Τετάρτη, 9 Οκτωβρίου, 2024
ΑΡΧΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Βασίλης Βασιλικός: για τον Ανδρέα, τους κριτικούς, τη Μόσχα, τους φίλους (μια...

Βασίλης Βασιλικός: για τον Ανδρέα, τους κριτικούς, τη Μόσχα, τους φίλους (μια παλιά συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)

0
255
Σκίτσο του Αλέκου Φασιανού. Διακρίνονται ο Βασίλης Βασιλικός (δεξιά), δίπλα του ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Στέλιος Ράμφος και (πάνω αριστερά) ο ζωγράφος στο Caf Saint Claude (Παρίσι, 1969)

μια παλιά συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο

 

Αύριο Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου κηδεύεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών ο Βασίλης Βασιλικός. Με τον Βασίλη Βασιλικό αποκτήσαμε στενές σχέσεις το 2005 όταν ανέλαβα την Διεύθυνση του περιοδικού Διαβάζω. Ο φίλος και πρόσφατα εκλιπών Κώστας Καλφόπουλος μου ζήτησε την άδεια να κάνουμε μια συνέντευξη με τον Βασιλικό. Στο τηλέφωνο είπα στον συγγραφέα “φαντάζομαι είναι η πολλοστή φορά που δίνεται συνέντευξη στο περιοδικό μας”. “Μπα, με θεωρούσαν ελαφρό και δεν μου ζήτησαν ποτέ”. Έκτοτε ειχάμε πολύ συχνές συναντήσεις και συνεντεύξεις. Στη μνήμη του αναδημοσιεύω τη συνέντευξη που μου έδωσε στο Βήμα τον Αύγουστο 2012 με την ευκαρία της επανέκδοσης όλων των χειροποίητων εκδόσεων «8½» που εξέδιδε ο ίδιος με πρόχειρους συνήθως τρόπους στο εξωτερικό, στη Ρώμη, στο Παρίσι, στη Γερμανία, στη Σουηδία μεταξύ των ετών 1967-1273. «Η λογοτεχνία της εξορίας», την ονοματιζε ο επιμελητής και μελετητής του έργου του Β. Βασιλικού, Κώστας Καλφόπουλος, βιβλία που μιλάνε για το τι συζητούσαν οι πολιτικοί εξόριστοι στα καφενεία.

Στη συνέντευξη αυτή ο Βασίλης Βασιλικός μιλάει για το πως έγραφε, γιατί τον μίσησαν οι κριτικοί, πως του συμπεριφέρθηκαν στη Μόσχα, πως έγραψε το Ζ, ποιος ήταν ο πραγματικός Ανδρέας Παπανδρέου, για την ΕΡΤ, για τους φίλους του στο Παρίσι, Κορτάσαρ, Λιόσα, Μπονφουά, Μίκη, Δεσποτίδη κ.ά.

Η συνέντευξη 

Eπειτα από 45 χρόνια ο Βασίλης Βασιλικός επανεκδίδει σε ένα δίτομο (εκδόσεις Παπαζήση) όλες τις χειροποίητες εκδόσεις «8½» που εξέδιδε ο ίδιος με πρόχειρους συνήθως τρόπους στο εξωτερικό, στη Ρώμη, στο Παρίσι, στη Γερμανία, στη Σουηδία μεταξύ των ετών 1967-1273. Είναι «η λογοτεχνία της εξορίας», όπως την ονοματίζει ο επιμελητής και μελετητής του έργου του Β. Βασιλικού, Κώστας Καλφόπουλος.

Είναι βιβλία που μιλάνε για το τι συζητούσαν οι πολιτικοί εξόριστοι στα καφενεία. Διάφοροι μονόλογοι. Η ιστορία του αγωνιστή Νίκου Ζαμπέλη, εξάδελφου του Αλέξανδρου Παναγούλη. Για τους Τουπαμάρος από τον Ρεζί Ντεμπρέ. Μυθοπλασίες όπου πρωταγωνιστούν υπαρκτά πρόσωπα κ.ά.
Οντας εξόριστος και ο ίδιος ο συγγραφέας προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αμφιθυμία των εποχών, τα ρεύματα του μοντέρνου που κατακλύζουν τη Δύση και την οπισθοδρόμηση με τις εθνικιστικές εξάρσεις της χούντας των συνταγματαρχών. Ανάμεσά τους ο Β. Βασιλικός νοσταλγεί, αντιδρά, απογοητεύεται, ελπίζει θέλοντας να καταλάβει ποια είναι η ταυτότητα της χώρας του.
Κύριε Βασιλικέ, τι ακριβώς ήταν οι εκδόσεις «8½» και γιατί επανεκδίδονται σε ένα δίτομο τώρα;
«Είναι μια ιδιαίτερη έκδοση. Τα βιβλιαράκια αυτά κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό ανάμεσα στους Ελληνες, στη Γερμανία, στον Καναδά και μόνο δύο βγήκαν στη Μεταπολίτευση από τις εκδόσεις Πλειάς. Είχα στείλει μερικά στην Αθήνα, με έναν ξάδελφό μου, και του παρήγγειλα να τα δώσει στον Βαγγέλη Λάζο, της Δωδώνης. Οσοι τα βρήκαν εκεί τα πήραν. Επειτα από 45 χρόνια από την εποχή της χούντας είπαμε με τον επιμελητή Κώστα Καλφόπουλο να τα εκδώσουμε και πάλι στις εκδόσεις Παπαζήση με τη διαφορά ότι τοποθετήθηκαν σε ένα δίτομο με διαφορετική χρονολογική σειρά, που τα κάνει, κατά τη γνώμη μου, πιο ενδιαφέροντα».
Πού γράφτηκαν αυτά τα βιβλία;
«Τα περισσότερα τα έγραψα στο Δυτικό Βερολίνο. Οταν έμπαινα στο Βερολίνο λες και χτυπούσε ένα εγκεφαλικό μου κύτταρο και έμπαινα στην πρίζα. Αρχισα να γράφω αμέσως. Και στη Ρώμη ή στη Νέα Υόρκη έγραφα. Αντίθετα στο Παρίσι ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ και να γράψω. Ηταν τόσο ενδιαφέρουσα η ζωή, συνέβαιναν τόσα πράγματα που δεν με άφηναν να συγκεντρωθώ».

Πώς κυκλοφορούσαν αυτά τα βιβλία. Πωλούνταν, σας πλήρωναν;
«Τα έκανα πακέτο, τα έβαζα σε ένα κόκκινο κουτί και τα έστελνα με το ταχυδρομείο. Το κόστος όλων των βιβλίων ήταν 34 μάρκα και 74 σεντς. Κάποιοι με πλήρωναν, κάποιοι όχι. Μια φορά εντόπισα κάπου στην περιοχή του Ρουρ έντεκα παραλήπτες που δεν με είχαν πληρώσει και πήγα να τους βρω. Ο πρώτος που συνάντησα αρνήθηκε να τα πληρώσει λέγοντάς μου ότι τα βιβλία αυτά είναι ιερά, τα είχε βάλει δίπλα στο εικόνισμα: «Είναι ιερά», μου λέει, «ανεκτίμητα, δεν πληρώνονται». Ο δεύτερος αντί να με πληρώσει ήθελε να μου δώσει το αυτοκίνητό του. Απογοητεύθηκα. Τους άλλους εννιά δεν τους έψαξα ποτέ».
Γιατί ονομάσατε τις εκδόσεις αυτές «8½»;
«Τις ονόμασα «εκδόσεις 8½» προς τιμήν της ομότιτλης ταινίας του Φελίνι. Μόλις είχε παιχτεί στους κινηματογράφους και όλοι είχαμε μείνει άναυδοι. Ο κινηματογράφος προξενούσε μεγάλη εντύπωση, θυμάμαι αντίστοιχη εντύπωση μας είχε προκαλέσει «Η δίκη» του Κάφκα όταν την είδαμε στην ταινία του Ορσον Γουέλς».
Είναι μια έκδοση νοσταλγίας;
«Ο,τι κατέγραφα τότε ήταν από τη μεριά του απόντος. Ο Κούντερα το έχει γράψει πολύ ωραία στο Βιβλίο του γέλιου και της λήθης: Κοιτώντας ο εξόριστος ήρωάς του την Πράγα από μακριά το δάκρυ του γίνεται μεγεθυντικός φακός και βλέπει καθαρά τα πρόσωπα των εναπομεινάντων στην πατρίδα».
Παρατηρώ ότι επανεκδίδετε συνεχώς τα βιβλία σας, αλλά δεν βλέπω τίποτε καινούργιο. Υπάρχει άραγε κάτι στα σκαριά;
«Χίλιες διακόσιες σελίδες περιμένουν την έκδοσή τους. Είναι το ημερολόγιό μου για 20 χρόνια, από το 1998 ως το 2008. Πιστεύω ότι θα έχει ενδιαφέρον, αν σκεφτείτε ότι γνώρισα πολλά πρόσωπα και μπλέχτηκα σε πολλές καταστάσεις».
Στην Ελλάδα θυμόμαστε κυρίως τη θητεία σας στην ΕΡΤ. Μετά φαίνεται να ξεκόβετε. Γιατί δεν μείνατε εδώ;
«Στην Ελλάδα γύρισα τον Αύγουστο του 1974 και έφυγα τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Κάτι με πείραξε. Η εξαργύρωση των αντιστασιακών επιταγών; Οτι όλα αυτά τα χρόνια, όλα αυτά τα βιβλία που έγραψα δεν αντιστοιχούσαν με την εδώ πραγματικότητα; Δεν ξέρω. Ξαναγύρισα στη Ρώμη. Την τριετία 1981-1984 βρίσκομαι στην ΕΡΤ και μετά φεύγω πάλι με τη Βάσω από την Ελλάδα. Ημουν τόσο αφομοιωμένος μέσα στην ΕΡΤ που όταν έβγαινα έξω ήμουν σαν ζαλισμένο κοτόπουλο. Πρακτικά δεν έζησα στην Αθήνα, αλλά στην ΕΡΤ. Γύρισα στην Αθήνα το 1995, έφυγα πάλι το 1996, για να γυρίσω ξανά το 2005».
Με την Αριστερά δεν είχατε καλές σχέσεις…
«Δεν έμπλεξα με κανένα κόμμα ποτέ. Βέβαια, όταν ο Φίλιππος Ηλιού, περπατώντας δίπλα στον Σηκουάνα, μου πρότεινε να μπω στο ΠΑΜ, δέχτηκα. Μπήκα στην Αριστερά μέσω του Μίμη Δεσποτίδη, όχι μέσω ενός κόμματος. Αυτός εξάλλου είχε επιμείνει να γράψω το Ζ».
Το επίσημο ΚΚΕ τι έλεγε για εσάς;
«Θα σας πω μια ιστορία: όταν παρουσιάσαμε το Ζ στη Ρωσία με τη Μαρία Μπέικου, που έκανε τη μετάφραση, οι Ρώσοι ήθελαν να δουν τον Υβ Μοντάν, αλλά δεν ήθελαν να ακούσουν για τη δυτική Αριστερά. Ηδη οι Ρώσοι μού είχαν αφαιρέσει από το βιβλίο μια παράγραφο που μιλούσε για την Κίνα. Στην Ενωση Συγγραφέων το 1969 παίζεται η ταινία. Θα ακολουθούσε συζήτηση, όμως κανένας δεν ρωτάει. «Ακρα του τάφου σιωπή». Τους προτρέπω να ρωτήσουν έστω τι απέγιναν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της ταινίας, τίποτα. Ομως, κατεβαίνοντας να φύγω με πλησιάζουν και μου ρίχνουν χαρτάκια στην τσέπη, μαζί και μια μικρή παλιά εικόνα της Παναγίτσας. Περιείχαν ευχαριστίες, χαιρετίσματα στον Ρίτσο, στον Μίκη, στον Γλέζο κ.ά.».
Ησασταν ο πρώτος που γράψατε doc fiction, όπως ο Τρούμαν Καπότε…
«Πράγματι. Doc fiction ήταν το Εκτός των τειχών, το Ζ και όλα αυτά που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις 8½. Δεν μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα. Ο γάλλος ποιητής Υβ Μπονφουά μού είπε κάποτε: «Γιατί, Βασίλη, με το υλικό που έχεις δεν κάνεις ένα μυθιστόρημα α λα Μπαλζάκ;». Το σκέφτηκα πολλές φορές, αλλά δεν μπορούσα. Δεν κρατιόμουν από το να τα εκδώσω. Δεν είχα την ψυχική ηρεμία, όπως μετά τη Μεταπολίτευση, όταν έγραψα τον Γλαύκο Θρασάκη. Κάποτε στο Παρίσι ήμασταν στο σπίτι μιας φίλης, υπεύθυνης για τα ξένα βιβλία των εκδόσεων Γκαλιμάρ, ο Κορτάσαρ, ο Λιόσα, ο Μάρκες και εγώ. Δεν ήταν όλοι τότε πολύ γνωστοί. Αυτή μάς πρότεινε να γράψει ο καθένας μια νουβέλα και να εκδοθούν μαζί και μάλιστα ήθελε πρώτος να ξεκινούσα εγώ. Ημουν ήδη γνωστός από το Ζ. Ηταν οι μέρες που είχαν πιάσει τον φίλο μου Λελούδα, το μυαλό μου ήταν αλλού, ούτε καν το σκέφτηκα. Αργότερα αναρωτήθηκα τι βλακεία έκανα».
Αρκετοί κριτικοί στην Ελλάδα δεν φαίνεται να σας αναγνωρίζουν…
«Παλιότερα ήταν πιο έντονο. Τώρα λόγω και της εκπομπής αρχίζουν και με αναγνωρίζουν, ερευνητές ασχολούνται με τα βιβλία μου κτλ. Ολα τα λάθη βέβαια ήταν δικά μου, καθώς γυρίζω στη Μεταπολίτευση και εκδίδω 48 βιβλία σε τρία χρόνια. Τους κατέκλυσα, τους απογοήτευσα, τους απομάκρυνα».
Κάτι τελευταίο. Τι βλέπετε, θα τα καταφέρει η χώρα;

«Υπάρχει ένας σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση, ο Γιάννης Στουρνάρας, που μπορεί να μιλήσει στη γλώσσα τους. Μπορεί να πετύχει το maximum, που φυσικά είναι το minimum που όλοι θέλουμε».

«Ο συναισθηματισμός “έφαγε” τον Ανδρέα»

Ο Βασίλης Βασιλικός διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Πώς και δεν πολιτεύτηκε;

«Ο Ανδρέας επέμενε να πολιτευτώ. Δεν ήθελα με τίποτα. Είχα πατέρα πολιτευτή και είχα ζήσει τόσες τραυματικές απογοητεύσεις που μου προξενούσε απέχθεια και μόνο η σκέψη να πολιτευτώ. Ισως το μόνο θετικό που θυμάμαι ήταν ότι έγραψα τα πρώτα μου κείμενα πίσω από τα ψηφοδέλτια του πατέρα μου. Ο Ανδρέας μού πρότεινε να πάρω το υπουργείο Πολιτισμού. Ούτε αυτό ήθελα. Μόνο η τηλεόραση με ενδιέφερε. Εφυγα μετά την τριετή θητεία μου με μια δήλωση αστεία, «για την προσωπική μου ανασυγκρότηση». Στην πράξη έφυγα γιατί του πρότεινα να φέρει την ιδιωτική τηλεόραση. Δεν ήθελε καν να το ακούσει».

Πώς θα χαρακτηρίζατε σήμερα τον Ανδρέα Παπανδρέου;
«Πέρα από την ευφυΐα του και τη γνώση του στα οικονομικά, ήταν ο πιο συναισθηματικός άνθρωπος που γνώρισα. Αυτό, το συναισθηματικό, ήταν που τον οδήγησε και σε μεγάλα λάθη».
Προηγούμενο άρθρο“Ο βομβιστής του Παρθενώνα” και μια νάρκη στον “Ευαγγελισμό” (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΣε αναζήτηση του χαμένου παρελθόντος Πατρίκ Μοντιανό, «Chevreuse» (του Αντώνη Ν. Φράγκου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ