της Όλγας Σελλά
Μπορεί να γίνει παράσταση ένα έργο που θα αφηγείται την ιστορία μιας παράστασης και μαζί την ιστορία των ανθρώπων που τη στήνουν; Την ιστορία όσων φαίνονται στη σκηνή κι όσων δεν φαίνονται; Την ιστορία αδιέξοδων οραμάτων, αγοραίου ωφελιμισμού, ακραίων ναρκισσισμών, τσαλακωμένων ονείρων, κακοποιημένων εργασιακών σχέσεων, χυδαίων συμπεριφορών και σκωπτικών πειραγμάτων για πρόσωπα γνωστά, ζώντα και μη; Ο Suyako (ακούει και στο όνομα Βασίλης Μαγουλιώτης) το αποτόλμησε. Κι έφτιαξε μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος, με υπερβολές και αλήθειες, με χιούμορ πολύ, σαρκασμό περισσότερο, αλλά και τρυφερότητα, για να μιλήσει για τον κόσμο του ελληνικού θεάτρου.
Βρισκόμαστε σ’ ένα ιστορικό αθηναϊκό θέατρο, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μπούκα», ένα θέατρο από αυτά που λέγονται εμπορικά, (δεν είναι τυχαίο, προφανώς, ότι η παράσταση που φιλοξενεί το θέατρο “Μπούκα” έχει τίτλο «Ο μπακαλόγατος», όπως διαβάζουμε στην αφίσα). Ο παραγωγός κ. Νίκος (Νίκος Καραθάνος), ένας φωνακλάς, χυδαίος, σκληρός και παραδόπιστος τύπος, κινδυνεύει να μπει φυλακή, γιατί έχει μηνυθεί για σεξουαλική παρενόχληση σε γυναίκες ηθοποιούς. Καλεί εσπευσμένα το γιο του, τον Αλέξανδρο (Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος) ν’ αναλάβει τη διεύθυνση του θεάτρου, για να μπορέσει εκείνος απερίσπαστα να οργανώσει την απολογητική του στάση ή τη διαφυγή του. Ο Αλέξανδρος ούτε ξέρει, ούτε θέλει να μάθει τη δουλειά, βαριέται γενικώς, μέχρι που πέφτει πάνω σ’ ένα φιλαράκι του, τον Βασίλη (Βασίλης Μαγουλιώτης), ένα λαϊκό παιδί, αλλά ξύπνιο και καταφερτζή, και του προτείνει να αλλάξει ρεπερτόριο και να ανεβάσει το έργο ενός νέου, διανοούμενου καλλιτέχνη, με θέμα το αρχαίο δράμα – «Βάκχες ρεζουρεξιόνε», όπως λέει ο Βασίλης απλοϊκά και μάγκικα. Ο νεαρός σκηνοθέτης Γιάννης (Γιάννης Νιάρρος), ένας άνθρωπος που μάλλον δεν έχει συνειδητοποιήσει τι σημαίνει θεατρική αγορά, σκέφτεται μόνο την τέχνη του και «την έκθεση του τραύματος μέσα στην τελετουργία του τραγικού»! Αρνείται στην αρχή να πάρει στον θίασο τον μόνιμο ηθοποιό του θεάτρου, έναν κωμικό για λαϊκές κωμωδίες, τον Ηλία (Ηλίας Μουλλάς). Ο Βασίλης καταφέρνει πάλι να τα ισορροπήσει τα πράγματα, και ξεκινούν οι ακροάσεις για το γυναικείο πρόσωπο που χρειάζεται. Η Λυδία Τζανουδάκη, που δεν μέτρησα πόσους ρόλους ερμήνευσε, είναι τελικά το γυναικείο πρόσωπο του θιάσου. Ο Ηλίας υποφέρει, γιατί δεν καταλαβαίνει ούτε τι του λέει ο σκηνοθέτης Γιάννης να κάνει, ούτε καν το κείμενο που έχει μπροστά του («στις πλαγιές του Κριθαιρώνα», διαβάζει… παραπέμποντας σε πολλά). Έτσι κι αλλιώς καθένας από τους ρόλους, καθεμιά από τις σκηνές, παραπέμπουν σε πολλά αναγνωρίσιμα πρόσωπα και καταστάσεις του ελληνικού θεάτρου.
Οι πρόβες συνεχίζονται, μαζί και οι ανατροπές. Μέχρι που εμφανίζεται το φάντασμα του Κάρολου Κουν, που στηρίζει, δίνει κουράγιο και ώθηση στον Ηλία και καταλαγιάζει λίγο τα πράγματα. Η πρεμιέρα είναι σχεδόν καταστροφική, ανεβαίνουν στη σκηνή κριτικοί και θεατές, κι όλα γίνονται κουλουβάχατα. Όλοι αρχίζουν να αναρωτιούνται τι φταίει. Κι εκεί, πάνω στη σκηνή, θέατρο μέσα στο θέατρο κυριολεκτικά, ο Βασίλης (Μαγουλιώτης) αναλαμβάνει να βρει ένα άλλο φινάλε.
Αυτό το περίεργο, σαρκαστικό έργο του Suyako (Βασίλη Μαγουλιώτη), ο Γιώργος Κουτλής σε συνεργασία με τον συγγραφέα το έκαναν μια παράσταση ευφρόσυνη, με καταιγιστικό ρυθμό, με ωραία μουσική, και, κυρίως, με μερικές θαυμάσιες ερμηνείες. Συνομίλησε ασφαλώς με «Το Σώσε» του Michael Frayn, θύμισε ελληνικές επιθεωρήσεις και σίριαλ, θύμισε πολλές στιγμές του θεάτρου και πολλά πρόσωπα. Ο Γιάννης Νιάρρος, που παρέπεμπε κυρίως στον Μιχαήλ Μαρμαρινό (αλλά όχι μόνο) ήταν, πάλι, απολαυστικός. Ο Ηλίας Μουλάς έκανε την πιο μεγάλη διαδρομή εντός ρόλου, και διήνυσε με επιτυχία όλες τις αποχρώσεις, που δεν ήταν λίγες. Η Μαριαλένα Ηλία, ο Νίκος Καραθάνος, ο Βασίλης Μαγουλιώτης, ο Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος και ο Αποστόλης Ψυχράμης υλοποίησαν με κέφι, ταλέντο και ρυθμό κάθε στιγμή αυτής της παράστασης. Ξεχωρίζω ιδιαιτέρως τη Λυδία Τζανουδάκη. Είμαι σίγουρη ότι θα τη συναντάμε συχνά και θα τη θαυμάζουμε συχνά, γιατί είναι ένα σπουδαίο ταλέντο, που έκανε –απολαυστικά- επιθεώρηση, μιούζικαλ και πρόζα σε μία παράσταση.
Ένα έργο και μια παράσταση που, με τον τρόπο του θεάτρου, θίγει την τοπογραφία του θεάτρου. Σχολιάζει τα εσωτερικά του και την επικαιρότητά του. Κάνει εύστοχα χιούμορ με εσωθεατρικές καταστάσεις και θεατρικά στυλ, χωρίς να κάνει ακριβώς inside jokes (παρότι κάποιες αναφορές και νύξεις απευθύνονται οπωσδήποτε σε όσους «γνωρίζουν»). Αγγίζει πρόσωπα και είδη του θεάτρου σαν hommage. Τα κάνει όλα αυτά, κάποιες φορές με παραπάνω υπερβολή, κάποιες φορές με τρόπο γκροτέσκο ή προβλέψιμο. Δίνοντας όμως και τη χαρά και τη βάσανο και τα πάθη και τις κακές στιγμές που συμβαίνουν πίσω από την κουίντα. Εμπλέκει σ’ αυτή τη διαδικασία και το κοινό και την κριτική (εδώ με ακραία γκροτέσκο τρόπο). Και δίνει, θα έλεγα, μεγάλο ρόλο στο κοινό –μέσω του θεατή που ανεβαίνει στη σκηνή. Εκείνον κάνει τον πιο δίκαιο κριτή όσων συμβαίνουν, εκείνος είναι που συμβάλλει στη συμφιλίωση όλων των πλευρών.
Υπάρχει συμπέρασμα; Καταλήγει κάπου ή απλώς θίγει τις καταστάσεις ενός κόσμου λαμπερού όπου δεν είναι όλα λαμπερά; Κι εκεί που η ζυγαριά γέρνει προς αυτό το συμπέρασμα, έρχεται εκείνο το απρόσμενο φινάλε. Όταν όλοι έχουν ανέβει στη σκηνή (παραγωγός, κριτικοί, θεατές, τεχνικοί), όλοι έχουν λόγο για την παράσταση πάει να πει, δημιουργώντας χάος και χάβρα. Και στην προσπάθεια συνεννόησης και συνύπαρξης όλων με όλους, τα φώτα σβήνουν σιγά σιγά, κι ο συγγραφέας σβήνει και γράφει αναζητώντας το τέλειο φινάλε. Και μονολογεί: «Κάποιος να μπει… και, στο σκοτάδι, να πει… πως… “Μόνο το σκοτάδι… και μόνο η σιωπή αυτή… επάνω στη σκηνή… μπορεί να μ’ απαλλάξει… για μια στιγμή… απ’ του μυαλού μου τον ατέλειωτο θόρυβο… Μόνο τώρα… προτού τα φώτα… κι ο θόρυβος… μας ξαναξυπνήσουν… Ζήτω η στιγμή αυτή. Ζήτω αυτή η παύση, η ομαδική. Ζήτω η ησυχία. Ζήτω η σιωπή”».
Και μ’ έναν τρόπο μαγικό, που πάντα δημιουργείται στη σκηνή και φτάνει στην πλατεία, αυτή η παύση η ομαδική πραγματοποιείται. Και τότε δημιουργείται εκείνη η στιγμή, η φευγαλέα, που ενώνει τις διαθέσεις και τις προσδοκίες όλων. Γιατί τελικά αυτό είναι το θέατρο. Αυτό το πέρασμα, έστω για λίγο, στη γαλήνη της συνύπαρξης. Που ξέρουμε ότι θα τελειώσει όταν ανάψουν τα φώτα, αλλά είναι σημαντική και ζωογόνος.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Suyako, Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής & Βασίλης Μαγουλιώτης, Μουσική: Γιάννης Νιάρρος & Γιάννης Παπαδόπουλος, Σκηνικά: Πάρις Μέξης, Κοστούμια: Εύα Γουλάκου, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Κίνηση: Αλέξανδρος Βαρδάξογλου, Sound design: Γιώργος Μιζήθρας, Βοηθός σκηνοθέτη: Θάλεια Γρίβα, Βοηθός ενδυματολόγου: Αλεξάνδρα-Αναστασία Φτούλη, Βοηθός σκηνογράφου: Έμιλυ Κουκουτσάκη, Κατασκευές κοστουμιών: Σωτηρία Καρασιώτου, Μακιγιάζ/Κομμώσεις: Ιωάννα Λυγίζου, Ειδικές Κατασκευές: Σωκράτης Παπαδόπουλος, Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης
Συμπαραγωγή: Τεχνηχώρος
Παίζουν (αλφαβητικά): Μαριαλένα Ηλία, Νίκος Καραθάνος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Γιάννης Νιάρρος, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Λυδία Τζανουδάκη, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Αποστόλης Ψυχράμης.
Μουσικοί επί σκηνής: Γιάννης Παπαδόπουλος (πιάνο-πλήκτρα), Δημήτρης Κλωνής (drums), Κώστας Πατσιώτης (κοντραμπάσο), Λεωνίδας Σαραντόπουλος (σαξόφωνο – πνευστά).
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Κεντρική Σκηνή
Ημέρες & Ώρες παραστάσεων
Τετάρτη & Κυριακή: 19:00 Πέμπτη & Παρασκευή: 20:30 Σάββατο 17:30 και 21:00