δεν έγιναν κατανοητές. Όλοι όμως κράτησαν την υπέροχη γλώσσα (η μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη έφτασε μέχρι κάτω στην πλατεία, σε κάθε λέξη της), την τεράστια συλλογική προσπάθεια, τη σκιαγράφηση του πολεμικού πάθους και της μικρότητας που οδηγούν στην καταστροφή των ανθρώπων, κι εκείνες τις κρεμασμένες χλαίνες, από τις τεράστιες σιδερένιες κρεμάστρες, που με πολύ ισχυρό τρόπο υπογράμμιζαν τον παραλογισμό των πολέμων και της βίας. Τα άδεια πουκάμισα, τις άδειες χλαίνες, την ερημιά του θανάτου.