του Χρήστου Χρυσόπουλου
Ξεκινώ αυτό το κείμενο της προσωπικής επιδίωξης να αναλογιστώ το ίχνος του Γιώργου Χειμωνά καθώς συμπληρώνονται είκοσι πέντε χρόνια από τον θάνατό του, δανειζόμενος -ως αφετηριακή σήμανση- δυο παραθέματα του Αμερικανού καθηγητή ψυχολογίας Jerome Bruner ο οποίος απεβίωσε το 2016 σε ηλικία 99 ετών. Το πρώτο παράθεμα είναι το ακόλουθο:
«Η ανθρώπινη κατάσταση είναι υπερβολικά αβέβαιη και η θέληση υπερβολικά παρορμητική», [Jerome Bruner, «Δημιουργώντας ιστορίες – Νόμος, Λογοτεχνία, Ζωή». Μετ. Γ. Κουγιουμουτζάκης, Πεδίο, 2018, σελίδα 150].
Δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Γιώργο Χειμωνά προσωπικά. Η συνάντησή μας έγινε μέσω των κειμένων, και για αυτόν τον λόγο παραμένει μια συνάντηση διαρκής, δίχως την αίσθηση της απώλειας και επιχρωματισμένη από την ιδιάζουσα ιδιοτέλεια των συγγραφέων (κι εδώ αναφέρομαι σε μία από τις πολλές) η οποία προκύπτει από τα τελεστικά ερωτήματα της γραφής: «Πώς το γράφει αυτό;» – «Τι γράφει εδώ;» – «Γιατί γράφει με αυτόν τον τρόπο;» – «Πώς να διαβάσω αυτό που γράφει;».
Σκέφτομαι τα ερωτήματα αυτά. Ερωτήματα που συνδέουν -πολλές φορές με αδιάγνωστο τρόπο- τους συγγραφείς. Μιλώντας, όχι για τη γραφή αλλά στη γραφή. Εκ της ιδιότητός μου, δεν έχω τίποτα να πω για τον Γιώργο Χειμωνά. Δεν στέκομαι απέναντί του -όπως στέκομαι ως αναγνώστης απέναντι στα κείμενα που έγραψε- αλλά καθίσταμαι (κατασκευάζοντας έναν νεολογισμό): «ομόοχθος» με εκείνον. Στέκομαι στην ίδια όχθη με εκείνον, όχι ως «συνάδελφος», ούτε ως «ομότεχνος», αλλά ως ένα πρόσωπο που γράφει.
Παραφράζοντας με ιδιοτέλεια το γλωσσολογικό dictum: «Η σκέψη γίνεται στη γλώσσα», ως: «Ο εαυτός γίνεται στη γραφή», βρίσκομαι στη θέση να παραθέσω για δεύτερη και ύστατη φορά, τον Jerome Bruner προτού στραφώ στα λόγια του ίδιου του Χειμωνά:
«Η δημιουργία του εαυτού είναι μια αφηγηματική τέχνη, που αν και περιορίζεται από τη μνήμη περισσότερο από ότι η μυθιστοριογραφία, τελικά περιορίζεται δύσκολα. […] Ο Freud σε ένα ενδιαφέρον βιβλίο που σπάνια διαβάζεται , παρατήρησε ότι καθένας από εμάς μοιάζει με το σύνολο των χαρακτήρων σε ένα μυθιστόρημα. [πρόκειται για το βιβλίο: «Το παραλήρημα και τα όνειρα στην Γκραντίβα», Μετ. Ν. Μυλωνά, Νίκας, 2018] Μια κάπως εκτενής αφήγηση για τον εαυτό, θα προσπαθήσει να μιλήσει για όλους αυτούς τους χαρακτήρες. Αλλά γνωρίζουμε ήδη ότι μια μόνο ιστορία δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μοιάζουμε πάρα πολύ με τον Άμλετ για να επιτύχουμε αυτή τη συμφωνία – είμαστε πολύ διχασμένοι ανάμεσα στο οικείο και το πιθανό». [Jerome Bruner, ό.π,. σελίδα 121]
**
Οι συγγραφείς αναζητούν διαρκώς τον τόπο εκείνο στον οποίο θα σταθούν για να κατασκευάσουν τη λογοτεχνία τους. Η γραφή καθιστά αναγκαία την εκλογή και την οριοθέτηση μιας πρωταρχικής, προσωπικής «σφαίρας κυριότητας» (Ο Bruner την ονομάζει: sphere of ownness). Ενός χώρου ιδιωτικού και συνάμα δημόσιου, που βρίσκεται στη διάθεση του δημιουργού. Πρόκειται για τον θεμέλιο λίθο του έργου. Για το σημείο εκείνο πάνω στο οποίο θα σταθεί ο ίδιος ο γράφων. Γιατί το πρώτο πράγμα που καλείται να τοποθετήσει ο συγγραφέας στη λογοτεχνία -προτού ακόμα ξεκινήσει να γράφει- είναι ο ίδιος ο εαυτός.
Δανείζομαι από τον Γιώργο Χειμωνά:
«Τὸ νὰ εἶσαι Ἕλληνας συγγραφέας θέτει πρὶν ἀπ’ ὅλα ἕνα τεράστιο θέμα, ἀκριβῶς, ἰδιοσυγκρασίας καί, πολὺ δευτερότερα, ἕνα θέμα γραφῆς».
[Όλα τα παραθέματα του Γ. Χ. αντλούνται από το «Χρονολόγιο βίου και έργου» που συνέταξε ο Ευριπίδης Γαραντούδης στο: Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, Εισαγωγή – Επιμέλεια – Χρονολόγιο, Ευριπίδης Γαραντούδης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη, 2005. Εδώ σελίδα 603].
Το πρόσωπο του Γιώργου Χειμωνά παραμένει, λοιπόν, ένα αναλλοίωτο αλλά μεταβαλλόμενο στο χρόνο -και εντούτοις πολυσημικό- κατηγορούμενο της ίδιας της λογοτεχνίας. Δεν παράγεται από τη λογοτεχνία του. Δεν περιέχεται στη λογοτεχνία του. Δεν επιγράφει δια του ονόματος τη λογοτεχνία του. Μολονότι την ίδια στιγμή αδυνατεί να προστατευτεί από τη λογοτεχνία του.
Η επιλογή ενός καθ’ ολοκληρίαν ορθού ρήματος μοιάζει εδώ ανέφικτη. Το ρήμα υπερέχει του προσώπου. Το ρήμα υπερέχει του ρήματος.
Είναι αυτό το οξύμωρο που μας παραδίδουν οι τρεις προτάσεις του Ρολάν Μπαρτ:
«[Εγώ] δεν θα ήμουν τίποτα αν [εγώ] δεν έγραφα – [Εγώ] βρίσκομαι αλλού από εκεί όπου [εγώ] γράφω – [Εγώ] αξίζω περισσότερο από αυτό που [εγώ] γράφω». [Roland Barthes, “The Social division” στο Roland Barthes by Roland Barthes, μετ. Richard Howard, University of California Press, 1994. Μ.τ.Σ.]
Κι έτσι μπορούμε να επιστρέψουμε στα εκκρεμή, ιδιοτελή ερωτήματα της γραφής: «Πώς το γράφει αυτό ο Γιώργος Χειμωνάς;» – «Τι γράφει εδώ ο Γιώργος Χειμωνάς;» – «Γιατί γράφει με αυτόν τον τρόπο ο Γιώργος Χειμωνάς;» – «Πώς να διαβάσω αυτό που γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς;».
Θα χρησιμοποιήσω εφεξής τη λέξη «συγγραφέας» ως ταυτόσημη με το όνομά του.
***
Η σκέψη αισθάνεται έναν ίλιγγο όταν σκύβει πάνω από το ρήμα «γράφω». «Γράφει». Δεν μπορούμε να πούμε τίποτε γι’ αυτό το ρήμα, το κατανοούμε μόνο διά της μετοχής: «Ο γράφων» – «αυτός που γράφει». Εγώ λοιπόν που αναζητώ μια είσοδο στη γραφή του, αναρωτιέμαι αν δεν έχει συντελεστεί ήδη η στροφή (stance) μιας στιγμής. Μέσα στο καθαρό ενέργημα, μέσα στην ταυτοχρονία του καθαρού ρήματος «εκείνος γράφει», αναδύεται ένα ον που κυριαρχεί: ο συγγραφέας. Και γι’ αυτόν τον συγγραφέα που υποστασιοποιείται καθώς γράφει, για αυτό το διακριτό ον που αρχίζει, που βρίσκει εκεί την αρχή του, το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι να αναγνωρίσουμε την αιτία που το δημιουργεί, αλλά να εξηγήσουμε με ποιον τρόπο, προτού ακουμπήσει στο χαρτί η μύτη του μολυβιού, έχει ήδη δεξιωθεί εντός του την ύπαρξη.
Η ταυτότητα του συγγραφέα (ή αυτό που τηρώντας την παραπάνω συνθήκη θα ονομάζαμε: η έναρξη τη στιγμή της γραφής) είναι ήδη μια μορφή του Είναι. Δεν αποτελεί ιδιότητα, μήτε σκιά ενός προσώπου, δεν είναι καν πράξη ενός δρώντος υποκειμένου. Η ουσία του να είναι κάποιος συγγραφέας δεν παραδίδεται, ενώ παρά ταύτα αποβαίνει ένα κατηγόρημα που δεν προσθέτει τίποτε διακριτό στο «ον» που καθιστά υπαρκτό. Η πρώτη στιγμή είναι ήδη μια ανάμνηση ή μια υπενθύμιση. Η έναρξη γίνεται αισθητή ως επιστροφή.
Δανείζομαι από τον Γιώργο Χειμωνά:
«Ὁ θεμέλιος δομικὸς λίθος τοῦ κειμένου – ἀλλὰ και ὁ ἐναρκτήριος τῆς γραφῆς, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποκαλῶ νόημα-βίωμα. […] Ο δίδυμος ὅρος νόημα-βίωμα φανερώνει ἀκριβῶς πῶς ἕνα νόημα ζωῆς μεταμορφώνεται κατὰ τὴν ἀνθρωπομόλο του τροχιά σὲ βίωμα καί, ἐν συνεχείᾳ, σὲ δράση. Ἐγκυμονεῖ ἀπὸ τὴν γένεσή του μιὰ προδιαγεγραμμένη, ποτέ καθοδηγημένη, κίνηση ἢ φορά. Φέρει, ἔμφυτα, τὸ ἑλικοειδὲς τῆς ἀναδίπλωσής του». [Γιώργος Χειμωνάς, ό.π., σελ. 590]
Κι έτσι η κίνηση της γραφής στρέφει προς την αφετηρία της, την ίδια στιγμή που οδεύει προς τον σκοπό της. Η έναρξη της γραφής είναι ήδη μια εξάρτηση και μια μέριμνα. Είναι -με την κυριολεκτική σημασία- έργο. Με την έννοια του άχθους. Ο συγγραφέας κουβαλάει ένα βάρος, δεν μπορεί να υπάρξει άνευ όρων. Υπόκειται σε ένα εξακολουθητικό «πρέπει να είσαι», δηλαδή σε ένα προστακτικό «πρέπει να κάνεις». Γι’ αυτό ο κόπος της γραφής είναι πολύ χαρακτηριστικός. Είναι μια αδυναμία εξακολούθησης. Σαν ένα χέρι που αφήνει σιγά σιγά αυτό που κρατάει, την ίδια στιγμή που το κρατάει ακόμα.
Τι επιζητεί λοιπόν ο συγγραφέας όταν επιμένει; Είναι σίγουρα κάτι που το πράττει ελεύθερα; Έχει φορτωθεί το έργο. Γράφω σημαίνει επιφορτίζομαι ένα παρόν. Η γραφή είναι αυτή η ανάληψη της ευθύνης. Αλλά, από την άλλη μεριά, είναι η συγκρότηση (ή η πρώτη εκδήλωση) ενός αντικειμένου που έχει αξία.
Δανείζομαι από τον Γιώργο Χειμωνά:
«Θεωρῶ τὸν λόγο ἕνα χαρισματικὸ ὄργανο, περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα. Γιατὶ ἀκριβῶς ὁ λόγος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ φανερώνει ὅλες τὶς δυνατές νοηματικὲς καὶ συναισθηματικὲς ἀντηχήσεις ποὺ γεννᾶ μέσα στὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς. Ἐννοῶ ἀκριβῶς ἕναν λόγο ποὺ εἶναι καὶ ζωγραφικὴ καὶ μουσικὴ καὶ ὅλα όλα όσα μπορεί να εκφράσει ο άνθρωπος. Κυρίως όσα δεν μπορεί».[Γιώργος Χειμωνάς, ό.π., σελ. 486]
Έτσι άρχεται το παιχνίδι, μόνο που ως πραγματικότητα δεν αφήνει ίχνη. Η γραφή δεν διατηρεί με τον εαυτό της μια κτητική σχέση. Δεν κατέχει τίποτα και δεν κληροδοτεί τίποτα στον ίδιο τον συγγραφέα. Τη στιγμή που σταματά η γραφή, στο σημείο της καταληκτικής τελείας, κληροδοτείται μια παράξενη έλλειψη, επειδή (παρά τα πειστήρια) είναι σαν ο γράφων να μην είχε υπάρξει ποτέ συγγραφέας. Η διακοπή του αρχινισμένου είναι μια κατάργηση της απαρχής. Ό,τι διακόπτεται, βουλιάζει στο μηδέν. Αυτό συμβαίνει επειδή τη στιγμή της έναρξης, και ενώ στον συγγραφέα δεν παραδίδεται τίποτα παρά μόνο το κενό (και χωρίς αυτό να αποτελεί εναντιωματισμό), υπάρχει ήδη κάτι για να απολεστεί, επειδή κάτι απρόσωπο ήδη κατέχεται. Το τέλος του λόγου, το τέλος του κειμένου, το οριστικό σταμάτημα της γραφής, είναι η επιστροφή σε αυτό το αφετηριακό απρόσωπο.
Δανείζομαι από τον Γιώργο Χειμωνά:
«Ἀλλοίμονο, ἔχω μιὰ τρομαχτικὴ ἐκφραστικὴ ἀναπηρία, οἱ λέξεις μου δὲν ἐκφράζουν τίποτε – συνιστοῦν ἁπλῶς μιὰν ἀπεγνωσμένη ἀντίσταση στὴ σιωπή: ἔχω μιὰ θανάσιμη ἀρρώστια, τὴν σιωπή. Πρὶν καιρό, ἔλεγα ὅτι ἡ τέχνη εἶναι ἀποκάλυψη μιᾶς ἀλήθειας ὑπερβατικῆς: ἦταν ἡ φάση μου τοῦ ἱεροφάντη. Τώρα λέω πὼς ἡ τέχνη εἶναι συντήρηση τῶν ἐλάχιστων καὶ πανάρχαιων ἀνθρώπινων ἀξιῶν: εἶναι ἡ φάση μου τοῦ μάρτυρα. Τὸ τέλος δὲν πρέπει νὰ εἶναι μακριά: κάτι τὸ τελευταῖο, σὰν θρόμβος ὑδράργυρου γλυστρᾶ μέσα στὸ νοῦ μου».[Γιώργος Χειμωνάς, ό.π., σελ. 547]
***
Καθώς διατυπώνω το ερώτημα «Πώς γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς;» το ανέφικτο έχει ήδη συμβεί. Υπάρχει μια ιστορία του ερωτήματος. Μια μνήμη ενός ερωτήματος που όμως δεν εμφανίζεται ποτέ αυτούσια, αλλά μόνο μέσα από μια υποψία, που η απάντηση ήδη την καθορίζει. Σκέφτομαι αν η ερώτηση έχει χαθεί σε έναν λογοτεχνικό Ηolzweg. [(Γερμ.) Δρόμος που οδηγεί σε αδιέξοδο.]. Ο Χάιντεγκερ στη σειρά των δοκιμίων του με τον τίτλο Hozwege («Αδιέξοδα μονοπάτια») δίνει μια ωραία περιγραφή ετούτης της μεταφοράς:
«Μέσα στο δάσος υπάρχουν κάποια μονοπάτια που οδηγούν σε χορταριασμένα αδιέξοδα. Κάθε μονοπάτι προχωρά μόνο μέσα στο δάσος, και συχνά μοιάζει το ένα με το άλλο, αλλά τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Οι ξυλοκόποι και οι δασοφύλακες ξέρουν το δρόμο τους, και γνωρίζουν τι θα πει να έχεις χαθεί σε ένα τέτοιο μονοπάτι, ένα μονοπάτι που δεν οδηγεί πουθενά». [Martin Heiddeger, Off the Beaten Track, μετ. Kenneth Haynes, Cambridge U.P., 2002.]
Αναρωτιέμαι αν δυσκολεύομαι από δική μου ανικανότητα ή αν επιθυμώ να προσεγγίσω κάτι εξ ορισμού ανέφικτο. Τι θα σήμαινε άλλωστε να ακολουθείς ένα μονοπάτι, το μονοπάτι ενός άλλου, που δεν οδηγεί σε αδιέξοδο; Πού θα οδηγούσε μια τέτοια διαδρομή, και πώς να την ξεχωρίσεις; Αναφορικά με τη λογοτεχνία, σκέφτομαι σημαίνει αντηχώ, δηλαδή ακολουθώ τις λέξεις, και άρα όταν σκέφτομαι τη γραφή, θέλω να εμβαθύνω σε ένα σύστημα του οποίου και εγώ ο ίδιος είμαι ένα σημαίνον.
Αυτό άλλωστε το γνωρίζω: δεν μπορεί να με απασχολεί το πραγματικά αυθεντικό υποκείμενο. Και το εμπόδιο προς αυτό δεν με σταματά όπως ένας «φράχτης»- αλλά ενυπάρχει σε αυτό που μπορεί κάθε φορά να λεχθεί εντός της γλώσσας. Διότι η λογοτεχνία -ως απόπειρα να παγιωθεί κάποια σημασία- διατυπώνει μια πλανημένη μεταφυσική. Ή μάλλον μια ειρωνεία της μεταφυσικής, η οποία υποβόσκει σε κάθε επιδίωξη αναχώρησης από τη λήθη του καθημερινού κόσμου. Ας το πούμε με ένα οξύμωρο: η γραφή είναι η πιο φυσική από τις μεταφυσικές δραστηριότητες.
Δανείζομαι από τον Γιώργο Χειμωνά:
«Τὸ ὅριο εἶναι ἕνας νόμος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ περιέχει τὸ ἀνθρώπινο ὅριο εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει ὑποστεῖ τὴν ἰσχὺ ἑνὸς νόμου καὶ τὸν καταλύει αὐτὸν τὸν νόμο. Ἡ μόνη ἐπεξήγηση ποὺ μπορῶ νὰ δώσω γι᾿ αὐτὸ τὸ ὅριο, ἡ μόνη ποὺ μοῦ ἔρχεται στὸ μυαλὸ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐξουσία καὶ ἡ κατάρρευση ἑνὸς νόμου. Θὰ μποροῦσα νὰ τὸ γενικεύσω λίγο τὸ θέμα, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φανεῖ μεγαλόσχημο: Ἡ λογοτεχνία ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπιβολή, μὲ τὴν ἐγκατάσταση νόμων. Τῶν νόμων τῆς φύσης. Τῶν νόμων τοῦ νοῦ. Τῶν νόμων τῆς ψυχῆς. Πάνω στὸν ἄνθρωπο. Ὁ ὁριακὸς λόγος, λοιπόν, βρίσκεται ἀκριβῶς στὸ ἄλλο ἄκρο. Ἂν ἡ λογοτεχνία ἄρχισε μὲ μιὰ ἐγκατάσταση νόμου, ἡ λογοτεχνία ἴσως μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανένας ὅτι θὰ πρέπει νὰ τελειώνει μὲ τὴν κατάλυση αὐτοῦ τοῦ νόμου».[Γιώργος Χειμωνάς, ό.π., σελ. 540]
Αυτό που συγκροτεί ο λόγος είναι «καταστάσεις» μάλλον, παρά καθέκαστα γεγονότα. Η αντίληψη για τη λογοτεχνία του Γιώργου Χειμωνά έχει τη μορφή της υποψίας ότι «κάτι είναι έτσι» ή «κάτι βρίσκεται στην τάδε σχέση με κάτι άλλο». Μήπως αυτή είναι η υποψία που κρύβεται πίσω από το «σήκωμα του κεφαλιού» του Ρολάν Μπαρτ; Τη στιγμή που μια υποψία μας κάνει να σηκώνουμε στιγμιαία το βλέμμα από το κείμενο για να αναλογιστούμε αν όντως κάποια επίγνωση έλαμψε στον νου, και μετά να επιστρέψουμε στις λέξεις με μια νέα ελπίδα επιβεβαίωσης ή διάψευσής της;
Είναι αυτό το «Παράλογο χάσμα» (Hiatus irrationalis – όπως και ο τίτλος του μοναδικού σονέτου που έγραψε ο Ζακ Λακάν και τελειώνει με τον στίχο; «το πυρ του εαυτού μου – ενός δικού σας αιώνιου εραστή» σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή ), που εμφανίζεται επειδή η γλώσσα από τη στιγμή που αρχίζει να σκέφτεται τον εαυτό της γίνεται διαβρωτική, ανοίγει τον δρόμο προς μιαν ατέρμονη αποδέσμευση που κλονίζει τις συνηθισμένες βαθμίδες της έκφρασης και αφετηρία της γίνεται μια εκτίναξη που διασκελίζει κάθε έκφραση.
Δανείζομαι από τον Γιώργο Χειμωνά:
«[…] εἶναι ἀπίστευτο τὸ τί κενὰ ἔχει ὁ λόγος μου, πόσο ἀπροστάτευτες καὶ ἀσύδοτες εἶναι ἐκεῖνες οἱ ἐνδιάμεσες διαδικασίες μεταξὺ τής σκέψης μου καὶ τής γλώσσας μου, ἔτσι ὥστε ἡ γλῶσσα μου νὰ λειτουργεῖ στὰ τυφλά (ἀγωνιᾶ καὶ τὴν φαντάζομαι κιόλας νὰ κάνει, πρὶν μιλήσει, μιὰ μικρὴ προσευχὴ μὴν πέσει ἔξω) καθὼς ξεκινᾶ ἀπὸ ἕνα ἀφελὲς καὶ προκλητικὸ δόγμα: ἀφοῦ ἐκπορεύο-μαι ἀπὸ ἕνα τέτοιο χάος, ὅ,τι κι ἂν πῶ θὰ εἶναι χάος, δηλαδὴ καίριο καί –προπαντός- “φυσικό”».[Γιώργος Χειμωνάς, ό.π., σελ. 547]
Εδώ οι χρόνοι μπερδεύονται: αν η μνήμη κατάφερνε να ανακτήσει εκείνο που έπλασε τον συγγραφέα, τούτη η ανάκτηση από μόνη της θα ισοδυναμούσε με το να γίνει εκείνος ο συγγραφέας που ήταν. Ας θυμηθούμε εδώ τον Jerome Beuner: «Η δημιουργία του εαυτού είναι μια τέχνη αφηγηματική».
Δανείζομαι τελευταία φορά από τον Γιώργο Χειμωνά:
«Λανθάνει μέσα μου μία ἀσυγκράτητη ἐπιστολογραφικὴ μανία, τὴν ὁποία συνεχῶς καταστέλλω. Ἀντὶ νὰ γράφω αὐτὰ τὰ μικρὰ βιβλία, θὰ ἤθελα νὰ ἐξομολογοῦμαι σὲ ἀτέλειωτες, λεπτομερειακὲς ἐπιστολές. Πιστεύω ὅτι ἡ ἐπιδείνωση τελευταῖα τῆς δυστυχίας μου εἶναι ἡ ἔλλειψη ἑνὸς ἐξομολογητή. Κατὰ καιροὺς διέθετα καὶ κάποιον, ποὺ κατάπληκτος δεχόταν ἕναν χείμαρρο ἐξομολογήσεών μου (κατὰ κανόνα ἀνειλικρινῶν, ἀλλὰ δὲν ἔχει σημασία: κίνητρο τῆς ἀνθρώπινης ἔκφρασης στάθηκε πάντα μιὰ φιλαρέσκεια, μία βασανισμένη ματαιοδοξία)».[Γιώργος Χειμωνάς, ό.π., σελ. 57]
Είναι η ίδια μοίρα (και η περιστολή) κάθε συγγραφέα, που είναι προορισμένος κάθε φορά να «διαβάζεται ο ίδιος μέσα στο έργο». Είναι μια παραχώρηση που πρέπει να κάνει ο καθένας από εμάς, για να διατηρεί το δικαίωμα να ονομάζεται συγγραφέας. Δηλαδή για να εξακολουθεί να διαθέτει ένα κάποιο σωσίβιο. Η τελευταία φράση ας αποδοθεί στον Μερλώ Ποντύ: «Με δανείζομαι από τον άλλον και τον πλάθω με δικές μου σκέψεις». Πλάθω εκ νέου -με τη βοήθεια και άλλων- το δικό μου -πλέον- ίχνος του Γιώργου Χειμωνά.
(*) Ο Χρήστος Χρυσόπουλος είναι συγγραφέας. Ελαφρώς παραλλαγμένη μορφή του κειμένου ανακοινώθηκε της 28η Μαρτίου 2025 στη «Συνάντηση για το Γιώργο Χειμωνά» που διοργανώθηκε το διήμερο 28 και 29 Μαρτίου 2025 στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο σε συνεργασία με τον Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας, ΕΚΠΑ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
JACQUES LACAN
HIATUS IRRATIONALIS | ΠΑΡΑΛΟΓΟΝ ΧΑΣΜΑ (1929)
Πράγματα που ή ο οπός ή και ο ιδρώτας μέσα σας κυλάει,
μορφές που εσείς γεννήσατε από καμίνι ή από αίμα,
η ροή σας πιο αραιή είναι απ’ τ’ όνειρό μου που με πάει·
κι αν μ’ έναν αείρροο πόθο δεν σας μάχομαι, το ρέμα
διασχίζω των νερών σας, βγαίνω στον γιαλό που ακόμα
ο δαίμων ο βαρύς των στοχασμών μου με τραβάει.
Εκεί όπου υψούται το ον, παλεύει μόνο του το χώμα
Κακό τυφλό, κουφό: Θεό αναίσθητον που κυβερνάει.
Τις λέξεις όλες ο λαιμός μου κι αν κατάπιε ως φλέμα,
πράγματα που γεννήσατε από καμίνι ή από αίμα,
τη Φύση – χάνομαι μες στη ροή κάποιου εκεί στοιχείου:
ό,τι εγώ επωάζω εσάς προάγει, αυτό και σας γεννάει,
μορφές που ή ο οπός ή και ο ιδρώτας μέσα σας κυλάει,
το πυρ του εαυτού μου – ενός δικού σας εραστή αιωνίου.
[Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής. 2020. Αντλήθηκε από τον ιστότοπο: https://alonakitispoiisis.blogspot.com/2020/09/hiatus-irrationalis.html τελευταία πρόσβαση 1.2.2025]
***
HIATUS IRRATIONALIS
Choses que coule en vous la sueur ou la sève,
Formes, que vous naissiez de la forge ou du sang,
Votre torrent n’est pas plus dense que mon rêve,
Et si je ne vous bats d’un désir incessant,
Je traverse votre eau, je tombe vers la grève
Où m’attire le poids de mon démon pensant;
Seul il heurte au sol dur sur quoi l’être s’élève,
Le mal aveugle et sourd, le dieu privé de sens.
Mais, sitôt que tout verbe a péri dans ma gorge,
Choses qui jaillissez du sang ou de la forge,
Nature, je me perds au flux d’un élément:
Celui qui couve en moi, le même vous soulève,
Formes que coule en vous la sueur ou la sève,
C’est le feu qui me fait votre immortel amant