Του Θανάση Καράβατου. ( Η βία στο όνομα του “καλού” – ο «ριζοσπαστικός» μπηχεβιορισμός του Β. F. Skinner).
Χειραγωγώ = [1] Οδηγώ, κρατώντας από το χέρι, καθοδηγώ με συμβουλές.
[2] Ασκώ επίδραση αφαιρώντας κάθε πρωτοβουλία και ανεξαρτησία στη σκέψη.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής [Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη [1999]
Χειραγώγηση : «Άσκηση σοβαρής και επίμονης πίεσης πάνω σε ένα άτομο
ή, ακόμα, και η χρήση τεχνικών ικανών να τροποποιήσουν την κρίση του,
με σκοπό να το οδηγήσουν, παρά τη θέληση του ή όχι, […]
σε μια πράξη ή μια παράλειψη που θα του είναι βλαπτική».
[Από τον γαλλικό νόμο «περί ψυχικής χειραγώγησης» του 2000].
Βλέπε Stéphane Laurens. L’influence, entre science et fantasme.
Hermès, La Revue, 2005, 41, 83-93
Η εκχώρηση στην ψυχολογία ενός ρόλου στη διαχείριση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συμπίπτει με την ανάδυσή της στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του 16ου αιώνα. Την ευνοούσε ο δυϊσμός σώματος – ψυχής της εποχής εκείνης: Η υποταγή του σώματος θα ανήκει στην κοσμική εξουσία και η πειθώ της ψυχής στην εκκλησία [1]. Η θέση αυτή θα αναθεωρηθεί από τους ωφελιμιστές φιλοσόφους του 18ου αιώνα, που αμφισβητούν τη δυϊστική διάκριση του Pascal (1623-1662) μεταξύ «εσωτερικών κινήτρων» και «συμπεριφορών προς τα έξω»: Ο Jeremy Bentham (1748-1832) και ο James Mill (1773-1886) θα δείξουν πως οι συμπεριφορές δεν προσδιορίζονται από εσωτερικές καταστάσεις αλλά προκαλούνται από τις περιστάσεις∙ άρα η αλλαγή τους προς μια επιθυμητή κατεύθυνση μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς κάποια καθεαυτό ενδοσκοπική ψυχολογική δράση [1]. Μια τέτοια εξέλιξη αποδείχτηκε ιδιαίτερα σημαντική για τον εκπορευόμενο εκ του εμπειρισμού ψυχολογικό συνειρμισμό: Δεν εκτυλίσσεται μόνο στο απρόσιτο «εσωτερικό» [του εγκεφάλου ή του νου], μπορεί να συνδεθεί και με ένα προσβάσιμο εξωτερικό φαινόμενο, τη συμπεριφορά και την αγωγή [2].
Ο Bentham γράφει τότε στο Panopticon: «Αν βρίσκαμε ένα μέσο να ελέγξουμε κάθε τι που μπορεί να συμβεί σε ορισμένους ανθρώπους, να διευθετήσουμε κάθε τι που τους περιβάλει, έτσι που να τους δημιουργήσουμε την επιθυμητή εντύπωση πως εξασφαλίζουμε τις αντιδράσεις τους, τις σχέσεις τους για όλα τα περιστατικά της ζωής τους, έτσι που τίποτε να μη διαφεύγει ή να αντιτίθεται στο επιθυμητό αποτέλεσμα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένα τέτοιο μέσο θα ήταν δραστικότατο και χρησιμότατο εργαλείο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι κυβερνήσεις σε ποικίλα σημαντικότατα πράγματα» [3].
Οι φυσιολόγοι του 18ου αιώνα θα προωθήσουν την εξέλιξη αυτή με τις έρευνες τους πάνω στα αντανακλαστικά, ενώ στη συνέχεια θα προστεθούν ενισχυτικά ο λαμαρκισμός [τα είδη μετασχηματίζονται σε σχέση με τις αλλαγές του περιβάλλοντος] και ο δαρβινισμός [η εξέλιξη μέσω φυσικής επιλογής]. Οι ανακαλύψεις των «εξαρτημένων αντανακλαστικών» από τον Ivan Pavlov (1849-1936) και τον John Watson (1878-1958), και η ανάπτυξη του παυλοφισμού και του μπηχεβιορισμού –αντίστοιχα και ανεξάρτητα του ενός από τον άλλο–, δεν θα αργήσουν. Το 1913, ο τελευταίος θα προσδιορίσει το αντικείμενο της ψυχολογίας ως τη μελέτη της συμπεριφοράς των ανθρώπων και των ζώων, το δε ερευνητικό του πρόγραμμα θα έχει στόχο τον έλεγχο των συμπεριφορών, με πεδία εφαρμογής το σχολείο, το νοσοκομείο και τους χώρους εργασίας [1]. Για τους απόλυτα αντιδεοντολογικούς πειραματισμούς του με ένα παιδάκι 11 μηνών, όμως, θα διωχθεί και θα αναγκαστεί σε παραίτηση, καταφεύγοντας κατόπιν αυτού σε μια διαφημιστική εταιρεία ως υποδιευθυντής.
O μπηχεβιορισμός αποτελεί σημαντικό ιστορικό επιστημονικό πεδίο που στηρίχτηκε στη ψυχολογία των ζώων, το καρτεσιανό «αυτόματον», τον εμπειρικό συνειρμισμό για να αντιταχθεί στις ψυχολογίες της ενδοσκόπησης και να δεσπόσει επί πολλά χρόνια στο χώρο της πειραματικής ψυχολογίας. Από τη δεκαετία του 1930 και μέχρι τα χρόνια του 1960 ηγεμόνευσε στις μαθησιακές έρευνες ως κατ’ εξοχήν μηχανιστικό αναγωγιστικό σύστημα, με βάση τον σκληρό του πυρήνα, δηλαδή την έννοια του «άγραφου χάρτη» που περιόριζε την ενδογένεια. Στη θέση του σήμερα έχει αναπτυχθεί η «γνωσιακή ψυχολογία» που περιγράψει τις ψυχονοητικές λειτουργίες με όρους «πληροφορίας», επιστρέφοντας στο λεξιλόγιο της παλαιάς ενδοσκόπησης, π.χ. την συνείδηση, την οποία είχε «διαγράψει» ο μπηχεβιορισμός που θεωρούσε τον εγκέφαλο ως αδιάφορο «μαύρο κουτί» και μοναδική δυνατότητα έρευνας το δίπολο ερέθισμα / αντίδραση. Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε την ανάπτυξη ποικίλων προγραμμάτων γνωστικής ψυχοθεραπείας.
*
Στα μέσα του 19ου αιώνα η αμερικανική κοινωνία άρχισε να απομακρύνεται από τη σωματική επιβολή στον έλεγχο των παιδιών και να προσανατολίζεται προς τον έλεγχο της συμπεριφοράς τους. Ο παιδαγωγικός λόγος αποσκοπούσε έτσι στην «εξημέρωση των ενστίκτων». Στο πλαίσιο αυτό, η εξιδανίκευση του πατέρα έπαιρνε τη μορφή μιας δύναμης που θα δάμαζε την ατίθαση φύση: «Είναι πιο δυνατός από τη θύελλα / δεν νιώθει το κρύο. / Κι η καρδιά του είναι τόσο ζεστή / γιατί η καρδιά ενός πατέρα είναι ατρόμητη και αγνή / […] Δεν χρειάζεται να φανεί σκληρός, αυστηρός / διότι η αγάπη είναι ισχυρότερη από τον φόβο […]. Και θα κάνουμε ό,τι επιθυμεί ο πατέρας». Ο ρόλος της μάνας προσδιορίζεται διαφορετικά: «Θυμάμαι έναν άγγελο / που ξαγρυπνούσε στον ύπνο μου / που μ’ ένα χέρι απαλό και λατρευτό / σκούπιζε τα δάκρυά μου». Τις ποιητικές αυτές εικόνες των μέσων του 19ου αιώνα παρουσιάζει ο Paul Mengal για να προσθέσει ότι ο έλεγχος των παιδιών βασιζόταν στην απόλυτη υπακοή και την επανάληψη: «η παιδική ψυχή μοιάζει με εύπλαστο άργιλο. Κάθε τι που εγγράφουμε πάνω του, πρέπει να το ξαναγράφουμε κάθε μέρα μέχρι που να τυπωθεί τόσο έντονα που να μη μπορεί να σβηστεί» [4].
Από το 1910 κι έπειτα, οι φροϋδικές αντιλήψεις [κυρίως με την ψυχολογία του Εγώ] θα επηρεάσουν την εκπαίδευση παρέχοντας μια αναπτυξιακή θεωρία για το παιδί σε πλήρη αντίθεση με τον μπηχεβιορισμό, ενώ, μετά το 1930, η ψυχολογία της μορφής (Gestalt) θα αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, αυτή τη φορά όμως παρεμβάλλοντας εσωτερικά κίνητρα και ενδιαφέροντα ανάμεσα σε αυτό και το άτομο. Θα προκύψουν έτσι οι παιδαγωγικές στάσεις του Benjamin Spock (1903-1998) που θα κατηγορηθούν για την άκρατη «επιτρεπτικότητά» τους [4].
*
Ο μεθοδολογικός αναγωγισμός έχει προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στη βιολογία πλην όμως στη μελέτη των συμπεριφορών «μετατρέπει ανοικτά συστήματα σε κλειστά», υποστηρίζει εδώ και χρόνια ο βιολόγος Steven Rose. Τα προβλήματα αυξάνουν, λέει, όταν ο αναγωγισμός γίνεται φιλοσοφικός, όταν δηλαδή «συνθλίβει τις ανωτέρου επιπέδουεξηγήσεις με εκείνες του κατώτερου επιπέδου». Τα πράγματα χειροτερεύουν, συνεχίζει, όταν ο αναγωγισμός γίνεται ιδεολογία, ιδίως στο πλαίσιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όταν επιχειρεί να εξηγήσει πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα, όπως τη βία, τον αλκοολισμό ή τη σεξουαλικότητα, με όρους αποκλειστικά των νευροεπιστημών, οπότε και «συσσωρεύονται μεθοδολογικά και λογικά σφάλματα» [5]. Όπως, δηλαδή, έγινε με τον «ριζοσπαστικό» μπηχεβιορισμό του Burrhus Frederic Skinner (1904-1990) που μετέφερε στην κοινωνιολογία τα άκρως ενδιαφέροντα πορίσματα της έρευνάς του σε ζώα, τις αρχές δηλαδή της «συντελεστικής μάθησης» (operant conditioning) ή δεύτερου τύπου εξαρτημένα αντανακλαστικά (την επεμβατική ή ενεργό εξάρτηση), όπου τον σημαντικότερο ρόλο παίζει το δίπολο «ανταμοιβή/τιμωρία» και όχι η απλή «επανάληψη του ερεθίσματος», όπως στα απλά αντανακλαστικά.
Επρόκειτο για τον εμπλουτισμό του κλασικού μπηχεβιορισμού με νέα πειραματικά δεδομένα που παρείχαν οι έρευνες του Thorndike, του Konorski και του ίδιου του Skinner. Αναπτύχθηκαν, ακολούθως, και νέα ρεύματα που τόνιζαν είτε την ύπαρξη διάμεσων –μεταξύ ερεθίσματος και απάντησης– μεταβλητών (κίνητρα, συνήθεια) είτε προσδιόριζαν σύνθετα πλέγματα ερεθισμάτων που επιδρούν ως σύνολα επάνω σε έναν οργανισμό που κι αυτός, με τη σειρά του, απαντά επιλέγοντας μεταξύ πολλών πλεγμάτων εναλλακτικών αντιδράσεων και δράσεων.
*
Όμως, με τον «ριζοσπαστικό» μπηχεβιορισμό του, ο Skinner θα επανέλθει και θα παραμείνει στον δρόμο των ωφελιμιστών φιλοσόφων για να αναπτύξει μια πραγματική τεχνολογία μάθησης και εκπαίδευσης, υποστηρίζοντας πως όχι μόνο μπορούμε, αλλά και πρέπει να ενισχύσουμε επιλεκτικά όλες τις «επιθυμητές» συμπεριφορές. Πρόκειται βέβαια για έναν προγραμματισμένο κοινωνικό μπηχεβιορισμό, σε εποχές που η εξουσία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο μάλλον αυξάνει, σε εποχές που, κατά την έκφραση του Jean Bernard, «ο άνθρωπος κυμαίνεται ανάμεσα στην ελπίδα και την ανησυχία».
Συζητώντας το 1956 με τον Καρλ Ρότζερς, συμπυκνώνει την άποψή του στα ακόλουθα: «Ένας κόσμος στον οποίο θα υπάρχει τροφή, ενδυμασία και κατοικία για όλους, όπου ο καθένας επιλέγει την εργασία του και δεν εργάζεται κατά μέσο όρο παρά μόνο επί 4 ώρες την ημέρα, όπου αναπτύσσονται η μουσική και οι τέχνες, όπου οι προσωπικές σχέσεις αναπτύσσονται μέσα στις πιο ευνοϊκές συνθήκες, όπου η παιδεία προετοιμάζει κάθε παιδί για την κοινωνική και διανοητική ζωή που το περιμένει, κοντολογίς όπου ο κόσμος είναι παραγωγικός, δημιουργικός και προσβλέπει προς το μέλλον. Τι μπορεί να προσάψει κανείς σε ένα τέτοιο κόσμο; Μόνο αυτό: υπάρχει κάποιος που τα σχεδίασε όλα αυτά με αυτόν τον τρόπο» [6]. Γίνεται όμως φανερό ότι αυτό το μόνο αρκεί για να ανατρέψει όλο τον συλλογισμό. Ακόμα κι αν το ερώτημα τεθεί με τον τρόπο του Rogers, που αναρωτιόταν «ποιος θα ελεγχθεί; ποιος θα ελέγχει; και πάνω απ’ όλα με ποιο στόχο, με ποιο σκοπό και στο όνομα ποιας αξίας θα ασκήσει κανείς αυτόν τον έλεγχο;» [6], πάλι το πρόβλημα παραμένει, έστω κι αν διευκρινιστούν οι όροι που τελικά το συνθέτουν.
Το εγχείρημα παρέπεμπε κατ’ ευθείαν στον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο του Huxley (1932) ή το 1984 του Orwell (1950) – μόνο που εδώ οι ανάλογες πρακτικές καταγγέλλονται. Το φαινόμενο, βέβαια, διαθέτει και προγονικές «καταβολές»: (α) στην πλατωνική Πολιτεία [η ανθρωπότητα θα ευτυχεί όταν οι φιλόσοφοι γίνουν βασιλείς και οι βασιλείς φιλόσοφοι], (β) στην αναγεννησιακή Ουτοπία (1516) του Thomas More [οι ηγεμόνες ασχολούνται αποκλειστικά με τον πόλεμο, η λύση του προβλήματος βρίσκεται στο δίκαιο, την αυστηρότητα των νόμων και των θεσμών] και (γ) στην Νέα Ατλαντίδα (1627) του Francis Bacon [με την εμφαση στο διαφωτισμό και την επιστήμη]. Οι θαυμάσιες αυτές προθέσεις υπόσχονταν να εγκαθιδρύσουν ειδυλλιακές κοινωνίες, αλλά φυσικά δεν ήταν δυνατόν να αποτρέψουν την άνιση κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη τόσο ανάμεσα σε χώρες όσο και μέσα σε κάθε χώρα.
Με ένα ρομαντικό ουτοπικό μυθιστόρημα θα εκφραστεί και ο Skinner στα μέσα του 20ου αιώνα, γράφοντας στο πέρας του Β΄ παγκόσμιου πολέμου (1945) το Walden Two,το οποίο θα εκδοθεί το 1948, όπου περιγράφει τη ζωή μιας κοινότητας που λειτουργεί με βάση τους νόμους του μπηχεβιορισμού [7]. Ο τίτλος του βιβλίου «αναδιπλασιάζει» ένα ρομαντικό κειμένου του 19ου αιώνα, το Walden or life in the wood (1854) του Henry David Thoreau, που περιγράφει τη μοναχική του ζωή στα δάση της Μασαχουσέτης, αποτραβηγμένος από την κοινωνία σε μια καλύβα δίπλα στη λίμνη Walden. O Thoreau ανήκε στο αμερικανικό φιλοσοφικό ρεύμα που εμπνεόταν από τον Πλάτωνα και, με στοιχεία οριανταλισμού, έφτανε στον πραγματισμό, για μια ζωή με διαλογισμό, ριζωμένο στην καθημερινή πράξη, με κριτική έναντι του εαυτού που πρέπει να βελτιωθεί [8]. Ταυτόχρονα προωθούσε μια θρησκευτική οπτική για τη φύση, αντιστοιχώντας την ανώτερη πνευματική αλήθεια με τον κόσμο των υλικών αντικειμένων, που εξιδανικεύτηκε και μέσα από το συγγραφικό έργο του James Fenimor Cooper [9]. Στη ροβινσωνιάδα του Thoreau, «καλή ζωή» είναι η μοναχική και σε επαφή με τη φύση ζωή, στην οποία όμως κυριαρχεί μια «εγωιστική ηθική», ενώ η σκινεριανή ουτοπία δεν είναι παρά μια «δημηγορία υπέρ του ελέγχου της συμπεριφοράς μέσω της διευθέτησης του χρόνου των εργαζομένων με τρόπο που να αφήνει μεγάλο χρόνο για ψυχαγωγία, όπου η κουλτούρα θα παίζει σημαντικό ρόλο» [1]. Όχι τυχαία, το βιβλίο του Skinner θα εκδοθεί το 1948, όταν θα είναι ιδιαίτερα ορατοί οι κίνδυνοι εντός του διπολικού κόσμου που ανέδειξε ο πόλεμος: ολοκληρωτισμός από τη μια, κι από την άλλη το χρήμα ως υπέρτατη αξία, κι ανάμεσά τους ο Skinner, που θα αντιδράσει καλώντας την ανθρωπότητα να «επιλέξει μεταξύ της επιστήμης ή του τίποτε»· την ίδια εποχή, ο Καστοριάδης προτιμούσε να διακρίνει ανάμεσα σε «σοσιαλισμό ή βαρβαρότητα».
Ο Skinner αντιτίθεται στην άσκηση βίας, αποφεύγει την «τιμωρία» και προτιμά την «ανταμοιβή», επιχειρεί όμως να «βιάσει» τη συμπεριφορά μέσω της τεχνικής της «θετικής ενίσχυσης» και δεν διστάζει να υπεραμυνθεί τη μόνη αξία που αποδέχεται: «την πολιτισμική επιβίωση» και να προτείνει στο βιβλίο του Beyond Freedom and Dignity: «Πρέπει να επιχειρήσουμε βαθιές αλλαγές στην ανθρώπινη συμπεριφορά […]. Αυτό που μας χρειάζεται επιτακτικά είναι μια εφαρμοσμένη επιστήμη, μια τεχνολογία της συμπεριφοράς» [10]. Ο καθηγητής της φιλοσοφίας, Antoni Dandonneau, θα επισημάνει την αντίφαση: Ο Skinner περιγράφει πρώτα τα προβλήματα της εποχής του, τον υπερπληθυσμό, το πυρηνικό ολοκαύτωμα, τη ρύπανση του περιβάλλοντος κι όλα τα προβλήματα που συνδέονται με την ανάπτυξη της τεχνολογίας κι έπειτα ζητά από την κοινωνία να προχωρήσει περαιτέρω στον δρόμο της τεχνολογίας που τόσα προβλήματα δημιούργησε τροποποιώντας το περιβάλλον, αυτή τη φορά όμως τροποποιώντας τον άνθρωπο [11].
*
Το είχαν κάνει πράξη με τον δικό τους τρόπο οι κάθε είδους ολοκληρωτισμοί, από τον σταλινισμό, τον φασισμό και το ναζισμό του μεσοπολέμου μέχρι τις πιο πρόσφατες τριτοκοσμικές φονικές ονειρώξεις τύπου Πολ-Ποτ, που ερεθίζουν και σήμερα τα πνεύματα μπροστά στη λαίλαπα της σύγχρονης κοινωνικο-οικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης αξιών και ιδεολογιών. Το έργο έχει ξαναπαιχτεί στο παρελθόν, τότε που οι απογοητευμένες μάζες κατέφευγαν στο χωνευτήρι που προετοίμασε έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο. Στο γνωστό φιλμ Καμπαρέ πρωταγωνιστεί βέβαια η ναζιστική βία, αλλά και εκείνος ο νέος που αρχίζει να τραγουδά καλλικέλαδα τη φύση για να πάρει σιγά-σιγά το τραγούδι του στρατιωτικό ρυθμό και να γίνει εμβατήριο [12]. Το ξαναείδαμε στην κινηματογραφική ταινία Το Κύμα (Die Welle / The wave -2008 του Dennis Gansel), που προβλημάτισε πρόσφατα γύρω από τα αποτελέσματα κάποιων «ριζοσπαστικών» μεθόδων εκπαίδευσης που θυμίζουν Skinner και οι οποίες ενσταλάζουν ναζιστικές ιδέες και συμπεριφορές. Ας σημειώσω εδώ ότι η ταινία μεταφέρει στη σύγχρονη Γερμανία το ομώνυμο μυθιστόρημα του Martin Rhue (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Todd Strasser), που αφηγείται ανάλογα πραγματικά γεγονότα στην Καλιφόρνια το 1967. Κι από κοντά η Λευκή κορδέλα (Das Weisse Band, 2009) του Michael Haneke, μια αλληγορική παρουσίαση του φανατισμού σε μια Γερμανία λίγο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου παρακολουθούμε την «εκκόλαψη του φιδιού» μέσα από μια καθημερινότητα όπου επικρατούν οι αυστηρές ιεραρχίες και οι άκαμπτοι διαχωρισμοί τάξεων και φύλων.
Όλα αυτά, αντίθετα προς ό,τι κυριαρχεί στην ταινία Τα παιδιά της χορωδίας (Les choristes, 2004) του Christophe Barratier. Εδώ, ο άνεργος δάσκαλος μουσικής που έρχεται να εργαστεί ως επόπτης σε σχολείο της Γαλλίας του 1949, όπου έχουν συγκεντρωθεί για «σωφρονισμό» παιδιά και έφηβοι, αρνείται να συνεχίσει την παιδευτική μπηχεβιορίστικη θεωρία (δράση – αντίδραση) και πράξη (ξυλοδαρμοί και απομόνωση) που βρίσκει εκεί. Θα τα προσπεράσει, όπως και τη βιαιότητα των ίδιων των παιδιών, με τη μουσική, τη δημιουργία μιας χορωδίας που αλλάζει ολόκληρη την ατμόσφαιρα του σχολείου, με τη δημιουργία δηλαδή ενός συγκεκριμένου πλαισίου που πρέπει να αποδεχτούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι.
Αντιαυταρχική εκπαίδευση δεν σημαίνει απουσία παντός πλαισίου. Εδώ πια έχουμε να κάνουμε με την αυθεντία, όπως την όριζε η Hannah Arendt [13]. Είναι λάθος, έγραφε, να θεωρείται η αυθεντία ως μία μορφή εξουσίας ή βίας, μόνο και μόνο επειδή «απαιτεί πάντα υπακοή». Γι’ αυτό, λοιπόν, ο όποιος ορισμός πρέπει να γίνει σε αντιδιαστολή με τον εξαναγκασμό δια της ισχύος [όπου η αυθεντία αποτυγχάνει] και την πειθώ δια επιχειρημάτων [που προϋποθέτει ισότητα]: «Η αυταρχική σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν που διατάζει και σ’ εκείνον που υπακούει δεν στηρίζεται ούτε στην κοινή λογική ούτε στην εξουσία αυτού που διατάζει∙ ο κοινός τόπος που έχουν μεταξύ τους είναι η ιεραρχία, της οποίας και οι δύο αναγνωρίζουν την ορθότητα και τη νομιμότητα και στην οποία και οι δύο έχουν την προκαθορισμένη σταθερή θέση τους» [13]. Μια τέτοια ιεραρχία θα τη βρούμε στα δίπολα γονείς-παιδιά, δάσκαλοι-μαθητές, ασθενείς-γιατροί / θεραπευτές. Αντίθετα δηλαδή προς το πείραμα του Stanley Milgram, καθηγητή ψυχολογίας της Νέας Υόρκης. «Υποταγή στην αυθεντία»είναι ο τίτλος του βιβλίου όπου το περιγράφει: Καταμέτρηση της –μειωμένης– αντίστασης στις εντολές που δέχεται το πειραματοπρόσωπο για χορήγηση [εν αγνοία του] εικονικού ηλεκτροσόκ [υποτιθέμενης] αυξανόμενης έντασης σε πρόσωπο της ομάδας που διενεργεί το πείραμα και παίζει [θεαματικά] τον ρόλο του βασανιζόμενου. Κι ας προσθέσω πως στην τέχνη είδαμε και την αντιστροφή του πόλου στα δίπολα «αυθεντίας», που μας θυμίζει τη μετανεωτερική κατάργηση των ορίων ή τον σύγχρονο σχετικισμό, όπως π.χ. στον Υπηρέτη(1963) του Pinter. Το έργο βασίζεται σε μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μομ, που διασκεύασε για την οθόνη ο Πίντερ και σκηνοθέτησε ο Τζόζεφ Λόουζι, δείχνοντας την αντιστροφή των ρόλων: ο κύριος βρίσκεται τελικά σκλάβος του υπηρέτη του.
*
Λίαν σημαντικό και καρποφόρο το κίνημα της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης, μόνο που η «κακοχωνεμένη» του αντίληψη δημιούργησε πολλές φορές προβλήματα. Είναι απόλυτη η ανάγκη να εγκατασταθούν ελεύθερες σχέσεις του ατόμου μέσα στην κοινότητα. Ελεύθερες όμως δεν θα πει χωρίς «απαγόρευση», δηλαδή χωρίς το ίχνος ενός όρου που είναι συστατική προϋπόθεση του κοινωνικο-πολιτισμικού φαινομένου. Αναφέρομαι στις απόψεις του Claude Levi-Strauss [για την απαγόρευση της αιμομιξίας και του Marcel Mauss (για τιΔώρο): Ο κανόνας (εξωγαμία) δεν ήταν μόνο ένας περιορισμός, αλλά και μια προσφορά. Προσφορά (ανταλλαγή) των συγγενικών προσώπων σε άλλους (απαγόρευση της ενδογαμίας). Μέσω μιας απαγόρευσης που θα δημιουργήσει τους θεμελιώδεις κοινωνικούς θεσμούς και –για να συμπληρώσω– μέσω μιας απώθησης που θα οργανώσει το ψυχικό όργανο. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα ον της επιθυμίας. Η ψυχική ζωή του εμπεριέχει την αμφίδρομη σχέση του εσωτερικού κόσμου των αναγκών και της επιθυμίας με τον εξωτερικό κόσμο της αναγκαιότητας. Έτσι κι αλλιώς, ο κοινωνικο-πολιτισμικός ιστός είναι αλλοτριωτικός, ταυτόχρονα όμως και οργανωτικός, αναγκαίος για την ανάδυση του Εγώ [14]. Αυτή η οργανωτική διάσταση της απαγόρευσης μερικές φορές αποσιωπάται. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να τονιστεί ότι άλλο απαγόρευση και άλλο χειραγώγηση – μια «ασύμμετρη» σχέση, σε αντίθεση με την «συμμετρική» που είναι η επίδραση.
Είναι διαδεδομένη η έκφραση πολλών γονιών «είμαι φίλος/η και τον γιο/την κόρη μου». Μερικές φορές με τη «φιλία» αυτή ο γονιός επιδιώκει να διατηρήσει τον έλεγχο της ζωής του έφηβου παιδιού του. Ο/η έφηβος (οφείλει να) έχει φίλους έξω από την οικογένεια, χρειάζεται όμως να έχει γονιό, με φιλική φυσικά διάθεση και συμπεριφορά, όχι έναν ακόμη φίλο. Η οικογένεια δεν πρέπει να λειτουργεί σα μαύρη τρύπα που με την τεράστια βαρυτική της δύναμη απορροφά τα πάντα. Ο «γονιός-φίλος» δεν επιτρέπει τον συμβολικό αποχωρισμό του εφήβου. Στον κινηματογράφο θα βρούμε μια ανάλογη κατάσταση. Θυμηθείτε την ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» (Dead Poets Society, 1989) του σκηνοθέτη Peter Weir, που για πολλούς αποτέλεσε την «ορθή απάντηση» στην καταπιεστική οικογένεια. Εδώ, ο ενθουσιώδης καθηγητής μυεί τους εφήβους στην ποίηση, τους συνεπαίρνει, προβάλλοντας επάνω τους τις προσωπικές του φαντασιώσεις και επιθυμίες σαν τις μόνες ορθές επιλογές, κι αυτοί εκστασιάζονται. Ο τρόπος και πάλι χειραγωγεί αυταρχικά. Οι έφηβοι ταυτίζονται απόλυτα μαζί του, εγκλωβίζονται σε λύσεις που δεν μπόρεσαν να επεξεργαστούν. Η αγάπη εύκολα μετατρέπεται σε δεσμά. Ο ήρωας-έφηβος της ταινίας αυτοκτονεί ελλείψει κάθε δυνατότητας να αποχωριστεί συμβολικά από την οικογένεια.
*
Εκτός της ψυχολογίας όμως υπάρχει και η κοινωνία. Θα καταφύγω και πάλι στον κινηματογράφο. Στην ταινία «Ανάμεσα στους τοίχους» [Entre les murs, 2008], ο γάλλος σκηνοθέτης Laurent Cantet κινηματογραφεί, εν είδει ντοκυμαντέρ, μια σχολική πραγματικότητα που απασχολεί τελευταίως έντονα τόσο τους ειδικούς όσο και το ευρύτερο κοινό. Πρόκειται για τη σχολική καθημερινότητα, που περιλαμβάνει ήπιες έως και βίαιες συμπεριφορές, που θέτουν σημαντικά ερωτήματα για τον ρόλο του καθηγητή και τις μεθόδους διδασκαλίας σε 15χρονους, οι οποίοι «γυμνάζουν» τις αντοχές του σχολικού περιβάλλοντος, μετρώντας έτσι και τη δική τους προκλητικότητα. Η ταινία δεν προσφέρει έτοιμη λύση, αρκείται να προβληματίζει, δείχνοντας μια σημαντική παράμετρο του προβλήματος. Η συμπεριφορά των εφήβων δεν είναι άσχετη του πλαισίου εντός του οποίου αναπτύσσεται και εκδηλώνεται. Ενός πλαισίου, βέβαια, που δεν (πρέπει να) το συρρικνώνουμε στον μικρόκοσμο του σχολείου, αλλά να το εκτείνουμε στο οικογενειακό και κοινωνικό μικρο- και μακρο-περιβάλλον. Οι «τοίχοι» που προβάλλονται στον τίτλο της ταινίας, απλώς δεν υπάρχουν. Επειδή ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους είναι αυτό που υπάρχει διάχυτο παντού. Οι καθηγητές συζητούν για τις πρέπουσες δόσεις πειθαρχίας, μπορεί να παθιάζονται με το έργο τους ή να θυμώνουν όταν σκοντάφτουν στην εφηβική επιθετικότητα, δεν φαίνεται όμως να διαθέτουν πειστική απάντηση στην απορία κάποιων εφήβων «προς τι όλα αυτά». Μια απορία, βέβαια, που την κουβαλούν απ’ έξω, εκεί που αποκτούν κοινωνική ή οικογενειακή «πείρα».
Είδαμε την τραγικότητα αυτού του «απ’ έξω» σε προγενέστερη, γαλλική επίσης, ταινία, στο Μίσος [La Ηaine, 1995] του Μathieu Kassovitz, με πρωταγωνιστές τρεις απόκληρους [Εβραίο, Αλγερινό και Αφρικανό] των «γκέτο» στα βόρεια υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού. Ένας τόπος που παράγει παραβατικότητα, αλλά σήμερα, παράγει επιπρόσθετα και εκείνη τη χειραγώγηση που προετοιμάζει τους νεοφώτιστους τζιχαντιστές που σκορπούν τον θάνατο για το καλό της ανθρωπότητας. Σκοτώνοντας όποιον χαρακτηρίσουν εχθρό του «Ιερού Λόγου» στον οποίο έχουν δεόντως μυηθεί προηγουμένως.
Ένα τέτοιο μίσος, παράγεται σήμερα και σε πολλούς άλλους, διάσπαρτους ανά τον κόσμο κι όχι πάντα υποβαθμισμένους τόπους που φαίνεται να σχετίζεται με το καινοφανές δίπολο που κατέγραφε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Όταν η οικονομία παίρνει τη θέση της απόλυτης πολιτισμικής αξίας, στην άλλη άκρη της ψυχολογικής διελκυστίνδας εμφανίζεται ως μεγάλος αντίπαλός της ο θρησκευτικός φανατισμός» [15]. Κι ας προσθέσω πως έχει ιστορικές και πολιτικές ρίζες το φαινόμενο: Στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, η πλέον ακραία μορφή της επικρατούσας εκεί θρησκείας, ο φονταμενταλιστικός μουσουλμανισμός, απόμεινε δυστυχώς η μοναδική ισχυρή ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση, όταν άλλα ριζοσπαστικά κινήματα συνέδεσαν τη τύχη τους με τον αντιαμερικανισμό των διαφθαρμένων στρατοκρατικών καθεστώτων στις περιοχές αυτές, επειδή «έπρεπε» να υπηρετήσουν τη σοβιετική εξωτερική πολιτική που τα στήριζε. Εν τέλει, η στροφή στη θρησκεία θα πάρει τις τρομακτικές της διαστάσεις με τον φονταμενταλισμό της χομεϊνικής εξέγερσης στο Ιράν από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα, που έθελξε κάποια στιγμή και τον Φουκώ, και την εμφάνιση της Αλ Κάιντα αργότερα, με την τρομακτική επίθεση στους δίδυμους πύργους, που την συμπλήρωσε ο προτεσταντικός ακροδεξιός φονταμενταλισμός στις ΗΠΑ και την επίθεση του υιού Μπους στο Ιράκ.
Το «επεισόδιο» του φονικού στα γραφεία του Charlie Hebdo, που συγκλόνισε τη Γαλλία και όλον –όχι μόνο τον Δυτικό– Κόσμο, μια μάχη είναι σε αυτόν τον ακήρυκτο πόλεμο που πρέπει να συνεγείρει και να αφυπνίσει στην Ευρώπη τουλάχιστον, λαούς και ηγέτες για μια άλλη ιεράρχηση των πραγμάτων, στην οικονομία, την πολιτική, την παιδεία και τον πολιτισμό.
*
Η χειραγώγηση του ανθρώπου δεν είναι σημερινή υπόθεση, ούτε αφορά μόνο την ψυχολογία. Ο φανατισμός που ωθεί είτε στο έγκλημα είτε στη θυσία, η κατασκευή ειδώλων, ο έλεγχος της πληροφορίας αποτελούν μερικές μόνο εκφράσεις ανάλογης χρήσης. Παρόλα αυτά, το πρόβλημα δεν τίθεται απλά και μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Διότι ο περιβαλλοντικός προσδιορισμός της ανθρώπινης συμπεριφοράς προσφέρει μόνο ένα μέρος των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν εξαντλείται στο άθροισμα των εξαρτημένων του αντανακλαστικών. Υπάρχει πάντα και εκείνο το πεδίο της γλώσσας που κάνει τη διαφορά.
Η αποστείρωση του περιβάλλοντος δεν αποτελεί λύση για τα κοινωνικά προβλήματα. Η Hannah Arendt, πολέμια κάθε ολοκληρωτισμού, αυτό ακριβώς φοβόταν: «το κακό με τις σύγχρονες θεωρίες του μπηχεβιορισμού δεν είναι ότι σφάλλουν αλλά ότι μπορούν να γίνουν αληθινές» [16]. Γι’ αυτό και ο Noam Chomsky θεωρούσε πως ο κοινωνικός μπηχεβιορισμός του Skinner είναι μια ειδική εκδοχή των θεωριών για τη χειραγώγηση του ανθρώπου [17].
Ανάγκη λοιπόν να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο ο Edgar Morin παρουσιάζει τον άνθρωπο: «Γνωρίζουμε ότι είμαστε ζώα θηλαστικά, της τάξης των πρωτευόντων, της οικογένειας των ανθρωποειδών, του γένους homo, του είδους sapiens, ότι το σώμα μας είναι μηχανή 30 δις κυττάρων, που συγκροτήθηκε στη διάρκεια της μακράς φυσικής εξέλιξης 2-4 δις χρόνων, ότι ο εγκέφαλος με τον οποίο σκεφτόμαστε, το στόμα με το οποίο μιλούμε, το χέρι με το οποίο γράφουμε είναι βιολογικά όργανα. Αυτή η γνώση όμως είναι εξίσου αδρανής γνώση με εκείνη που μας πληροφορεί πως ο οργανισμός μας συγκροτείται από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο. […] Μας χρειάζεται να συνδέσουμε τον έμφρονα άνθρωπο (sapiens) με τον ά-νοο άνθρωπο (demens), τον άνθρωπο παραγωγό, τον άνθρωπο τεχνικό, τον κατασκευαστή άνθρωπο, τον αγχώδη άνθρωπο, τον ηδονικό άνθρωπο, τον εκστατικό άνθρωπο, τον τραγουδιστή και χορευτή άνθρωπο, τον ασταθή άνθρωπο, τον υποκειμενικό άνθρωπο, τον φαντασιακό άνθρωπο, τον μυθολογικό άνθρωπο, τον κριτικό άνθρωπο, τον νευρωτικό άνθρωπο, τον ερωτικό άνθρωπο, τον λάγνο άνθρωπο, τον καταστροφικό άνθρωπο, τον συνειδητό άνθρωπο, τον ασύνειδο άνθρωπο, τον μαγικό άνθρωπο, τον ορθολογούντα άνθρωπο. Όλους αυτούς να τους συνδέσουμε σε ένα πολυεπίπεδο πρόσωπο όπου ο ανθρωποειδής μετατρέπεται οριστικά σε άνθρωπο» [18].
Βιβλιογραφία
[1] Mengal P. Néolibéralisme et psychologie behavioriste. Raisons Politiques 2007, 15-30.
[2] Parot Fr., Marc Richelle M. Introduction à la psychologie. Histoire et méthodes. Paris, PUF, 1992.
[3] Bentham J., [1787]. Panopticon, Imprimerie nationale, 3-4. Αναφέρεται στο Mengal P. Néolibéralisme et psychologie behavioriste. Raisons Politiques 2007, 15-30.
[4] Mengal P. Une éducation bien tempérée. Στο Claude Blanckaert (ed) Des sciences de l’homme. Volume II : Au nom du bien. Autrement Paris 1993, 70-82.
[5] Rose S (1998). What is wrong with reductionist explanations of behavior. Novartis Foundation Symposium 213, 1998, 176-86 (βλ και τη συζήτηση, σελ. 186-92, 218-21).
[6] Rogers CR, Skinner BF. Some Issues concerning the control of human behavior – A Symposium Science 1956, 124, 3231, 1057-1063.
[7] Skinner B. F. Walden 2. Communauté expérimentale. Μτφρ. A. et R.-M. Gonthiet-Werren & Fr. Lemmaire. In Press Paris 2005.
[8] Shusterman R. La philosophie comme vie éveillée chez Emerson et Thoreau. Cahiers Philosophiques 2009, 120, 15-24.
[9] Larrère C. Éthique de l’environnement. Multitudes 2006, 24, 75-84.
[10] Skinner BF. Beyond Freedom and Dignity. New York 1971: Knopf Publishers. Γαλλική έκδοση Par delà la liberté et la dignité. Robert Laffont Paris 1972.
[11] Dandonneau A. Science de l’homme ou science du pigeon en cage ? Encyclopédie de l’Agora – Dossier béhaviorisme, agora.qc.ca., 2012.
[12] Καράβατος, Αθ. Ολίγα Τινά περί Κοινωνικού Μπηχεβιορισμού. Σύναψις, 2010, 16, 96-97.
[13] Arendt H. Τι είναι η αυθεντία. Δευκαλίων 1978, 22, 283-295, μτφ από το Between Past and Future. Meridian Books, N. York 1968.
[14] Καράβατος Αθ. Κοινωνικο-πολιτισμική θεώρηση της ψυχικής ζωής. Στο, Ιεροδιακόνου Χ., Φωτιάδης Χ., Δημητρίου Ε. (Επιμ.) Ψυχιατρική, Εκδ. Μαστορίδη, Θεσσαλονίκη1985, 61-68.
[[15]. Θεοδωρόπουλος Τ. Ο πολιτισμός σε νευρική κρίση. Η Καθημερινή, Κυριακή, 11 Ιανουαρίου 2014, σελ. 19.
[16] Arent H. The human condition. Chicago, University of Chicago Press. 1958. Ελληνική έκδοση Η ανθρώπινη κατάσταση, Γνώση 1985.
[17] Chomsky N. The case against B. F. Skinner. The New York Review of Books, Dec 30, 1971 [www.chomsky.info/articles/19711230.htm].
[18] Morin E. Le paradigme perdu : la nature humaine. Paris, Seuil 1973, 19, 164.