Pierric Bailly: H φύση δεν είναι απλώς ένα σκηνικό στο μυθιστόρημα (συνέντευξη στον Θανάση Μήνα)

0
143
Pierric Bailly

 

συνέντευξη στον Θανάση Μήνα

 

Ο Τζον, ο αφηγητής στον Κεραυνό, το τελευταίο μυθιστόρημα του Pierric Bailly, είναι ένας τριαντάρης βοσκός στην ορεινή περιοχή του νομού Ζιρά (η ονομασία στα λατινικά σημαίνει ακριβώς «ορεινό δάσος»). Έχει περιπλανηθεί σε δάση οξιάς και σε κοιλάδες με πανύψηλα έλατα. Ο Τζον διαβάζει στην εφημερίδα μια είδηση ​​που αφορά κάποιον Αλεξάντρ Περέν, που κατηγορείται για φόνο. Συμπεραίνει ότι πρόκειται για τον φίλο του από το γυμνάσιο, ο οποίος έγινε κτηνίατρος, οικολόγος και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ζώων. Ο Αλεξάντρ κατηγορείται ότι σκότωσε έναν γείτονά του, έναν νεαρό εικοσάχρονο κυνηγό. Ο φερόμενος ως δράστης συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση. Ο Τζον, προβληματισμένος, θα αφήσει το καταφύγιό του και θα προσπαθήσει να μάθει περισσότερα. Έρχεται σε επαφή με τη Ναντιά, τη σύζυγο του Αλεξάντρ, με την οποία ήταν επίσης συμμαθητής. Στη συνέχεια θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια απρόβλεπτη όσο και παθιασμένη ιστορία, που θα ανατρέψει τις ισορροπίες της έως τότε γαλήνιας ζωής του.

Ο Αλεξάντρ περιμένει υπομονετικά τη δίκη του, την ίδια ώρα που ο Τζον ξαναφέρνει στη μνήμη του τα νεανικά τους χρόνια. Ο Τζον ζούσε έως τότε μια ευτυχισμένη ζωή με τη σύντροφό του, την Ελοΐζ, με την οποία σχεδίαζαν να εγκατασταθούν στο νησί Ρεϊνιόν. Ωστόσο, ο φόνος που διέπραξε ο φίλος του και η ενδεχόμενη συνενοχή της Ναντιά, θα τον οδηγήσουν σε επιλογές που δεν φανταζόταν ποτέ. Η Ναντιά ξυπνά μέσα του κάτι που φαινόταν θαμμένο, αναβιώνει την ερωτική επιθυμία του γι’ αυτή. Αισθάνεται αναγεννημένος. Επιπλέον, τα σχέδιά του με την Ελοΐζ μοιάζουν όλο και πιο απίθανα. Η ενοχή του φίλου του μετατρέπεται σε εμμονή για εκείνον, καθώς η επιθυμία του για τη Ναντιά μεγαλώνει. Παρακολουθεί την ακροαματική διαδικασία στο δικαστήριο της Λυών, αφήνει την Ελοΐζ και μένει στην περιοχή του Ζιρά, όπου ζει τον έρωτά του με τη Ναντιά. Μέχρι τη μέρα που ο Αλεξάντρ αποφυλακίζεται και ξανασμίγει με τη γυναίκα και τα παιδιά του, με τα οποία ο Τζον έχει προσκολληθεί. Η κατάσταση γίνεται κρίσιμη και θυελλώδης, ενώ η Ναντιά φαίνεται να απομακρύνεται από κοντά του.

 Ο Κεραυνός είναι μια ιστορία αγάπης καμουφλαρισμένη σε επαρχιακό αστυνομικό θρίλερ. Συγχρόνως, όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης,  «είναι μια ιστορία για τη δύναμη των δεσμών της εφηβείας, για τη μέση ηλικία –το οριστικό πέρασμα στην ενήλικη πλευρά της ζωής– και τον πειρασμό ορισμένων μορφών αναχωρητισμού».

Ο Pierric Bailly (Πιερίκ Μπαγί) γεννήθηκε το 1982 στο Σαμπανιόλ του νομού Ζιρά, στην ανατολική Γαλλία. Παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο Μονπελιέ, στο πανεπιστήμιο Πολ Βαλερί, κι επέστρεψε στο Ζιρά όπου εργάστηκε σε εργοστάσιο. Αφού έζησε ένα διάστημα στην περιοχή του Παρισιού, στην Γκρενόμπλ και στη Νιμ, εγκαταστάθηκε στη Λιόν.

Ενώ εργαζόταν σε εργοστάσιο, έγραψε τα βράδια το πρώτο του μυθιστόρημα, Polichinelle (2008), που χαιρετίστηκε ως ένα από τα πιο συναρπαστικά πρώτα μυθιστορήματα της χρονιάς. Ακολούθησαν άλλα πέντε, μεταξύ των οποίων το L’Homme des bois (2017, Βραβείο Blù Jean-Marc Roberts) και το Le Roman de Jim (2021, που γυρίστηκε ταινία το 2024).

Ο Pierric Bailly μιλάει στον Αναγνώστη:

Ας δούμε πρώτα τη μέχρι τώρα συγγραφική σας πορεία. Πότε ξεκινήσατε να γράφετε τις πρώτες σας ιστορίες;

Τα πρώτα μου γραπτά χρονολογούνται από το λύκειο. Κάθε απόγευμα, γέμιζα σημειωματάρια με όσα έζησα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έπρεπε να τα πω όλα, ειδικά τι πήγαινε στραβά, βασικά έκανα ανασκόπηση στα οικογενειακά μας προβλήματα. Ήταν ένα είδος ημερολογίου. Δεν έχω πια κανένα ίχνος του, τα έκαψα όλα. Αυτό είναι το πλεονέκτημα της ζωής στα βουνά, οι σόμπες και τα τζάκια μπορούν να φανούν χρήσιμα όταν πρέπει να απαλλαγείς από ορισμένα πράγματα. Όμως είναι κάτι που εμπεριέχει κινδύνους. Μερικές φορές βιαζόμαστε και καταλήγουμε να το μετανιώνουμε.

Η συγγραφή μυθιστορημάτων ξεκίνησε μόλις στο τέλος του γυμνασίου, όταν μπήκα σε μια σχολή κινηματογράφου στο Μονπελιέ. Δεν μου άρεσε η φοιτητική ζωή, ήθελα να βουτήξω στη δράση αμέσως, στο περιεχόμενο. Πρώτα έγραψα ένα σενάριο ταινίας και μετά κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω: Ήμουν πολύ νέος, δεν ήξερα κανέναν σε αυτόν τον κλάδο και δεν είχα χρήματα. Άρχισα λοιπόν να γράφω ένα μυθιστόρημα. Σκέφτηκα ότι θα το έγραφα γρήγορα, σε λίγες εβδομάδες, ήμουν εντελώς αφελής. Τελικά, πέρασα αρκετά χρόνια με αυτό. Σε κάθε περίπτωση, ήταν η απόδειξη ότι αυτή η πρακτική μου ταίριαζε. Η μοναξιά που εμπεριέχει το γράψιμο αντιστοιχούσε στον ανεξάρτητο χαρακτήρα μου.

Θυμάστε τι σας ενέπνευσε να γράψετε; Κάποιοι συγκεκριμένοι συγγραφείς, συγκεκριμένα βιβλία ή κάτι άλλο;

Αρχικά, υπήρχε απλώς ανάγκη έκφρασης. Σχεδίαζα πολύ όταν ήμουν παιδί και έφηβος ζωγράφιζα. Στις αναγνώσεις μου δεν είχα ευαισθησία. Το μόνο που είχε σημασία για μένα ήταν η φόρμα, ο ρυθμός, το υλικό του κειμένου. Ήμουν ικανοποιημένος να βυθιστώ σε έναν κόσμο, σε μια ατμόσφαιρα, να γνωρίσω χαρακτήρες. Πολύ αργότερα κατάλαβα το ενδιαφέρον και την ευχαρίστηση που μπορεί να λάβει κανείς παρακολουθώντας μια ιστορία. Σήμερα, το ζήτημα της αφήγησης με συναρπάζει, και αυτή η προθυμία να εξερευνήσω τη μυθιστορηματική μορφή προέρχεται ίσως από αυτήν την όψιμη ανακάλυψη. Το μυθιστόρημα μου φαίνεται μια άφθαρτη βάση από την οποία μπορούμε να πούμε τα πάντα, να εξερευνήσουμε τα πάντα και συνεχώς εξελίσσεται, γιατί πάντα καταφέρνουμε να το προσαρμόζουμε στον κόσμο καθώς αλλάζει.

Θα θέλατε να μιλήσετε για συγγραφείς που σας επηρέασαν;

Ανάμεσα στους συγγραφείς που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω μου όταν ήμουν έφηβος, ήταν ο Χιούμπερτ Σέλμπι Τζ. και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ. Επίσης ο  Θερβάντες (Δον Κιχώτης) και ο Ραμπελαί (Γαργαντούας). Όταν άρχισα να διαβάζω με ενδιαφέρον ιστορίες, το μεγάλο σοκ ήταν ο Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα ο Ηλίθιος. Ο Πρίγκιπας Μίσκιν είναι ένας χαρακτήρας που μου μιλάει με πολλούς τρόπους. Μου άρεσε επίσης το βικτωριανό μυθιστόρημα, Σαρλότ και Έμιλι Μπροντέ, Ντίκενς. Στη συνέχεια, όταν ανακάλυψα τη σύγχρονη λογοτεχνία, η Μαργκερίτ Ντιράς και η Ανί Ενρό ήταν πολύ σημαντικές.

 Ζείτε μεταξύ της Λυών και της ορεινής περιοχής του Ζιρά. Το σκηνικό παίζει καθοριστικό ρόλο σε όλα τα μυθιστορήματά σας. Τι αντιπροσωπεύει για εσάς αυτή η περιοχή, εκτός από τον τόπο καταγωγής σας;

Πράγματι, η περιοχή του Ζιρά κατέχει σημαντική θέση σε όλα μου τα βιβλία. Είναι ένα ιδιαίτερο μέρος γιατί είναι πολύ άγριο, μια περιοχή με λίμνες και βουνά, όπου η φύση διατηρείται, και ο τουρισμός είναι σχετικά περιορισμένος. Περισσότερο από το ήμισυ της περιοχής καταλαμβάνεται από δάση και φιλοξενεί αρκετά σπάνια και συναρπαστικά είδη φυτών και ζώων, όπως ο λύγκας. Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα και πιστεύω ότι η μοναχική παιδική μου ηλικία, οπότε και κρεμόμουν από δέντρα και εξερευνούσα τις σπηλιές και τους καταρράκτες γύρω από το σπίτι μου, διαμόρφωσε κατά κάποιο τρόπο τη φαντασία μου ως μυθιστοριογράφου. Ακόμα κι όταν θέλω να τους ξεφύγω, αυτά τα μέρη με αρπάζουν από το μανίκι. Στον Κεραυνό, ο αφηγητής, που είναι βοσκός, περπατά καθημερινά στο βουνό. Όπως η φύση δεν είναι απλώς ένα σκηνικό στο μυθιστόρημα, έτσι δεν είναι απλώς ένα περιβάλλον διαβίωσης για αυτόν. Έχει βαθιά γνώση αυτών των δασών και βοσκοτόπων. Δεν έχει μια φευγαλέα σχέση μαζί τους, όπως συμβαίνει με έναν διερχόμενο τουρίστα, αλλά μια σχέση συγκεκριμένη και συναισθηματική.

Υπήρξε κάποιο γεγονός που σας ενέπνευσε για να γράψετε τον Κεραυνό;

Στα δεκαοχτώ μου, για τις σπουδές μου, έφυγα από το Ζιρά. Έχω ζήσει σε πολλές γαλλικές πόλεις, Μονπελιέ, Παρίσι, Γκρενόμπλ, Λυών. Και στα τριάντα, επέστρεψα για να ζήσω στον τόπο όπου μεγάλωσα. Βρήκα παλιούς συμμαθητές μου, που σαν κι εμένα, είχαν φύγει και μετά επέστρεψαν, ή που δεν είχαν φύγει ποτέ. Αυτή η εμπειρία επανασύνδεσης με παιδικούς και εφηβικούς φίλους είναι η αφετηρία του μυθιστορήματος, όπου ο αφηγητής μαθαίνει στην αρχή του βιβλίου ότι ένας από τους πρώην συμμαθητές του στο γυμνάσιο σκότωσε έναν άνδρα.

Στον Κεραυνό, ο αφηγητής σας, ο Τζον, είναι ένας λιγομίλητος χαρακτήρας. Γιατί αυτό;

Μου αρέσει οι αφηγητές των μυθιστορημάτων μου να είναι διακριτικοί και παρατηρητικοί, να ακούνε περισσότερο παρά να μιλάνε. Αυτό τους προσδίδει τη λειτουργία των ενδιάμεσων μεταξύ του αναγνώστη και της πλοκής. Στον Κεραυνό, παρακολουθούμε στενά την πορεία των σκέψεων του Τζον, που, όπως κάθε μοναχικός, έχει μια αρκετά πλούσια εσωτερική ζωή. Συνολικά, είναι ένας αρκετά γενναιόδωρος αφηγητής: ανοίγεται εύκολα για το σοκ που του προκάλεσε η δολοφονική πράξη του Αλεξάντρ, για τα αντιφατικά συναισθήματα που του προκαλεί η επανένωσή του με τον Αλεξάντρ και τη Ναντιά, για την ένταση που αντιμετωπίζει όταν πρέπει να ακολουθήσει την Ελοΐζ στο  Ρεϊνιόν και επομένως να εγκαταλείψει τη Ναντιά… Αυτό δημιουργεί, πιστεύω, μια αίσθηση εγγύτητας με τον αναγνώστη, σαν να είναι το μυθιστόρημα μια μακρά εξομολόγηση σε έναν φίλο.

Η πατρότητα είναι ένα θέμα που επανέρχεται στα τελευταία σας μυθιστορήματα, όπου ο ήρωας-αφηγητής συχνά υιοθετεί παιδιά. Υπάρχουν δικές σας εμπειρίες αναφορικά με αυτό;

Οι άντρες φροντίζουν τα παιδιά τους όλο και περισσότερο, η ανατροφή των παιδιών δεν είναι πλέον μόνο γυναικεία υπόθεση, επομένως είναι φυσιολογικό οι άντρες που γράφουν να ασχολούνται με αυτό το θέμα. Για πολύ καιρό, θέματα όπως η οικογένεια και τα παιδιά έμοιαζαν να φυλάσσονται για τη λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες. Αυτά τα θέματα αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση από ορισμένους άντρες συγγραφείς και αναγνώστες. Θα μπορούσε κανείς ακόμη να πιστέψει ότι ένας άντρας συγγραφέας πρέπει απαραίτητα να ασχοληθεί με τον απέραντο κόσμο, με μεγάλα γεωπολιτικά ζητήματα και υποτιθέμενα ευγενέστερα θέματα. Αλλά βαθιά μέσα μου, πάντα πίστευα ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο σοβαρό και ενδιαφέρον από την καθημερινή ζωή, και ότι για να κάνει κανείς μια αληθινά πολιτική δήλωση, ήταν σε αυτό το επίπεδο που έπρεπε να τοποθετηθεί.

Τα μυθιστορήματά σας είναι σφιχτοδεμένα με τον καθημερινό κόσμο της εργασίας. Όλοι οι ήρωές σας έχουν μια δουλειά που περιγράφετε αναλυτικά. Γιατί;

Οι σπουδές μου στον κινηματογράφο δεν κράτησαν πολύ. Σταμάτησα μετά από δύο χρόνια. Μετά άρχισα να δουλεύω στο εργοστάσιο και στις οικοδομές. Μερικές φορές αντλώ έμπνευση από αυτές τις εμπειρίες για τα μυθιστορήματά μου. Πιστεύω επίσης ότι είναι κάτι που μου αρέσει να βρίσκω στα βιβλία που διαβάζω, και όταν δεν υπάρχει, πάντα εκπλήσσομαι πολύ. Όταν δεν αναφέρεται το επάγγελμα των χαρακτήρων, μου λείπει και με στεναχωρεί, αναρωτιέμαι πώς καταφέρνουν να ζήσουν. Στον κόσμο μου η δουλειά είναι στο επίκεντρο της ζωής, περιτριγυρίζομαι από εργάτες, αγρότες, τεχνίτες, υπαλλήλους, και φυσικά δημιουργώ χαρακτήρες εργατών, αγροτών κ.λπ.

 Αυτή η έντονη παρουσία του κόσμου της εργασίας συνδυάζεται με έναν πολιτικό, κοινωνικό ή εδώ οικολογικό σχολιασμό;

Η κοινωνική διάσταση είναι καθοριστική στην τροχιά των χαρακτήρων, αλλά θέλω να μην υπερεκτιμάται ποτέ, δεν θέλω να την αναδεικνύω ως κύριο θέμα στη διαδρομή τους. Στον Κεραυνό, ο Τζον νιώθει δέος από την περσόνα του Αλεξάντρ, του προκαλεί πραγματικό κόμπλεξ. Ο Τζον δεν έχει την κουλτούρα, την εξυπνάδα, την ευγλωττία του Αλεξάντρ. Ωστόσο, χάρη στον Αλεξάντρ, ο Τζον θα χειραφετηθεί κάπως. Πιστεύει μάλιστα ότι μπορεί να σπάσει αυτό το κοινωνικό φραγμό προσπαθώντας να πάρει τη θέση του Αλεξάντρ. Αλλά το τέλος του βιβλίου, σε αυτό το σημείο, δεν είναι πολύ αισιόδοξο.

Μπορώ να πω σχεδόν το ίδιο πράγμα για την οικολογία, δηλαδή ότι το ερώτημα τίθεται σε διαφορετικά σημεία της ιστορίας, ότι είναι ένα σημαντικό στοιχείο της ιστορίας, ένα ζήτημα μεταξύ των χαρακτήρων, αλλά ότι ποτέ δεν νοείται ως «θέμα».

Όπως ο ήρωάς σας στο βιβλίο, περιμένετε την επιστροφή του Κεραυνού;

Ο Κεραυνός στο μυθιστόρημα, και ειδικά στο τέλος, είναι η εσωτερική φωτιά που μας δίνει ώθηση, είναι το πάθος. Τόσο στη ζωή μου όσο και στη δέσμευσή μου στο γράψιμο, πιστεύω ότι πάντα με παρακινεί αυτή η φλόγα.

 Ποια είναι η γνώμη σας για το σύγχρονο μυθιστόρημα και για το πώς εξελίσσεσαι αυτό;

Δηλώνουμε συχνά τον θάνατο του μυθιστορήματος, αλλά δεν συμφωνώ με αυτήν την ιδέα. Αντίθετα, το μυθιστόρημα δεν παύει να ανανεώνεται, να μεταλλάσσεται. Όπως είπα και πιο πάνω, είναι μια μορφή (τέχνης) που πάντα θα παρακολουθεί τις εξελίξεις στον κόσμο και την κοινωνία. Νομίζω ότι ο άνθρωπος θα χρειάζεται πάντα να γράφει και να διαβάζει μυθιστορήματα.

 Γράφετε κάτι άλλο αυτό τον καιρό; Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι αυτό;

Ζητώ συγγνώμη για αυτήν την απάντηση, αλλά δεν μιλάω ποτέ για αυτά που γράφω, ούτε καν στους ανθρώπους που μοιράζονται τη ζωή μου. Συμβαίνει κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, τα παιδιά μου να προσπαθούν να μου στήσουν παγίδες ώστε να μου διαρρεύσουν πληροφορίες. Φέρομαι πονηρά, δίνω ψευδείς ενδείξεις, το καταλαβαίνουν και γελάμε με αυτό.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Pierric Bailly, Ο κεραυνός, μτφρ: Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2024

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ τρόμος της γύμνιας μπροστά σε οικεία ή ανοίκεια βλέμματα (γράφει η Τζούλια Γκανάσου)
Επόμενο άρθρο«Πώς να σωπάσω…» Από το Γούντστοκ στα Μέγαρα (Δευτέρα 28 Απριλίου 2025, 18:00)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ