Ο Ελευθέριος Μακεδόνας μίλησε με την Μαλίνα Μανοβίτσι (Mălina Manovici), πρωταγωνίστρια της ταινίας Ανωτέρα Δύναμη [Balaur] (2021), του Ρουμάνου σκηνοθέτη Octav Chelaru, η οποία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια του φετινού, 62ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Η Mălina Manovici είναι Ρουμάνα ηθοποιός τού θεάτρου και του κινηματογράφου. Γεννήθηκε το 1979 στο Bârlad της Ρουμανίας. Είναι απόφοιτος της Φιλολογικής Σχολής (ειδίκευση Αγγλική-Γαλλική Γλώσσα), του Πανεπιστημίου Alexandru Ioan Cuza τού Ιάσιου, καθώς και του Τμήματος Μουσικής-Ηθοποιίας, του Δυτικού Πανεπιστημίου τής Τιμισοάρα. Το 2016 πρωταγωνίστησε στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της ‘Graduation’. Άλλες ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι οι: ‘Lemonade’ (2018) και ‘Doing money’ (2018). Εργάζεται για το Εθνικό Θέατρο της Τιμισοάρα.[1]
Λ.Μ.[2] Μαλίνα, χαίρομαι ιδιαίτερα που έχω την ευκαιρία να συζητήσω μαζί σου. Το πραγματικό κίνητρο αυτής της κουβέντας υπήρξε βέβαια η πολύ ισχυρή εντύπωση που μου προξένησε η ερμηνεία σου στην ταινία Ανωτέρα Δύναμη [Balaur] (2021),[3] του Ρουμάνου σκηνοθέτη Octav Chelaru, η οποία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια του φετινού, 62ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.[4] Πρώτα απ’ όλα λοιπόν, πολλά συγχαρητήρια για αυτήν την πολύ δυναμική και συγκινητική ερμηνεία σου!
Μ.Μ. Ευχαριστώ πολύ για τα θετικά σου λόγια. Σημαίνει πολλά το να μην περνάει απαρατήρητη η δουλειά σου και μάλιστα να δέχεσαι επαινετικά σχόλια γι’ αυτήν. Είναι η καλύτερη δυνατή ανταμοιβή που μπορεί να περιμένει μία ηθοποιός για τη σκληρή δουλειά που έχει επενδύσει σε μία ταινία. Οφείλω βέβαια να πω, ότι χρωστώ πάρα πολλά στον σκηνοθέτη Octav Chelaru, ο οποίος μου εμπιστεύθηκε κατ’ αρχάς τον ρόλο, διέκρινε σ’ εμένα την Εκατερίνα[5] και μου παρείχε κάθε δυνατή υποστήριξη καθ’ όλη τη διαδικασία. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό για μία ηθοποιό να νιώθει αυτήν την υποστήριξη και την ενθάρρυνση κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Λ.Μ. Δεν σου κρύβω, ότι εξ’ αρχής ενθουσιάστηκα με αυτό που θεώρησα προσωπικά ότι αποτελεί τον βασικό προγραμματικό στόχο τής ταινίας: να αποκαλυφθεί ανάγλυφα το ψυχολογικό αδιέξοδο με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη μία νέα, παντρεμένη γυναίκα, όσον αφορά στη σεξουαλικότητά της και γενικά την προσωπική της ελευθερία̇ ένα αδιέξοδο που δημιουργείται από τις αφόρητες πιέσεις, τις οποίες η σύγχρονη κοινωνία – ακόμη και σήμερα – εξακολουθεί να ασκεί στον άνθρωπο και ειδικότερα στη γυναίκα. Διότι, η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι ίσως το στοιχείο εκείνο που δέχεται την πιο βάναυση καταπίεση στις σημερινές κοινωνίες και, το γεγονός αυτό, έρχεται σίγουρα σε ευθεία αντίθεση με το πώς εμείς φανταζόμαστε – ή θα θέλαμε να φανταστούμε – μία τυπική, σύγχρονη δυτική κοινωνία.
Μ.Μ. Νομίζω πως έχεις απόλυτο δίκιο. Η καταπιεσμένη θηλυκότητα και η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι ένα από τα βασικά θέματα της ταινίας. Ναι, η πλοκή της περιστρέφεται γύρω από μία γυναίκα, η οποία ξαφνικά βρίσκει τον εαυτό της να βυθίζεται όλο και περισσότερο μέσα σε μία μαύρη τρύπα δυστυχίας, σε κάθε επίπεδο της ζωής της̇ ο γιος της έχει μεγαλώσει και δεν τη χρειάζεται πια, η σχέση της με τον σύζυγό της είναι απογοητευτική από κάθε άποψη, η δουλειά της ως καθηγήτρια θρησκευτικών στο γυμνάσιο δεν χαίρει του απαραίτητου σεβασμού από τους μαθητές της, ενώ και η οικογένειά της – δηλαδή η οικογένεια του άντρα της – δεν την έχουν αποδεχτεί ποτέ και δεν χάνουν την ευκαιρία να την ντροπιάζουν για κάτι που συνέβη πολλά χρόνια πριν. Προφανώς, δεν πρόκειται για καμιά φοβερή ζωή. Νιώθει σαν να έχει παγιδευτεί σε έναν ατέρμονα επαναλαμβανόμενο χρονικό βρόχο, όπου τα πάντα επαναλαμβάνονται απαράλλακτα ες αεί. Νομίζω, ότι μία τέτοια κατάσταση είναι από μόνη της ικανή να κάνει τον οποιονδήποτε άνθρωπο δυστυχισμένο.
Λ.Μ. Εφόσον λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, ποια πιστεύεις ότι είναι η βαθύτερη αιτία αυτής της καταπίεσης; Η Εκατερίνα προφανώς ασφυκτιά κάτω από τον ζυγό τής οικογένειάς της, – ο άντρας της είναι ένας συντηρητικών αρχών ιερωμένος, – του επαγγελματικού της ρόλου και της τοπικής, εξίσου συντηρητικής κοινωνίας. Βαθμιαία, λιμνάζει ψυχολογικά σε έναν βάλτο, του οποίου η βαθύτερη αιτιολογία φαίνεται πως είναι η καταπιεσμένη σεξουαλικότητά της. Και φυσικά, μαραζώνει σταδιακά, βιολογικά και συναισθηματικά. Σίγουρα θα πρέπει να είναι η σεξουαλικότητά της αυτή που έχει λιμνάσει και δημιουργεί και όλα τα υπόλοιπα προβλήματά της.
Μ.Μ. Ναι, νομίζω ότι έχεις δίκιο. Η σεξουαλικότητα είναι ένα ταμπού για τη συντηρητική, θρησκόληπτη κοινότητα στην οποία ζει η Εκατερίνα. Ένας λόγος παραπάνω που στη ζωή της έχει άμεση σχέση με ανθρώπους που ανήκουν στην ίδια την ιεραρχία τής εκκλησίας, όπως ο άντρας της. Είναι πολύ πιθανό, ότι οι γυναίκες-σύζυγοι κληρικών δέχονται μία ακόμη πιο μεγάλη πίεση ως προς αυτό το ζήτημα από τον κοινωνικό τους περίγυρο, ειδικά στις μικρότερες πόλεις. Βρίσκονται διαρκώς εκτεθειμένες στο άγρυπνο βλέμμα ολόκληρης της κοινότητας. Και φυσικά, υπάρχει κι η γνωστή τάση προς το κουτσομπολιό και την κακεντρέχεια ειδικά σ’ αυτές τις κοινότητες. Πρόκειται για κοινωνίες που της χαρακτηρίζει ένας υψηλός βαθμός συντηρητισμού και κακίας, χαρακτηριστικά που τις κάνουν να είναι ταυτόχρονα και πολύ ανιαρές, αποβλακωμένες ή εντελώς ανόητες. Σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολο να ζήσει σ’ αυτές τις κοινωνίες ένας άνθρωπος, ο οποίος διαφοροποιείται έστω και στο ελάχιστο από τον γενικό κανόνα. Νιώθει κανείς όλη αυτήν την ενέργεια στην Εκατερίνα. Νομίζω ότι η σεξουαλικότητά της υπήρξε πάντα καταπιεσμένη. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η ζωή της με τον άντρα της υπήρξε ποτέ σημαντικά διαφορετική από την τωρινή της ζωή. Ο σύζυγός της άλλωστε είναι και ο μοναδικός άντρας που γνώρισε. Ποτέ της δεν είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τη σεξουαλικότητά της και να την κατανοήσει. Ζει σ’ έναν κόσμο, στον οποίο οι ρόλοι τού άντρα και της γυναίκας είναι σαφώς οριοθετημένοι κι η ίδια είναι αναγκασμένη να τους αποδεχτεί χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα λόγου ή άποψης. Είναι η σύζυγος του παπά και τίποτε περισσότερο.
Λ.Μ. Τότε λοιπόν, φαίνεται να υπάρχει γενικά μία αρνητική σχέση μεταξύ τής οποιασδήποτε οργανωμένης και δογματικής θρησκείας αφενός και της ανθρώπινης σεξουαλικότητας κι ευτυχίας αφετέρου.
Μ.Μ. Οπωσδήποτε, η οργανωμένη θρησκεία φέρει μεγάλη ευθύνη ως προς αυτό το σημείο, στον βαθμό που επιβάλλει απαγορεύσεις στους ανθρώπους και στην ευτυχία τους – σεξουαλική ή άλλη – αποτρέποντάς τους ή απαγορεύοντάς τους εντελώς να θέτουν ερωτήματα γύρω από τη ζωή και να πειραματίζονται. Πρόκειται για ένα πολύ άκαμπτο πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να ζήσει κανείς, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την οποιαδήποτε ευελιξία. Τίποτε δεν επιτρέπεται να συζητηθεί, απαγορεύεται κάθε αμφισβήτηση, υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, ποτέ το γκρι. Μία τέτοια νοοτροπία δεν μπορεί φυσικά παρά να αντιμετωπίσει τη σεξουαλική πραγμάτωση της γυναίκας ως ένα ταμπού. Την ίδια στιγμή βέβαια, υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που νιώθουν ευτυχισμένοι που ζουν μ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς να χρειάζεται ποτέ τους να θέσουν κανένα ερώτημα, κληρονομώντας απλά έναν δεδομένο τρόπο ζωής από τις προηγούμενες γενιές και διαιωνίζοντάς τον απαράλλακτο, χωρίς ποτέ τους να τον αμφισβητούν. Για παράδειγμα, ο άντρας τής Εκατερίνα, ο πεθερός κι η πεθερά της, είναι απολύτως ευτυχισμένοι μ’ αυτήν την κατάσταση. Η ζωή τους είναι απολύτως σταθερή, σαν ένα μονοπάτι χωρίς καμία στροφή, που πάει δεν ξέρω κι εγώ πού, ίσως στον παράδεισο.
Λ.Μ. Γιατί πιστεύεις ότι η θρησκεία, σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της ανά τον κόσμο σήμερα, αλλά και σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, έχει επιχειρήσει τόσο επίμονα να χειραγωγήσει την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, ειδικά τη γυναικεία; Ακούγεται εντελώς παράλογο. Όλα τα ιστορικά γεγονότα που γνωρίζουμε – από τις ‘μάγισσες’ του Μεσαίωνα, μέχρι την άγρια καταπίεση των γυναικών στον μουσουλμανικό κόσμο σήμερα – επιβεβαιώνουν, χωρίς καμία εξαίρεση, μία έντονη αντίστροφη σχέση μεταξύ της επονομαζόμενης ‘θρησκείας’ από τη μία και της ελεύθερης έκφρασης της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, ειδικά της γυναικείας, από την άλλη.
Μ.Μ. Ναι, ακούγεται παράλογο κι εκπλήσσομαι κι εγώ για το πόσο πολύ έχει κρατήσει αυτή η ισχύς τής εκκλησίας, αλλά και για το πώς ο κόσμος συνεχίζει ακόμη και σήμερα να υποτάσσεται τόσο απόλυτα στα κελεύσματά της. Για κάποιους αποτελεί προσωπική επιλογή και δεν μου επιτρέπεται βέβαια να σχολιάσω τέτοιου είδους προσωπικές επιλογές. Είναι, ωστόσο, πολύ ενδιαφέρον το πώς ένας θεσμός που αρχικά επιτελούσε έναν κοινωνικά σημαντικό ρόλο – το να φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, να δημιουργεί κοινότητες – έχει φτάσει σήμερα να είναι κάτι το οποίο στερείται της οποιασδήποτε αίσθησης της πραγματικότητας, χρησιμότητας ή ωφέλειας για τους ανθρώπους. Εάν υπάρχουν κάποιοι που ωφελούνται απ’ όλη αυτή την ιστορία, αυτοί είναι αποκλειστικά και μόνο όσοι έχουν στα χέρια τους κάποια μορφή εξουσίας, γιατί τελικά και η θρησκεία είναι μία μορφή εξουσιασμού. Αντιθέτως, το να σκέφτεται κανείς ελεύθερα είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο. Όμως, ο καθένας θα έπρεπε να είναι ελεύθερος να κάνει τις δικές του επιλογές. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι το όλο θέμα συνδέεται με τα ζητήματα της γνώσης, της ελεύθερης σκέψης και του ελέγχου των ανθρώπων.
Λ.Μ. Και κάπου εκεί εμφανίζεται ο Ιούλιου – ένας δεκαεξάχρονος μαθητής που έρχεται στο σχολείο από τη Γερμανία, υπό μυστηριώδεις συνθήκες, και ξαφνικά, όλα τα καταπιεσμένα συναισθήματα της Εκατερίνα εκδηλώνονται, αλλά τώρα πια με ανεξέλεγκτο τρόπο. Το ότι σύντομα θα κάνει έρωτα με έναν ανήλικο μαθητή της, είναι ενδεικτικό τού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται και αποδεικνύει νομίζω, ότι όλη εκείνη η πίεση που έχει συσσωρεύσει μέσα της, είναι στην πραγματικότητα καθαρή σεξουαλική ενέργεια που έχει καταπιεστεί για πολύ καιρό κι έχει λιμνάσει. Προσωπικά βρήκα στην ταινία πολλές αναφορές στις θεωρίες τού Βίλχελμ Ράιχ.
Μ.Μ. Δεν θα έλεγα, ότι αυτό που ωθεί την Εκατερίνα να κάνει έρωτα με τον Ιούλιου είναι μόνο η καταπιεσμένη σεξουαλική της ενέργεια. Είναι και αυτός ένας λόγος φυσικά, αλλά νομίζω ότι νιώθει επίσης και κάτι το κοινό να τη συνδέει με τον Ιούλιου̇ ούτως ή άλλως λοιπόν, θα πήγαινε κοντά του, αργά ή γρήγορα. Είναι πολύ σημαντικό, ότι και οι δυο τους αποτελούν ένα είδος αουτσάιντερ για την κοινότητα στην οποία ζουν̇ γνωρίζουν επίσης και οι δύο τι θα πει να μην σε αγαπάει, να μην σε καταλαβαίνει και να μην σου παρέχει την απαραίτητη στήριξη η μητέρα σου. Αυτός είναι νομίζω ο πιο σημαντικός δεσμός που τους ενώνει.
Λ.Μ. Κατά το δεύτερο περίπου μισό τής ταινίας, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου, ότι οι παραπάνω υποθέσεις για το ποια μπορεί να είναι η ‘κεντρική της ιδέα,’ ήταν όντως έτσι όπως τις έχουμε συζητήσει μέχρι στιγμής. Δεν μπόρεσα ν’ αποφύγω, ωστόσο, την αίσθηση, ότι κάπου εκεί συνέβη ένα είδος ‘ηθικής υποτροπής’ πίσω στις αρχές τού συντηρητισμού, μία πρόσκληση να συμβιβαστούμε τελικά με τις παλιές καλές κοινωνικές αξίες, με τις άκομψες κι απολύτως ανιαρές επιταγές και νόρμες της θρησκείας και των υπόλοιπων συναφών μ’ αυτήν κοινωνικών θεσμών: την οικογένεια, τη δουλειά, την κοινότητα… Σε τελική ανάλυση, όσο αρχαία και φθαρμένη κι αν είναι όλη αυτή η ιστορία, ακόμη κι αν δεν είναι ο ιδανικός δρόμος για όλους εμάς, τουλάχιστον έχει ελεγχθεί εμπειρικά ανά τους αιώνες και, σίγουρα, παράγει κάποια απτά αποτελέσματα. Η αίσθησή μου αυτή ενισχύθηκε όταν διαπίστωσα, ότι τώρα πια το εστιακό σημείο τής ταινίας είχε μετατοπισθεί από την ψυχολογική κατάσταση της Εκατερίνα, στην ιδιόμορφη, αντικοινωνική συμπεριφορά ενός προβληματικού ενδεχομένως εφήβου – του Ιούλιου – ή στους κινδύνους που σημαίνουν για τη ζωή μας τα social media. Είναι όντως έτσι;
Μ.Μ. Ναι, θα μπορούσε να είναι έτσι. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι ο Ιούλιου μετατρέπεται από αντικείμενο επιθυμίας σε μια απειλή για την Εκατερίνα. Πιστεύω ότι τελικά, παρά την ερευνητική φύση τού πνεύματός της, δεν είναι ικανή ή έτοιμη να ενεργήσει με αποφασιστικότητα ενάντια στις θρησκευτικές επιταγές και νόρμες, οι οποίες προφανώς έχουν εμποτίσει παραπάνω απ’ όσο νόμιζε το μυαλό και την προσωπικότητά της. Άλλωστε, η σχέση των δύο δεν είναι δυνατόν να αντέξει για πολύ. ούτως ή άλλως. Επίσης, πιστεύω ότι στην πραγματικότητα ποτέ της δεν σκέφτηκε να εγκαταλείψει τον σύζυγο και την οικογένειά της, ότι η νύχτα που περνάει με τον Ιούλιου είναι απλά το αποτέλεσμα μιας παροδικής παρόρμησής της, η οποία πυροδοτείται ακριβώς από τα καταπιεσμένα συναισθήματά της. Εάν όλα αυτά ισοδυναμούν με έναν συμβιβασμό με τις καθεστηκυίες συντηρητικές νόρμες τής θρησκευτικής κοινότητας, τότε ναι, έχεις δίκιο. Όμως τελικά, όλο αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και τον θάνατο της Εκατερίνα. Έτσι ερμηνεύω την τελική σεκάνς τής ταινίας, στην οποία όλες οι πόρτες τού σπιτιού κλείνουν γύρω της, η μία μετά την άλλη, σαν να την τοποθετούν μέσα σε ένα φέρετρο.
Λ.Μ. Δεν σου κρύβω επίσης, ότι ένιωσα λίγο άβολα με τις εικόνες τού Νίτσε στους τοίχους τού δωματίου τού Ιούλιου. Έχω την αίσθηση, ότι θα ήταν λίγο επικίνδυνο το να έφτανε κανείς να συσχετίσει τη βίαιη, μηδενιστική και μισανθρωπική συμπεριφορά ενός μπερδεμένου εφήβου, ο οποίος δυσκολεύεται να ελέγξει τη χειμαρρώδη σεξουαλική του ενέργεια, με τη σεπτή μορφή ενός από τα μεγαλύτερα πνεύματα που έβγαλε η Δύση στην πρόσφατη ιστορία της. Γίνεται όντως μία τέτοια σύνδεση της βίαιης και παράλογης συμπεριφοράς τού Ιούλιου με τη φιλοσοφική σκέψη τού Νίτσε; Ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος τού Νίτσε στην ταινία;
Μ.Μ. Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς, αλλά πώς μπορούμε να γνωρίζουμε πώς ακριβώς προσλαμβάνει κανείς ένα βιβλίο και πώς ακριβώς θα αντιλαμβάνεται ή θα βλέπει τον κόσμο αφότου το διαβάσει; Τα βιβλία ασκούν μια τόσο μεγάλη επιρροή στη ζωή μας κι ο καθένας μας αντιδρά σε σχέση μ’ αυτά, ανάλογα με το επίπεδο κατανόησης που διαθέτει, ανάλογα με το στάδιο της πνευματικής ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται. Όλοι μας γνωρίζουμε, ότι άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών που θα διαβάσουν το ίδιο βιβλίο, θα το μετατρέψουν σε μία διαφορετική, εντελώς προσωπική εμπειρία. Επομένως, πώς μπορεί κανείς να προβλέψει πώς ακριβώς θα αντιδράσει στις επαναστατικές ιδέες τού Νίτσε ένας νεαρός σαν τον Ιούλιου στην περίπτωσή μας; Βρίσκεται σε μία ηλικία, όπου τα πάντα συμβαίνουν με έναν τόσο παρορμητικό τρόπο. Και, στο σημείο αυτό, διακρίνω μία ομοιότητα με την Εκατερίνα και με την απόφασή της να κάνει έρωτα μαζί του ως μια πράξη επανάστασης απέναντι σε ό,τι αντιπροσωπεύει ο κόσμος της.
Λ.Μ. Μπορούμε να πούμε ότι το Balaur αποτελεί ένα είδος κινηματογραφικής μεταφοράς για το αριστούργημα του Νίτσε Ο Αντίχριστος;
Μ.Μ. Δεν το σκέφτηκα ποτέ ως τώρα μ’ αυτόν τον τρόπο. Αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον που διακρίνεις κάτι τέτοιο στην ταινία μας, ότι η ταινία σε έκανε να σκεφτείς κάτι τέτοιο. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους σημαντικότερους ρόλους που καλείται να επιτελέσει ο κινηματογράφος, έτσι δεν είναι; Η κάθε ταινία βρίθει αναφορών σε άλλα έργα τέχνης, στη λογοτεχνία…
Λ.Μ. Και, αν η παραπάνω υπόθεση ευσταθεί, τότε μία πιθανή ένσταση θα μπορούσε να είναι η εξής: ο Αντίχριστος του Νίτσε είναι στην πραγματικότητα ένα έργο καταφατικό απέναντι στη ζωή, όπως και το σύνολο της φιλοσοφίας του̇ το αντίθετο δεν ισχύει, πρόκειται για καθαρή παρεξήγηση του έργου του. Εάν ο Νίτσε επιτέθηκε με μένος κατά του Χριστιανισμού, το έκανε γιατί διείδε σ’ αυτόν τον πρωταρχικό παράγοντα που αρνείται στον άνθρωπο την οποιαδήποτε χαρά που θα μπορούσε να του προσφέρει αυτή η ζωή, γιατί καταπίεσε οτιδήποτε ήταν υγιές από βιολογική και πνευματικής άποψης μέσα του, πρώτα απ’ όλα το σεξ, το οποίο, ωστόσο – κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί – αποτελεί τον μοναδικό τρόπο αναπαραγωγής και διατήρησης στη ζωή κάθε έμβιου οργανισμού.
Μ.Μ. Ναι, σίγουρα. Αλλά δεν νομίζω ότι η αναφορά στον Νίτσε έχει στην ταινία κάποιο άλλο νόημα πέραν αυτού που αναφέρεις κι εσύ – της κατάφασης δηλαδή απέναντι στη ζωή. Το ότι κανείς πεθαίνει ή υποφέρει ή κάνει κάποιον άλλον να υποφέρει – είναι κι αυτό μέρος τής ζωής, ακόμη κι ο θάνατος συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή. Το σημαντικό είναι να δρα κανείς σύμφωνα με τη δική του θέληση και με βάση τις δικές του αποφάσεις, χωρίς φυσικά να προκαλεί πόνο στους άλλους, ωστόσο, η ζωή πολλές φορές μάς διαψεύδει, υπό την έννοια ότι και ο πόνος ορισμένες φορές δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Ο Χριστιανισμός δημιουργεί αναστολές και θέτει περιορισμούς̇ η πραγματική πράξη αμφισβήτησης έγκειται στο να προσπαθεί κανείς να απολαύσει την πραγματική ζωή̇ να ζει σύμφωνα με τη θέλησή του, παρότι βέβαια, κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τι μπορεί να του συμβεί ανά πάσα στιγμή.
Λ.Μ. Το balaur, αν δεν κάνω λάθος, είναι ένα τέρας στη ρουμανική παράδοση, κάτι σαν ένας δράκος με επτά κεφάλια φιδιού αντί για ένα. Τι ακριβώς συμβολίζει στην ταινία; Είναι ο Ιούλιου μία ενσάρκωση του balaur; Είναι μήπως ένα σύμβολο για το σεξ γενικά; Ή για τις εξωσυζυγικές σχέσεις μιας παντρεμένης γυναίκας; Πρέπει να εξοβελίσουμε το balaur από τις ζωές μας ή μήπως θα πρέπει να το αποδεχτούμε, να αναγνωρίσουμε ότι εάν τελικά υπάρχει, δεν είναι κάτι το τερατώδες όπως έχει προσπαθήσει να μας πείσει η οργανωμένη θρησκεία̇ κι ότι τελικά, μπορεί το πραγματικό balaur να είναι ακριβώς αυτό που η θρησκεία μάς έχει παρουσιάσει ως το καλό; Μήπως τελικά θα έπρεπε να προστατευθούμε από το καλό τής θρησκείας;
Μ.Μ. Στα λαϊκά μας παραμύθια, ο balaur είναι ένας δράκος, τον οποίο πολεμά και τελικά νικά ο ήρωας, όπως περίπου συμβαίνει και στη γνωστή ιστορία τού Αγίου Γεωργίου που σκότωσε τον δράκο. Συμβολίζει την πρόκληση την οποία πρέπει να υπερνικήσει ο καλός ήρωας, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του. Είναι κι ένας τρόπος να αποδείξει την ανδροπρέπεια και τη δύναμή του. Είναι ένα επιπλέον βήμα προς την ωριμότητά του. Πρόκειται λοιπόν για την παλιά, γνωστή ιστορία τού καλού που επικρατεί έναντι του κακού. Δεν είμαι σίγουρη εάν αυτό ισχύει στην περίπτωσή μας. Εάν ακολουθήσουμε την αλληλουχία των σκέψεών μας μέχρι τώρα, νομίζω ότι στη δική μας ιστορία, δυστυχώς, συμβαίνει το ανάποδο: στο τέλος νικάει ο κακός δράκος. Αλλά δεν είμαι επίσης σίγουρη αν, όπως λες, ο δράκος είναι ο κακός τής ταινίας̇ μάλλον έχεις δίκιο, ο Balaur θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε από όλα αυτά που ανέφερες πριν. Είναι ένα τέρας (η οργανωμένη θρησκεία, η ηθική) εναντίον ενός άλλου τέρατος (του σεξ, των ωμών ενστίκτων μας, του φυσικού όντος); Εξαρτάται από το νόημα που θέλουμε να του αποδώσουμε εμείς. Αλλά εν τέλει, νομίζω ότι ο Balaur είναι πάνω απ’ όλα μία πρόκληση, η οποία εμφανίζεται κάποια στιγμή στη ζωή μας και απαιτεί από εμάς να λάβουμε μία κάποια απόφαση για το πώς ακριβώς θα πρέπει να δράσουμε.
Λ.Μ. Παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια, αρκετές ταινίες που προέρχονται από την περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πραγματεύονται το πρόβλημα των social media και της κυριαρχίας του πάνω στις νεότερες γενιές, ειδικά ως προς τα ζητήματα της σεξουαλικής παρενόχλησης, εκμετάλλευσης ή δυσφήμισης. Θυμάμαι την εκπληκτική σερβική ταινία Klip (2012), τής Maja Miloš. Στο φετινό 62ο ΔΦΚΘ, προβάλλονται επίσης κάποιες ταινίες από την περιοχή αυτή, με το ίδιο θέμα, όπως για παράδειγμα οι Κολλητές [Sisterhood] (2021), της Dina Duma από τη Β. Μακεδονία. Το Balaur, στη δική μας περίπτωση, ασχολείται επίσης με το θέμα αυτό. Ενώ έχω επίσης υπόψη μου και μία ακόμη φετινή Ρουμάνικη ταινία, το Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό [Bad Luck Banging or Loony Porn] (2021) του Ράντου Ζούντε. Πιστεύεις ότι πρόκειται για κάποια προσωρινή μόδα, για ένα παγκόσμιο πρόβλημα ή για ένα πρόβλημα το οποίο είναι πιο έντονο στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, όπως αυτές που ανήκουν στη συγκεκριμένη περιοχή;
Μ.Μ. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν πρόκειται για κάποιου είδους μόδα, είμαι όμως σίγουρη ότι πρόκειται για ένα απτό γεγονός. Κανείς δεν μπορεί σήμερα να αμφισβητήσει την τεράστια επιρροή που ασκούν τα social media στις ζωές μας, φαίνεται ότι δεν έχει μείνει πια κανείς που να μην είναι μονίμως online. Είναι σαν να ζούμε όλοι μας δύο παράλληλες ζωές, μία πραγματική και μία εικονική. Ο καθένας χρησιμοποιεί πλέον κάποια social media και τα πάντα διαδραματίζονται πλέον παράλληλα και εκεί, οπότε δεν μπορείς να παραγνωρίσεις το γεγονός αυτό. Αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο τμήμα τής ζωής πολλών ανθρώπων. Πρόκειται για ένα νέο μέσο, το οποίο, όπως όλα, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για καλό ή για κακό. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο, ειδικά σ’ αυτήν την περιοχή τής ΝΑ Ευρώπης δεν έχει εξερευνηθεί ακόμη αρκετά, οπότε ίσως έχει έρθει η ώρα να του δοθεί κι εδώ η δέουσα προσοχή.
Λ.Μ. Ο Ράντου Ζούντε, του οποίου το έργο γνωρίσαμε σε μεγάλο βαθμό εδώ τα τελευταία χρόνια, αλλά και όλοι οι άλλοι σημαντικοί Ρουμάνοι σκηνοθέτες τού λεγόμενου Ρουμάνικου Νέου Κύματος, μας έχουν παρουσιάσει μία ζοφερή εικόνα για τη μετα-κομμουνιστική ρουμανική κοινωνία: διαφθορά, ηθικός ξεπεσμός, ακραίος εθνικισμός, σεξισμός. Είναι αυτή η εικόνα ορθή; Και πώς θα αξιολογούσες τη θέση τής γυναίκας στη σημερινή ρουμανική κοινωνία;
Μ.Μ. Ναι, νομίζω έτσι είναι. Δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να παρουσιάσεις μια άλλη, θετική εικόνα για τη χώρα μας, όταν υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση. Ναι, υπάρχει όπως λες πολλή διαφθορά, ηθικός ξεπεσμός, ακραίος εθνικισμός και σεξισμός. Στοιχεία βέβαια που, πάνω κάτω, υπάρχουν και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Οι άνθρωποι έχουν αναμετρηθεί μ’ αυτά τα δεινά, εάν μπορώ να τα αποκαλέσω έτσι, για πολύ καιρό, όμως η αλλαγή είναι κάτι που επιτυγχάνεται πολύ δύσκολα. Ειδικά κάποια σημεία τού πλανήτη φαίνεται να είναι ικανά να αλλάξουν μόνο σε βάθος χρόνου̇ σε άλλα πάλι, η αλλαγή δεν είναι καθόλου ευπρόσδεκτη. Είναι πολύ δύσκολο οι παλιές νοοτροπίες να αντικατασταθούν από άλλες καινούριες, ειδικά σε συγκεκριμένες κοινωνίες ή κοινωνικές τάξεις. Συνήθως χρειάζονται πολλές γενιές για να επιτευχθεί η ελάχιστη αλλαγή. Και αυτό, νομίζω πως είναι ένα ακόμη από τα θέματα με τα οποία ασχολείται η ταινία μας.
Λ.Μ. Θα ήθελες να μας πεις ορισμένα πράγματα σχετικά με την καριέρα σου μέχρι τώρα, πιθανά πρότζεκτ με τα οποία ασχολείσαι επί του παρόντος ή κάποια από τα μελλοντικά σου σχέδια; Αν δεν κάνω λάθος, διατηρείς ισχυρούς δεσμούς και με το θέατρο.
Μ.Μ. Μπορώ απλά να σου πω ότι έχω πάθος για τη δουλειά μου, ότι νιώθω ευγνωμοσύνη για κάθε μία από τις ευκαιρίες που μου παρουσιάστηκαν μέχρι στιγμής κι ότι ελπίζω να ανακύψουν και περισσότερες τέτοιες ευκαιρίες στο μέλλον.
Λ.Μ. Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου! Σου εύχομαι κάθε επιτυχία σε ό,τι κι αν κάνεις εφεξής!
Μ.Μ. Κι εγώ σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου και την εκτίμησή σου για τη δουλειά μας.
[1] https://www.imdb.com/name/nm8065790/bio?ref_=nm_ov_bio_sm
[2] Λ.Μ.: Λευτέρης Μακεδόνας – Μ.Μ.: Μαλίνα Μανοβίτσι .
[3] https://www.filmfestival.gr/el/section-tiff/movie/1190/13880
[4] Εφεξής: ΔΦΚΘ.
[5] Η κύρια ηρωίδα τής ταινίας.