Σταύρος Χατζηθεοδώρου.
Δεν άνοιγε βιβλίο. Ήταν η τελευταία χρονιά. Όλο μου έλεγε θα δεις στην τρίτη Λυκείου θα αλλάξουν τα πράγματα, θα στρωθώ, και να τώρα που έφτασε η γαμημένη τρίτη πάλι τα ίδια.
Βιβλίο δεν άνοιγε. Κρίνεται το μέλλον σου του έλεγα, πρέπει να παλέψεις. Δεν το πίστευα. Το καταλάβαινα.
«Με ξένο κώλο κάνεις τον πούστη», ,μου έλεγε. Ήξερε ότι θα γελάσω. Γέλαγα.
Σύχναζε στο «συνεργείο»-έναν εναλλακτικό κοινωνικό χώρο- σε ένα υπόγειο κάτω από τη κεντρική. Καλούσαν σκηνοθέτες , βλέπανε ταινίες και πίνανε. Τις προάλλες μπήκανε εφτά-οχτώ χρυσαυγίτες και τα κάνανε γυαλιά καρφιά. Είναι επικίνδυνο του είπα, μην ξαναπάς. Με κοίταξε. Δε γέλασε.
Μεγαλώναμε οι δυο μας στο σπίτι, εγώ πιο πολύ, εκείνος λιγότερο.
Για φροντιστήριο ούτε λέξη. Ένα απόγευμα κάλεσα το Σταύρο, έναν καλό φίλο από τη λέσχη-φυσικό-. Τόσκασε από το παράθυρο.
Δεν άνοιγε βιβλίο. Τσακωνόμασταν. Δεν ήξερα πώς να τον αγαπήσω.
Μου είχε απαγορεύσει να μπαίνω στο δωμάτιο του. Ακόμα και τα Σάββατα που έβαζα ηλεκτρική αποφάσισε να κάνει καθαριότητα μόνος του.
Κάποιο βράδυ παρατήρησα στη βιβλιοθήκη στο σαλόνι «φωλιές». Λείπανε βιβλία. Το ίδιο και στη κουζίνα και στο διάδρομο. Δεν έδωσα σημασία. Θα είναι από την τελευταία ταξινόμηση-κουσούρι που απέκτησα τελευταία- σκέφτηκα.
Λίγες μέρες μετά βρήκα το κλειδί του δωματίου του στη τσέπη ενός παντελονιού καθώς έβαζα πλυντήριο. Έλειπε στο κέντρο. Είχα χρόνο για εισβολή. Παραβίασα τη συμφωνία μας. Πεταμένα σώβρακα και σημειώσεις μαθηματικών, άπλυτα ποτήρια και πιάτα, δυο μπουκάλια μαλαματίνα κάτω από την αφίσα του Pablo Garcia-πιστοποιητικό παοκτζίδικης νομιμοφροσύνης-. Στο πάνω -πάνω ράφι βρήκα τα βιβλία που μου έλειπαν. «Χαμένες ψευδαισθήσεις», «Εξαδέρφη Μπέτα», «Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων», «Γεροντοκόρη». Παραδίπλα όλη η βιβλιογραφία του Balzac. Περίπου τριάντα βιβλία που στα περισσότερα αγνοούσα την έκδοση τους. Κλείδωσα. Άφησα τα πράγματα όπως ήταν.
ΤΙ μπορεί να συνδέει ένα νέο δεκαοχτώ χρονών που ζει σε μια μεγαλούπολη με τον σημαντικότερο Γάλλο συγγραφέα που έζησε ενάμιση αιώνα πριν, επαρχιακής καταγωγής που ονειρευόταν τη δόξα, πνιγμένος στα χρέη, εραστή, κυνικό, έναν καταραμένο που ζούσε στα μυθιστορήματα του, περικυκλωμένος από άδεια φλιτζάνια του καφέ; Έναν αποτυχημένο θριαμβευτή; Δεν το απάντησα ποτέ.
Το Μάιο ήταν οι πανελλήνιες. Πάτωσε. Δεν πίστευα ότι ήταν τόσο δύσκολα μου είπε. Τον αγκάλιασα. Έγραψε όμως Έκθεση 18,5. Τέλη Αυγούστου βγήκαν ο βάσεις. Πέρασε σε μία σχολή με υπολογιστές στη Σάμο. Πέντε χρόνια φοίτηση. Τούδωσα άλλα δύο αβάντζο. Συμφώνησε. Το βράδυ που κέρναγα τους φίλους πήγε ο νους μου στον Balzac. Πρέπει να έβαλε και αυτός το χέρι του, σκέφτηκα. Βρήκε τον τρόπο να επιστρέψει στον μικρό «τους μισθούς που έχασε».
Τέλη Σεπτέμβρη πάνω στο «Μυτιλήνη». Δεκατέσσερις ώρες ταξίδι. Πατεράδες, μανάδες, γιοί και κόρες για εγγραφή. Αμίλητοι, ενοχικοί, μοναξιασμένοι, αμήχανοι. Υποσχέσεις για μεταγραφή. Κάτι από μεταγωγές πολιτικών κρατουμένων. Σφίχτηκα.
Τη πρώτη μέρα κιόλας βρήκαμε σπίτι. Αγάπησα το Καρλόβασι και τους ανθρώπους του μέσα από τα διηγήματα του Νικόλα που είχαν εκδοθεί λίγους μήνες πριν. Κάναμε μπάνιο, ποδηλατάδα και χαζεύαμε τα αρχοντικά εμπόρων που είχαν έρθει από απέναντι. Μυρουδιά Ανατολής. Τη τέταρτη μέρα με είδε που ετοίμαζα το σάκο. -Θα φύγεις; Και τι θα κάνω τώρα εδώ μόνος; Η σχολή δεν είχε ανοίξει. Θάφτηκα κάτω από το βλέμμα του. -Έτσι πρέπει, του απάντησα. Δεν ήρθε στο λιμάνι. Καθώς χανόταν το πλοίο και το νησί μίκραινε τον είδα σε ένα παγκάκι στη παραλία. Δεξιά του ο «βράχος του Ρίτσου» που έγραφε αυτοεξόριστος εδώ και αριστερά του το σπίτι του Αλέξη Σεβαστάκη.
Ήξερα ότι τον είχα αφήσει σε καλά χέρια.