Μιχαήλ Ζόσενκο: Ο λογοτέχνης

0
489

(Μετάφραση από τα ρωσικά

 Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©).

 

Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τέτοιο συγγραφέα.

Ήταν μετά βίας εγγράμματος. Είναι αλήθεια ότι ήξερε ανάγνωση, έτσι κι έτσι, μετά δυσκολίας. Αν και σε ορισμένες μεγάλες λέξεις δυσκολεύονταν. Και με ορισμένα γράμματα, προφανώς,  δεν ήταν εξοικειωμένος.

Είχε όμως τόσο άσχημο γραφικό χαρακτήρα, που από την πρώτη κιόλας στιγμή, τα έχασα, κοιτάζοντας το χειρόγραφό του.  Ένας διάβολος μόνο ήξερε τι ήταν αυτό. Ήταν κάτι που έμοιαζε σα να ήταν χαραγμένο στο χαρτί, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβεις τι έλεγε.

Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, τρόμαξα μάλιστα, όταν δήλωσε πως το χειρόγραφο αυτό είναι ένα χιουμοριστικό διήγημα. Στο χειρόγραφο υπήρχαν δύο δεκάδες σχεδόν ακατανόητων φράσεων και εκφράσεων.

Για όνομα του Θεού, δεν έχει τύχει ποτέ ξανά να συναντήσω τέτοιο συγγραφέα!

Και το κυριότερο, για κάποιο λόγο μύριζε πολύ έντομα τερεβινθέλαιο. Η μυρωδιά ήταν τόσο έντονη που απλά μπορούσε να σε κάνει να λιποθυμήσεις, αν καθόσουν λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε κοντά του.

Προφανώς και ο ίδιος συνειδητοποιούσε την οξύτητα της μυρωδιάς του. Και, εισερχόμενος στο γραφείο, ζήτησε την άδεια να ανοίξει λίγο το παραθυράκι.

-Ακούστε, σύντροφε, – του είπα, επιστρέφοντας το χειρόγραφο, – μήπως τα έχετε μπερδέψει λίγο; Μήπως, θα έλεγα, δεν είστε συγγραφέας;

-Τι να μπερδέψω, – είπε εκείνος σκυθρωπά. – Είναι γνωστό ότι είμαι συγγραφέας. Λογοτέχνης.

Ήρθε να με δει αρκετές φορές. Και κάθε φορά έφερνε δυο τρεις σελίδες ένα θεός ξέρει ποιας ανοησίας.

Είχα σχεδόν συνηθίσει τα ορνιθοσκαλίσματά του και άρχισα να τον διαβάζω πιο προσεκτικά. Όχι, ήταν η  απόλυτη μωρολογία. Ήταν μια πρωτοφανής ανοησίας. Ήταν κάποιο ψέλλισμα ενός καθυστερημένου παιδιού!

Μ’ ένα κάποιο φόβο του επέστρεφα τα χειρόγραφα. Φοβόμουν μην τυχόν και με σκοτώσει λόγω της απόρριψης. Ήταν πλέον πολύ σκυθρωπός. Και το μουστάκι του ήταν μακρύ, σαν του κακούργου.

Ωστόσο, με πολύ μεγάλη υπομονή αντιμετώπιζε την επιστροφή των χειρογράφων.

-Πάει να πει, δεν κάνουν για το περιοδικό; – ρωτούσε. – Δεν κάνουν για δημοσίευση;

-Χμ, ναι, – έλεγα, – δε νομίζω πως κάνουν.

Εκείνος αρκετά αδιάφορα ανασήκωνε τους ώμους κι έλεγε ακατάληπτα:

-Πρέπει, φυσικά, να προσπαθήσω περισσότερο.

Κι έφευγε.

Συνολικά με επισκέφτηκε τέσσερις φορές.

Την τελευταία φορά μου έφερε ένα αρκετά μεγάλο χειρόγραφο, αποτελούμενο από είκοσι σελίδες.

Αμέσως, με την παρουσία του, το διάβασα και απλά χλόμιασα από την κακία μου.

-Αυτό, θα σας έλεγα σύντροφε, ευθέως, ότι δεν κάνει για τίποτα. Θα πρέπει, επιτέλους, να καταλάβετε. Όχι μόνο δεν κάνει για δημοσίευση, αλλά ντρέπομαι που το διάβασα κιόλας. Πάρτε το πίσω. Μην έλθετε ξανά.

Εκείνος με κοίταξε αυστηρά και είπε:

-Δώστε μου τότε μία βεβαίωση.

-Τι βεβαίωση;

-Ότι δεν το δεχτήκατε;

-Για ποιο λόγο, είπα, σου χρειάζεται άνθρωπε μου, η βεβαίωση;

-Έτσι απλά, είπε, για παν ενδεχόμενο.

Χαμογέλασα μα βεβαίωση του έδωσα. Έγραψα πως τα έργα του τάδε συγγραφέα δεν ταιριάζουν για δημοσίευση εξαιτίας της αμορφωσιάς του.

Εκείνος με ευχαρίστησε και έφυγε με την βεβαίωση του.

Μετά από τρεις ημέρες με επισκέφτηκε ξανά. Δεν ήταν καλά.

Μου έδωσε πίσω τη βεβαίωση και είπε:

Θα πρέπει να τη γράψετε σε επίσημο επιστολόχαρτο και να βάλετε σφραγίδα. Δεν μπορώ να δείχνω τέτοια βεβαίωση.

Τότε τον στρίμωξα στον τοίχο. Του ζήτησα να μου εξηγήσει τι στο διάβολο ήθελε αυτή τη βεβαίωση. Του είπα ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος και ότι δεν έχω στη διάθεσή μου καμιά σφραγίδα.

Εκείνος όμως, πότε ήταν μπερδεμένος, πότε φυσούσε τη μύτη του στο αλά Τολστόι πουκάμισό του, μου εξήγησε.

-Λοιπόν, είπε, – είμαι άνθρωπος, φυσικά, όχι πλούσιος. Φτιάχνω κρέμα γυαλιστική για δερμάτινα είδη. Η παραγωγή, φυσικά, είναι μικρή, ίσα – ίσα φτάνει για τα χρειώδη. Κι αν,- συνέχισε, –  με φορολογήσουν, τότε άνετα θα χωράω στο σωλήνα. Δεν μπορώ να πληρώνω ενοίκιο για διαμέρισμα, όπως ένας έμπορος. Στο σπίτι όμως μου λένε: «Τι επάγγελμα κάνεις; Τι τιμή να σου κάνουμε;» Εγώ τους λέω: «Το επάγγελμα μου είναι λογοτέχνης». «Φέρε μας, λένε, σκύλας γιέ, βεβαίωση. Ο εφοριακός τη ζητάει από εμάς». – «Τι γραφειοκρατία, – τους λέω. Εντάξει, θα σας φέρω». Τι θα κάνω τώρα;

-Μα, – του είπα, – δε ξέρω.

Εκείνος έκανε για λίγο σημειωτόν μη ξέροντας τι άλλο να κάνει και έφυγε.

Με παρακάλεσε να μην πω σε κανέναν το επίθετό του. Δεν θα το πω, να πάρει ο διάβολος.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροO Balzac στο Καρλόβασι
Επόμενο άρθροΤο φαινόμενο καβάτζα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ