Στάθης Ιντζές.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν γεμάτα ξέγνοιαστο παιχνίδι. Με ανέβαζε στους ώμους της και ξεχυνόμασταν στους δρόμους για δουλειές. Πρώτα σταματούσαμε στο σούπερ μάρκετ. Μου έπαιρνε γάλα και βούτυρο για πρωινό και μια ντουζίνα μπουκάλια κόκκινο κρασί για εκείνη, που έκανε καλό στην καρδία, όπως μου έλεγε. Έτσι, βλέποντάς τη να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες κάθε βράδυ κι έπειτα να ξερνάει και να συσπάται μέχρι το πρωί, πίστευα ότι η θεία μου η Αντιγόνη είχε την πιο γερή καρδιά στον κόσμο. Με έπαιρνε παντού μαζί της. Ακόμα και όταν γδυνόταν με έβαζε να κάθομαι επάνω στο κρεβάτι της ώστε να μη διαφεύγω της προσοχής της. «Ούτε που θα θυμάσαι τι βλέπεις τώρα όταν μεγαλώσεις, έτσι δεν είναι πονηρούλη;» Κι όμως δεν ήταν έτσι. Όταν έβγαζε τη μπλούζα και πετάγονταν δυο στήθη σφαιρικά έτοιμα να εκραγούν κι όταν άκουγα το μαγικό κλικ του στηθόδεσμου… Ω! ένιωθα κάτι να συμβαίνει μέσα στο βρακάκι μου. «Βρε βρε για δες ποιος μεγάλωσε εκεί μέσα. Ποπό ένα αντράκι που ‘χω εγώ!» Κι ερχόταν με τα στήθη σφαλισμένα στο ένα της χέρι και με το άλλο χάιδευε το πουλάκι μου χαριτωμένα κι ύστερα γαργαλούσε όλο μου το σώμα από τις πατούσες ως τα μαγουλάκια μου μέχρι να κοκκινίσω από τα γέλια και να την κάνω να διασκεδάσει. Ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας. Ένα βράδυ που έλειπε αρκετές ώρες από το σπίτι, επέστρεψε παρέα με μια γυναίκα. Ήτανε κι οι δυο τους τύφλα κι όταν τις έπιασα να χαϊδεύονται η Αντιγόνη είπε «Να το, το αντράκι μου. Από δω η Τζένη, είναι μια φίλη που θα μείνει εδώ για απόψε», μου είπε. Και δεν έμεινε μόνο για «απόψε» αλλά για πολλές μέρες στη σειρά και πόσο στεναχωριόμουν βλέποντάς τη να ασκεί πάνω της περισσότερη επιρροή απ’ ότι εγώ. Μήπως έκανα κάτι λάθος; Δε βούρτσιζα τα δοντάκια μου κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο; Δεν τη σκέπαζα με την κουβερτούλα μου όταν την έβρισκα λιπόθυμη στο πλατύσκαλο της πόρτας; Δεν τη γυρνούσα πάντοτε μπρούμυτα, όπως μου είχε υποδείξει, για να μην πεθάνει από αναρρόφηση.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον άρχισα να μαθαίνω και τις πρώτες μου λεξούλες. Αναρρόφηση, hangover, ουίσκι, ο μ ο φ υ λ ό φ ι λ η. Πόσες λέξεις μου είχε μάθει! Η Τζένη φάνηκε από την πρώτη στιγμή να είναι ο άνθρωπός της. Ήταν καστανή με καμπύλες, γύρω στα είκοσι-πέντε με αγορέ μαλλί και λευκή επιδερμίδα αρρώστου. Περνούσανε πολλές ώρες οι δυο τους στο δωμάτιο τού πάνω ορόφου κι εμένα, συνήθως, με άφηναν κάτω, στο σαλόνι, μπροστά στην τηλεόραση να αποβλακώνομαι. Έτσι έπρεπε να συνηθίσω στην ιδέα ότι από δω και πέρα θα έχω δυο θείες να με φροντίζουν. «Η θεία Τζένη», έλεγα από μέσα μου συνέχεια για να το εμπεδώσω.
INFO: Από το Στάθης Ιντζές, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΦΑΝΑΤΙΚΟΙ ΣΤΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΣΑΔΑΣ, εκδόσεις ΘΡΑΚΑ, επανέκδοση.