Παλατινή Ανθολογία

0
639

 

 

Πέντε ποιήματα σε ελεύθερη απόδοση από τον Αντώνη Ψάλτη. 

α΄

 

ΛΕΩΝΙΔΟΥ

 

Εἰς Μαρωνίδα τὴν μέθυσον.

 

Μαρωνὶς ἡ φίλοινος, ἡ πίθων σποδός,

ἐνταῦθα κεῖται γρηΰς, ἧς ὑπὲρ τάφου

γνωστόν πρόκειται πᾶσιν  Ἀττικὴ κύλιξ.

στένει δὲ καὶ γᾶς νέρθεν, οὐχ ὑπὲρ βίου,

οὐδ΄ ἀνδρός, οὓς λέλοιπεν ἐνδεεῖς βίου,

ἓν δ΄ ἀντὶ πάντων, οὓνεχ΄ ἡ κύλιξ κενή.

 

–  –  –  –  –

 

Στην Μαρίνα την μπεκρού

 

Η Μαρίνα η μπεκρού

που νταμιτζάνα μιά κατέβαζε στην καθισιά της

και στο μεθύσι γινότανε στουπί

πέθανε γριά.

Το μνήμα της τώρα στολίζει το κατρούτσο

που γέμιζε στα καπηλειά των Αθηνών

και κάτω απ’ τη γη βαριαστενάζει η Μαρίνα

όχι γι’ άντρα ή παιδιά

που μείναν ορφανά,

μα για ένα πράγμα βαρυγκομαχά

το ποτήρι της που μένει πια στεγνό.

 

……………………………………………………………………………………………………

 

β΄

 

ΙΣΙΔΩΡΟΥ  ΑΙΓΕΑΤΟΥ

 

Εἴς τινα μαντευσάμενον περὶ τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς.

 

Τρεῖς ἐτέων δεκάδας, τριάδας δύο, μέτρον ἔθηκαν

ἡμετέρης βιοτῆς μάντιες αἰθέροι.

ἀρκοῦμαι τούτοισιν, ὁ γὰρ χρόνος ἄνθος ἄριστον

ἡλικίης, ἔθανεν χὠ τριγέρων Πύλιος.

 

–  –  –  –  –

 

Σε κάποιον που ήθελε να μαντεύσει το μέλλον του

 

Ούτε καν σαράντα,

με το ζόρι, μάλιστα, τριάντα έξι!

τόσα χρονάκια μου ’δωσε ο μάντης,

λόγια του αέρος.

Μου φτάνουν και μου περισσεύουν.

 

Ο χρόνος, άλλωστε, ανθίζει μόνο στην ζωή.

 

Αυτά κάποιος από την Πύλο έλεγε

και σε βαθιά γεράματα ο θάνατος τον βρήκε.

 

……………………………………………………………………………………………

 

γ΄

 

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

 

Ἐπὶ κατόπτρῳ ἀνατεθέντι παρὰ Λαΐδος.

 

Ἡ σοβαρὸν γελάσασα καθ΄ Ἑλλάδος , ἡ τὸν ἐραστῶν

ἑσμὸν ἐνὶ προθύροις Λαϊς ἔχουσα νέων ,

τῇ Παφίῃ τὸ κάτοπτρον , ἐπεὶ τοίη μὲν ὁρᾶσθαι

οὐκ ἐθέλω , οἳη δ΄ ήν πάρος , οὐ δύναμαι.

 

–  –  –  –  –

 

Για καθρέφτη που αφιερώθηκε απ΄ την Λαΐδα

 

Εγώ η Λαΐδα

που την Ελλάδα χλεύασα

και περιγέλασα

 

εγώ η Λαΐς!

εταίρα περιωπής,

που κοπάδια σφριγηλών εραστών

καρτερούσαν ώρες

έξω από την πόρτα μου

 

στην Παφία το καθρεφτάκι μου χαρίζω,

γιατί δε θέλω πλέον να με βλέπω,

έτσι που κάτσιασα.

Κι ούτε πως ήμουνα

να με δω δεν το μπορώ.

 

………………………………………………………………………………………

 

δ΄

 

ΠΑΛΛΑΔΑΣ

 

Ὢ τῆς βραχείας ἡδονῆς τῆς τοῦ βίου,

τὴν ὀξύτητα τοῦ χρόνου πενθήσατε.

ἡμεῖς καθεζόμεθα καί κοιμώμεθα

μοχθοῦντες ἢ τρυφῶντες, ὁ δὲ χρόνος τρέχει,

τρέχει καθ΄ ἡμῶν τῶν ταλαιπώρων βροτῶν

φέρων ἑκάστου τῷ βίῳ καταστροφήν.

 

–  –  –  –  –

 

Αλίμονό  μας,

ραγδαίας γλύκας γεύση στάζει η ζωή.

 

Πενθήστε το χρόνο που κυλά.

 

Καθόμαστε, κοιμόμαστε,

γλεντάμε, κουραζόμαστε.

Κι ο χρόνος ο γοργόφτερος

τους δύστυχους θνητούς του κυβερνά.

 

Κάποτε μας καταστρέφει.

 

………………………………………………………………………………………

 

ε΄

 

ΠΑΛΛΑΔΑΣ

 

Ἐπαινοῦντος τὸν ἡδὺν καὶ ἄνετον βίον.

 

Τοῦτο βίος, τοῦτ΄ αὐτό, τρυφὴ βίος, ἔρρετ΄, ἀνῖαι.

ζωῆς ἀνθρώποις ὀλίγος χρόνος. ἄρτι Λυαῖος,

ἄρτι χοροὶ στέφανοί τε φιλανθέες, ἄρτι γυναῖκες,

σήμερον ἐσθλὰ πάθω, τὸ γὰρ αὔριον οὐδενὶ δῆλον.

 

–  –  –  –  –

 

Επαινώντας τον ευχάριστο και άνετο βίο

 

Μάλαμα να την περνάμε, φίνα,

ανέγνοιαστοι και χαλαροί,

γιατί χρονάκια λίγα μας έδωσε η ζωή.

 

Φέρτε, λοιπόν, λυσίποθο κρασί!

Λουλουδοστέφανους χορούς αρχίστε,

να βλέπω, θέλω, γυναίκες πολλές,

 

τα γούστα μου σήμερα να βγάλω!

Ποιος ξέρει αύριο τι θα με βρει.

 

………………………………………………………………………………………………………………………..

Προηγούμενο άρθροΧειραγώγηση: “για το καλό τους”
Επόμενο άρθροΠέθανε ο Νίκος Χουλιαράς

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ