της Δήμητρας Ρουμπούλα
Το «Τσεβενγκούρ» είναι μια καθηλωτική αφήγηση για την κομμουνιστική ουτοπία, με αγνούς και άγριους ανθρώπους που χτίζουν έναν αδιανόητο επίγειο παράδεισο σε μία μόνο πόλη. Το σημαντικότερο έργο του Αντρέι Πλατόνοφ, τόσο ογκώδες όσο και περίπλοκο στις περιγραφές και ιδέες του, είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα με μια θρυλική διαδρομή από το 1929 οπότε ολοκληρώθηκε μέχρι το 1972 που πρωτοκυκλοφόρησε στη Γαλλία και το 1988 που άρθηκαν οι απαγορεύσεις και επιτέλους εκδόθηκε στη Ρωσία, τριάντα επτά χρόνια μετά από τον θάνατο του συγγραφέα, το 1951, ο οποίος πλέον μνημονεύεται ανάμεσα στους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα – κατά τον Γιόζεφ Μπρόντσκι, δίπλα στους Προυστ, Κάφκα, Μούζιλ, Φώκνερ και Μπέκετ.
Το «Τσεβενγκούρ» καλύπτει μερικά χρόνια πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, με πολλούς χαρακτήρες να εμφανίζονται, να εξαφανίζονται ή να επανεμφανίζονται, γεγονός που δημιουργεί μια αίσθηση χάους. Χωρίς να διαρθρώνεται σε κεφάλαια, μοιάζει σαν δύο μυθιστορήματα. Το πρώτο μέρος μπορεί να διαβαστεί σαν μυθιστόρημα ενηλικίωσης, βιολογικής και πολιτικής, του κεντρικού χαρακτήρα, του άκακου Αλεξάντρ (Σάσα) Ντβάνοφ, με φόντο τη σιωπηρή αγροτική φτώχεια στην προεπαναστατική ρωσική επαρχία. Ορφανός από τα έξι, αλλά λίγα και βιαστικά περιγράφονται για τη ζωή του στην οικογένεια του θετού του πατέρα, του παθιασμένου με τις μηχανές Ζαχάρ Πάβλοβιτς, καθώς ο συγγραφέας επιφυλάσσει στον Σάσα μια κομματική αποστολή προς αναζήτηση «σοσιαλιστικών στοιχείων». Η σταδιακή εξοικείωση με τη μαχόμενη επανάσταση και η αυξανόμενη ένταση μετατρέπονται πρώτα σε επαναστατικό ενθουσιασμό, μετά σε επαναστατική βία και τέλος σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος τελειώνει με την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας.
«Ίσως ο σοσιαλισμός να έχει κατά τύχη πετύχει κάπου, διότι οι άνθρωποι δεν έχουν τι άλλο να κάνουν εκτός από το να συσπειρωθούν εξαιτίας του φόβου για τις συμφορές και της έντασης της ένδειας». Στο δεύτερο μέρος, μια ομάδα παράξενων, στα όρια της τρέλας, ηρώων από τον λαό χτίζει τον κομμουνισμό – ή αυτό που αντιλαμβάνονται ως κομμουνισμό – σε μια (μη) πόλη, το ανύπαρκτο Τσεβενγκούρ, κάπου στην απόκοσμη στέπα όπου μόνο αγριόχορτα φυτρώνουν. Ενώ η υπόλοιπη Ρωσία βγαίνει σιγά σιγά από το χάος του Εμφυλίου και οι Μπολσεβίκοι της Μόσχας κηρύσσουν τη ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική), που λίγα χρόνια μετά καταρρέει για να τη διαδεχτεί η σταλινική εκδοχή της οικονομίας, αυτή η χούφτα ανθρώπων στήνει τον παράδεισο επί της γης με τα δικά της μυαλά – έτσι εύκολα κι απλά. Για να το πετύχει εξολοθρεύει τους πλούσιους, απαγορεύει κάθε εργασία και παραγωγή και βάζει τον ήλιο να δουλέψει («ο σοσιαλισμός μοιάζει με τον ήλιο») – τρώνε ό,τι μεγαλώνει, δεν έχουν περιουσία, όλα δηλώνονται κοινά και ως εκ τούτου περιττά. «Εκεί πέρα ζει ο κοινός και υπέροχος άνθρωπος», «οι προλετάριοι είναι ήδη ενωμένοι». Αφού υπάρχει το Τσεβενγκούρ, «είναι καιρός ο Λένιν να σταματήσει να γράφει». Καμία σχέση με τον Μαρξ και τη θεωρία του, αλλά τι διαφορά έχει αν δεν τον έχει διαβάσει κανείς; Όμως η ευτυχία δεν έρχεται, η απογοήτευση οδηγεί σε νέα κύματα βίας, η οργάνωση ζωής που στήθηκε διαλύεται σταδιακά και στο τέλος η ουτοπία χάνεται κάτω από τις οπλές ενός άγνωστου εχθρικού ιππικού.
Το μυθιστόρημα συνδυάζει τον επαναστατικό ενθουσιασμό, την ειρωνεία και τη βαθιά τραγωδία. Το χάσμα ανάμεσα στις δηλωμένες κοινωνικο-πολιτικές ιδέες και στο πώς τις αντιλαμβάνονται οι χαρακτήρες προκαλεί γέλιο και κλάμα. Όμως ο κομμουνισμός στο Τσεβενγκούρ είναι κατανοητός από τους αναλφάβητους ως το τέλος του κόσμου με τη χριστιανική έννοια: η έλευση της βασιλείας του Θεού στη γη, αλλά χωρίς Θεό. Ο Πλατόνοφ, ο οποίος, πριν εγκατασταθεί στη Μόσχα το 1927, έζησε και εργάστηκε ως μηχανικός για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των αγροτών της περιοχής Βορόνιεζ, όπου γεννήθηκε το 1899 και σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή, ήξερε ότι για έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων στη Ρωσία όλες οι περίπλοκες ιδέες για τις οποίες μιλούσαν οι Μπολσεβίκοι έμοιαζαν κάπως έτσι. Οι κομμουνιστές στο Τσεβενγκρούρ είναι εκείνοι από τους οποίους προέρχεται και ο Πλατόνοφ. Πιστεύουν ότι ο κομμουνισμός είναι «το τέλος των πάντων», το τέλος «όλης της παγκόσμιας ιστορίας» και θεωρούν ότι σίγουρα «πριν προλάβει να μεστώσει η σίκαλη, ο σοσιαλισμός θα΄ν΄έτοιμος».
«Φοβάμαι, σύντροφε Ντβάνοφ, ότι ο κομμουνισμός θα εμφανιστεί νωρίτερα εκεί… Πρέπει να πάτε να κοιτάξετε …», του λέει ο πρόεδρος της επαρχιακής εκτελεστικής επιτροπής. Ο Σάσα ξεκινά να αναζητήσει «τον κομμουνισμό μέσα στην αυτενέργεια του πληθυσμού». «Τώρα εμείς θα ιδωθούμε μετά την επανάσταση» λέει στην αγαπημένη του Σόνια. Όταν φτάνει στο Τσεβενγκούρ, ο Τσεπούρνι, επικεφαλής της επαναστατικής επιτροπής, τον ενημερώνει ότι εκεί «ο κομμουνισμός έχει φτάσει». Οι Τσεβενγκούριοι πιστεύουν ότι ο σκοπός των κυβερνητικών είναι να κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη και διώχνουν τον κομισάριο που ήρθε να επιτάξει το ψωμί – «δώσατε τη γη, αλλά το στάρι το παίρνετε ως το τελευταίο σπυρί».
Ο Πλατόνοφ μας λέει ότι τη στιγμή που το κόμμα προσπαθεί να χτίσει τον σοσιαλισμό σε ρεαλιστική βάση και με επιστημονικό τρόπο, ο λαός, ανυπόμονος και κουρασμένος από μια οδυνηρή ζωή, κατρακυλά στην απόλυτη τρέλα. Πριν φτάσουμε ακόμα στο Τσεβενγκούρ, ξεπροβάλλει ένα χωριό όπου κάποιοι αγρότες αποφασίζουν με σκοπό «την αυτοβελτίωση» να μετονομαστούν σε σπουδαίους ανθρώπους του παρελθόντος κι έτσι εκεί ζουν ένας Φιόντορ Ντοστογιέφσκι κι ένας Χριστόφορος Κολόμβος. Από τους βασικούς ήρωες, ο Στεπάν Κοπιόνκιν, ο Σοβιετικός Δον Κιχώτης ή ο ιππότης της επανάστασης, κουβαλά τη δική του τρέλα: ερωτευμένος με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, καβάλα στο «ταξικό ζώο» του, ένα άλογο που το ονομάζει Προλεταριακή Δύναμη και μ΄αυτό «κρατάει τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό ανοιχτό», ονειρεύεται να φτάσει στον τάφο της στη Γερμανία, εξοντώνοντας στην πορεία όλη τη μπουρζουαζία, αλλά προστατεύοντας τους καταπιεσμένους. Ο καθένας βάζει κάτι δικό του στον μυθικό κομμουνισμό και, σκοντάφτοντας, κινείται προς αυτόν. Αλλά δεν φτάνει.
Ένα από τα βασικά κίνητρα στο Τσεβενγκούρ είναι η ανάσταση των νεκρών, που θα έπρεπε να συμβεί μετά το τέλος του κόσμου, δηλαδή τον κομμουνισμό. Ο θάνατος ορμάει πάνω στον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες, όπου περιγράφεται η ζωή πριν από την επανάσταση. Παιδιά πεθαίνουν από την πείνα, άνθρωποι πνίγονται στη λίμνη από περιέργεια για να δουν «τι υπήρχε εκεί κάτω», όπως ο πατέρας του Ντβάνοφ. Όταν, την «ώρα της ωριμότητας», ο Σάσα εγκαταλείπει το διαλυμένο Τσεβενγκούρ και επιστρέφει στο χωριό του, σκάβει εκ των προτέρων τον τάφο του για να είναι πιο κοντά στον πατέρα του. Οι Τσεβενγκούριοι πιστεύουν ότι ο κομμουνισμός θα λύσει δια παντός το δυσάρεστο ζήτημα του θανάτου. Η κατάρρευση (και η κορύφωση του μυθιστορήματος) ξεκινά ακριβώς τη στιγμή που πεθαίνει το παιδί μιας γυναίκας. Αν τα παιδιά εξακολουθούν να πεθαίνουν, «τί κομμουνισμός είναι αυτός;». Ουτοπία ή δυστοπία λοιπόν είναι το «Τσεβενγκούρ»; Το ερώτημα διχάζει τους μελετητές του, αφού ο Πλατόνοφ δεν εκθέτει ξεκάθαρα ούτε θετική ούτε αρνητική πολιτική θέση.
Αν και διαγραμμένος νωρίς από το κόμμα ως «ασταθές στοιχείο», παρά τη λογοκρισία του έργου του και τις διώξεις του γιού του, ο Πλατόνοφ, παιδί της εργατικής τάξης ο ίδιος, δήλωνε κομμουνιστής και εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής για την εφημερίδα του Κόκκινου Στρατού κατά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Γιατί όμως είναι τόσο αλλοπρόσαλλοι οι κομμουνιστές του; Σε αυτό το πολυσύνθετο μυθιστόρημά του αντανακλάται η ίδια περίπλοκη και παράξενη εποχή των δεκαετιών του ΄20 του ΄30: Άγνοια και ιδεολογικές συγχύσεις, πολλές και διαφορετικές εδραιωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, βαθειά ριζωμένες παραδόσεις, απίστευτη φτώχεια και πείνα, αντιφάσεις της σοβιετικής πραγματικότητας. Επιπλέον, η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση και βέβαια η ίδια η εξουσία που συγκεντρωνόταν όλο και περισσότερο στα χέρια της κομματικής γραφειοκρατίας με τις γνωστές παρενέργειες. Μαζί και οι επιρροές του συγγραφέα από δημοφιλείς φιλοσόφους και θεωρητικούς εκείνων των χρόνων (Αλεξάντρ Μπογκντάνοφ, Νικολάι Φιοντόροφ, Βλαντιμίρ Βερνάντσκι κ.ά.)
Το «Τσεβενγκούρ» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε αντικομμουνιστικό ούτε φιλοκομμουνιστικό μυθιστόρημα: δεν δίνει απαντήσεις, αλλά εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη φύση και το μέλλον του επαναστατικού εγχειρήματος. Με πολλές φράσεις κλισέ, ειρωνικά διατυπωμένες, και αφορισμούς («Στην εξουσία βρίσκονται ήδη οι πιο ξύπνιοι άνθρωποι: κι εκεί ξεσυνηθίζουν να σκέφτονται», «Ο άνθρωπος δεν είναι ιδέα»), το μυθιστόρημα βρέθηκε σε ανοιχτή ή σιωπηρή αντίθεση με το ιδεολογικό δόγμα και την πολιτική πρακτική του κόμματος. Έτσι δεν είχε καμία πιθανότητα δημοσίευσης. Όταν, μετά τις πρώτες αρνήσεις να εκδοθεί, ο Πλατόνοφ απευθύνθηκε το 1929 στον Μαξίμ Γκόρκι, εκείνος τον επέκρινε ότι οι ήρωές του εμφανίζονται «όχι τόσο ως επαναστάτες, όσο ως εκκεντρικοί και τρελοί». Ο ίδιος ο Στάλιν αρκέστηκε να τον χαρακτηρίσει «κάθαρμα». Τελικά την ολοκληρωμένη έκδοση του μυθιστορήματος στη Ρωσία το ΄88 (κατά καιρούς είχαν δημοσιευτεί επιμέρους αποσπάσματα) ακολούθησαν πολυάριθμες δημοσιεύσεις και αναλύσεις, διατριβές και μονογραφίες, θεατρικές παραστάσεις. Από κάποιους εκτιμήθηκε ως ανοιχτή κριτική της μπολσεβίκικης επαναστατικής ουτοπίας από μια αντισοβιετική θέση. Μεταγενέστεροι μελετητές αμφισβήτησαν την αρνητική στάση του συγγραφέα απέναντι στο επαναστατικό εγχείρημα και, αποκρυπτογραφώντας το κείμενο, ανακαλύπτουν διαρκώς νέες διαστάσεις, απροσδόκητα στοιχεία και μη εμφανείς επιρροές. Σήμερα ο Πλατόνοφ έχει τοποθετηθεί στην κλίμακα των Ρώσων κλασικών και στεφθεί με τον χαρακτηρισμό του μεγάλου μοντερνιστή συγγραφέα, το δε μυθιστόρημά του θεωρείται μια από τις σπουδαίες μοντερνιστικές παραβολές του 20ού αιώνα.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, το «Τσεβενγκούρ» θεωρείται ημιτελές. Κι αυτό γιατί αρκετά σημεία, ιδεολογικά κυρίως, δεν επιλύονται ή απλώς υποδεικνύονται. Επισημαίνεται επίσης μια ετερογένεια ανάμεσα σε ολοκληρωμένα και μη επεισόδια. Ο χρόνος κάποιες φορές είτε επιβραδύνεται είτε επιταχύνεται στυλιστικά, ενώ το σύμπλεγμα των ιδεών είναι συχνά αντιφατικό. Ίσως, όμως, εσκεμμένα το μυθιστόρημα να αντιστέκεται σε μια εύκολη ερμηνεία.
Με τα γεγονότα να ανθίστανται στη συνοχή, τον υποκειμενικό χρόνο να συγκρούεται με τον χρόνο της φύσης και τον ιστορικό χρόνο, τη γλώσσα και το ύφος να παραβιάζουν τη συμβατότητα, το «Τσεβενγκούρ» έχει καταταχθεί στα πιο δυσνόητα κείμενα της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, καθιστώντας απαιτητική την ανάγνωση και δυσκολεύοντας την απόδοσή του σε άλλη γλώσσα. Έτσι η μετάφραση από τα ρωσικά της Ελένης Μπακοπούλου για τις εκδόσεις Καστανιώτη είναι ένας άθλος. Το έργο είχε εκδοθεί και το 1996 από τις εκδόσεις Λιβάνη με τίτλο «Ταξίδι με ανοιχτή καρδιά» και μετάφραση Πάνου Σταθόγιαννη.
Τρομακτικό, σκοτεινό, παράλογο, ειρωνικό, αστείο, σχολαστικό, κριτικό, ποιητικό και ευφυές, γραμμένο πυκνά και δύστροπα, το «Τσεβενγκούρ» είναι από τα λογοτεχνικά έργα που αξίζει να του αφιερώσει κανείς χρόνο και προσήλωση. Αν ξεπεράσει τις δυσκολίες και μπει στην ατμόσφαιρα αυτής της πεμπτουσίας του συνολικού έργου του Πλατόνοφ (κατά κόσμον Αντρέι Πλατόνοβιτς Κλιμέντοφ) θα βγει κερδισμένος, έχοντας καταλάβει πολλά για τον ρωσικό λαό και για όλα όσα πρωτοφανή συνέβησαν έναν αιώνα πριν.
«Τσεβενγκούρ» Αντρέι Πλατόνοφ, εκδ. «Καστανιώτης», μτφρ.Ελένη Μπακοπούλου, σελ. 566