«Κόκκινα Φανάρια» πριν από έξι δεκαετίες: Η οσκαρική ταινία, η μεγάλη επιτυχία του Θεάτρου «Πορεία» και η αξέχαστη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου
του Γιάννη Μουγγολιά
Στις 2 Δεκεμβρίου 2024 συμπληρώθηκαν 61 χρόνια από την πρώτη προβολή στους ελληνικούς κινηματογράφους της ταινίας «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, μιας από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού σινεμά της δεκαετίας του ΄60. Τα «Κόκκινα Φανάρια» ωστόσο ήταν και η εξαιρετικά πετυχημένη εισπρακτικά θεατρική παράσταση σε σκηνοθεσία Αλέξη Δαμιανού, μια από τις πρώτες που ανέβηκαν στο Θέατρο Πορεία (πρωτοπαίχτηκε τον Μάρτιο του 1962, βασισμένη στο τρίπρακτο θεατρικό έργο που έγραψε το 1960 ο θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος θεάτρου και οργανωτής ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων Αλέκος Γαλανός). Θεατρική παράσταση και ταινία συνοδεύτηκαν από την σπουδαία και άκρως πετυχημένη μουσική που έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και ουσιαστικά τον έκανε γνωστό στο πανελλήνιο. Κάπως έτσι θα προσεγγίσουμε στο άρθρο αυτό τα «Κόκκινα Φανάρια». Θεατρικά, κινηματογραφικά, μουσικά μέσα από τις πολλές ένδοξες στιγμές και τα περιστατικά που τα συνόδεψαν εντός και εκτός θεάματος και ακροάματος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η θεατρική παράσταση
Ο Αλέξης Δαμιανός γεννημένος το 1921, στα 41 του σκηνοθέτησε το θεατρικό του Αλέκου Γαλανού «Το σπίτι με τα κόκκινα φανάρια», σε σκηνικό του Στέλιου Ορφανίδη, μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και φωτισμούς του Σταμάτη Τσάκωνα.
Έπαιξαν οι Νικήτας Τσακίρογλου που αντικαταστάθηκε κατά τη θερινή περίοδο από τον Θόδωρο Έξαρχο (Ντορής), Νίκος Μπιρμπίλης (Μιχαήλος), Κούλα Αγαγιώτου που αντικαταστάθηκε κατά τη θερινή περίοδο από την Μαλένα Ανουσάκη (Μαντάμ Παρί), Κάτια Αθανασίου που αντικαταστάθηκε κατά τη θερινή περίοδο από την Κατερίνα Χέλμη (Μαρίνα), Μαίρη Χρονοπούλου (Μαίρη), Λάμπρος Κοτσίρης που αντικαταστάθηκε κατά τη θερινή περίοδο από τον Σταύρο Φαρμάκη (καπετάν Νικόλας), Μιμίκα Φλωρά που αντικαταστάθηκε κατά τη θερινή περίοδο από την Φραντζέσκα Αλεξάνδου (Μυρσίνη), Γιώργος Κυριακίδης (αστυφύλακας, Αμερικανός ναύτης), Έρση Βαλαβάνη (Ελένη-Πριγκιπέσα), Χρήστος Νέγκας που αντικαταστάθηκε κατά τη θερινή περίοδο από τον Γιώργο Μάζη (Μιχάλης), Ηρώ Κυριακάκη (Κατερίνα, η καθαρίστρια), Θόδωρος Ντόβας που αντικαταστάθηκε κατά τη θερινή περίοδο από τον Βασίλη Μητσάκη (Γέρος) και Αλέξης Δαμιανός (Πέτρος).
Το Θέατρο «Πορεία»
Στο κείμενο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Αλέξης Δαμιανός και θέατρο. Σύντομο χρονικό της θιασαρχικής του δραστηριότητας» από τη μονογραφία «Αλέξης Δαμιανός» (επιμέλεια: Γιάννης Σολδάτος, εκδ. Αιγόκερως-Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Αθήνα 2004) βρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το Θέατρο Πορεία:
«Το Θέατρο Πορεία του Αλέξη Δαμιανού, εγκατεστημένο στο νέο θέατρο της Τρικόρφων 3 και Γ΄ Σεπτεμβρίου 69, δραστηριοποιείται τέσσερις θεατρικές περιόδους: 1960-΄61 (τέσσερα ανεβάσματα πρωτοπαρουσιαζόμενων έργων, εκ των οποίων δύο ελληνικά), 1961-΄62 (τρία ανεβάσματα έργων, δυο εκ των οποίων για πρώτη φορά, με τα “Κόκκινα φανάρια” να ξεχωρίζουν) κ.α. Όλα τα έργα σκηνοθετούνται από τον θιασάρχη και τα περισσότερα παρασταίνονται για πρώτη φορά στην αθηναϊκή σκηνή (εννέα από τις ένδεκα παραγωγές του θιάσου). Εισπρακτικά ξεχωρίζει η παράσταση των “Κόκκινων Φαναριών” του Αλέκου Γαλανού που παρασταίνεται τρεις θεατρικές περιόδους σε προγραμματισμό εναλλασσόμενου ρεπερτορίου (χειμώνας 1962, θερινή περίοδος 1962 και το μεγαλύτερο μέρος της θεατρικού περιόδου 1962-΄63), γεγονός όχι σύνηθες τη συγκεκριμένη φάση της μεταπολεμικής σκηνής και εισπρακτική επιτυχία συγκρινόμενη μόνο με την ανάλογη, κατά την ίδια περίπου χρονική περίοδο, της παράστασης του έργου του Αλεσάντρο Κασόνα “Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια” από το Νέο Θέατρο του Βασίλη Διαμαντόπουλου και της Μαρίας Αλκαίου. Όσον αφορά το υποκριτικό δυναμικό, πρωταγωνίστριες και πρωταγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου πριν από τη καθιέρωσή τους σύμφωνα με τους νόμους του σταρ σίνεμα (Μαίρη Χρονοπούλου, Κατερίνα Χέλμη) αλλά και στελέχη του Θεάτρου Τέχνης (Ηρώ Κυριακάκη). Η Μαίρη Χρονοπούλου πριν αναδειχθεί σε κινηματογραφική σταρ στις σκηνοθετημένες από τον Γιάννη Δαλιανίδη ταινίες (μιούζικαλ και μελοδράματα) της Φίνος Φιλμς, θα πρωταγωνιστήσει στην παραγωγή του θεάτρου Πορεία “Τα Κόκκινα Φανάρια” διαπρέποντας ως ιερόδουλος Μαίρη. Στην παράσταση οι γυναικείοι ρόλοι αναδεικνύονται ισχυρότεροι των ανδρικών. Από τους υπόλοιπους συντελεστές των παραστάσεων, σταθερότερη είναι η παρουσία του μουσικού Σταύρου Ξαρχάκου (τρεις παραστάσεις).
Το Θέατρο Πορεία στεγαζόμενο στη νεόδμητη και ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής ομώνυμη και εκτός θεατρικού κέντρου σκηνή, εντάσσεται στην ομάδα των νεανικής σύνθεσης, όσον αφορά στο δυναμικό των συντελεστών των παραστάσεων, θιάσων που εμφανίζονται από τα τέλη της δεκαετίας του ΄50 και φιλοδοξούν τη συστηματική παρουσίαση έργων από το σύγχρονο ρεπερτόριο, την προώθηση της νεοελληνικής δραματουργίας που επαγγέλλεται τη διαφοροποίηση από τον ηθογραφικό και φαρσικό κανόνα, και απευθύνονται σ΄ ένα κοινό φοιτητών και διανοουμένων. Η Άλκης Θρύλος θεωρώντας την παρουσία του Θεάτρου Πορεία όχι επιτακτική ανάγκη αλλά προσθήκη στο θεατρικό αθηναϊκό τοπίο, σχολιάζει: “Τόσο το κτήριό του όσο και οι σκοποί του έχουν πρωτοτυπία, το αποσπούν από τη ρουτίνα. Η “Πορεία” δεν είναι ένα θέατρο με όλα τα άλλα, δεν το ίδρυσαν βεντετικές φιλοδοξίες και το ολέθριο πάθος της διασποράς, που τελευταία κατέλαβε τους ηθοποιούς μας”».
Η Άλκης Θρύλος περιγράφει μάλιστα την αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του θεάτρου: «Το κτήριο, παρ΄ όλο που κάπως υπέρμετρα αδιακόσμητο (η λιτότητα είναι βέβαια προσόν, όχι όμως όταν φθάνει στο σημείο ένας χώρος που πρέπει να είναι γιορταστικός να δίνει την εντύπωση ενός ασκητικού ησυχαστηρίου), έχει μιαν άριστη ιδιότυπη και υποδειγματική αρχιτεκτονική∙ η σκηνή δεν ορθώνεται παράλληλη στις σειρές των καθισμάτων∙ είναι κυκλική, και η κοιλιά της εισχωρεί μέσα στα καθίσματα∙ τούτο, μαζί με την πολύ μεγάλη, σχεδόν αμφιθεατρική, κλίση του δαπέδου, επιτρέπει όλα τα καθίσματα, τα άλλωστε πολύ άνετα, να έχουν εξαιρετική ορατότητα». Άλκης Θρύλος ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τα κριτικά κείμενά της η καταξιωμένη πεζογράφος και κριτικός Ελένη Ουράνη.
Το σκηνικό του Στέλιου Ορφανίδη
Στο θέατρο Πορεία ο θεατής έχει εποπτική εικόνα όλης της σκηνής και βλέπει όλα όσα συμβαίνουν ταυτόχρονα. Έτσι ο θεατής μπορεί να βλέπει συνεχώς και ταυτόχρονα τη στριφτή σκάλα, τον ισόγειο όροφο με το μπαρ, το τραπεζάκι με τις καρέκλες, τις πόρτες που επικοινωνούν με τα ισόγεια δωμάτια των κοριτσιών, το παράθυρο που φέρει σε οπτική επαφή με το λιμάνι, τα δωμάτια του πάνω πατώματος.
Στον τόμο «Θέατρο 1962» (διεύθυνση και έκδοση: Θόδωρος Κρίτας, διεύθυνση συντάξεως: Μάριος Πλωρίτης) όπου εμπεριέχεται ολόκληρο το θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού, υπάρχει αναλυτική περιγραφή του σκηνικού του Στέλιου Ορφανίδη για την παράσταση. Αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Τα δωμάτια των “κοριτσιών” είναι επιπλωμένα με τον ίδιο τρόπο. Ένα κρεβάτι, ένας νιπτήρας με τσίγκινη λεκάνη, η πετσέτα που κρέμεται δίπλα στο νιπτήρα και πάνω σ΄ αυτόν ένα καμινέτο με κατσαρόλα εμαγιέ. Στους τοίχους των δωματίων φωτογραφίες-σεξ αστέρων του κινηματογράφου και αποκόμματα περιοδικών. Οι φωτογραφίες λείπουν από το δωμάτιο της Ελένης. Ένα μονάχο, ερημικό σε διάθεση, τοπίο, στολίζει τον αριστερό τοίχο του δωματίου. Στο δωμάτιο της Μαίρης, ένα φανταχτερό παραβάν, που, μαζί με κάποια μικροαντικείμενα-στολίδια της κάμαρας, δίνουν έναν αέρα θηλυκότητας στο δωμάτιο, μια κάποια διάθεση τρυφερή. Σε σύγκριση με το δωμάτιο της Μαίρης, το δωμάτιο της Ελένης έχει μια ατμόσφαιρα, θα ΄λεγε κανείς ασκητική. Αντίθετα, στο δωμάτιο της Μαρίνας ένας αέρας καθημερινότητας, μια επίφαση οικογενειακής ζωής. Σε όλα τα δωμάτια κρέμονται από το ταβάνι ηλεκτρικά λαμπιόνια με κόκκινα αμπαζούρ. Κάτω στο μπαρ σε ειδική θέση στον πάγκο, ένας ναργιλές (λουλάς). Η πόρτα του μπαρ και το παράθυρο έχουν κουρτίνες από χρωματιστά καλαμάκια και χάντρες. Κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα του μπαρ, χτυπά ένα κουδουνάκι, κρεμασμένο στην πόρτα. Μια φωτεινή επιγραφή, έξω από το μπαρ, μπορεί να διαβαστεί εύκολα από τους θεατές. Γράφει απλώς: μπαρ. Γενικά, ατμόσφαιρα φανταχτερή, φτηνή, με έναν κάποιο εξωτισμό».
Το θέμα της παράστασης συνοψίζεται με συμβολικό τρόπο μέσω της συγκεκριμένης εικόνας που έχουν οι θεατές: στριφτή σκάλα για τα δυο επίπεδα δημόσιου-ιδιωτικού (πάνω πάτωμα με τα δωμάτια και ισόγειο με το μπαρ).
Θερμή υποδοχή από την κριτική, καλλιτεχνική απόρριψη από τον σκηνοθέτη Δαμιανό
Τα «Κόκκινα Φανάρια» υπήρξαν η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του «Θεάτρου Πορεία»: θα παιχτούν για τρεις συνεχόμενες περιόδους και θα κληθούν να καλύψουν στο υπόλοιπο της λειτουργίας του τα κενά του θιάσου στο ρεπερτόριο, κάθε φορά που κάποιο από τα υπόλοιπα έργα αποτύχει εμπορικά. Το κοινό της πρωτεύουσας αγκαλιάζει με θέρμη την παράσταση κάνοντάς τη μέγιστο θεατρικό γεγονός και γεμίζοντας καθημερινά το θέατρο της οδού Τρικόρφων.
Η θεατρική κριτική μέσα από τις στήλες των εφημερίδων υπήρξε ιδιαίτερα θετική πριμοδοτώντας την εξαιρετική εμπορική πορεία της παράστασης:
Αντάξια του έργου και η παράσταση της “Πορείας”. Είχε χρώμα, ζωντάνια, ρυθμό. Ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του δούλεψαν εμπνευσμένα. Το ελληνικό κλίμα τους βοήθησε να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους … Μια σύντομη εμφάνιση κάνει ο Αλέξης Δαμιανός κι αποδίδει αυθεντικά το σπαραγμό του αγνού νέου που μαθαίνει την πικρή αλήθεια … Το θέατρο “Πορεία” σαν να ξεκαθαρίζει τον προορισμό του∙ δεν είναι καθόλου αργά». (Κλέων Β. Παράσχος, Η Καθημερινή 2.3.1962)
Τα Κόκκινα φανάρια σκηνοθετήθηκαν από τον κ. Δαμιανό με στοργή και επιμέλεια. Ήταν μια ζωντανή παράσταση. Σε αυτό πολύ βοήθησε το σκηνικό του κ. Στ. Ορφανίδη, που κατόρθωσε να υποβάλει την εντύπωση του “στεγανού”, του “χολερόβλητου”, αλλά και να υπογραμμίσει τη φτηνή φανταχτερότητα των σπιτιών της πληρωμένης ηδονής, καθώς και η μουσική του κ. Ξαρχάκου (Βάσος Βαρίκας, Τα Νέα 7.3.1962)
Ο Αλέκος Γαλανός στο έργο του κυρίως ζωγραφίζει. Με χρώματα ωμά, εντυπωσιακά, που κάποτε προκαλούν συγκίνηση. Απομένει να τον δούμε και σ΄ άλλο έργο, που να μην είναι απλώς πινακοθήκη, για να εκτιμήσουμε αυτόν τον ενδιαφέροντα νέο συγγραφέα. Πάντως, ο Αλέξης Δαμιανός είναι αξιέπαινος, που μας τον γνώρισε και σκηνοθέτησε με επιμέλεια το πρωτόλειό του. (ΚΟ, Έθνος 8.3.1962)
Απέδωσε ζωντανά, χωρίς πτώσεις και ρωγμές, το κλίμα του δράματος και του περιβάλλοντος όπου ξετυλίγεται (Γεράσιμος Σταύρου, Αυγή 3.3.1962)
Το συνθετικό του σκηνικό ήταν μαζί κι έξυπνα διαρρυθμισμένο κι αναπαραστατικό αλλά όχι στεγανά ρεαλιστικό∙ ο σκηνογράφος είδε το χώρο όπου ξετυλίγεται το δράμα μέσα από το ίδιο πρίσμα του συγγραφέα∙ δεν απεικόνισε ένα αμαρτωλό περιβάλλον∙ είδε, πέρα από την εξαθλίωση των ανθρώπων, τα πάθη τους και τις ταλαιπωρίες τους, και εμπότισε το σκηνικό του με την ατμόσφαιρα της συμπάθειας για τους βασανισμένους ανθρώπους με ποίηση. (Άλκης Θρύλος, Νέα Εστία 15.3.1962)
Παρόλα αυτά ο θιασάρχης και σκηνοθέτης της παράστασης Αλέξης Δαμιανός ήταν πολύ συγκρατημένος και μάλλον αρνητικός για την ποιότητα του έργου ως δραματική κατασκευή.
Στο κείμενο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Αλέξης Δαμιανός και θέατρο» αναφέρεται η επιφυλακτικότητα του Δαμιανού: «Στο “Πορεία” τότε κάναμε πολύ καλές, εξαιρετικές νομίζω, παραστάσεις. Αλλά συχνά με τρεις θεατές. Με καλά, με πολύ καλά έργα. Όπως το “Γεύση από μέλι”, κι άλλα. Και μια κωμωδία δική μου επίσης. Κωμωδία ωραία. Κι ανεβάζουμε και τα “Κόκκινα Φανάρια”. Και ακριβώς πριν ανοίξει η αυλαία, καθίσαμε με την Άρτεμι (*Αρτεμις Καπασακάλη, η σύζυγος του Δαμιανού και συνεργάτιδα του θιασάρχη στο Θέατρο Πορεία) στις κουϊντες από πίσω, κι είπαμε: “Αν τώρα πιάσει αυτό το έργο, καιρός είναι να το κλείσουμε αυτό το θέατρο”! Πράγματι “Τα κόκκινα φανάρια” γνωρίζουν τεράστια επιτυχία. Ο Δαμιανός κάνει λόγο για ημερήσιο κέρδος, από τα εισιτήρια, της τάξης των 7.000 δραχμών». Ωστόσο, ο Δαμιανός δεν παύει να αποδίδει την επιτυχία του έργου στο ψεύδος της κατασκευής του: «Απαγορεύεται να πεις την αλήθεια. Αν την πεις, καταστρέφεσαι. Το έργο “Κόκκινα φανάρια” δεν έλεγε την αλήθεια κι έτσι άρεσε στον κόσμο». Με πρόσφατες τις θλιβερές εμπειρίες του Εμφυλίου, ήταν αναμενόμενο το κοινό να ήθελε να ξεχάσει.
Το 1969, επτά χρόνια μετά την έναρξη της θεατρικής παράστασης στο Θέατρο Πορεία κυκλοφορούσε το 1ο τεύχος του εξαιρετικού μηνιαίου περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (Σεπτέμβριος 1969) με κεντρικό «Αφιέρωμα στο Νέο Κινηματογράφο. Ιστορική, οικονομική, αισθητική διερεύνηση ενός φαινομένου». Πρόκειται για την πρώτη φάση του περιοδικού που ήταν σε μικρό μέγεθος (πριν την εμπλοκή του Μισέλ Δημόπουλου που το διεύρυνε στο μέγεθος), εκδιδόταν από τον Βαγγέλη Τρικεριώτη με διευθυντή σύνταξης τον Βασίλη Ραφαηλίδη και συντάκτες τους Θόδωρο Αγγελόπουλο, Άκη Καλομοιράκη, Γιώργο Κόρρα, Τώνη Λυκουρέση, Ρούλα Μητροπούλου-Δημητριάδη, Ρίτσα Ντάκου, Λάκη Παπαστάθη, Τέντυ Παραδέλλη και Κώστα Σφήκα και την οργανωτική συνεισφορά του Παντελή Βούλγαρη κ.α.
Στο πρώτο αυτό τεύχος ο σκηνοθέτης, ηθοποιός, θιασάρχης, θεατρικός συγγραφέας και παραγωγός Αλέξης Δαμιανός σε μια συνέντευξή του στους σκηνοθέτες και συντάκτες τότε του περιοδικού Θεόδωρο Αγγελόπουλο και Λάκη Παπαστάθη, με αφορμή την ταινία του «Μέχρι το πλοίο» (1966) που πέρασε από το θέατρο στον κινηματογράφο και κατά την προετοιμασία (είχε γράψει το σενάριο, δεν είχαν αρχίσει τα γυρίσματα) της θρυλικής «Ευδοκίας» του (1971), αναφέρθηκε και στο θεατρικό παρελθόν του μιλώντας ευθαρσώς για τη θεατρική παράσταση «Κόκκινα Φανάρια» που σκηνοθέτησε στο Θέατρο Πορεία:
«Δαμιανός: Έκανα θέατρο ποιότητας, κι έχασα χρήματα. Οικονομικά, πέτυχα μ’ ένα έργο που δεν εκτιμούσα καθόλου το “Κόκκινα φανάρια”. Αυτή ήταν η βασική αιτία που μ’ έδιωξε απ’ το θέατρο. / Συγχρ. Κιν/φος.: Και γιατί το ανέβασες, αφού δεν το εκτιμούσες καθόλου; / Δαμιανός: Γιατί χρωστούσα τρία εκατομμύρια και μετά το ανέβασμα χρωστούσα μόνο ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες. Αν βρισκόμουν σε κεντρικό θέατρο, όπου το ποσοστό των θεατών θα ήταν κάπως αυξημένο, θα συνέχιζα, έστω και με λίγους θεατές. Εξακολουθώ να παραμένω θεατράνθρωπος. Αγαπώ πολύ το θέατρο, κάνω όνειρα γι’ αυτό, χωρίς να έχω τη διάθεση να παλέψω. Άλλοτε πάλευα. Βέβαια, πιστεύω πως κάποτε θα κάνω θέατρο χωρίς απαίτηση επιτυχίας και αναγνώρισης. Επειδή πιστεύω πως η φωνή του ανάξιου είναι ίδια με τη φωνή του αδικημένου, σκέφτομαι, γιατί με ξέρασε το θέατρο. Μήπως δεν είχα τις αξίες που απαιτούσε ή με ξέρασε γι’ αυτή τη στενότητα χώρου που γνωρίζουμε, την ευνοιοκρατία και όλα τ’ άλλα γνωστά αμαρτήματα. / Σύγχρ. Κιν/φος: Αρνείσαι το κατεστημένο του ελληνικού θεάτρου στο σύνολό του; / Δαμιανός: Αν θα ήθελα να εξαιρέσω τον Κουν, δεν θα μπορούσα, γιατί θεωρώ τον Κουν απ΄ τους βασικούς υπεύθυνους της αναστολής της ελληνικής πνευματικής ζωής. Μας έχει γεμίσει με τα ιδανικά των Τέννεση Ουίλιαμς και των Αμερικανών. Το ιδανικό του Κουν είναι το ιδανικό του μυστηρίου, του βελούδου, του κλειστού χώρου, της δήθεν ποιότητας. Πουθενά δεν υπάρχει ελληνικό πρόβλημα. Βεβαίως, έχει πολύ ταλέντο, γι΄ αυτό και έχει περάσει τόσο βαρειά την πλάκα της αναστολής στον πνευματικό μας χώρο».
Η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη. Τεράστια εισπρακτική επιτυχία και υποψηφιότητα για Όσκαρ και Χρυσό Φοίνικα των Καννών
Η ταινία προβλήθηκε ((πρώτη μέρα προβολής: 2/12/1963) τη σεζόν 1963-1964 ανοίγοντας τον δρόμο σε πολλούς μιμητές που δημιούργησαν ταινίες με ανάλογους τίτλους και θέματα, τα οποία έκαναν θραύση εκείνη την περίοδο.
Τα «Κόκκινα Φανάρια» έκοψαν 473.686 καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση μετά το «Κάτι να Καίει» του Γιάννη Δαλιανίδη (660.791 εισιτήρια) και το «Χτυποκάρδια στο θρανίο» του Αλέκου Σακελλάριου (591.675 εισιτήρια) ανάμεσα σε 92 ταινίες που προβλήθηκαν στη σεζόν. Σε συνέντευξή του στον Σταύρο Χριστοδούλου στο περιοδικό «Σελίδες της Λευκωσίας το 1995, που αναδημοσιεύτηκε στη μονογραφία «Βασίλης Γεωργιάδης» (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1999» η οποία εκδόθηκε με αφορμή το αφιέρωμα του 40ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στον σκηνοθέτη, ο ίδιος ο Γεωργιάδης υποστήριξε: «Την ταινία την πήρε η Warner Bros και την έβγαλε σε όλες τις πιάτσες του κόσμου. Τα “Κόκκινα Φανάρια” ήρθαν δεύτερη ταινία σε εισπράξεις παγκόσμια, με πρώτη τον “Τζέιμς Μποντ” της εποχής. Τα στοιχεία δεν δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα, γιατί δεν συνέφερε τους παραγωγούς να φανερώσουν τις πραγματικές εισπράξεις». Στο ίδιο βιβλίο σε κείμενό του με τίτλο «Ένας μεγάλος τεχνίτης» ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας Νίκος Γαρδέλης αναφέρει ότι στο πλαίσιο της διεθνούς προβολής της ταινίας, παίχτηκε μέχρι και στην Ιαπωνία.
To 1964 τα «Κόκκινα Φανάρια» ήταν υποψήφια για βραβείο Όσκαρ, στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων, μαζί με 4 ακόμη ταινίες. Στη συνέντευξή του στο κυπριακό περιοδικό «Σελίδες» ο Γεωργιάδης περιγράφει την αντίδρασή του όταν πληροφορήθηκε την οσκαρική υποψηφιότητα της ταινίας του: «Δεν μπορούσα ν΄ αρθρώσω λέξη… Μου λένε: “Γιατί δεν λες τίποτα;” Τι να πω… Αν μιλούσα, θα τρέχανε τα δάκρυα… Ξέρεις, όμως, ποιο ήταν το πιο σημαντικό για μένα; Στις πέντε υποψήφιες ταινίες ήταν και μια ιταλική, του Fellini. Και θυμάμαι ότι διάβαζα στα γαλλικά περιοδικά δηλώσεις του που έλεγε “μην προεξοφλείτε ότι θα πάρω το Όσκαρ. Υπάρχει και μια ελληνική ταινία, τα Κόκκινα Φανάρια, που είναι πολύ ανταγωνιστική”. Αισθανόμουν πραγματική υπερηφάνεια, ο μεγάλος Fellini να μιλάει έτσι για τη δική μου ταινία…». Την πεντάδα των υποψήφιων για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας συμπλήρωναν το «8 1/2» του Fellini από την Ιταλία, το «Μαχαίρι στο νερό» του Roman Polanski από την Πολωνία, το «Los Tarantos» του Francisco Rovira Beleta από την Ισπανία και το «Twin sisters of Kyoto» του Noboru Nakamura από την Ιαπωνία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε εκείνη τη βραδιά απονομής των Όσκαρ το 1964, σε μια άλλη κατηγορία, αυτή του Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας ήταν επίσης υποψήφιοι ο Fellini και ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης Ελία Καζάν (Ηλίας Καζαντζόγλου) για την αριστουργηματική ταινία του «America, America». Το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας κέρδισε τελικά η κωμωδία «Tom Jones» (ελληνικός τίτλος: «Επιχείρηση Κρεβατοκάμαρα») του Tony Richardson, ενώ το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας όπου ήταν υποψήφια τα «Κόκκινα Φανάρια» κέρδισε η θαυμάσια ταινία του Federico Fellini «8 1/2». Τα «Κόκκινα Φανάρια» πάντως είχαν ακόμα μια σπουδαία διάκριση αφού προτάθηκαν να διαγωνιστούν για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών 1963, τον οποίο τελικά απέσπασε η αριστουργηματική ταινία «Ο Γατόπαρδος» του Luchino Visconti. Δυο μεγάλοι λοιπόν Ιταλοί σκηνοθέτες με δυο φιλμικά διαμάντια του παγκόσμιου κινηματογράφου ήταν οι νικητές που απέσπασαν τα δυο μεγάλα βραβεία αφαιρώντας δικαίως τη δυνατότητα στα «Κόκκινα Φανάρια» να κάνουν την έκπληξη. Παρόλα αυτά οι δυο υποψηφιότητες της ταινίας του Γεωργιάδη αναμφίβολα έγραψαν εξέχουσα σελίδα στο βιβλίο των διακρίσεων του ελληνικού κινηματογράφου σε διεθνή κλίμακα.
Αφηγηματικό μοτίβο, κοινωνικές συνθήκες, απουσία πολιτικού μηνύματος, φωτεινή σκηνοθετική προσέγγιση
Το θεατρικό έργο του Γαλανού αλλά και το σενάριο της ταινίας μάς παρουσιάζουν τις διαπλεκόμενες ιστορίες και τα όνειρα πέντε πορνών ενός οίκου ανοχής της Τρούμπας να αλλάξουν τη ζωή τους στην αυγή της δεύτερης μεταπολεμικής δεκαετίας, μέσω των δεσμών τους με τίμιους και ευγενικούς άνδρες. Το κεντρικό αφηγηματικό μοτίβο είναι αυτό της αμαρτωλής γυναίκας, που σχετίζεται με το μοτίβο του περιβάλλοντος (υπόκοσμος-περιθώριο, άνδρας-προστάτης) αλλά και με την κοινωνική αδικία, της οποίας όμως τα αίτια μένουν δυσδιάκριτα και δεν αποτυπώνονται. Συνδέεται επίσης με αυτό της Τρούμπας, τόπο των οίκων ανοχής μέχρι το 1967, όταν εφαρμόστηκε ο νόμος για το σφράγισμά τους. Οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής συνδέονται άμεσα με τη φτώχια κι έτσι το χρήμα αποκτά τεράστιο ρόλο, καθοριστικό για τις ανθρώπινες σχέσεις. Μιλώντας η Μαντάμ Παρί στη Μυρσίνη λέει: «Ξέρεις καμιά που να μπορεί να βάζει με τη δουλειά της στην μπάντα λεφτά;». Ο Μιχαήλος είναι σύντροφος της Μαντάμ Παρί για το παραδάκι της, ο Ντόρης εκμεταλλεύεται την Μαρίνα λόγω των χρημάτων που απορρέουν από την προστασία του, οι πόρνες πουλάνε το κορμί τους για να ζήσουν. Το χρήμα είναι δομικό στοιχείο επιβίωσης. Ο καπετάν Νικόλας, που ερωτεύτηκε την Άννα στο πορνείο, της στέλνει χρήματα, όχι όμως σαν ανταλλακτικό είδος για το σεξ.
Ο Γεωργιάδης προσπάθησε να ξεφύγει από την κατάθλιψη που θα ήταν φυσική συνέπεια της ρεαλιστικής απόδοσης του θέματος θέτοντας την αφήγηση μέσα σε γιορτές, πυροτεχνήματα, λούνα παρκ και αποφεύγοντας κάθε νατουραλιστική προσέγγιση. Φτιάχνει ένα γνήσιο μελόδραμα και δίνει έμφαση στη συγκίνηση και στην ποιητική διάσταση αποσιωπώντας τις πολιτικές συνθήκες της εποχής προς χάριν μια ζωντανής και ψυχαγωγικής ανάπτυξης του θέματος. Απουσιάζουν αναφορές για Εμφύλιο, Κατοχή, Πόλεμο, που δημιούργησαν την αστικοποίηση, την οικονομική κατάσταση και το σχέδιο Μάρσαλ. Υπάρχει μια μοναδική αναφορά του Γέρου προς την καθαρίστρια: «αμερικάνικη βοήθεια δεν έχουμε;». Επειδή στην Ελλάδα δεν υπήρχε αστισμός, συγκροτημένο αστικό σώμα, ούτε κοινωνική τάξη με συνείδηση του ηγεμονικού της λόγου, τα βέλη της κοινωνικής κριτικής του κινηματογράφου δεν απέκτησαν τυπική ταξική μορφή και παρέμειναν στην ηθικολογία, αφού αποδέκτες των βελών αυτών ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις και όχι ομάδες. Αυτή η άποψη που αναπτύσσεται στο κείμενο του Εμμανουήλ Ζάχου «Μεταπολεμικός Ελληνικός Κινηματογράφος, Μέρος Γ΄- Το Μελόδραμα» στο περιοδικό «Κινηματογραφικά Τετράδια» (Φεβρουάριος – Μάρτιος ΄83) συμφωνεί με τον ισχυρισμό της Μαρία Κομνηνού στο βιβλίο της «Από την αγορά στο θέμα» (εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 2001) ότι το μελόδραμα λειτούργησε μάλλον συμβιβαστικά προς το θέμα της κοινωνικής αδικίας αντιμετωπίζοντάς την ως συνέπεια της κακιάς μοίρας και οδηγούσε τον θεατή σε μια οπτική ρεαλιστική, που δεν αντιτίθεται στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Βλέπουμε τον εξαθλιωμένο γέρο, που έφυγε από το άσυλο και την σπαρακτική καθαρίστρια, χωρίς να εντοπίζουμε τις κοινωνικές αιτίες που τους έφεραν εδώ, αλλά μόνο το όνειρό τους να έχουν μια καλυβούλα και να αποδράσουν από την τωρινή τους κατάσταση. Τα «Κόκκινα Φανάρια», χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ελληνικού μελοδράματος, αποδεικνύονται συντηρητικά ιδεολογικά τόσο στη φιλοσοφική όσο και στην πολιτική τους άποψη παρουσιάζοντάς μας μόνο τα βάσανα και τους καημούς των περιθωριοποιημένων χωρίς διεκδίκηση για μελλοντική αλλαγή.
Οι συντελεστές
Στην ταινία διάρκειας 145 λεπτών ο Βασίλης Γεωργιάδης διατήρησε από τη θεατρική διανομή μόνο τις Μαίρη Χρονοπούλου, Κατερίνα Χέλμη και Ηρώ Κυριακάκη.
Η Κατερίνα Χέλμη έπαιξε τόσο στη θεατρική παράσταση όσο και στην ταινία
Συγκεκριμένα παίζουν οι Τζένη Καρέζη (Ελένη Νικολέσκου), Γιώργος Φούντας (Μιχαήλος), Δέσπω Διαμαντίδου (μαντάμ Παρί), Δημήτρης Παπαμιχαήλ (Πέτρος), Μάνος Κατράκης (καπετάν Νικόλας), Μαίρη Χρονοπούλου (Μαίρη), Φαίδων Γεωργίτσης (Άγγελος), Αλεξάνδρα Λαδικού (Άννα), Ελένη Ανουσάκη (Μυρσίνη), Νότης Περγιάλης (γέρος), Ηρώ Κυριακάκη (Κατερίνα), Κώστας Κούρτης (Ντόρης), Κατερίνα Χέλμη (Μαρίνα), Κώστας Σταυρινουδάκης (μπάρμαν), Γιάννης Φύριος (ταχυδρόμος), Απόστολος Σουγκλάκος (ναύτης) και συμμετέχουν οι Θόδωρος Κεφαλόπουλος (πελάτης), Σούλα Νικηφορίδου, Γιώργος Ξύδης (παλιατζής), Λιάκος Νεοφώτιστος (μικρός Αλέξης), Γεράσιμος Μαλιώρης, Τάκης Γκιόκας, Δημήτρης Καρυστινός και Ξένη Δράμαλη.
Η φωτογραφία υπογράφεται από τον Νίκο Γαρδέλη, το μοντάζ από τον Μεμά (Γεράσιμο) Παπαδάτο, η σκηνογραφία και η ενδυματολογία από τον Πέτρο Καπουράλη. Οπερατέρ: Θανάσης Μπερμπεράκης, Μακιγιάζ: Φώφη Παπανδρικοπούλου / Ηλίας Ψαραδάκης, Ήχος: Γιάννης Τριφύλης, Φωτογράφοι πλατό: Νότης Αδάμ / Χάρης Μυλωνάς, Διεύθυνση παραγωγής: Γιάννης Παπαγιαννάκης / Ευάγγελος Βακογιάννης, Εταιρεία παραγωγής: Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης.
Η μουσική της παράστασης και της ταινίας από τον Σταύρο Ξαρχάκο
Με τη μουσική που έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος για τη θεατρική παράσταση του Θεάτρου Πορεία έγινε γνωστός και αντιμετωπίστηκε από τους φιλότεχνους κύκλους ως το μεγάλο ταλέντο της μουσικής που αναδεικνυόταν, ενώ με τη μουσική που έγραψε για την ομώνυμη ταινία έγινε πλέον διάσημος αφού η δύναμη της εικόνας στη μεγάλη οθόνη έδινε πλέον το ισχυρό διαβατήριο της φήμης.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος είχε έντονη παρουσία τα χρόνια 1961-1965 στον χώρο της μουσικής για το θέατρο. Η μουσική του για τη θεατρική παράσταση «Κόκκινα Φανάρια» δεν ήταν η πρώτη μουσική που ο συνθέτης έγραψε για το θέατρο αφού είχε προηγηθεί η μουσική του για τη θεατρική παράσταση «Το πάρτυ» που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο της Βρετανίδας Τζέιν Άρντεν το οποίο ανέβηκε το 1961 στο Θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Αλέξη Δαμιανού. Το 1962 ο Ξαρχάκος ήταν 23 ετών. H μουσική καταγράφηκε στο επτάιντσο 45 στροφών extended play δισκάκι που κυκλοφόρησε το 1965 από τη δισκογραφική εταιρεία Columbia. Περιελάμβανε δυο τραγούδια, το ομώνυμο κομμάτι και το «Τι να την κάνης τη ζωή» σε στίχους Αλέκου Γαλανού ερμηνευμένα θαυμάσια από την Πόλυ Πάνου και τρία οργανικά, «Το τραγούδι της περασμένης μέρας» σε σόλο πιάνο, το «Ταξίμι» σε σόλο μπουζούκι και το «Φινάλε» από την ορχήστρα.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος έγραψε τη μουσική για την ταινία στα 24 του, ένα χρόνο μετά το ξεκίνημά του με τη μουσική που έγραψε για την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Το ταξίδι» όπου ακούστηκαν για πρώτη φορά τα τραγούδια «Τα δάκρυά μου είναι καυτά» και «Για χατίρι σου» σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα. Επίσης είχε γράψει το 1963 τη μουσική για δυο ακόμη ταινίες: «Αμόκ» του Ντίνου Δημόπουλου (ταινία που γνώρισε ανέλπιστη εμπορική επιτυχία στις ΗΠΑ) και «Ο τρίτος δρόμος» του Ίωνα Νταϊφά. Η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη ¨Τα κόκκινα φανάρια» ήταν η κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του Αλέκου Γαλανού που έκανε ο Βασίλης Γεωργιάδης και ο Ξαρχάκος πάτησε στη μουσική για τη θεατρική παράσταση που ήδη είχε συνθέσει για να φτιάξει τη μουσική της ταινίας.
Στην ταινία ακούγονται μεγάλες επιτυχίες που ακολούθησαν τον Ξαρχάκο σε όλη τη μετέπειτα καριέρα του: «Άπονη ζωή», «Φτωχολογιά» και «Παράπονο», όλες σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Μάλιστα τα δυο πρώτα τραγούδια που ήταν από τα πρώτα που ηχογράφησαν ο Ξαρχάκος ως συνθέτης και ο Παπαδόπουλος ως στιχουργός, ήταν η έναρξη της συνεργασίας του Ξαρχάκου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος τα ερμήνευσε με τον μοναδικό τρόπο του. Στην ταινία του Γεωργιάδη βλέπουμε και ακούμε τον Μπιθικώτση να ερμηνεύει την «Άπονη ζωή» στο πάλκο του κέντρο έχοντας δίπλα του τον Γιώργο Ζαμπέτα που παίζει μπουζούκι, τον Γιώργο Φούντα και τη Δέσπω Διαμαντίδου, πρωταγωνιστές στο φιλμ. Το «Παράπονο» ερμηνεύεται από την Τζένη Καρέζη.
Η μουσική της ταινίας κυκλοφόρησε στον δίσκο βινυλίου «Κόκκινα Φανάρια. Μουσική και τραγούδια από την ομώνυμη ταινία» που κυκλοφόρησε από την Columbia to 1963. Εμπεριέχονται τα τραγούδια «Άπονη Ζωή», «Στα χέρια σου μεγάλωσα» (τίτλος που παρουσιάζεται η «Φτωχολογιά») με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και δεύτερη φωνή τη Ρία Κούρτη, το τραγούδι «Ούτε ένα ευχαριστώ» (τίτλος που παρουσιάζεται το «Παράπονο») με τη Τζένη Καρέζη και το τραγούδι «Κόκκινα Τραγούδια» με την Κατερίνα Χέλμη, αλλά και τα ορχηστρικά «Στον Πειραιά», «Στο Λούνα Παρκ», «Ταξίμι», «Όμορφη πουν΄ η ζωή», «Αποχωρισμός στο λιμάνι», «Τ΄ οργανάκι της οδού Φρύνης», «Οργή», «Το τραγούδι της περασμένης ημέρας», «Ξεσπίτωμα» και «Σεβντάς», όλα ερμηνευμένα από την ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Ξαρχάκου.
Η ορχηστρική μουσική του Ξαρχάκου, εκτός των σπουδαίων λαϊκών τραγουδιών, τόσο για τη θεατρική παράσταση όσο κυρίως για την ταινία, διαπνεόταν από τις υπέροχες μελωδίες που δονούνταν από το ελληνικό στοιχείο αλλά και τον μελαγχολικό λυρισμό, από τη διαρκή και διορατική μετάβαση από τους λαϊκούς ρυθμούς στους ρυθμούς δυτικής προέλευσης και το αντίθετο και κυρίως από την υποδειγματική ενορχήστρωση που αποτέλεσε μεγάλο προσόν του συνθέτη σε όλη τη δημιουργική του πορεία.
Στο μελόδραμα (είδος που πρωτίστως ανήκει η ταινία) επιχειρείται η προσαρμογή όλων των στοιχείων του (θεματολογία, πλοκή, χαρακτήρες, τεχνικές, ύφος) στην πρόκληση έντονων, αγνών συναισθημάτων . Αυτό κάνει και η μουσική του Ξαρχάκου στα «Κόκκινα Φανάρια», που άλλοτε σταματά την αφήγηση για να δώσει στον θεατή τη δυνατότητα να εισβάλλει στα διαδραματιζόμενα μέσω της μελωδικής φόρτισης και των σημαινόντων στίχων (ορχήστρα στον οίκο με Μπιθικώτση ή Ζαμπέτα ως διηγητικός ήχος που ακούνε και οι ηθοποιοί), άλλοτε να επενδύει μελαγχολικά τις σκηνές με αποκορύφωμα την σκηνή του τέλους με την έξοδο του Γέρου και της καθαρίστριας από τον οίκο, άλλοτε να σχολιάζει ειρωνικά ή κριτικά. Η ατμοσφαιρική, μελαγχολική μουσική γίνεται απαραίτητο στοιχείο της μελοδραματικής κινηματογραφικής ταινίας και αποτελεί μέρος του μη διηγητικού ήχου της ταινίας, δηλαδή του ήχου που εκπορεύεται από εξωτερική πηγή της ταινίας και δεν τον ακούν οι ηθοποιοί αλλά μόνο οι θεατές. Μίξη διηγητικού και μη διηγητικού ήχου έχουμε στη σκηνή χωρισμού της Μαίρης με τον Άγγελο (ήχοι του λιμανιού και ατμοσφαιρική μουσική), που επιτείνει τη ένταση των συναισθημάτων ή στη θαυμάσια σκηνή που Μυρσίνη, Μαίρη και Μαρίνα επιβιβάζονται στο ταξί εγκαταλείποντας τον οίκο (ακούγονται οι φωνές των γειτόνων στην αναστάτωση του κλεισίματος των σπιτιών αλλά και χαρούμενη μουσική, που ειρωνικά υπογραμμίζει τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα ή που ακούγεται από το διπλανό μπαρ τονίζοντας την ερημιά πλέον του οίκου). Το πλάνο μένει άδειο μόλις φεύγει το ταξί και η κάμερα, που βρίσκεται μέσα στον οίκο, μετατοπίζεται στον εσωτερικό τοίχο του κενού οίκου.
Επίσης οι δυο σκηνές στο λούνα παρκ (Ελένη-Πέτρος, Άννα με το γιο της) δεν υπάρχουν στη θεατρική εκδοχή. Κινηματογραφούνται με εξαιρετική δύναμη, κυκλική κίνηση, αποδίδοντας την χαρούμενη ατμόσφαιρα και με διαδοχικά cut (κοψίματα που εναλλάσσουν απότομα τα κάδρα). Η μουσική του Ξαρχάκου στα καλύτερά της δίνει έμφαση στα πνευστά και υπογραμμίζει με τον καλύτερο τρόπο το κλίμα γιορτής και εξωστρέφειας που σύντομα θα αλλάξει. Η σκηνή επιλέχτηκε από τον Γεωργιάδη ως εναρκτήρια αντί της θεατρικής έναρξης όπου υπάρχει ο τσακωμός Μαρίνας και Μαίρης και γνωρίζουμε τους χαρακτήρες του δράματος. Στη κινηματογραφική σκηνή η χαρούμενη ατμόσφαιρα διακόπτεται απότομα με μια ευθύγραμμη βίαιη κίνηση, που κάνει ο Πέτρος σε ένα παιχνίδι –στον αντίποδα των κυκλικών κινήσεων του λούνα παρκ– κάνοντας τη ρήξη και μεταφέροντας τη δράση στο χώρο του οίκου. Ο δίσκος με τη μουσική της ταινίας κλείνει με ένα από τα ωραιότερα μουσικά του θέματα («Σεβντάς») όπου η ελληνικότητα, η ευφυής ενορχήστρωση και ο λυρισμός των μελωδιών υποστηρίζονται στο έπακρο από την ορχήστρα όπου κυριαρχούν οι οργανικοί δρόμοι του μπουζουκιού και του σαντουριού.
Η Μαίρη Χρονοπούλου στη θεατρική παράσταση και στην ταινία άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις στον ρόλο της Μαίρης σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες στα «Κόκκινα Φανάρια»
Συνοψίζοντας αξίζει να τονίσουμε ότι η διπλή αφήγηση και το διπλό τέλος της ταινίας τεκμηριώνουν την απόκλιση από τον κανόνα του μελοδράματος, που προέβλεπε τιμωρία των κακών και δικαίωση των καλών. Η ταινία έχει καλό τέλος για την καλή Ελένη, που σμίγει με τον Πέτρο, κακό τέλος για την καλή Άννα, αφού ο καπετάν Νικόλας πνίγεται. Η Μαίρη, που την αφήνει ο κατά πολύ μικρότερος της Άγγελος λόγω του κοινωνικού περίγυρου και η Μαρίνα, που την παρατά ο σκληρός προστάτης της, ο Ντορής για μια μικρότερη ηλικιακά πόρνη, θα ακολουθήσουν τη Μυρσίνη, που κρατά πλέον τα ηνία, μένοντας στη δουλειά, αυτή τη φορά στην εκμοντερνισμένη εκδοχή της πορνείας με τη στεγνή εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος σε ένα διαμέρισμα μόνο για σεξ. Θα νοικιάσουν ένα διαμέρισμα σαν αυτά που περιγράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο «Μπουρδέλο» του (εκδ. Γράμματα, Αθήνα 1980): «Η δηλωμένη πόρνη, που αποφάσισε να δουλέψει φρόνιμα, ενοικιάζει ένα ισόγειο διαμερισματάκι σε κεντρικό / απόκεντρο δρόμο. Σ΄ αυτούς τους δρόμους οι ξύπνιοι νεοέλληνες εργολάβοι προέβλεψαν το χτίσιμο τέτιων ξεμοναχιασμένων διαμερισμάτων, με ιδιαίτερην είσοδο που δίνει κατευθείαν στο πεζοδρόμιο. Αυτά τα διαμερισματάκια ενοικιάζονται πανάκριβα. Τη νύχτα πάνω από την είσοδο του ατομικού μπορντέλου καίει μια λάμπα-όχι απαραιτήτως κόκινη. Στο κουδούνι της πόρτας είναι γραμμένο το μικρό όνομα της πόρνης. Ωστόσο, είδα σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, όπου συνοικούν δυο πόρνες, μικρές μπρούτζινες ταμπελίτσες με την κατάλληλη επιγραφή. Το περίφημο κόκινο λαμπιόνι των μπορντέλων μας ήρθε από τας Ευρώπας, αλλά στην Ελλάδα δεν έπιασε. Θυμάμαι εκείνο το ανεκδιήγητο θεατρικό έργο “Τα κόκινα φανάρια” και τον θόρυβο που είχε ξεσηκώσει πριν είκοσι χρόνια».
Το διπλό τέλος της ταινίας, που έρχεται σε αντίθεση με το κλειστό καλό τέλος, η χρήση της λαϊκής μουσικής, οι αναφορές που δεν συναινούν στον κανόνα, η ανατροπή των κλισέ, η ρεαλιστική συγκρότηση του κάδρου που αποτυπώνουν τον λαϊκό κόσμο, ο οποίος παρουσιάζεται με ζωντάνια και ανθρωπιά (θαυμάσια κινηματογράφηση του πλήθους σε ανοιχτούς χώρους, σκηνές στα γλέντια στον οίκο ανοχής), αποτελούν παρεκκλίσεις από τον κανόνα της δεύτερης μεταπολεμικής δεκαετίας στο μελόδραμα, οι οποίες δικαιολογούνται από την τάση ανανέωσης που κυριαρχούσε τότε.
Η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη γυρίστηκε στα στενά της Τρούμπας στον Πειραιά και συγκεκριμένα στην οδό Ναυάρχου Νοταρά, που μαζί με την οδό Φίλωνος και τις οδούς Σκουζέ και Δευτέρας Μεραρχίας ήταν οι βασικοί δρόμοι στους οποίους τότε συγκεντρώνονταν τα πορνεία και τα μπαρ της εποχής. Με αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον χωροταξικά ζωντάνεψε την πραγματικότητα της εποχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1960, τρία χρόνια πριν την προβολή των «Κόκκινων Φαναριών», είχε προβληθεί μια άλλη σημαντική ταινία, το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασσέν (όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού το 1961 για τα «Παιδιά του Πειραιά» στον Μάνο Χατζιδάκι, πέντε οσκαρικές υποψηφιότητες: σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου για τον Ζιλ Ντασέν, Α΄ γυναικείου ρόλου για τη Μελίνα Μερκούρη, κοστουμιών για την Ντένη Βαχλιώτη, πρωτότυπου τραγουδιού, βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Καννών 1960, υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα στο ίδιο φεστιβάλ, υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες και στα βραβεία BAFTA) με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της Ίλια, μιας πόρνης στο λιμάνι του Πειραιά. Η ταινία είχε γυριστεί στους ίδιους περίπου τόπους που είχαν γυριστεί τα «Κόκκινα Φανάρια» και στις δυο ταινίες κοινοί πρωταγωνιστές ήταν οι Γιώργος Φούντας, Δέσπω Διαμαντίδου, Φαίδων Γεωργίτσης και Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Έτσι δικαιολογείται απόλυτα η επίσκεψη της Μελίνας Μερκούρη στις φίλες της και φίλους της ηθοποιούς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων των «Κόκκινων Φαναριών», που αποτυπώθηκε στην παρακάτω φωτογραφία.
Οι οίκοι ανοχής και η πορνεία στον αστικό χώρο αποτελούν ετεροτοπίες , που βοηθούν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας αφού υποδέχονταν την εκτόνωση του ανδρικού πληθυσμού που με κάποιο τρόπο έπρεπε να ξεθυμάνει. Ωστόσο, θεωρήθηκαν εστίες διαφθοράς των νέων και για τον λόγο αυτό συγκεντρώθηκαν σε ειδικές τοποθεσίες (π.χ. Τρούμπα η οποία αποτέλεσε ένα είδος γκέτο) για να είναι δυνατός ο πιο αποτελεσματικός έλεγχός τους. Ο σπουδαίος διανοητής, φιλόσοφος, ψυχολόγος και συγγραφέας Μισέλ Φουκώ στο κείμενό του «Περί αλλοτινών χώρων» που έγραψε το 1967 στην Τυνησία και δημοσιεύτηκε το 1984, προσδιόρισε τόπους όπως τους οίκους ανοχής, τόπους δηλαδή που κινούνται σε ρήξη με την παραδοσιακή έννοια του χρόνου και έχουν καθορισμένη κοινωνική λειτουργία, ως ετεροτοπίες. Οι ετεροτοπίες κατά τον Φουκώ είναι λειτουργικοί χώροι, εντός των κοινωνιών, με σαφείς και καθορισμένες λειτουργίες, κανόνες πρόσβασης και διέλευσης όπως τα κοιμητήρια, τα ψυχιατρεία, οι φυλακές, τα αναρρωτήρια, οι κινηματογράφοι, τα μουσεία, οι βιβλιοθήκες, οι οίκοι ανοχής. Ο οίκος μαρτυρά την ιδιωτική διάσταση, ωστόσο έχει δημόσια χρήση, αφού μπορούν να προσέλθουν όλοι οι πολίτες αν πληρώσουν κι έτσι ως ετεροτοπία μπορεί να απομονώνεται ή να γίνεται ελεύθερα προσβάσιμος.