O Θύμιος ο κολγκέιτ και η Γωγώ Τσαμπά (διήγημα του Γιάννη Πάσχου)

1
744

του Γιάννη Πάσχου

Ανήμερα του δεκαπενταύγουστου πήγαμε με τον Γιάννη τον κουφό και τον Θύμιο τον ξεδοντιάρη ή αλλιώς τον Θύμιο τον κολγκέιτ,  στον Ευκάλυπτο, ένα καφενείο κοντά στον Μύτικα της Πρέβεζας, να ακούσουμε τη Ρίτα, μια νεαρή αοιδό που τραγουδούσε κατά προτίμηση Γωγώ Τσαμπά.  Το «πήγαμε» βέβαια,  μια κουβέντα είναι γιατί ο Θύμιος ο ξεδοντιάρης μας έσυρε με το στανιό,  με το έτσι θέλω, όχι ρε, θα πάμε στη Ρίτα, στο αγγελούδι μου θα πάμε, τέρμα, κλείνω το μαγαζί και φύγαμε. Πράγματι, έκλεισε το χασάπικο, μπήκαμε στριμωχτά στο σαραβαλιασμένο αγροτικό  και με μισό φανάρι να φωτίζει σαν καντηλάκι τον δρόμο, φτάσαμε μετά από κανα δυο ώρες ταλαιπωρίας στο υπαίθριο, γεμάτο λακκούβες και αγριόχορτα, πάρκινγκ του Ευκαλύπτου.

Ολόκληροι δεν φτάσαμε, τις μισές αισθήσεις μας τις είχαμε σκορπίσει στο δρόμο, γιατί την ακοή τη θυσιάσαμε για την χάρη του Γιάννη που δεν άκουγε καλά  κι ο Θύμιος είχε βρει μια καλή δικαιολογία να βάζει τραγούδια της  Γωγώς Τσαμπά στη διαπασών, ενώ η  όσφρηση -η δική μου τουλάχιστον- είχε πάθει μεγάλη ζημιά από τον ιδρώτα, την τσιγαρίλα και τη μπόχα από τα  ξεραμένα αίματα και τα λίπη που τάγκιζαν, ποιος ξέρει πόσο καιρό, στην καρότσα του αγροτικού. Όσο για την όραση δεν γεννάται θέμα, μας είχαν βγει τα μάτια να κοιτάμε με αγωνία τον υποφωτισμένο δρόμο, μην τυχόν και διαβούμε  σε καμιά ρεματιά. Για να μην πω για πόδια, χέρια και μέσες που κακοποιήθηκαν βάναυσα έτσι που ήμασταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον πάνω στα ξεχαρβαλωμένα καθίσματα.

Σαν φτάσαμε στον Ευκάλυπτο,  τεντωθήκαμε να συνέλθουμε, ισιώσαμε τα κορμιά μας, φτιάξαμε τα παντελόνια, κατουρήσαμε πίσω από ένα άσπρο πολυτελές τζιπ με γερμανικές πινακίδες και μπήκαμε στο χώρο του πανηγυριού. Καλώς τον Θύμιο τον κολγκέιτ  και την παρέα του, φώναξε ένα από τα γκαρσόνια και ο μαγαζάτορας του Ευκαλύπτου, ο Βασίλης, πετάχτηκε από το πόστο του,  ασπάστηκε συγκινημένος δυο  φορές τον Θύμιο τον ξεδοντιάρη, μας έβαλε πρώτο τραπέζι πίστα και κάθισε  μαζί μας. Α ρε Θύμιο, του είπε, θυμάσαι τότε στο Toρνέιντο τι είχαμε φτιάξει, ρίξαμε το μαγαζί όλο κάτω, λοιπόν παιδιά -απευθύνεται σε μας- δεθήκαμε με τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια και χορεύαμε, παραπατάγαμε, πέφταμε κάτω, τα φωτάκια  τσαφ-τσουφ  κι έσκαγαν και δώστου πάλι κι αυτή η άτιμη η Ρίτα να μην σταματά, θα καούμε για χάρη σου, της φωνάζαμε,  α ρε Θύμιο, πως δεν πάθαμε ηλεκτροπληξία να καούμε για πάρτη της… Ο Θύμιος ο κολγκέιτ τον μούντζωσε με αγάπη και γέλασε,  τρία δόντια είχε και τα τρία δεξιά. Ήρθαν και οι πρώτες μπύρες, κοκορέτσι στη λαδόκολλα και αρνάκι. Το γκαρσόν, ένας μουστακαλής με μια πρώην άσπρη ποδιά τίγκα στη λέρα,  που είχε ξεπατικώσει τα καμώματα ενός διάσημου τούρκου σεφ, άρχισε να ρίχνει αλάτι χοντρό με τον τρόπο που το κάνει ο τούρκος για να μας εντυπωσιάσει, εμείς τον χειροκροτήσαμε, αλλά ο Βασίλης ο μαγαζάτορας τον αποπήρε,  ουστ, γομάρι, που τα ‘μαθες αυτά τα πούστικα, ο μουστακαλής του πέταξε μια χούφτα αλάτι πάνω του κι έφυγε γελώντας, ενώ τα όργανα έκαναν ζέσταμα και μια χοντρούλα με κοντό στραφταλιζέ μπλουζάκι, μελλοντικό άστρο του πενταγράμμου,  με τη μέση έξω να ξεχειλίζει από όλες τις πλευρές,  δοκίμαζε τα μικρόφωνα, σιαχαχα, σιαχαχα, 1, 2,3 το, το, το , σιάχαχα, α,α,α και κοιτούσε ολόγυρα με νωχελικό, βαριεστημένο ύφος πρώιμης ντίβας.

Αυτά για προεόρτια. Στο κυρίως πιάτο περάσαμε κατά τις δώδεκα το βράδυ, όταν είχαμε πιει το πρώτο τελάρο μπύρες κι είχαμε μεσιάσει το δεύτερο (εκτός των κερασμένων αυτά), οι άνθρωποι γύρω μας,  φιγούρες διπλές, τριπλές,  χάνονταν  και ανασταίνονταν ως δια μαγείας. Με το που εμφανίζεται η Ρίτα, ο Γιάννης ο κουφός άρχισε να ανοίγει τις μπύρες τη μία πίσω από την άλλη, να τις κουνά με δύναμη και να μας λούζει με τον αφρό, ενώ ο Θύμιος ο ξεδοντιάρης  είχε πέσει κάτω στο χώμα, γονάτιζε και ξανασηκωνόταν  με τα χέρια ανοιχτά, απευθυνόμενος στο νυχτερινό ουρανό και φώναζε πάρε με Θεέ μου, πάρε με, «Θύμιο μου, για σένα αμάρτησα» ακούστηκε η φωνή της Ρίτας  και « ….δε σου κάνω τον άγιο  αχ ! αμάρτησα, για μια νύχτα παράνομα….»,  ο Θύμιος σύρθηκε στην πίστα κι έκανε μετάνοιες μπροστά της, ενώ ο Βασίλης ο μαγαζάτορας  εμφανίστηκε  με τη συνοδεία του μουστακαλή με τη λερωμένη ποδιά και δυο άλλων βοηθών, αγκαλιά με πέντε μεγάλα χαρτόκουτα γεμάτα σαμπάνιες, άρχισε να τις ανοίγει και να περιλούζει τον φίλο του,  αφού πρώτα γέμισε ένα   κολονάτο ποτήρι και το πρόσφερε στη Ρίτα να βρέξει τα χείλη της. Ο Γιάννης ο κουφός χόρευε εκστασιασμένος  γύρω από τον γονυπετή  Θύμιο με ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι, τον ακολούθησα κατά βήμα σαν σκυλί, γιατί δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, στην ίδια στάνη βρισκόμασταν και ο βοσκός μας έλιωνε από πόθο. Γέμισε η πίστα χορευτές και χορεύτριες που σείονταν ολόκληροι κι όσο η Ρίτα  τραγουδούσε και το τραγούδι γινόταν αναστεναγμός «αχ! αμάρτησα για μια νύχτα παράνομα …», οι αμαρτωλοί όλου του κόσμου ένιωθαν μέσα τους βαθιά τη  συγχώρεση  για όλες τους τις παρανομίες.  Δεν ξεχώριζα αν ο Θύμιος δάκρυζε ή τα σημάδια των ρυακιών που ήταν χαραγμένα στο πρόσωπό του ήταν από τη μπύρα που μας είχε περιλούσει ο Γιάννης κουφός ή από τις σαμπάνιες που του είχε ρίξει με το κιλό ο Βασίλης, ο κολλητός του ή ήταν  πραγματικά δάκρυα πόνου, εσωτερικής αναστάτωσης, φλογερού αναβρασμού, ανάστασης και συγκίνησης  που προκαλούσε  η παραδείσια πορεία στην οποία είχε μπει. «…Αχ! αμάρτησα…» αναστέναξε η Ρίτα και ο Θύμιος πήρε ένα μισογεμάτο μπουκάλι σαμπάνιας και το έσπασε στο κεφάλι του  με τη μία, λες και ήταν εκπαιδευμένος ούτε σταγόνα αίμα να μη βγεί, ούτε πόνος και στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.

Το κέφι είχε ανάψει για τα καλά και όταν η Ρίτα μπήκε στα καγκέλια, το μεγάλο σουξέ της Γωγώς Τσαμπά  κι ακούστηκε το φοβερό «πωπωπωπωπωπω-θα τρελαθώ» έγινε ο αναστεναγμός τρέλα. Οι  άντρες ξεκούμπωναν τα πουκάμισα και  τα πετούσαν, σαν να ΄θελαν να αποδιώξουν το  βάρος που τους κρατούσε στη γη, να εξαϋλωθούν, να γίνουν ανάλαφροι όσο δεν ήταν ποτέ και οι γυναίκες,  πλημυρισμένες  με ηδυπάθεια, μέσα σε λαμέ φουστάνια και ότι ενδυματολογικό βάζει ο νους σου, με τα στήθια να πηγαινοέρχονται σαν συμπληγάδες και τα κορμιά να εκτινάσσονται πληθωρικά, να σπαρταρούν λες και πιάστηκαν σε αγκίστρι, με αρώματα, τακούνια και φτέρνες περιποιημένες ή και ταλαιπωρημένες από τις αγροτικές εργασίες, όλα χελιδονάκια που μόλις μετανάστευσαν στον παράδεισο μετά από μακρινό ταξίδι από την καθημερινότητα. Ο Θύμιος ο ξεδοντιάρης,  εκεί που σερνόταν γονυπετής και κανά δυο συναγωνιστές τον είχαν πατήσει κατά λάθος στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού πετάχτηκε πάνω, ηφαίστειο, λάβα, πυρκαγιά, έπιασε τον στύλο που στην κορυφή του ήταν ένα από τα δυο μεγάλα μεγάφωνα και άρχισε να τον κουνά στο ρυθμό του πωπωπωπωπω, πήγαινε ο στύλος πέρα δώθε και το μεγάλο μεγάφωνο τραμπαλιζόταν  με κίνδυνο να φύγει από τη βάση του, αν και φαινόταν καλά στερεωμένο, πετάγεται ο Βασίλης,  ο μαγαζάτορας του Ευκαλύπτου, στην αρχή νομίσαμε ότι πήγε να τον πάρει από κει  πριν γίνει καμιά ζημιά, αλλά αυτός έκανε ακριβώς το αντίθετο,  αγκάλιασε τον φίλο του κι άρχισαν να κουνάνε και οι δυο μαζί τον στύλο, σαν να ΄θελαν να κατεβάσουν την αγαπημένη τους τραγουδίστρια από κει ψηλά, κάτω χαμηλά, να τη φέρουν στα δικά τους μέτρα, να γίνουν μαζί της ένα και ομοούσιο. Μια, δυο, τρεις, το μεγάφωνο έφυγε από τη θέση του και με δύναμη έσκασε πάνω στον Θύμιο.

Το κέφι έκοψε απότομα, το κλαρίνο χαμήλωσε για λίγο κι όταν ο Θύμιος σηκώθηκε από κάτω, όλα ξαναπήραν μπροστά όπως πρώτα. Έκανε δυο βήματα μισοζαλισμένος,  σωριάστηκε, ανήμπορος να σταθεί όρθιος, πάνω στο μεγάφωνο και το αγκάλιασε ολόκληρο  λες κι ήταν ζωντανό. Η φωνή της Ρίτας ακουγόταν χαμηλόφωνα από το πεσμένο, μισοχαλασμένο ηχείο, πολύ κοντά στο αυτί του, τραγουδούσε  μόνο γι αυτόν. Ένα αδιόρατο χαμόγελο ευτυχίας  διαγράφηκε στα χείλη του κι όσο περνούσε η ώρα πάγωνε και γινόταν όλο και μονιμότερο…

 

 

Προηγούμενο άρθρο9ο  Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης “Σύνδεση – Connection” (23-27 Αυγούστου)
Επόμενο άρθροΚοντά στο Αφγανιστάν: Φωνές κοριτσιών  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Και μόνο για τη φράση: “… «…Αχ! αμάρτησα…» αναστέναξε η Ρίτα και ο Θύμιος πήρε ένα μισογεμάτο μπουκάλι σαμπάνιας και το έσπασε στο κεφάλι του με τη μία, λες και ήταν εκπαιδευμένος ούτε σταγόνα αίμα να μη βγεί, ούτε πόνος και στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ