Θόδωρος Σούμας
Στον Λεό
Γεια σας, είμαστε οι losers, εκείνοι που στο τέλος βγαίνουμε πάντα χαμένοι. Παντού, στα χρήματα, στην οικονομία, στη δουλειά μας και στο επάγγελμα, στα χαρτιά, στην αγάπη και στις γυναίκες που προτιμούν τους γουίνερς, στον γάμο, στον έρωτα και στο σεξ (ποιο σεξ; Αυτό το κάνουν οι ισχυροί και δυνατοί άντρες με κοινωνικό στάτους και κύρος, και οι απελευθερωμένες, χειραφετημένες ηδονίστριες με ευφυΐα, μόρφωση κι ισχυρή προσωπικότητα· μόνο αυτοί/αυτές βρίσκουν παρτενέρ). Εμείς είμαστε χαμένοι στον έρωτα και στις γκόμενες, που προτιμούν τους φαλλικούς άντρες, δηλαδή τους κυρίους Γαμάω, τους winners έτσι δεν τους λένε ντε;
Οι λούζερς, τα λουζέρια στα ελληνικά, είναι οι χαμένοι στον κύκλο της ζωής, των απολαύσεων, του θανάτου και της αναγνώρισης· και της επαγγελματικής, οικογενειακής κι ερωτικής αποτυχίας. Οι γουίνερς; Φιλελεύθεροι αστοί ή φιλελεύθερες αστές από καλό ιδιωτικό σχολείο – καλές σπουδές – καλή δουλειά μέσω των σχέσεών τους – λεφτά – πολλές σεξουαλικές σχέσεις – γάμος με έναν ισχυρό κι εύπορο άντρα ή μια όμορφη, εύπορη γυναίκα – γιόγκα ή πιλάτες ή γυμναστήρια – απιστίες και πηδήματα με παντρεμένες πουτανίτσες – ημερίδες και συνέδρια με ευπαρουσίαστους, μπήχτες καθηγητάδες ή με ηδονόφιλες επιστημόνισσες – χρήματα, περιουσία – καλή υγειονομική περίθαλψη – βιάγκρα – παρηγόρια από ισχυρούς γαμιάδες ή από ανύπαντρες και παντρεμένες τσουλίτσες – καλή σύνταξη – ωρίμανση – αντικαταθλιπτικά – γεράματα, αρρώστιες, διαθήκη – καλό γραφείο κηδειών και καλό φέρετρο.
Όλοι οι καμένοι της βόρειας Ν.Φιλαδέλφειας μαζευόμαστε στο περίπτερο του φίλου μου Λεό, όλοι μα όλοι, ο φανατισμένος αριστεροδεξιός Μήτσος, ο μελαγχολικός εσωστρεφής Παρθένιος, ο Κώστας ο Πόντιος, όνομα και πράμα, που πιστεύει στις συνομωσίες και που πήρε μεγάλο δάνειο και δεν είχε με τη χρεοκοπία λεφτά να το αποπληρώσει ώστε του πήραν το σπίτι· ένας γέρος που τα έχει παιγμένα· ο καραφλοκοτσιδάτος, ο διαζευγμένος βοηθός βενζινά που δουλεύει όλη τη μέρα γιατί δεν έχει τι άλλο να κάνει, ο μουσάτος σε στυλ Χο-Τσι-Μινχ, ο χωρισμένος, μοναχικός αστυνομικός που φέρνει το βραδινό φαγητό του σε τάπερ και τρώει τη νύχτα δίπλα στο περίπτερο, ο οξύθυμος, αγενής κι ανισόρροπος Νίκος, κάτι χειρώνακτες Αλβανοί, μεταξύ αυτών ένας εριστικός μπογιατζής, ένας συμπαθής, μορφωμένος, εβδομηνταπεντάρης γεωπόνος που περπατά αδιάκοπα και κάνει υγιεινή ζωή και διατροφή από τότε που έχασε από καρδιά τα δύο αδέλφια του, ένας κουφός εξηνταπεντάρης, ένας ξύπνιος επιχειρηματίας που είναι μέσα σε όλα και μπορεί να συζητά ευφυώς επί παντός επιστητού, μία περίεργη εξηντάρα, μια πενηνταπεντάρα που σχεδόν παραμιλάει και πολλοί άλλοι που έρχονται την ημέρα, καθώς και ο τρελότερος όλων, ο αλλοπαρμένος Ιορδάνης, που ζει χάρη στα πολλά ψυχοφάρμακα που παίρνει. Μεταξύ αυτών κι η αφεντομουτσουνάρα μου, ένας αργόσχολος σχολιαστής που παρατηρεί τους καμένους, χασομέρηδες θαμώνες – μερικοί είναι συνταξιούχοι – του περιπτέρου με τη μεγάλη τέντα που κάνει ίσκιο κι από κάτω έχει 5-6 καρέκλες για τους θαμώνες, δηλαδή για τους φίλους του Λεό.
Όλοι αυτοί τριγυρνούν γύρω από το περίπτερο και τον φίνο περιπτερά, ένα θεσπέσιο παιδί, τον πενηνταπεντάρη Λεό, που πελώριος σαν αρκούδος, χωράει δεν χωράει στο κουβούκλιο κι αποτελεί τον θετικό πόλο έλξης, με τη γενναιοδωρία και την απλοχεριά του, όλων αυτών των παράξενων δορυφόρων… Πίνουμε μπύρες και τρώμε τσιπς, γαριδάκια, σοκολάτες και παγωτά. Μερικά μας τα κερνάει ο μεγαλόψυχος, αγαπητός Λεό.
-Λεό, εάν έβαζες υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος, θα έβγαινες πρώτος σε σταυρούς, είσαι ο δημοφιλέστερος!
Ο Ιορδάνης έκανε την πρωινή, εντυπωσιακή έφοδό του.
-Λεό έχεις να μου δώσεις μια μεγάλη σοκολάτα αμυγδάλου για μένα και την αδελφή μου;
Πλησίασε στο περίπτερο και είπε:
-Έφαγα κοτόλουπο που μου έφτιαξε η Αγάπη.
Η αδελφή του η Αγάπη, ταΐζει τον Ιορδάνη. Του λέω:
-Έφαγες κοτοπούλο; (το έλεγε έτσι ο Αλβανός μπογιατζής του περιπτέρου).
-Ναι, κοτοπούλο.
-Φάε τώρα κι έναν πούλο, όπως όλοι μας!, του λέω.
Είμαι ένας αργόσχολος που παρατηρεί τους καμένους, χασομέρηδες θαμώνες του περιπτέρου, που την ημέρα κάθονται πίσω από αυτό, κουβεντιάζουν, χαζολογάνε, σχολιάζουν και λιάζονται.
Ο ένας, συνονόματός μου, λέει πως η νέα γυναίκα του έπαιζε παλιότερα, πριν τον γάμο τους, σε πορνό και όταν ένας φίλος του το είδε τυχαία σε μια βιντεοκασέτα που δανείστηκε από το ειδικό τμήμα ενηλίκων του videoclub, αυτός τα ’παιξε! Θα σκέφτεστε τώρα, τι μας λέει ο μαλάκας, και όμως τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς.
Ας σας πω απ’ την αρχή την ιστορία του. Ο συνονόματός μου ήταν το δεύτερο αγόρι ενός εργαζόμενου Έλληνα που τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Γι’αυτό όταν τελείωσε το λύκειο, ο πατέρας του τον έστειλε στον Καναδά, δίπλα στον ξενιτεμένο αδελφό του που είχε κάνει περιουσία φτιάχνοντας αλυσίδα ελληνικών εστιατορίων στο Τορόντο. Ο νέος σπούδαζε στο Τορόντο management. Ο άτεκνος αδελφός αγάπησε τον ανιψιό του και τον έκανε διευθυντή στο ένα μεγάλο εστιατόριό του και γενικό κληρονόμο του. Ο ωραίος συνονόματός μου έγινε περιζήτητος στις γυναίκες ως πλούσιος κι εγγράμματος πλεϊμπόι, έγινε ο κύριος Γαμάω, έκανε μεγάλη ζωή, με πολλά έξοδα και μεγάλη ζωή. Ο εύπορος θείος πέθανε και του άφησε όλη την περιουσία του, ακίνητα, επιχειρήσεις και καταθέσεις. Παντρεύτηκε μια Καναδή και της έκανε δύο παιδιά. Μα συνέχισε να τσιλιμπουρδίζει και κατά συνέπεια, αργότερα, αυτή του πήρε διαζύγιο με μεγάλη διατροφή. Τα δύο παιδιά πήραν ασμένως το μέρος της μητέρας τους. Αποφάσισε, μετά τη διάλυση του γάμου του, λαβωμένος κι αποξενωμένος απ’ τη δική του οικογένεια, να ρευστοποιήσει την περιουσία του και να γυρίσει στα πάτρια εδάφη.
Φέρνοντας στην Ελλάδα πολύ χρήμα επιδόθηκε σε σπατάλες και γυναικοδουλειές, αυτά πάνε μαζί. Κυκλοφορούσε με μια πανάκριβη πόρσε και έκλεινε για πολλές μέρες σουίτα στο Χίλτον όπου φιλοξενούσε και πηδούσε τις ερωμένες του. Είχε γιοτ και έκαναν βόλτες στον Σαρωνικό. Μια από τις ωραίες κι ελκυστικές, σέξι ερωμένες του έμεινε έγκυος κι αυτός την παντρεύτηκε λόγω καθήκοντος κι επειδή ήταν ευχαριστημένος μαζί της επειδή ήταν ιδιαίτερα θερμή.
Όταν ο φίλος του, θαμώνας των video club, τον πληροφόρησε πως η σύζυγός του ήταν πρώην πορνοντίβα σε ελληνικές παραγωγές, βγήκε από τα ρούχα του. Άρχισε να της επιτίθεται και να την βρίζει συνεχώς πουτάνα… Την πήγε στα δικαστήρια για να πάρει διαζύγιο από την «πρόστυχη» γυναίκα. Όσο υπάρχουν άντρες που αρέσκονται και έχουν να πληρώνουν για να κάνουν έρωτα θα υπάρχουν αντίστοιχα τέτοιες «τσούλες». Τελικά κατάφερε, ταπεινωμένος και καταπτοημένος – επειδή όλοι οι γνωστοί του τον έδειχναν με το δάχτυλο λέγοντας σιγανά «αυτός ο μαλάκας παντρεύτηκε μια επαγγελματία πουτάνα» – να την χωρίσει χωρίς να πληρώνει διατροφή. (Εγώ δεν θα το έκανα, γιατί άλλοι κάνουν κρα η γυναίκα να γνωρίζει καλά να κάνει σεξ, σαν την αγαπημένη μου Αγαύη, και εσύ να πας να την χωρίσεις κι όλας; Γιατί να χωρίσεις μια γυναίκα που την θέλουν όλοι; Έλεος! Μου θυμίζει αυτές τις ειδήσεις που διαβάζουμε στο ίντερνετ για διάφορα συμβάντα στην Αμερική, όπου η συμπαθής, νεαρή και ξαναμμένη καθηγήτρια λυκείου θέλγει και αποπλανεί έναν καρδαμωμένο μαθητή της και οι μαλάκες οι αντιδραστικοί και πουριτανοί, ρεπουμπλικάνοι Αμερικάνοι, αντί να της πουν ευχαριστώ για το μάθημα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που παραδίδει δωρεάν προς τον έφηβο, τη σέρνουν στα δικαστήρια, την βρίζουν, την φτύνουν και τη χώνουν φυλακή… Τι ζώα οι φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι! Φονιάδες και των ερεθισμένων, ηδονόχαρων καθηγητριών και νεαρών! Κι όμως όταν ανάρτησα στο facebook, στα ελληνικά, τέσσερις παρόμοιες υποθέσεις όμορφων νέων καθηγητριών στην Αμερική, δεν μου έβαλε κανένας like! To θεώρησαν «βιασμό ανηλίκου» από ξέφρενη μαινάδα (οι νέοι δεν ήταν τυπικά ενήλικες), αν είναι δυνατόν, θα γίνουμε σίγουρα Αμερική ως προς τα χειρότερα χαρακτηριστικά της, γιατί έχει και θετικά.
Τελικά ο συνονόματός μου ξόδεψε όλα του τα πολλά χρήματα και την ακίνητη περιουσία του, βολοδέρνοντας στα τελευταία του μεταξύ του σπιτιού του και του περιπτέρου σαν την άδικη κατάρα, νευρικός, οξύθυμος και σπαστικός, δυσαρεστημένος από τον εαυτό του και τις κυριότερες γυναίκες της ζωής του, χωρίς αγάπη και σύντροφο, επωφελούμενος μονάχα των βοηθημάτων των θαμώνων του περιπτέρου, που του απέμειναν για φίλοι του.
Ο Γιώργος είναι συνεσταλμένος, ενδοστρεφής και αντικοινωνικός. Παλιά ήταν χωμένος στα νεανικά πράγματα, ήταν παραγωγός σε μια νεανική εκπομπή σε ροκ ραδιοσταθμό και είχε πολλές τηλεφωνικές επαφές με ακροάτριες και ακροατές. Έγινε φανατικά αμερικανόφιλος, ίσως και λόγω της αγγλοαμερικάνικης ροκ μουσικής που έπαιζε αδιάκοπα στα πλατό. Μέσα στον κλειστό, απομονωμένο χώρο του κουβούκλιου όπου ρύθμιζε τις μουσικές και μιλούσε στο μικρόφωνο, καταπιεζόταν. Άρχισε να πίνει εκεί μέσα, ολοένα και περισσότερο.
Από τότε μαζεύτηκε στον εαυτό του και έγινε κλειστότερος σαν χαρακτήρας. Ένοιωσε ακόμη μεγαλύτερη ανασφάλεια όταν αρρώστησε από το πολύ πιοτό. Δεν ήθελε πλέον πολλά πολλά με τους ανθρώπους, παρέμενε όμως έξυπνος, ευαίσθητος και καλά ενημερωμένος μέσω ίντερνετ, μα πάντοτε ολοένα και πιο εσωστρεφής και ακοινώνητος. Δεν έφερνε σπίτι του, όπου κατοικούσε μόνος του, ούτε φίλο ούτε γυναίκα. Κάποια μέρα το συκώτι του χειροτέρεψε από το αλκοόλ, η κοιλιά του είχε φουσκώσει και οι γιατροί του είπαν πως έπαθε κίρρωση του ήπατος… Είχε μείνει κυριολεκτικά πετσί και κόκκαλο. Οι γιατροί του έκαναν μια επείγουσα, απελπισμένη θεραπεία. Η μητέρα του προσευχόταν για τον γιο της στην εκκλησία! Και ω, του θαύματος σταδιακά συνήλθε… Βρήκε μια άλλη, ασφαλέστερη και μοναχική δουλειά, στο κομπιούτερ και σταδιακά ανάρρωσε πλήρως. Άρχισε να αθλείται, πάντα μόνος.
Ένας άλλος της παρέας μας είναι ο Γιάννης Σ., αυτός όταν αρχίζει, μιλά ακατάπαυστα, ακατάληπτα και συγχυσμένα. Είναι αριστερός, λέει πως είναι αγνός αριστερός και όχι πουλημένος στο σύστημα σαν και κάτι άλλους, πασοκτζήδες ή της ριζοσπαστικής, της ανανεωτικής ή της κομμουνιστικής αριστεράς, όλοι – λέει – βολεύτηκαν αν και αριστεροί, στο σύστημα, βρήκαν σταθερές δουλειές και τα οικονομάνε. Αυτό είναι το απόσταγμα όσων λέει, εάν καταβάλεις τεράστια προσπάθεια να τον καταλάβεις, κάτι που δεν κάνει κανείς εκτός από μένα που τον συμπαθώ γιατί είναι καλό παιδί, αν και τρελάρας, ένας ασυμβίβαστος τρελάρας. Όλοι όσοι αναγκάζονται να κουβεντιάσουν μαζί του, παραπονιούνται κατόπιν πως απεραντολογεί πλήρως και τα λέει εντελώς μπερδεμένα, ο παλαβιάρης… Χάνουν τον ειρμό του και δεν κατανοούν σχεδόν τίποτε από τον ακατάπαυστο χείμαρρο των παραληρημάτων του. Μόνο εγώ τον υπομένω γιατί κρύβει μια αγνή ψυχή, έτσι συμπεραίνω τουλάχιστον…
Παλιά είχε ένα μπαρ. Παρ’ όλη τη μουρλαμάρα του κατάφερε να βρει μια γκόμενα, αρκετά νεότερή του, που έφτιαχνε, μάταια, ένα διδακτορικό στις ανθρωπιστικές επιστήμες, που δεν τελείωνε ποτέ. Ο Γιάννης της έδινε συμβουλές και για τα ιδεολογικά ζητήματα της διατριβής της! Την έριξε με το πολύ, συγκεχυμένο κι αριστερό μπλα μπλα του, που φαίνεται πως έπιασε τόπο και εντυπωσίασε την κοπέλα σαν ρητορεία ενός καταρτισμένου, έστω νεφελωδώς, παλιού αριστερού. Ζήσανε μαζί μια κάπως συγκρουσιακή σχέση για τρία χρόνια. Το θεωρώ πολύ! Μεγάλη επιτυχία του, όταν εγώ δεν μπορώ να κρατήσω γυναίκα – εάν την «καταφέρω», που είναι σπανιότατο, ιδίως για όσες ερωτεύομαι – πάνω από 12 μήνες… Αφού τα χάλασαν, επέστρεψε στη βάση του, στην αγαπημένη μας, γραφική Νέα Φιλαδέλφια… Ξέχασα να σας πω πως από το ένα μάτι βλέπει άσχημα. Βλέπει τον κόσμο στραβά, γι’ αυτό ίσως το μυαλό του τα ερμηνεύει όλα λοξά.
Άλλος παλαβιάρης είναι ο Μηνάς, ένας σαλεμένος χοντρός, που παρενοχλεί με παράλογο τρόπο γυναίκες στο διπλανό σούπερ μάρκετ, πάει πίσω τους όσο ψωνίζουν και τους σηκώνει τις φούστες μέχρι τον πισινό. Έχουν φωνάξει το 100 τρεις τέσσερις φορές, τον έμαθαν και οι αστυνόμοι για την τρέλα του τον χοντροκώλη, του κάνουν αυστηρές συστάσεις μα δεν τον συλλαμβάνουν, κανονικά δεν θα ’πρεπε να τον χώσουν στο κρατητήριο αλλά στο Δαφνί! Μα δεν του το κάνουν ούτε οι γυναίκες, τα θύματά του, αφού βέβαια πάρουν χαμπάρι την ψυχασθένειά του. Τον λυπούνται και τον δικαιολογούν λόγω της πιστοποιημένης τρέλας του.
Ο Λεό, που είναι μισό πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερ στην περιοχή – το άλλο μισό είμαι εγώ – μου είπε πως είναι έτσι χάλια και λωλός από τότε που η φτωχή, πολύτεκνη οικογένειά του τη μια τον έδινε για υιοθεσία και την άλλη, όταν ερχόταν από το Μπρούκλιν ο μέτοχος σε ελληνική ταβέρνα πατέρας του και τον αποζητούσε, τον ξανάπαιρνε πίσω. Αφού ο πατέρας γυρνούσε στην Αμερική, τα έβρισκαν ξανά σκούρα οικονομικά και τον ξαπόστελναν. Του έβρισκαν, δηλαδή, πάλι μια νέα ανάδοχη οικογένεια και τον έστελναν εκεί. Ένας μύλος, που συνετέλεσε στο να του στρίψει, ιδιαίτερα έναντι του γυναικών και των μαμάδων…
Ένας άντρακλας μέχρι εκεί πάνω, δηλώνει πως αφού τον έχει χώσει στις ερωμένες του, στα τέσσερα, και πηγαινοέρχεται μέσα τους, μαστιγώνει τον κώλο τους με ένα δερμάτινο, μικρό μαστίγιο που έχει κρυμμένο παραδίπλα, κάτω από ένα μαξιλάρι, και δεν του έχει διαμαρτυρηθεί ούτε μία, ούτε καν οι μορφωμένες με πτυχία.
-Με λένε πολύ θερμό, γλυκοψώλη.
Τον ακούω απορημένος,.
-Συμπεριλαμβάνονται κι οι ερωτικές παντρεμένες…
Εξακολουθώ να τον κοιτάζω με κατάπληξη Αυτός με κοιτάζει σαν να βλέπει χαζό. Κι αυτά αληθινά είναι, μα οι παντρεμένες φίλες μου δεν θα τα παραδέχονται επουδενί. Τέλος πάντων εγώ είμαι ανίδεος, συνεσταλμένος και αδέξιος με τις γυναίκες, ιδίως μ’ αυτές που αγαπώ, τι να πω περί γυναικών; Καμιά συντηρητική χαζομάρα ενός ντροπαλού γκαφατζή θα πω…
Ένας άλλος του περιπτέρου πηγαίνει πότε πότε σε κάτι μαγαζιά για ερωτικό μασάζ, δηλαδή για πεομασάζ. Του απαντάω πως δεν με ερεθίζουν οι πόρνες, γιατί δεν δημιουργούν οικειότητα κι ανθρώπινη, συναισθηματική επικοινωνία που μου είναι απαραίτητες.
-Είσαι και αισθηματίας και άσχετος… μου απαντάει κοροϊδευτικά.
Ένας άλλος που είναι αριστερός, συμπληρώνει:
-Είναι απλές σεξεργάτριες, δεν μπορούν να προσφέρουν τέτοια συναισθήματα, είναι θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και του απάνθρωπου, κερδοσκοπικού τράφικινγκ, τι περιμένεις εσύ; Αγάπες και λουλούδια;
Το βράδυ πίνουν ούζα και μπύρες και μιλάνε για ποδόσφαιρο, για το στοίχημα, για αυτοκίνητα, για την ακρίβεια, τις κομπίνες και τις λαμογιές που γίνονται, και λίγο για πολιτική, παλιά κουβέντιαζαν για το χρηματιστήριο. Συχνά κατηγορούν και θάβουν τις γυναίκες, ακόμη και τις συζύγους τους, όποιοι τυχαίνει να έχουν ακόμη και να μην έχουν …απολυθεί από αυτές. Στρίγκλες τις ανεβάζουν, σκύλες τις κατεβάζουν εάν είναι νέες.
Πηγαίνουν και στον ΟΠΑΠ που βρίσκεται απέναντι από το περίπτερο. Μια φορά ένας ήσυχος ανθρωπάκος τους είπε εκεί να μη φωνάζουν τόσο στις μεταδόσεις των αγώνων και όλοι μαζί τού φώναξαν, διαμαρτυρόμενοι, πως πάνε εκεί για να γλυτώνουν από τους περιορισμούς που τους βάζουν οι σύζυγοί τους και για να εκτονώνοντας φωνάζοντας υπέρ της ομάδας τους και εναντίον της διαιτησίας και του αντιπάλου…
Ρωτάω τον Λεό:
-Εσύ τα ξέρεις αυτά που λένε;
-Τα βλέπω και τα αντιλαμβάνομαι όλα όσα συμβαίνουν. Μάλιστα όταν κοιτάζω έναν πελάτη ή τη γυναίκα του, καταλαβαίνω και τι παιδί έχουν.
-Και πώς τα ξέρεις όλα αυτά; Έχεις βγάλει κάποια σχολή ψυχολογίας; ρωτάω αφελώς.
-Ναι, έβγαλα την Ανωτάτη Πεζοδρομιακή!
Την μεθεπόμενη μέρα, που κάνει αρκετή ψύχρα και έχουμε πάει όλοι με μπουφάν και πουλόβερ, βρίσκω τον Χρήστο, που πηγαίνουμε συχνά στον απέναντι ΟΠΑΠ με τις μεγάλες οθόνες και βλέπουμε αγώνες μπάσκετ. Κάποια εποχή είχαμε παρασυρθεί και παίζαμε στοίχημα στο μπάσκετ, στη διοργάνωση της Ευρωλίγκας, του κοινού πρωταθλήματος των πρωταθλητών και των δευτεραθλητριών της κάθε ευρωπαϊκής χώρας. Εγώ μελετούσα τα προηγούμενα αποτελέσματα, τις συνθέσεις των ομάδων, τους τραυματισμούς που είχε η καθεμιά, τους προπονητές τους, τους ηγέτες, τους σκόρερ και τους αμυντικούς τους παίκτες, τα βαθμολογικά τους κίνητρα και τους καλούς σουτέρ, τους έμπειρους μπασκετμπολίστες που είχε η καθεμιά και το αν έπαιζε καλή και δυνατή άμυνα, μιας κι η χαλύβδινη άμυνα φέρνει τις νίκες! Ο Λεό έβαζε τα λεφτά και εγώ τα συστήματα· έφτιαχνα συστήματα που κέρδιζες ακόμη κι αν έβρισκες τρεις φορές στα τέσσερα ματς, ποιος θα νικούσε. Και κερδίζαμε συνέχεια, δηλαδή έπαιρνα εγώ τις νίκες και τα μισά κέρδη, με τις γνώσεις, τις πληροφορίες, την μελέτη και την πονηριά μου, και τα άλλα μισά ο Λεό, που εργαζόταν σκληρά στο περίπτερο και δεν είχε καιρό για τέτοιο χαβαλέ, να κυνηγάει ψύλλους στ’ άχυρα και να κερδίζει μερικά ευρώπουλα, εάν τύχει να εύρει τους νικητές…
Μια μέρα τρελάθηκα κι αποφάσισα να παίξω 260 δικά μου ευρώ σε ένα απλούστατο στοιχηματάκι που κατάστρωσα πάνω σε τρεις αγώνες, όπου θα κέρδιζα ακόμη κι αν έπιανα τους δύο νικητές, πρέπει να ήταν εύκολο. Έβαλα λοιπόν όλες τις οικονομίες μου, τα πολύτιμα 260 ευρώ μου και περίμενα. Όμως έπιασα μόνο το ένα ματς και πήρα τον πούλο, αυτόν που ανέφερα στον Ιορδάνη… Χαμένος και στα τυχερά παιγνίδια, χαμένος και στην αγάπη… Από τότε δεν ξανάπαιξα στοίχημα.
Οι πολλαπλές μπασκετικές γνώσεις μου έπιασαν, όμως, κάπου τόπο, γιατί με μια επαφή που είχα με έναν μπασκετικό δημοσιογράφο, πήρα μια στήλη σε ένα site όπου έγραφα σχόλια, ανταποκρίσεις, νέα, εκτιμήσεις και προβλέψεις για τα ελληνικά παιχνίδια μπάσκετ και την Ευρωλίγκα. Βέβαια ξεστραβωνόμουν κάθε μέρα βλέποντας πολλούς αγώνες, μα έπρεπε με κάποιον διασκεδαστικό τρόπο να βγάλω κι εγώ το ψωμί μου…
-Πώς πάει η δουλειά Χρήστο;
-Πολύ καλά για τον εργοδότη μου! Είναι τσιγγούναρος, με κακοπληρώνει… Στην ηλικία μου, μού δίνει τον κατώτατο μισθό…
-Φταίει κι ο πληθωρισμός και οι δύο πόλεμοι κοντά μας…
-Ακόμη και στον Σκλαβενίτη που είναι απ’ τους φθηνότερους, οι τιμές ανεβαίνουν κάθε δυο βδομάδες… Τα μονοπώλια μάς δουλεύουν.
Στη συζήτηση επεμβαίνουν ο Χο Τσι Μινχ και ο τύπος που δουλεύει νυχθημερόν στο βενζινάδικο. Συμμετέχει κι ένας εκαβίτης λέγοντας.
-Εγώ είμαι δεξιός από την οικογένεια. Η ΝΔ είναι πιο λαϊκό κόμμα από τις αριστερές ελιτίστικες παρατάξεις. Αριστεροί μορφωμένοι αστοί θα μας λύνανε, υποτίθεται, τα προβλήματά μας, ενώ δεν έχουν ιδέα γι’ αυτά…
Δυο τρεις αριστεροί του μπαίνουν χοντρά.
-Εσύ είσαι ένας χαζός προλετάριος, ανήκεις στην εργατική τάξη και είσαι δεξιός, χα, χα!…
Ειρωνικά γέλια. Ένας του δίνει μια σπρωξιά με τον ώμο του.
-Κάτσε καλά ρε μαλάκα…
Πάλι γέλια.
-Γελάτε τώρα αλλά εάν τον Ιούνη του 15 δεν έκανε την κωλοτούμπα ο ψευταράς ο δικός σας, τώρα θα κλαίγαμε και θα κλαίγατε…
-Φταίει που ο προλετάριός μας είναι δημόσιος υπάλληλος, τι να πεις; Οι εργαζόμενοι του δημοσίου είναι εξίσου προνομιούχοι με τους αστούς, γι’ αυτό σκορδοκοπανάνε λόγια αντιδραστικότερα κι από του Άδωνι…
-Σταθερότητα και μισθοί που τρέχουν βρέξει χιονίσει, ό,τι μαλακία και κοπάνα κι αν κάνουν…
-Ανεξέλεγκτοι… (Προσθέτει ο Χρήστος.) Εγώ με τον ψωρομισθό μου, 800 παίρνω, εάν κάνω τρία λαθάκια, ο εργοδότης μου θα με σουτάρει…
-Σαν τον Μπενζεμά!
Υπάρχουν μεταξύ τους και ακροδεξιοί, που είναι εναντίον όλων. Τους τυχαίνει καμιά φορά να ψηφίσουν αριστερά, τους γυαλίζει όποιος λέει σκληρά, φωναχτά λόγια εναντίον του συστήματος και των προνομιούχων, όποιος και να ’ναι, άλλωστε την μεθεπόμενη φορά θα ψηφίσουν κάποιον άλλο εξτρεμιστή λογά που θα τους παρηγορήσει. Ο μουρλός ο Θανάσης παλιά ψήφιζε επί Αντρέα, ΠΑΣΟΚ. Επί ΠΑΣΟΚ πήρε ένα μεγάλο δάνειο και ξεκίνησε να χτίζει μια βίλα τετρακοσίων πενήντα τετραγωνικών στη Δροσιά, σε ένα τεράστιο οικόπεδο που είχε αγοράσει με το δάνειο, για να στεγάσει τον εαυτό του με τη γυναίκα του και τις οικογένειες των δυο κορών του. Το χτίσιμο είχε αρχίσει και ο Θανάσης πλήρωνε τακτικά τα γραμμάτιά του. Μετά τη χρεοκοπία του 2010 δεν είχε λεφτά να τα πληρώσει και το χτίσιμο σταμάτησε. Τραβούσε απελπισμένος τα μαλλιά του, κατάπληκτος. Οι κόρες του τού έλεγαν «δεν σου είπαμε εμείς να μας στεγάσεις όλους σε μια πελώρια βίλα, μόνος σου τ’ αποφάσισες!» Σιγά μην ήθελαν να ζήσουν στο ίδιο κτίριο μαζί του, έτσι νευρικός, οξύθυμος και στριμμένος που ήταν. Πάντα ξινισμένος, ατημέλητος και νευριασμένος με όλους και με όλα από τότε που η βίλα του έμεινε στη μέση και δεν είχε να εξυπηρετήσει το δάνειό του. Έδινε μόνο κάτι ψιλά αντί για ολόκληρη τη μηνιαία δόση, γιατί τα έσοδά του έπεσαν πολύ με τις διαδοχικές μειώσεις μισθών και συντάξεων. Και δεν είχε ρευστό να συνεχίσει τα έργα στη βίλα του.
Έβριζε Θεούς και δαίμονες. Κάποια στιγμή ψήφισε κι υποστήριξε τη Χρυσή Αυγή. Όταν κατάλαβε πως ήταν αληταράδες, το έστριψε προς τον Σύριζα. Μετά το τρίτο μνημόνιο ψήφισε πάλι ακροδεξιά. Κατόπιν επέστρεψε στον Σύριζα, πάντα έξαλλος και οργισμένος εναντίον του κατεστημένου που του έριξε τις αμοιβές και το εισόδημα. Κανείς δεν ήθελε να αγοράσει μια τόσο μεγάλη οικοδομή που έμεινε στη μέση, δίνοντας του κόσμου τα λεφτά για να την τελειώσει.
Ο Θανάσης ήταν εναντίον των εμβολίων, φοβόταν πως θα αλλοιώσουν σ’ εμάς τους Έλληνες την εξαιρετική και σπάνια ευφυΐα μας που αποτυπωνόταν στο DNA μας… Ήξερε κι από ιατρική και βιολογία, πανάθεμά τον.
«Τα επικίνδυνα είναι τα RNA εμβόλια, επεμβαίνουν στο DNA μας και το αλλοιώνουν επίτηδες για να μας κάνουν υπάκουους, παθητικούς και κουτούς».
«Μα γίνεται να γίνεις λιγότερο έξυπνος, πιο χαζός απ’ ό,τι είσαι;» του έλεγα και τον μπέρδευα. Με κοίταγε συγχυσμένος, λίγο ζαλισμένος και δύσπιστος.
«Δεν μπορείς να γίνεις λιγότερο έξυπνος και πιο χαζός απ’ ό,τι είσαι, τόσο θα μείνεις, ο άνθρωπος δεν αλλάξει μετά τα οκτώ!»
Με στραβοκοίταζε απορημένος κι αναποφάσιστος…
Έπαιζε στον ΟΠΑΠ συνεχώς, ξημεροβραδιαζόταν εκεί για να τα περνάει χωρίς σκοτούρες στο μυαλό, βλέποντας μπάλα και διάφορα ματς για να ξεχνιέται. Όμως πάλι δυσαρεστιόταν, γιατί όπως πίστευε, οι διαιτητές συχνά πληρώνονταν και έστηναν τα παιγνίδια…
Οι κόρες του έμεναν με τους συντρόφους τους σε διαμερίσματα που νοίκιαζαν στην Αθήνα, τους άρεσε η ζωντάνια και πολυκοσμία του κέντρου και δεν ήθελαν να τον βλέπουν συχνά για να μην τρώνε στη μάπα τις συνεχόμενες γκρίνιες και μουρμούρες του.
Η συζήτηση αλλάζει, στρέφεται στο ποδόσφαιρο και γίνεται πιο ζεστή, πιο ανθρώπινη. Οι μισοί, τελικά βαριεστημένοι, πάνε και μπαίνουν απέναντι στο Προπό με τις μεγάλες οθόνες τηλεόρασης, για να δουν μπάλα. Εκεί βρίσκονται οι τζογαδόροι. Παίζουν περίπου 20-30e την ημέρα, λένε ο ένας στον άλλο πως χθες είχαν κέρδος, συνήθως ψέματα, βασικά όλοι στο σύνολο του μήνα χάνουν. Το κρύβουν από τις γυναίκες τους, όσοι έχουν, πως στοιχηματίζουν στο Προπό κάθε μέρα. Υπάρχουν κι οι αλογομούρηδες, που στοιχηματίζουν στα άλογα, χάνουν κι αυτοί τα λεφτά τους. Όλοι τους γκρινιάζουν πως τα περισσότερα παιχνίδια είναι στημένα. Τους ρωτάω.
-Αφού λες πως τα περισσότερα παιχνίδια είναι στημένα, γιατί τα παίζεις;
-Υπολογίζω και τα στησίματα, προσπαθώ να τα μαντέψω! Έτσι κάνει ο υποψιασμένος παίκτης…
Να τους άκουγε από καμιά γωνία η γυναίκα τους, αν είχαν, ε, ρε παντοφλιές που θα έτρωγαν για τις σπατάλες τους…
Πρέπει να κάτσω εκεί μια μέρα από τις 11πμ γιατί πρωτύτερα κοιμάμαι, να τους καταγράψω όλους, έναν προς έναν με τα ονόματα και τις ιδιότητές τους! Φοβερή τοιχογραφία… Ξεχνάω πώς τους λένε όλους, έναν έναν. Είμαστε ο ένας πιο τελειωμένος από τον άλλο… Φαγιούμ!