της Όλγας Σελλά
Στο σημερινό κείμενο επιλέγω να μιλήσω για δύο εντελώς διαφορετικές παραστάσεις, που πραγματοποιήθηκαν σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, με εντελώς διαφορετικού επιπέδου τεχνικές υποδομές, από καλλιτέχνες που τους χωρίζουν χρόνια στο σανίδι και χρόνια στην εμπειρία. Συχνά, συχνότατα, οι καλές παραστάσεις συνδέονται κυρίως με μεγάλα θέατρα και μεγάλα ονόματα. Αλλά αρκετές φορές απογοητεύουν. Και υπάρχουν και οι μικρές σκηνές, -οι πάρα πολλές μικρές σκηνές- με τις πρωτόλειες, συνήθως, καλλιτεχνικές προσπάθειες, με τις χαμηλότατου budjet παραστάσεις, κι ανάμεσά τους κάποιες που καταφέρνουν να ολοκληρώσουν αξιοθαύμαστα την πρότασή τους.
Δύο παραστάσεις με εντελώς λοξά κείμενα, με εντελώς διαφορετικά σκηνικά είδη. Η μία στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του θεάτρου REX (Εθνικό Θέατρο) είναι ένα μιούζικαλ, ο «Ευαγγελισμός» που έφτιαξαν εξαρχής ο Άγγελος Τριανταφύλλου (σκηνοθεσία, μουσική) και ο Γιάννης Αστερής (λιμπρέτο). Μια παράσταση που έχει συγκεντρώσει μερικούς από τους πιο ταλαντούχους συντελεστές σε όλα τα επίπεδα.
Η άλλη παράσταση φιλοξενείται (για 8 παραστάσεις όπως συχνά, επίσης συμβαίνει σ’ αυτές τις προσπάθειες) στο θέατρο Arroyo, με εξαιρετικά δύσκολη σκηνική διαρρύθμιση, αφού φτιάχτηκε κυρίως για παραστάσεις χορού, και ο πρωτοεμφανιζόμενος νεαρός σκηνοθέτης, ο Θεοδόσης Σκαρβέλης ανέλαβε να θεατροποιήσει τη λογοτεχνική νουβέλα του Χρήστου Χρυσόπουλου «Ο βομβιστής του Παρθενώνα». Δεν συγκρίνουμε, ασφαλώς, τις δύο παραστάσεις. Συγκρίνουμε ίσως, ή μάλλον βάζουμε στη ζυγαριά, τις συνθήκες. Και συγκρίνουμε και την τελική γεύση και αίσθηση του θεατή, την αίσθηση της πληρότητας που δημιουργεί μια καλή παράσταση.
Ο Χάρος στη ΜΕΘ του «Ευαγγελισμού»
Νοσοκομείο. Το λογότυπο του «Ευαγγελισμού» αναβοσβήνει στον πίνακα μπροστά μας. Ένας άνθρωπος είναι σε κρεβάτι ΜΕΘ και εμφανίζεται ο Χάρος, δρεπανηφόρος, με την τεράστια κάπα και τη μαύρη κουκούλα του. Όμως εκείνη τη στιγμή ο ασθενής τον πυροβολεί και τον ξαπλώνει αναίσθητο στο πάτωμα: «Σε περίμενα π@@στη»! αναφωνεί ο ασθενής (Χρήστος Λούλης, που είναι και ο διευθυντής της Α Παθολογικής Κλινικής με το –όχι τυχαίο- όνομα Αποστόλης Παύλου). Ο Χάρος διασωληνώνεται, όσοι επρόκειτο να πεθάνουν παίρνουν παράταση… Παίρνει παράταση ο θάνατος; Με ποιον τρόπο; Και τι συμβαίνει όταν πάρει;
Και μετά, με σκωπτικό τρόπο και υπό τους ήχους της μουσικής παρακολουθούμε (με την ελαφρότητα που έτσι κι αλλιώς δίνει το μιούζικαλ σε ό,τι αφηγείται) διάφορες παράλληλες ιστορίες που συμβαίνουν μέσα σ’ ένα νοσοκομείο: την καθημερινότητα των νοσηλευτών και των γιατρών, την αγωνία των συνοδών των ασθενών, τις προσωπικές ιστορίες και τα προσωπικά πάθη. Ιστορίες προσπεράσματος ή καθυστέρησης του θανάτου, φαντασιώσεις, όνειρα, μνήμες, καταχωνιασμένες σκέψεις και επιθυμίες των ετοιμοθάνατων ή των συνοδών τους, η αγάπη ως τελικό όπλο στη μονομαχία με το θάνατο. Όλα αυτά σε γοργό ρυθμό, σε εναλλασσόμενα ή παράλληλα σκετς, με έμφαση στο χιούμορ και φυσικά στη μουσική. Και στον αυτοσαρκασμό (ακούγεται σε κάποια στιγμή «δεν το ‘χει ο Έλληνας το μιούζικαλ»).
Η υγεία και η φθαρτότητα (και μέσω αυτών το θέμα του θανάτου και η διαχείριση αυτού του κορυφαίου φόβου) είναι προσφιλή και διαχρονικά σε αρκετές μορφές τέχνης. Μέσω αυτών θίγονται, εκτός από αυτό το κορυφαίο αίνιγμα και την πανανθρώπινη αίσθηση αδυναμίας, η αναζήτηση του μετά, η διαδικασία του πένθους και της απώλειας αλλά και, στους σύγχρονους καιρούς, οι παθογένειες του τομέα υγείας, οι μικρότητες ή οι μεγαλειώδεις συμπεριφορές των ανθρώπων στις κρίσιμες στιγμές κι ένα σωρό άλλα. Θυμάμαι πρόχειρα την ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη» βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Δενδρινού. Αλλά και ένα σωρό τηλεοπτικές σειρές που κάνουν επιτυχίες με το ίδιο θέμα, ελληνικές και ξένες. Ο Γιάννης Αστερής και ο Άγγελος Τριανταφύλλου θέλησαν ν’ αγγίξουν κι ένα άλλο θέμα, εξίσου σημαντικό: την άκαρπη και συχνά επίπονη προσπάθεια παράτασης της ζωής (από τους γιατρούς, από τους συγγενείς, από τους ασθενείς ή ερήμην εκείνων κάποιες φορές) όταν όλα δείχνουν πως δεν υπάρχει επιστροφή… Δύσκολο θέμα, οπωσδήποτε. Γι’ αυτό προσπάθησαν να το αλλαφρώσουν μέσω της μουσικής, μέσω του μιούζικαλ. Αλλά πολύ γρήγορα χάθηκαν στους διαδρόμους του… «Ευαγγελισμού». Και η παράσταση -που είχε σπουδαίες ερμηνείες και σπουδαίες φωνητικές αποδόσεις από όλους τους ηθοποιούς (κι όχι μόνο από την Νατάσσα Μποφίλιου που είναι τραγουδίστρια, η οποία όμως στάθηκε πολύ καλά και υποκριτικά)- μπέρδεψε την τρυφερότητα με τον σαρκασμό, την κριτική με την επιθεωρησιακή σκηνική έκφραση, τη θλίψη με το γκροτέσκο. Κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά έμειναν μετέωρα τα σημεία του λιμπρέτου που μιλούσαν ευθέως γι’ αυτό που εξαρχής ήθελε να θίξει [όπως σ’ εκείνη τη σκηνή του άρρωστου πατέρα και του γιου του, του νευρολόγου (Φοίβος Ριμένας), που θέλει να του πει τ’ ανείπωτα –από τις πιο τρυφερές στιγμές της παράστασης]. Όμως δεν προλάβαινε ο θεατής από τη διαρκή εναλλαγή των εικόνων και των συναισθημάτων να ταυτιστεί με πρόσωπα, καταστάσεις, στιγμές. Δεν προλάβαινε να μπει συναισθηματικά στην παράσταση. Σαν να μην άντεχαν και οι ίδιοι οι δημιουργοί του ν’ αγγίξουν το δύσκολο. Κι όλο το γυρόφερναν, κι όλο το προσπερνούσαν, είτε με εύκολο λυρισμό, είτε με εύκολο χιούμορ, κι όλο δεν το άφηναν να κυλήσει. Και κειμενικά και σκηνοθετικά. Και τότε έδιναν χώρο σε ιστορίες που με άλλον τρόπο ίσως (κυρίως ως προς το κείμενο) θα μπορούσαν να συνδεθούν με την υπόλοιπη αφήγηση, όπως την ιστορία της γιατρού Ελένης Ζαφείρη (Ελένη Κοκκίδου), που κάνει κοπάνα από τη βάρδιά της, γιατί είναι παθιασμένη με τον τζόγο και γιατί προσπαθεί να ρεφάρει και να σώσει το σπίτι της. Ή την ιστορία της εικαστικού Δέσποινας Παύλου (Νατάσσα Μποφίλιου), που κάνει αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη και τραυματίζεται στο στήσιμο και την ώρα του πόνου, πάνω στο φορείο, απαιτεί να βγει από την είσοδο το έργο του Τέτση, γιατί δεν μπορεί να συνυπάρχει μια λαϊκή αγορά με τη δική της τέχνη! Δύο ιστορίες που παρέπεμπαν ευθέως στο ύφος Κιτσοπούλου.
Τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα φώτα, η κίνηση όλα εντάχθηκαν εύστοχα στο ύφος της παράστασης. Και όλοι μα όλοι οι ηθοποιοί υπερασπίστηκαν και υπηρέτησαν άψογα τη συνθήκη του μιούζικαλ και τραγούδησαν εξαιρετικά –κι όχι μόνο εκείνοι τους οποίους φανταζόμασταν (όπως π.χ. η Ευαγγελία Καρακατσάνη που έχει –και- υψηλές φωνητικές ικανότητες ή ο Γιώργος Γλάστρας ή η Ελένη Κοκκίδου). Η Μαρία Διακοπαναγιώτου, η Κατερίνα Παπουτσάκη, ο Φοίβος Ριμένας εντυπωσίασαν φωνητικά όσο και υποκριτικά. Ξεχωριστή μνεία για τον Χρήστο Λούλη, που απέδειξε, για άλλη μια φορά, ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, να δώσει πνοή, υπόσταση και απόλαυση σε καθετί με το οποίο καταπιάνεται. Ερμηνείες που λειτούργησαν ανακουφιστικά –όπως και η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου- στα ολισθήματα και τις ατέλειες του λιμπρέτου (κυρίως) και της σκηνοθεσίας, σε μια παράσταση που είχε ένα πολύ ενδιαφέρον και βαθύ θέμα, μια έξυπνη ιδέα που δεν κατάφερε να την διαχειριστεί, παρά με τρόπο που υπονόμευε την ίδια την ιδέα.
Η ταυτότητα παράστασης:
Σκηνοθεσία, μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Σταυρόπουλος, Λιμπρέτο: Γιάννης Αστερής, Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια: Άγγελος Μέντης, Κίνηση: Αμάλια Μπένετ, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Βίντεο, συνεργάτης σκηνοθέτης: Ορέστης Σταυρόπουλος, Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου, Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά, Βοηθός σκηνοθετών: Γιώργος Μπραουδάκης, Βοηθός χορογράφου: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζούλια, Βοηθός ενδυματολόγου: Αλεξάνδρα-Αναστασία Φτούλη
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Λητώ Αμπατζή, Χάρης Ανδριανός*, Μαρία Γεωργιάδου, Γιώργος Γκιόκας, Γιώργος Γλάστρας, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Ερατώ Καραθανάση, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Ελένη Κοκκίδου,
Μάριος Κρητικόπουλος, Χρήστος Λούλης, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Λυγερή Μητροπούλου,
Θεοδώρα Μπάκα*, Βασίλης Παπαδόπουλος, Κατερίνα Παπουτσάκη, Έλλη Πασπαλά, Φοίβος Ριμένας, Γιάννης Σαμψαλάκης
Guests: Νατάσσα Μποφίλιου, Μάρθα Φριντζήλα
Μουσικοί επί σκηνής: Ανδρέας Γυφτάκης, Σοφία Ευκλείδου, Bασίλης Mαντζούκης, Γιώργος Πούλιος, Αλέξης Στενάκης, Δημήτρης Τίγκας
Φωτογράφος παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης
Βίντεο παράστασης: Ορέστης Σταυρόπουλος
Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», REX, Εθνικό Θέατρο
Ημέρες και ώρες παραστάσεων : Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή στις 20:30, Σάββατο στις 17:30 και 20:30, Κυριακή στις 19:00
Ένας βομβιστής, ο Παρθενώνας και τ’ ανθρωπάκια του Γαΐτη
Η πρώτη μορφή του βιβλίου «Ο βομβιστής του Παρθενώνα», που ήταν και το πρώτο βιβλίο που δημοσίευσε ο Χρήστος Χρυσόπουλος, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Ανατολικός» το 1996”. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2010, επανακυκλοφόρησε σε συμπληρωμένη έκδοση από τις εκδόσεις «Καστανιώτης», εντάσσοντας σ’ αυτή τη δεύτερη έκδοση ντοκουμέντα από τη διαδρομή του ποιητή και φιλοσόφου Γιώργου Β. Μακρή, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1944 συνέταξε την προκήρυξη του Συνδέσμου Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων (ΣΑΣΑ) ζητώντας την «ανατίναξη του Παρθενώνα». Είναι ο μονόλογος ενός περίεργου ανθρώπου, του Χ.Κ., ενός διαρκή έφηβου, δηλαδή ενός παρορμητικού, ρομαντικού και ανήσυχου ανθρώπου. Που αναρωτιέται για πολλά, ασφυκτιά με περισσότερα και γαντζώνεται από την ιδέα του ποιητή, κάνοντας σκοπό της ζωής του να γκρεμίσει την… Ακρόπολη με μία βόμβα. Πίστευε, αυτός ο περίεργος, ανήσυχος, ρομαντικός όσο και φοβισμένος Χ.Κ. ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα έβαζε τέλος στο δέος που καταδυναστεύει κριτήρια, συμπεριφορές, αισθητικές, στον τρόπο που καθορίζεται η ιστορία, η καθημερινότητα, οι επιλογές του πολιτισμού ή οι επιλογές των ανθρώπων στην πόλη. Πρωταγωνίστρια, βέβαια, είναι και η πόλη. «Η πόλη μας είναι αργή, άλλες φορές ανυπόμονη σας εμάς τους ίδιους. Άλλες φορές ξέρει προς τα πού πηγαίνει, άλλες φορές τρεκλίζει άσκοπα. Η πόλη μας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όπου πάμε την κουβαλάμε στις τσέπες μας. Κι όταν τύχει να κουραστούμε, την ακουμπάμε στο χώμα, όπου βρεθούμε, και μπαίνουμε μέσα της». Σύνθετο βιβλίο, πολυεπίπεδο, πυκνό, που παρά τα «χρόνια» του εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακά φρέσκο και επίκαιρο για πολλά από τα θέματα που θίγει.
Ο Θεοδόσης Σκαρβέλης πολλαπλασίασε τα είδωλα του Χ.Κ. και τα έκανε να μοιάζουν με τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη (μια θαυμάσια σκηνογραφική και σκηνοθετική ιδέα), που τρέχουν διαρκώς, αγχώνονται, σταματούν, σκέφτονται φωναχτά, απολογούνται, απελπίζονται, συνεχίζουν. Η ομοιομορφία της εμφάνισης, η ομοιομορφία της σκέψης, της δράσης, της κίνησης, η αναζήτηση της διεξόδου, η ασφυξία από τα κάθε είδους τοτέμ που μας ακολουθούν. Και μέσα σ’ εκείνον τον δύσκολο και μικρό χώρο του Arroyo κατάφερε να ζωντανέψει τη νουβέλα του Χρήστου Χρυσόπουλου και τον Χ.Κ. με τον τρόπο του θεάτρου. Στην πρώτη του σκηνοθεσία, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Θεοδόσης Σκαρβέλης, που το 2021 αποφοίτησε από το τμήμα σκηνοθεσίας του Κρατικού Ινστιτούτου Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας – (GITIS), έστησε μια αξιοπρόσεκτη παράσταση, με ρυθμό, καθοδήγησε αξιοπρόσεκτες ερμηνείες, συνομίλησε επιτυχώς με το κείμενο που επέλεξε και το φώτισε. Οι τέσσερις ηθοποιοί και ο μουσικός Νίκος Σαρλής, που μετέχει με τους ήχους στη θεατρική αφήγηση, ανταποκρίθηκαν με κέφι και αυταπάρνηση. Θα ξεχωρίσω περισσότερο τον Λευτέρη Παπακώστα και τον Δημήτρη Μπούρα. Ιδιαίτερη μνεία στη σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλειά της Μαριλένα ΚαλαΪτζαντωνάκη. Οπωσδήποτε μια αξιοπρόσεκτη πρώτη γνωριμία, που υπόσχεται ενδιαφέρουσα συνέχεια.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Χρήστος Χρυσόπουλος, Σκηνοθεσία: Θεοδόσης Σκαρβέλης, Βοηθoί σκηνοθέτη: Λουκία Μισσούρα, Αλεξάνδρα Γεωργίου, Σκηνικά / Κοστούμια: Μαριλένα Καλαϊτζαντωνάκη, Βοηθός Σκηνογράφος: Μαρίνα Μηλιάρη, Σχεδιασμός φωτισμών: Εβίνα Βασιλακοπούλου, Σχεδιασμός Ήχου – Σύνθεση πρωτότυπης μουσικής: Νίκος Σαρλής, Επιμέλεια κίνησης: Νικολέτα Ξεναρίου
Φωτογραφίες: Αναστασία Γιαννάκη, Βίντεο: Νώντας Μιχαλόπουλος
Παραγωγή: Έως-αρτ
Παίζουν: Λευτέρης Παπακώστας, Μαρία Γκιώνη, Τρύφωνας Ζάχαρης, Δημήτρης Μπούρας
Μουσικός επί σκηνής: Νίκος Σαρλής
Θέατρο Arroyo (Μεγάλου Αλεξάνδρου 128, Κεραμεικός)
Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:15
Έως 14 Δεκεμβρίου