Η ποίηση ως εργαλείο αντίστασης (γράφει η Χρύσα Φάντη)

0
308

    

Γράφει η Χρύσα Φάντη

 Η νέα ποιητική συλλογή του Κώστα Καναβούρη «Τα παιδιά του Ζαμπρίσκι Πόιντ. Μικρή ανθολογία προβλημάτων» αντλεί τον τίτλο της από το  Ζαμπρίσκι Πόιντ του Μικελάντζελο Αντονιόνι ─την εμβληματική κινηματογραφική αλληγορία κατά του καπιταλιστικού παραλογισμού─ αλλά δεν μένει σ’ αυτή. Υπερβαίνοντας τη μηχανική αναγωγή της τέχνης σε απλό μέσο πολιτικής αμφισβήτησης, αναδεικνύει τη βαθύτερη σημασία της ζωής, μέσα από την ήττα και την απώλεια. Το περίφημο “we are for the dark”, από το  «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ, το οποίο θέτει ως προμετωπίδα στη συλλογή του o Καναβούρης ─φράση ειπωμένη από δύο σαιξπηρικά πρόσωπα που αποδέχτηκαν το σκοτάδι αλλά ταυτόχρονα το μετέτρεψαν σε πεδίο προσωπικής λύτρωσης και αυτοκαθορισμού─, εκφράζει, αποτυπώνει και συνοψίζει στοιχεία και της δικής του ποιητικής, υπενθυμίζοντάς μας ότι, παρά το πεπερασμένο της ανθρώπινης μοίρας, το πάθος και η επιλογή μπορούν να  προσδώσουν αιωνιότητα.

Φτιάχνοντας μια τέχνη που έλκει την καταγωγή της από την παράδοση της φιλοσοφίας και ειδικότερα της σύγχρονης φαινομενολογίας και υιοθετώντας το αποστασιοποιημένο ύφος και την ντοκιμαντερίστικη οπτική του Αντονιόνι, ο ποιητής μιλά μέσω μιας ιδιαίτερης διαχείρισης της γλώσσας και του ποιητικού λόγου, για το κενό που αφήνει πίσω του ο σύγχρονος παραλογισμός, εκθέτοντας ένα ανατρεπτικό  κοινωνικό και φιλοσοφικό πρόταγμα απέναντι σε μια κοινωνία όπου, ακόμη και σήμερα ─ή μάλλον, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε─  η επιβίωση και η τέχνη αποτελούν πράξεις αντίστασης∙ έναν κόσμο, όπου η μνήμη διασταυρώνεται με τη θνητότητα και τη φθορά.

Στον κόσμο του Καναβούρη, η ποίηση δεν είναι απλώς αισθητική δραστηριότητα, είναι η δύναμη που μας κάνει να δούμε τα πράγματα διαφορετικά, να αναζητήσουμε βάθος εκεί που η πραγματικότητα επιβάλλει επιφάνεια. Πρόκειται για μια ποιητική που φέρει μέσα της, μαζί με τη μουσικότητα του στίχου, τα ίχνη και το αποτέλεσμα μιας βασανιστικής υπαρξιακής αναζήτησης.

 

Η σύνδεση με προηγούμενα έργα του ποιητή και η συνέχιση της ποιητικής του γραμμής

Στις δύο προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής» (2018) και «Αμνός: Ένα ποίημα στον καθρέφτη» (2021), ο Καναβούρης άνοιξε έναν στοχαστικό διάλογο για την ουσία της ποίησης, εστιάζοντας στις οντολογικές της αφετηρίες, με στίχους βαθιά ριζωμένους στη Λογοτεχνία και την Ιστορία. Στην παρούσα, αυτή η προβληματική επεκτείνεται, με το ποιητικό υποκείμενο να αμφιβάλλει κατά πόσον η τέχνη μπορεί να αντέξει και να παραμείνει ακμαία σε ένα περιβάλλον κοινωνικής και οικονομικής δυσπραγίας. Η αναφορά στον Γιόζεφ Σνέλερ [Joseph Schneller] στη συλλογή «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής», λειτουργεί ως αλληγορία, ενώ το σκοτάδι και ο θάνατος επανέρχονται ως κεντρικά μοτίβα.

Ο κόσμος της ποίησης και η ξηρότητα της πραγματικότητας

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ: Αν δεν ήταν η ποίηση,/ θα βλέπαμε αλλιώς τα πράγματα./ Θα ’χαμε μια δουλειά,/ ένα σπίτι,/ ένα δέντρο,/ ένα χωράφι,/ μερικές ελιές,/ θα ’χαμε πράγματα σταθερά/ αν δεν ήταν η ποίηση./ Τώρα δεν έχουμε./ Δεν μας φτάνουν τα δέντρα,/ το χωράφι,/ οι ελιές, δεν μας χορταίνει το σπίτι./ Βγαίνεις, και πάλι δεν χορταίνεις./ Πεινάς καθώς περνούν τα σύννεφα,/ πεινάμε σου λέω./ Έτσι βλέπουμε τα πράγματα:/ πεινώντας.// (σελ. 11)

Το ποίημα αναφέρεται στην πείνα με κυριολεκτική και μεταφορική έννοια. Η πείνα δεν είναι μόνο η φυσική ανάγκη για τροφή αλλά και η υπαρξιακή πείνα για υπέρβαση της καθημερινότητας. Τα «δέντρο», «χωράφι» και «ελιές» εκπροσωπούν τη σταθερότητα και την αυτάρκεια της ζωής, αλλά αποδεικνύονται ανεπαρκή για να ικανοποιήσουν τη βαθύτερη πνευματική ανάγκη. Η ποίηση παρουσιάζεται ως η αιτία αυτής της πείνας. Ωστόσο, δεν είναι καταστροφική· αντίθετα, είναι η κινητήρια δύναμη που μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο με μια αέναη αίσθηση έλλειψης. Η συνειδητοποίηση ότι τα υλικά αγαθά δεν επαρκούν υπονοεί την ανάγκη για ένα διαφορετικό είδος πληρότητας, που μόνο η τέχνη και η δημιουργικότητα μπορούν να προσφέρουν.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ: Όταν πεινάνε τα ποιήματα,/ πρέπει να γράψεις καινούργια,/ γιατί άλλη τροφή δεν υπάρχει∙/ μόνο με τα καινούργια ποιήματα/ χορταίνουν τα παλιά./ Αν πάλι δεν πεινάσουνε ποτέ,/ σημαίνει ότι γεννήθηκαν νεκρά/ ή ότι δεν γεννήθηκαν ποτέ./ Απλώς φαντάστηκες ότι έγραψες ποιήματα./ Τα υπαρκτά ποιήματα είναι κανίβαλοι,/ κι όταν δεν έχουν άλλη τροφή,/ τρώνε τις σάρκες τους: εσένα./ Εσύ είσαι η σάρκα από τη σάρκα τους./ Πρόσεχε λοιπόν πριν γράψεις/ ακόμα και το πρώτο σου ποίημα./ Αν είναι αληθινό,/ μπορεί να είναι και το τελευταίο./ Αν όμως επιζήσεις, να θυμάσαι:/ κάθε φορά που ξεκινάς να γράψεις ένα ποίημα/ είσαι μελλοθάνατος.// (σελ. σελ. 12).

Η ποίηση του Καναβούρη φέρει έναν βαθύ υπαρξιακό στοχασμό. Η κοινωνική και πολιτική αποσάθρωση, που είναι παρούσα σε όλη τη συλλογή, μετασχηματίζεται σε υπαρξιακό αδιέξοδο, θέτοντας ερωτήματα για τη δυνατότητα της τέχνης να δώσει απαντήσεις ή να αποτελέσει πηγή ελπίδας και έμπνευσης. Από την άλλη, η ιδέα ότι τα ποιήματα πεινούν και πρέπει να τρέφονται από νέα ποιήματα αναδεικνύει τη δυναμική φύση της δημιουργικής διαδικασίας. Η ποίηση δεν είναι στατική· είναι ένα ζωντανό ον που εξελίσσεται, αλλά απαιτεί θυσίες από τον δημιουργό του. Ο ποιητής αντιμετωπίζεται ως «μελλοθάνατος» κάθε φορά που γράφει, υποδηλώνοντας το προσωπικό κόστος της δημιουργίας.

Η αναφορά στον κανιβαλισμό των ποιημάτων και την κατανάλωση του ίδιου του ποιητή αναδεικνύει την καταστροφική πλευρά, καθώς η διαδικασία της γραφής δεν είναι μόνο πράξη αναγέννησης, αλλά και διάλυσης του ίδιου του εαυτού, θέτοντας επί τάπητος την αντιπαλότητα που υφίσταται μεταξύ τους. Ο ποιητής καλείται να θυσιαστεί για να δώσει ζωή στα ποιήματα, μια θυσία που αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές και πολιτισμικές προσδοκίες από την τέχνη ως μέσο που οφείλει να φωτίζει και να αμφισβητεί. Η αιχμηρή γλώσσα γίνεται το εργαλείο με το οποίο  ανατέμνει τη διάσταση πάθους και λογικής, ζωής και θανάτου, αυτοκαταστροφής και ελευθερίας∙ κάθε στίχος είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμάχεται την αποξένωση.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ:  Κάποτε, λέει ο θρύλος,/ μια πεταλούδα πέταξε χωρίς διακοπή/ Απ’ το Πεκίνο ώς το Παρίσι./ Ουδέν συνέβη,/ εκτός απ’ τους συνηθισμένους έρωτες –/ ούτε καταιγίδες/ ούτε σεισμοί ούτε λοιμοί/ ή καταποντισμοί./ Απλώς, μια πεταλούδα πέταξε/ απ’ το Πεκίνο ώς το Παρίσι,/ κι ούτε σταγόνα έπεσε/ σ’ αυτή τη μαύρη γη.// (σελ. 47)

Η ποίηση για τον Καναβούρη είναι μια μορφή άρνησης στην αποπροσωποποίηση και την απώλεια ταυτότητας που χαρακτηρίζουν το άτομο στις σύγχρονες κοινωνίες. Ο ποιητής, επιλέγοντας ένα ύφος γυμνό, που θυμίζει την κινηματογραφική αφήγηση του Αντονιόνι, αφαιρεί εκ προθέσεως οποιαδήποτε περιττή συναισθηματικότητα αφήνοντας τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με τις εικόνες και τις ιδέες. Στο ποίημα «Το πρόβλημα της ξηρασίας», η πεταλούδα που πετά από το Πεκίνο στο Παρίσι χωρίς να φέρει καμία αλλαγή, γίνεται σύμβολο της απογυμνωμένης ύπαρξης ενώ η άνυδρη γη αναφέρεται στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που επιτείνουν το κενό της ανθρώπινης εμπειρίας όταν αυτή απομακρύνεται από το νόημα.

Η ιστορία της πεταλούδας  αντιπαραβάλλει στη δυναμική της φύσης την ακινησία της ανθρώπινης δράσης. Παρά την ομορφιά και την ποίηση αυτής της δυναμικής, τα ανθρώπινα παραμένουν αμετάβλητα. Το γεγονός ότι «ουδέν συνέβη» αποτυπώνει τη διάψευση των οραμάτων, γίνεται συμβολική της πνευματικής ερήμωσης. Η αναφορά στην ξηρασία θυμίζει τον Έλιοτ και την «Έρημη Χώρα», ενώ η σύνδεση του ποιητή με τη θυσία παραπέμπει στην τραγικότητα του δημιουργού, όπως την αποτύπωσαν στα έργα τους ο Ρίλκε και ο Σεφέρης. Ο ποιητής παραμένει εγκλωβισμένος σε έναν κόσμο όπου η μνήμη και η Ιστορία είναι αδιάλειπτες πηγές δυστυχίας και θλίψης. Είναι καταδικασμένος να παλεύει με τις λέξεις, γνωρίζοντας ότι αυτές ποτέ δεν θα συλλάβουν πλήρως την αλήθεια που επιδιώκει. Η προσπάθεια να συλλάβει την αλήθεια γίνεται αντιληπτή ως ένας μάταιος αγώνας, με τον ίδιο να παραμένει απομονωμένος. Αναγνωρίζει ότι το έργο του είναι μια πράξη αντίστασης, αλλά και ένας αγώνας που δεν μπορεί ποτέ να κερδηθεί.

Το βασικό ερώτημα που διατρέχει την ποίηση του Καναβούρη είναι ο ρόλος του δημιουργού σε έναν κόσμο αμνήμονα∙ σε μια κοινωνία αλλοτρίωσης. Κάθε ποίημα στη συλλογή του αποτελεί ένα επίπεδο ανάλυσης της ανθρώπινης εμπειρίας, με την πείνα ως φυσική, πνευματική και υπαρξιακή ανάγκη, την ποίηση ως πράξη δημιουργίας που φέρει τεράστιο προσωπικό κόστος, τη μνήμη που, όσο πιο γρήγορα γράφεις, τόσο πιο γρήγορα σπάζει η μύτη της, γίνεται μια λέξη σπασμένη. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, αντί να υποκύψει σε μια απαισιόδοξη προοπτική, αντλεί από τη δύναμη της επιμονής. Εστιάζοντας στη διαχρονική σημασία της τέχνης, όχι ως μέσο απόδρασης, αλλά ως μέσο επαναδιεκδίκησης, αποδεικνύει ότι, είτε χάρη στην προσωπική εμπειρία είτε ως ιστορική ανάμνηση, μπορεί να προσφέρει κατανόηση και ουσιαστική διασύνδεση, ακόμα και σε περιόδους βαθιάς κρίσης.

 

Κώστας Καναβούρης. «Τα παιδιά του Ζαμπρίσκι Πόιντ. Μικρή ανθολογία προβλημάτων». Σελ. 75. Πόλις, 2024.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο μέλλον ως νοσταλγία του παρελθόντος στο έργο του Νίκου Μάντη (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθρο«Merde» – Ο (μικρό)κοσμος του ελληνικού θεάτρου, σαν επιθεώρηση (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ