Μαριγώ Ζάννου (*)
Έπαιζε νευρικά στο δεξί του χέρι μια χαρτοπετσέτα. Εγώ έβλεπα την πλάτη του, καθόταν σε ένα ψηλό σκαμπό, μπροστά από τη μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε στον αεροδιάδρομο. Είχε μπροστά του ένα δίσκο με ένα καφέ και ένα σάντουιτς. Φορούσε ένα μάλλινο σακάκι και τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα. Δεν είχε αγγίξει το σάντουιτς, μόνο κάθε τόσο σήκωνε την κούπα του καφέ και έπινε μια γουλιά. Ύστερα την κρατούσε στον αέρα και υποθέτω πως χάζευε τη θέα μπροστά του. “Ένας άνθρωπος μόνος” σκέφτηκα πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ μου. Κοίταξα το γλυκό μέσα στο πιάτο, πάνω στο δίσκο μου, ανέγγιχτο. Δεν είχα όρεξη για γλυκό τελικά, δεν ξέρω γιατί το παρήγγειλα λίγο πριν. Εκείνος έσκυψε, έψαξε μέσα στην τσάντα του, κάτι έβγαλε και το ακούμπησε δίπλα από το δίσκο του. Δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν ακριβώς. Έμοιαζε με σημειωματάριο. Το ακούμπησε εκεί και συνέχισε να κοιτάζει έξω από τη τζαμαρία. Έπιασα το βιβλίο μου και άρχισα να διαβάζω.
Το αριστερό μου χέρι είχε μουδιάσει και δε μπορούσα να συγκεντρωθώ. Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα ξανά. Ήταν εκεί, ακίνητος και μόνος. Πέρασαν από μπροστά μου δυο κορίτσια που μιλούσαν έντονα. Της ακολούθησα με το βλέμμα μου. Έκατσαν σε ένα τραπέζι στα αριστερά μου. Γελούσαν δυνατά και πείραζαν η μια την άλλη. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος τους, όχι τόσο ώστε να μπορώ να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του, κι έπειτα ξαναγύρισε μπροστά του και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του.
Οι άνθρωποι που πίνουν καφέ ή τρώνε μόνοι τους μου δημιουργούν ένα συναίσθημα περίεργο, κάτι σαν οίκτο. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο τους λυπάμαι. Κάποιοι δείχνουν να είναι εντάξει μέσα σε αυτή τη συνθήκη ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Εγώ τους λυπάμαι όλους. Σε καμία από τις δυο κατηγορίες δεν δείχνουν ευχαριστημένοι όπως τα δυο κορίτσια αριστερά μου, που γελάνε δυνατά και δείχνουν να ευχαριστιούνται η μια την παρέα της άλλης. Εκείνος έπιασε το σημειωματάριο, το άνοιξε και κάτι έγραψε. Κάποια σκέψη του; Κάποιο ραντεβού;
Έκανα να πιάσω πάλι το βιβλίο μου, μα όπως το σήκωνα από το τραπέζι, έσπρωξα κατά λάθος την κούπα και έχυσα τον καφέ μέσα στο πιατάκι με το γλυκό μου. Το παρατήρησα να κολυμπάει μέσα στο σκούρο υγρό κι έπειτα έπιασα το κουταλάκι και άρχισα να το κόβω σε μικρά κομμάτια. Αυτό μου άρεσε να το κάνω όταν ήμουν παιδί. Όταν πήγαινα με τους γονείς μου σε ταβέρνες, έριχνα μες στο πιάτο με τα αποφάγια μου ότι αναψυκτικό είχε μείνει στο τραπέζι, πρόσθετα αλάτι, πιπέρι, ψωμί, καμιά φορά και κομμάτια από χαρτοπετσέτες και τα ανακάτευα μέχρι να γίνουν όλα ένας πολτός αηδιαστικός. Σήκωσα το κεφάλι μου.
Εκείνος είχε φύγει από τη θέση του, τα κορίτσια δίπλα μου γελούσαν ακόμη δυνατά. Έκανα να σηκωθώ και τον είδα να στέκεται όρθιος ακριβώς από πάνω μου. Σήκωσε το δεξί του χέρι σα να με χαιρέτησε, μέσα στην παλάμη του κρατούσε ακόμη τη χαρτοπετσέτα. Το αριστερό μανίκι από το μάλλινο σακάκι του έχασκε άδειο στο πλάι.
(*) Η Μαριγώ Ζάννου είναι ΜΑ Creative Writing, OBU (Μητροπολιτικό Κολλέγιο)