Γεωργία Συλλαίου.
Ξύπνησε από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ήταν ο πατέρας της. « Έλα γρήγορα. Η μαμά σου». Της είπε και κάτι ακόμη αλλά δεν άκουγε καθαρά, άλλωστε η φωνή του πατέρα της στο τέλος έσπασε.
Φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά της. Ξέχασε να φορέσει και τα αιώνια μαύρα γυαλιά. Καθ’ οδόν προς το σπίτι, σταμάτησε απότομα. Διέσχιζε την πλατεία Ναυαρίνου, το πατρικό της σπίτι ήταν στην Ιπποδρομίου. Κοίταξε ψηλά, το σπίτι της οδοντιάτρου, της κυρίας Ευτυχίας, που την πήγαινε η μαμά όταν ήταν μικρή. Θυμήθηκε τη μυρωδιά του γαρυφαλέλαιου, το σκοτεινό σαλόνι της γιατρού και τη ντροπή της που μια φορά κάθησε στο πιάνο και της ξέφυγε μια ηχηρή πορδή. Γιατί μου ξέφυγε ειδικά τότε, μονολόγησε και συνέχισε γρήγορα το δρόμο της.
Στο σπίτι έφτασε κάπως αργά. Έξω από το σπίτι ήταν παρκαρισμένο το ασθενοφόρο. Το ασανσέρ ήταν μπλοκαρισμένο και ανέβηκε με τα πόδια. Έφτασε ακριβώς τη στιγμή που προσπαθούσαν να βγάλουν τη μαμά από την πόρτα του σπιτιού, δεμένη στο πρόχειρο φορείο. Οι λεπτές της κνήμες είχαν μελανιές και στο στόμα της ήταν περασμένο ένα σωληνάκι. Το φορείο έτριξε και έπεσε από τα χέρια των δύο νοσοκόμων που κατακόκκινοι και καταϊδρωμένοι από την προσπάθεια, βλαστήμησαν ταυτοχρόνως. Μια χοντρή νοσοκόμα γελούσε πνιχτά. Η Ιωάννα την κοιτούσε σαν υπνωτισμένη. Το φορείο τρανταζόταν δυνατά και τα ξυπόλητα πόδια της μαμάς έμοιαζαν αφάνταστα ευάλωτα. Είχε ένα μικρό συνοφρύωμα στο μέτωπο και το στέρνο της ήταν βαθουλωμένο. Η Ιωάννα απέστρεψε προς στιγμήν το βλέμμα από τα κλειστά βλέφαρα της μαμάς και χαμογέλασε στη νοσοκόμα που σκούπιζε τα δάκρυα του γέλιου από τα μάγουλά της. Της προσέφερε με κακία ένα χαρτομάντιλο. Οι νοσοκόμοι την κοίταξαν έκπληκτοι, δεν μίλησε κανείς, αλλά την ίδια στιγμή το φορείο ξεκόλλησε επιτέλους από την πόρτα και μπήκε σε κατακόρυφη στάση στο ασανσέρ. Η μαμά φαινόταν σαν εσταυρωμένη. Η Ιωάννα στράφηκε στον πατέρα της. Ήταν ακουμπισμένος στο κούφωμα της πόρτας και είχε σκεπάσει τα μάτια με την παλάμη του.
«Μπαμπά», πρόφερε καθαρά η Ιωάννα. Αυτός σήκωσε αμέσως το κεφάλι και πήγε να την αγκαλιάσει, αλλά η Ιωάννα τραβήχτηκε. «Πές μου».
Το ΑΧΕΠΑ ήταν το ίδιο όπως το θυμόταν από τις άλλες δυό – τρείς φορές που είχε πάει. Κάθισε σε έναν πάγκο κοντά στην πόρτα που έκλεισε πίσω από το φορείο. Τη φώναξαν μετά από λίγο. Ο γιατρός ήταν ένας κουρασμένος άνθρωπος με ωραία λευκά χέρια. «Η μητέρα σας κατέληξε. Πρέπει όμως να γίνει νεκροψία, διότι κατέληξε εδώ και όχι στο σπίτι. Με καταλαβαίνετε;» Μια νοσοκόμα της έχωσε στο χέρι το σταυρό της μαμάς και το κοκαλάκι που φορούσε στα μαλλιά της. ΄Εμεινε να τα κοιτάει μέχρι που κάποιος την έβγαλε έξω σπρώχνοντάς τη μαλακά.
Ο νονός την έσπρωξε έξω, ο μεγάλος αδελφός της μαμάς. Ακαταπόνητος, παρών σε όλα τα θλιβερά περιστατικά, παρευρισκόταν τώρα και στο θάνατο της τρίτης του αδερφής. Καθόταν κάπως καμπουριασμένος, κοιτούσε μπροστά και μουρμούριζε κάτι απευθυνόμενος στον εαυτό του.
Η Ιωάννα τον είχε δάσκαλο στην Τετάρτη Δημοτικού. Καθώς τον κοιτούσε έτσι σκυφτό και ανέκφραστο θυμήθηκε μια γιορτή εκείνης της χρονιάς. Στεκόταν μπροστά στο μικρόφωνο σφίγγοντας στα ιδρωμένα χέρια της το χαρτί με το ποίημα. 25η Μαρτίου. ΄Ακουγε τη μουρμούρα, έβλεπε τη γενική αδιαφορία, αλλά δυστυχώς όμως έπαθε για άλλη μια φορά πανικό. Το στόμα της άνοιξε δυό τρείς φορές, είπε «αααα», μετά «α-α-α-α», μετά «εεεεε», κατόπιν «ε-ε-ε-ε», τέλος τσαλάκωσε το χαρτί και κατέβηκε από την εξέδρα. Είδε στο πρόσωπο του νονού της ανησυχία, στενοχώρια αλλά και κάτι απροσδιόριστο, σαν πείσμα.
Θυμήθηκε επίσης μιάν άλλη φορά, όταν παντρευόταν ο νονός και οι γονείς της είχαν τη φαεινή ιδέα να τη βάλουν παρανυφάκι. Στην αρχή τα πήγε καλά, κρατούσε απαλά το τεράστιο πέπλο της νύφης, αλλά αίφνης η μαμά χάθηκε από το οπτικό της πεδίο. Η Ιωάννα άρχισε να κοιτάει δεξιά και αριστερά, να επιβραδύνει το βήμα, να σκοντάφτει. Η νύφη δυσανασχετούσε αισθανόμενη τις φουρκέτες που συγκρατούσαν το πέπλο να εγκαταλείπουν το κεφάλι της, η Ιωάννα κρατούσε πεισματικά το πέπλο ψάχνοντας τη μαμά με θολά μάτια από τα δάκρυα, τελικώς η κραυγή της νύφης εσήμανε την απογύμνωση του καλοχτενισμένου κεφαλιού της από τις δαντέλες και τους λεμονανθούς και εκείνη τη στιγμή ακριβώς η Ιωάννα ξαναείδε τη μητέρα της να έρχεται τρέχοντας προς βοήθειαν της καημένης της γυναίκας του νονού, αχ τι ατυχία χρυσή μου να σου φύγει το πέπλο, όχι δεν μου έφυγε, η κόρη σου με ξεμάλλιασε, η μαμά θύμωσε τότε, έλα τώρα παιδί είναι, καλέ τι παιδί, πού το βρήκατε το μαμόθρεφτο. Ο νονός έκανε τον κουφό. Ακριβώς εκεί η υπομονή της μαμάς εξαντλήθηκε, είπε μέσα στα δόντια της στην Ιωάννα άστο το καταραμένο το πέπλο και την πήρε αγκαλιά. ΄Ετσι και την ημέρα της εθνικής παλιγγενεσίας, ο νονός την πήρε αγκαλιά, και της ψιθύρισε, σιγά το ποίημα, καλά έκανες και δεν το ‘πες, έτσι κι αλλιώς κανείς δεν άκουγε.
Πήγαινε συχνά στο κοιμητήριο. Άλλαζε τα λουλούδια, άναβε το καντηλάκι και κάτι πολύ σπάνιο γι αυτήν κάπνιζε ένα – δυό τσιγάρα. Ηρεμούσε κοιτώντας τους στολισμένους τάφους, τις ξέθωρες φωτογραφίες, το πέταγμα των πουλιών, όλα είχαν μία ηρεμία και μία ησυχία που αν και αλλόκοτη της έκανε καλό. Έφευγε σχεδόν χαρούμενη.
Μετά από τρία χρόνια της τηλεφώνησαν για την εκταφή. Εκεί ο πανικός ξαναχτύπησε κόκκινο και επιτέλους κατάλαβε ότι δεν την είχε εγκαταλείψει ποτέ. Η Ιωάννα είχε αρνηθεί το πένθος, απείχε πεισματικά από τον τρόμο του θανάτου, ούτε τη λέξη έλεγε.
Πήρε τα οστά της μητέρας της από τον εργολάβο κηδειών μέσα σε ένα ωραίο ξύλινο κουτί, μέσα από το οποίο έβγαινε μία λεπτή δαντελένια πετσέτα.
Φυσικά δεν το άνοιξε, το έβαλε στη θέση του συνοδηγού και ξεκίνησε για το χωριό της μητέρας της –ρίχνοντας πλάγιες ματιές σε κάθε τράνταγμα του αυτοκινήτου στο κουτί – με τη μουσική στη διαπασών.
Η τελετή ήταν έως και ευχάριστη. Παρόντες οι λοιποί συγγενείς, συμπεριλαμβανομένου και του νονού βεβαίως, και το κουτί με τα οστά της μαμάς τοποθετήθηκε στο μικρό οστεοφυλάκιο του χωριού.
Επέστρεψε στην εξοχική κατοικία της σιγοτραγουδώντας.
Με τον μπαμπά, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά.
Ο πανικός την συντρόφευσε από την αρχή της αρρώστιας του ως το τέλος. Δεν πήγαινε στο νοσοκομείο να τον δει. Έχασε γύρω στα δέκα κιλά. Και πάλι ο νονός ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον πατέρα της ζωντανό, και πάλι ο νονός κανόνισε τα της ταφής, και πάλι ο νονός, λίγο πιο γερασμένος, λίγο πιο σιωπηλός, υπέστη τον γενικό παραλογισμό και την πλήρη ανικανότητα της οικογενείας του ενώπιον των πρακτικών θεμάτων.
Η Ιωάννα δεν πάτησε στον τάφο του πατέρα της. Ούτε σταυρό δεν έβαλε, άφησε τους άλλους να φροντίσουν. Πέρασε εφιαλτικές νύχτες και έφαγε ένα γερό ξύλο από τον γερο -θάνατο. Πολύ ξύλο. Δεν συμφιλιώθηκε όμως με την ιδέα του. Ουδέποτε. Μετά από δύο χρόνια αυτή τη φορά, της ξανατηλεφώνησαν για την εκταφή. Αγνόησε το τηλεφώνημα. Τα οστά του πατέρα της μπορούσαν να παραμείνουν εκεί που αφέθησαν ή όπου αλλού στην ευχή τα πήγαιναν κάποιοι, πάντως άλλοι, όχι αυτή.
Ξαναπήγε στο χωριό το καλοκαίρι μετά το τηλεφώνημα. Ανέβηκε στο λοφάκι του κοιμητηρίου και πήγε στο μικρό οστεοφυλάκιο. Έψαξε για το κουτί με τα οστά της μαμάς. Έψαξε, έψαξε, ξαναέψαξε. Δεν τα βρήκε πουθενά. Πανικόβλητη έτρεξε –πού αλλού;- στο σπίτι του νονού. Μέσα σε δάκρυα, ακατάληπτες προτάσεις και όλα τα συναφή, διηγήθηκε στον νονό της το όλον δράμα.
Ο νονός δεν είπε σχεδόν τίποτε, αναστέναξε, φόρεσε τα παπούτσια του και πήγαν μαζί μέχρι το οστεοφυλάκιο.
Η θάλασσα υπήρχε υπήρξε και υπάρχει στην ίδια τοποθεσία. Εννοώ την συγκεκριμένη θάλασσα, την ακτή.
Είναι ακριβώς η ίδια ημέρα και νύκτα. Το ίδιο κύμα υπενθυμίζει την ανακρίβεια του χρόνου.
Εγώ δεν είμαι ποτέ το ίδιο πρόσωπο. Απλώς στέκομαι πάντα μπροστά στη θάλασσα. Η στάση του σώματός μου όμως είναι πάντοτε η ίδια.
Πόδια ενωμένα και κεφάλι ελαφρώς σκυφτό.
Καλησπέρα θάλασσα. Απόψε κάνω ένα βήμα μπροστά και προχωρώ στο νερό. Τα βήματά μου είναι σταθερά και ισόμετρα. Βαδίζω στα βαθιά σαν στρατιώτης. Αλλά σταδιακά τα μέλη μου χαλαρώνουν. Συναντώ το πλαγκτόν και το αφήνω να τυλιχτεί στους αστραγάλους μου. Φωτεινά θαλάσσια πλάσματα με αγγίζουν και αμέσως απομακρύνονται. Κατόπιν επανέρχονται αναγνωρίζοντας την συγγένεια.
Προχωρώ. Τώρα το κεφάλι μου βυθίζεται αργά στο νερό. Η νύχτα δεν έχει φεγγάρι και η σιωπή είναι ευεργετική. Προχωρώ κι άλλο.
Θαλάσσιες ανεμώνες χαϊδεύουν τους μυώνες μου. Μπορώ και κινώ τα χέρια μου ανάμεσα σε μικρά χρωματιστά σμήνη ραβδωτών ψαριών.
Καλησπέρα μαμά. Η μητέρα μου κάθεται σε έναν μικρό βράχο διάστικτο από πεταλίδες και απαλά βρύα.
Η μητέρα μου φοράει την ρόμπα που της χάρισα πρίν από δύο χρόνια. Είναι εμπριμέ βαμβακερή και έχει χαμηλή λαιμόκοψη. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα σε ένα χαλαρό κότσο, χαμηλά στον αυχένα. Η μητέρα μου μυρίζει βιολέτα.
Κάθομαι δίπλα της και της πιάνω το χέρι. Η ευτυχία είναι απτή. Τα φώτα της θάλασσας δείχνουν χρυσαφένια τα πρόσωπά μας στον καθρέφτη που βρίσκεται ακριβώς απέναντί μας.
Ακουμπώ αναπαυτικά στον ασβεστωμένο τοίχο. Πάνω από τα κεφάλια μας, η κρεβατή είναι γεμάτη γινωμένα σταφύλια. Κόβω ένα τσαμπί και το τρώμε, αφού πρώτα παίρνω από τα χέρια της μητέρας μου την δαντέλα που πλέκει με το τσιγκελάκι. Τα δάχτυλά της είναι παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα, αλλά παραδόξως επιδέξια.
Στα πόδια μας στριμώχνεται ο Τζόνι, το άσπρο σκυλί που βρήκα πριν από τρεις μήνες σε ένα χαντάκι. Τα φώτα ανάβουν στο σπίτι. Η ώρα είναι περασμένη και προφανώς η σπιτονοικοκυρά ετοιμάζει το δείπνο.