Γεμιστά ορφανά, πειραγμένα (διήγημα της Νίκης Τρουλλινού}

0
805

*

Νίκη Τρουλλινού

Την έλεγαν Μαρία · το πιο γνωστό και βαρετό όνομα σε όλο το νησί. Περνούσε από γιαγιά σε εγγονή, ίσως να κρατούσε από τους Βενετούς ακόμη, κάποιους αιώνες πίσω. Έλεγαν πως οι Βενετσιάνοι είχαν μια Μαντόνα Μαρία στους βράχους των Ματάλων. Δεν έμεινε τίποτα από τις πέτρες, οι μύθοι είναι πιο δυνατοί, αυτοί έμειναν.  Η ζωή της Μαρίας ήταν σχεδιασμένη στα καλούπια της εποχής και του τόπου. Μπορεί να ήταν καλή μαθήτρια, αλλά αυτή, κορίτσι γαρ, δεν θα σπουδάσει. Θα μείνει στο χωριό, τα καλοκαίρια θα κατεβαίνει στα Μάταλα, θα μάθει καλό κέντημα και καλό μαγείρεμα και υποταγή στον άντρα: να ανοίγει τα πόδια της αγόγγυστα και να κάνει πολλά παιδιά – και στον άντρα της μόνο .  Για τον μεγάλο της αδερφό ήταν επίσης συμφωνημένα, αυτός θα πάει στην πρωτεύουσα να γίνει γιατρός.

Ο άντρας βρέθηκε από νωρίς. Ο Τίτος την καλοκοίταζε από τότε που ήταν σχεδόν παιδούλα. Τώρα, μεσούσης της δεκαετίας του εξήντα, έστελνε γράμματα από τη Γερμανία: η ζωή εκεί δεν του αρέσει, δουλειά πολλή όπως κι εδώ, αλλά εκεί χωρίς το δικό μας λαμπρό φως. Χωρίς τον ήλιο μας. Ιταλοί, Τούρκοι και Έλληνες  μια παρέα στο εργοστάσιο, κουτσοπίνουν τις Κυριακές τα μεσημέρια και θυμούνται. Τα λεφτά τα βάζει σχεδόν όλα στην άκρη, θα γυρίσει, θα αγοράσει τη βάρκα που έχει  ονειρευτεί και θα βγαίνει στη θάλασσα. Θα πιάσουν το ερειπωμένο σπίτι  του πατέρα του και θα κάνουν μαγειρειό. Ταβέρνα, το λένε τώρα. Είδατε πόσοι ξένοι έρχονται; Και που να δεις τι θα γίνει… Είναι τα παιδιά των λουλουδιών, είναι τα αμερικανάκια που δεν θέλουν να πάνε στον πόλεμο του Βιετνάμ, και τα κορίτσια με τις κιθάρες τους, χαμός θα γίνει. Τα έγραφε όλα στη μάνα του, και αυτή φρόντιζε να φουσκώνει τα μυαλά της  άλλης  μάνας. Συμφωνημένα όλα για τις ζωές τους, μέχρι και το νυφικό που θα βάλει η Μαρία είχε στο μυαλό της η δικιά της μάννα. Χωρίς πέπλο αυτό. Να φαίνονται σε όλο τον κάμπο τα μαλλιά της.

Τα μαλλιά της Μαρίας ήταν ξακουστά στα γύρω χωριά. Δεν τα έκοψε ποτέ και στα δέκα έξι της πια, είχαν περάσει τη μέση της · μαύρα, στιλπνά από το αγνό λάδι  που τα περνούσε μετά το λούσιμο, πιασμένα και πλεγμένα σε μια βαριά πλούσια κοτσίδα με μαβιές ανταύγειες – ο ήλιος ήταν που έκανε τη δουλειά του.  Κι αυτήν πάλι, επειδή ντρεπότανε αλλά και την βάραινε, την μάζευε στεφάνι στην κεφαλή της ένα και δυο γύρους πλέον.  Κανένα θηλυκό δεν είχε τέτοιο πλούτο στο κεφάλι. Και ο Τίτος στη Γερμανία δούλευε, κοιμόταν  και ξυπνούσε πλέκοντας και ξεπλέκοντας την κοτσίδα της.  Την έβλεπε γυμνή στην αγκαλιά του τυλιγμένη  τα μαλλιά  της και η λαχταριστή εφηβική σάρκα ξεπρόβαινε όλο υποσχέσεις.

Πράγματι ο Τίτος γύρισε μέσα σε λίγα  χρόνια. Πράγματι  έφερε τα λεφτά και την αγόρασε τη βάρκα με μηχανή, παρακαλώ, τα κουπιά σκέτα δεν τον ενδιέφεραν. Έβγαινε στο ψάρεμα τις σκοτεινές νύχτες, το φεγγάρι πολύ το αγαπούν  τα ψάρια και το μισούν οι έμπειροι ψαράδες, ο γάμος έγινε με λύρες και λαούτα,  ψωμιά  ξομπλιαστά και τα ωραιότερα κρέατα των Αστερουσίων. Ο Τίτος έλαμπε, η Μαρία σιωπούσε με χαμηλωμένο το κεφάλι, υποταγμένη, μόνο τον αδερφό της, φοιτητή Ιατρικής πια,  κοιτούσε επίμονα στα μάτια. Με παράπονο.

Και δώστου να καταφθάνουν με κάθε τρόπο τα παιδιά των λουλουδιών. Με τα πόδια από τις Μοίρες, σε  κανα γάιδαρο καβάλα οι κοπέλες, καλόβολοι και κυρίως περίεργοι  οι ντόπιοι τους μάζευαν στο δρόμο. Άλλοι, λίγοι, σε παρέες, είχανε κάτι βανάκια αγορασμένα στην Ευρώπη, ζωγραφισμένα και χαρούμενα. Ο μικρός οικισμός των ψαράδων με τα σπίτια που άνοιγαν όταν κατέβαιναν οι ντόπιοι το καλοκαίρι από τα γύρω χωριά, πήρε να αλλάζει όψη. Τώρα οι παράγοντες του τόπου βλέποντας κάποιο  χρήμα να πλησιάζει άρχισαν να σκέφτονται τον δρόμο, χωμάτινο, γεμάτος λακούβες και όλο στροφές, μήπως να γινόταν καλλίτερος;   Σπίτια ασβεστώθηκαν στο ύψωμα , ωστόσο οι σπηλιές στα βράχια ήταν το ζητούμενο. Γιατί ως  κατοικία τους διάλεγαν  τους σπηλαιώδεις χώρους που υπήρχαν στον απόκρημνο βράχο της βόρειας ακτής. Είχαν λαξευτεί τη νεολιθική εποχή και υπήρξαν τάφοι της ρωμαϊκής  περιόδου.  Απέξω, πάνω στην παραλία με το καθαρό καταγάλανο νερό, σωρός τα αρμυρίκια, χάριζαν σκιά, κρυψώνα σε τολμηρές περιπτύξεις, και οι δυο αρχαίες μαρμάρινες κολώνες ξαπλωμένες στην άμμο έδιναν το στίγμα – εδώ ήταν κάποτε οι χαρούμενοι Μινωίτες, γράφουν οι λόγιοι πως και αυτοί δεν αγαπούσαν τον πόλεμο.

 

Ο Τίτος, που η Γερμανία του είχε ανοίξει τα μάτια, ετοίμασε στα γρήγορα το μαγειρειό. Η Μαρία αγαπούσε το μαγείρεμα, έπαιζε μαζί του, ίσως υπερβολικά, όλο σοφιζόταν πράματα και άλλαζε τις πατροπαράδοτες συνταγές της μάνας. Αυτός πάλι  βιαστικός να βγάλει καλά λεφτά, οι χίπηδες είχαν ξυπνήσει το ενδιαφέρον και σε ντόπιους που όλο και κατέφθαναν να κάνουν χάζι, να πιάσουν φιλίες, να γνωρίσουν κανα όμορφο και  ελεύτερο κορίτσι, αυτοί δεν ήταν που διαλαλούσαν make love not war;   Και ανακάλυψε τους δυναμίτες. Παλιά η ‘’τέχνη’’ βέβαια αλλά απαγορευμένη και πού να βρεθεί δυναμίτης. Κανείς δεν έμαθε ποτέ που τον εύρισκε ο Τίτος. Στα νταμάρια; Σε καμιά κρυψώνα ξεχασμένη από τους Γερμανούς; Πάντως ήξεραν όλοι. Και άκουγαν. Άκουγαν το μπουμ το εκκωφαντικό πίσω από τα νησάκια του Λιβυκού Πελάγους και ο Τίτος γύριζε με τη βάρκα να βουλιάζει από το βάρος. Άφηνε ψάρια της Μαρίας, φίλευε κάποιους που είχαν το στόμα τους κλειστό και φόρτωνε τα κοφίνια για τις Μοίρες. Σάββατα και παζάρι, όλοι περίμενα το φρέσκο ψαράκι από τον Τίτο κι ας ήταν και παράνομο. Η Μαρία μπορεί να διαφωνούσε αλλά σιωπούσε. Την είχε τρομάξει η απληστία που ο άντρας της πια  επεδείκνυε. Όταν της έφερε ένα Σάββατο φούρνο με φιάλη  γκαζιού,  βάλθηκε να ρωτάει να μάθει από μάνα και πεθερά συνταγές για τα ψάρια. Χωρίς ποτέ να αποκλείει το γεγονός να της  φέρουν τον Τίτο κομματιασμένο. Γιατί έτσι έγινε.

Στην κηδεία έκρυψε τα φημισμένα μαλλιά της σε μαύρο μαντήλι κι ύστερα κλείστηκε στο μαγειρείο. Μέρες πολλές, κανείς δεν θυμόταν πόσες. Τι έκανε εκεί μέσα, άγνωστο κι αυτό. Πού κοιμόταν, πού κατουρούσε, τί έτρωγε, τί έπινε, σκοτάδι ολημερίς , σκοτάδι και σιωπή. Ήρθε πάλι ο αδερφός από την Αθήνα, δεν του άνοιγε, έσπασε την πόρτα. Την βρήκε κουλουριασμένη στην κόχη του πίσω τοίχου, φίδι σε χειμερία  νάρκη, σφηνωμένη ανάμεσα στο ψυγείο του πάγου,  είχε προλάβει να της το αγοράσει ο Τίτος και τώρα έπιανε μούχλα στο σκοτάδι,  και το τσουβάλι τις πατάτες · παρακολουθούσε μαγνητισμένη τη φύτρα τους να προβάλλει από τη σάρκα της πατάτας, να επιμένει να ζήσει.   Έμεινε κι αυτός εκεί μέρες, πάλι κανείς δεν άκουγε. Στο μνημόσυνο των σαράντα ημερών ήταν αγνώριστη. Αδυνατισμένη,  άρρωστη έμοιαζε, τα μαύρα ρούχα έπλεαν πάνω της,  με θαμπά τα περίφημα μαλλιά της, στάθηκε ωστόσο με τη γνωστή της αξιοπρέπεια στη μέση της εκκλησιάς. Μοίρασαν το κόλλυβο, χαιρέτησε ψυχρά συγγενείς και γνωστούς και έφυγε βιαστικά με τους δικούς της.

Το ότι γύρισε δεν θα το έπαιρνε κανείς χαμπάρι αν δεν άνοιγε το εστιατόριο. Γιατί είδαν μια γυναίκα λεπτή με μαύρο πανταλόνι και φαρδύ αντρικό μαύρο πουκάμισο  και κοντά κουρεμένα μαλλιά να ανοίγει πόρτα και παράθυρα. Η ζουμερή κοπελίτσα των είκοσι χρόνων με την βαριά κοτσίδα στην πλάτη δεν γύρισε ποτέ. Και ο χρόνος σταμάτησε στο ψαροχώρι. Η σιωπή ξεπέρασε σε δύναμη ακόμη και αυτό το ζωηρό της ημέρας κύμα, και έμειναν όλοι να κοιτούν. Αυτή ήταν η Μαρία; Η Μαρία τους; Για την κοτσίδα οι κουτσομπόλες είχαν να πουν  πως την πέταξε στα χωράφια του αναδασμού,  οι λίγες φίλες της ήθελαν να πιστεύουν πως θα την στόλισε στη φωτογραφία του Τίτου. Καμιά τους δεν έμαθε ποτέ. Το μεσημέρι της  πρώτης εκείνης ημέρας μιας δεύτερης,  άλλης  ζωής,  στην παραλία απλώθηκε η μυρωδιά του φούρνου της. Δεν ήταν ψάρι. Δεν υπάρχουν πια ψάρια εδώ. Όσοι ξένοι θέλουν να γυρίσουν στη νοστιμιά των φαγητών της να ξεχάσουν το ψάρι. Τι είχε μαγειρέψει σήμερα; Ορφανά γεμιστά. Ή γεμιστά ορφανά, όπως προτιμάτε τη σειρά των λέξεων. Πήγε η ίδια στις σπηλιές και μίλησε με τα παιδιά, μην σας παραξενεύει, η Μαρία ήταν καλή μαθήτρια και στ’ αγγλικά και στα λατινικά,  κάποτε τις γλώσσες είχε ονειρευτεί. ΤΙ θα πει ορφανά γεμιστά; Θα πει πως θα τους φτιάχνει όλα τα γεμιστά, ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, πιπεριές, πατάτες και κρεμμύδια ακόμη, γεμισμένα μόνο με το ρύζι τους και τ’ αρωματικά του κήπου της. Τέρμα η σάρκα των ζώων · τέρμα και των ψαριών.

∞ ∞ ∞

Γεροδεμένος, μυώδης, κάπως βαρύς στο περπάτημα και μαλλιά κοντοκουρεμένα σε μιαν εποχή που η μόδα τους ήθελε με χαίτες στο ανδρικό τους κεφάλι. Ιδίως  όλους εκείνους που ζούσαν κάτω από τα αλμυρίκια και μέσα στις σπηλιές.  Και τα μαλλιά τους προκαλούσαν, ανάμεσα σε άλλα, με τον Μητροπολίτη της περιοχής να βγαίνει στις εκκλησιές τις Κυριακές και να τους φωνάζει αλητοτουρίστες, να τους συκοφαντεί.  Τα  γράφουν τώρα πια  τα παλιά περιοδικά και οι εφημερίδες. Γιατί φάνηκαν και οι δημοσιογράφοι, φάνηκαν κι οι φωτογράφοι, μια σπουδαία ήδη τραγουδίστρια ανάμεσα τους, τους κρατούσε συντροφιά με την κιθάρα της τα βράδια γύρω από τις φωτιές. Ωστόσο, από όλους τους αυτός ήταν διαφορετικός. Τον φώναζαν γελώντας οι μικρότεροι, Λουίτζι ο συγγραφέας, μάλλον γιατί όπου καθόταν έβγαζε ένα μπλοκάκι από την τσέπη του γιλέκου του.  Άλλοτε σκάλιζε γράμματα, άλλο σκάλιζε σχέδια. Την ηλικία του την εξηγούσαν οι μικροί: αυτός δεν ήταν λιποτάχτης όπως οι πιο πολλοί τους,  αυτός είχε πάει στον πόλεμο του Βιετνάμ, έλεγαν  είχε και μετάλλιο, ένα ‘’καταραμένο μετάλλιο’’ και δεν γύρισε πίσω ποτέ. Το όνομα του  Λούις ήταν, απλώς και αυτό είχε περάσει από την κρησάρα τους, αφού ήταν Σικελικής  καταγωγής και όλο κρατούσε σημειώσεις, γιατί να μην τον πουν, ‘’Λουίτζι ο συγγραφέας’’; Ξέρετε, τα παιδιά των λουλουδιών κάτω στα Μάταλα δεν ήταν τυχαία παιδιά – πολλά είχαν αφήσει πίσω τους Πανεπιστήμια και καριέρες για να μην πάνε στον βρώμικο πόλεμο.

Ο Λούις το μόνο που ήξερε για τη Μαρία ήταν πως ήταν η μικρή χήρα και την αγαπούσαν τα παιδιά από τις σπηλιές, τους έφτιαχνε απίθανες ομελέτες και σαλάτες και όσπρια, τους έκανε καλές τιμές και αν κάποιος δεν τα έφερνε βόλτα έβρισκε τρόπο να βοηθά, χωρίς όμως και να αφήνει κανέναν να την κοροϊδέψει. Λες και είχε μια άλλη σχέση με τις σκέψεις των ανθρώπων  πίσω από τις λέξεις, μέσα από τα βλέμματα, τα αμίλητα της έλεγαν πιο πολλά από τα μιλημένα. Δεν κατάλαβε ο ίδιος άλλωστε πώς ξεκίνησε η συνήθειά του να πηγαίνει από νωρίς το πρωί. Είχε τον τρόπο του στα οικονομικά, έπινε εκεί τον καφέ του, λίγες σταφιδοελιές κι ένα κρίθινο παξιμάδι του ήταν υπεραρκετά για πρωινό. Ψάρια και κρέας δεν της ζήτησε ποτέ σε όλους τους μήνες που ακολούθησαν. Κι όταν κρύωσε πολύ ο καιρός μάζεψε τον υπνόσακό του και πλήρωσε για ένα δωμάτιο στην ανηφοριά. Οι ντόπιοι αραίωσαν, οι ξένοι χώθηκαν στις σπηλιές, αυτός από νωρίς στη Μαρία. Την παρακολουθούσε χωρίς να ενοχλεί, ακόμη και τα μάτια του τα μάζευε αν συναντούσαν τα δικά της, ήταν μαγνητισμένος ωστόσο, από το σβέλτο αδύνατο κορμί της, τα κουρεμένα μαλλιά, τα χέρια όταν ετοίμαζε το μαγείρεμα. Είχε κι αυτή αποκτήσει τη συνήθεια να κάθεται έξω, αντίκρυ στη θάλασσα, μακριά από όλους πάντα, και από αυτόν μακριά. Εκεί να καθαρίζει χόρτα, πατάτες, να ξεκουκουνίζει τα ρόδια, να αφαιρεί τα λίκια  από τις σταφίδες, να πετά τις πετρούλες από τα όσπρια. Όχι πως δεν είχαν προσέξει κάποιοι από τις σπηλιές αυτήν την απόμακρη και απομακρυσμένη σιωπηλή συντροφιά τους, ίσα ίσα την αγνάντευαν από απέναντι με τρυφερότητα και καρτερία : οι πληγωμένοι άνθρωποι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία.

Το δεύτερο καλοκαίρι οι καύσωνες θέριεψαν, εξαντλούσαν τα κορμιά, μουσκεμένα σώματα έβρισκαν καταφύγιο στα δροσερά νερά του Νότου, αυτή δεν τολμούσε, κατέφευγε μόνο τα βράδια στη χρυσή άμμο πέρα από τα βράχια και αφού έπαιρνε το μονοπάτι που λίγοι ήξεραν,  έπεφτε στο νερό. Έβγαινε γρήγορα, ένοχη θαρρείς από ο δροσερό χάδι της θάλασσας, φοβισμένη από παλιά αγγίγματα θαλασσινά, νεκρά πια.  Ίσως έτσι να άρχισε να αλλάζει η Μαρία, ίσως το νερό της έφερε πίσω κάτι από την παλιά ζωντάνια της. Θα κάνει καινούργιες συνταγές · το αποφάσισε. Θα πειραματιστεί πάλι, όπως έκανε παλιά όταν ήθελε να τσαντίσει τη μάνα της. Ας πούμε: Γεμιστά ορφανά, πειραγμένα. Εδώ σας θέλω τώρα. Τι έβαζε στα γεμιστά της η Μαρία; Τι ξίνιζε υπόγλυκα μέσα στη γέμιση; Μουγκή όταν την ρωτούσαν, γιατί αυτό το κάτι άρχισε πολύ να συζητιέται. Μάλιστα δεν τα πρόσφερε στους χωριανούς,  λίγο καλό ουρανίσκο να είχαν θα το εύρισκαν,  και το μάτι άγρυπνο μην της φύγει μπουκιά από το μαγαζί της. Το διασκέδαζε κιόλας. Ο Λούις την έβλεπε τώρα να υπομειδιά, μια ιδέα το χαμόγελό της, κάτι σερνόταν μέσα του μπροστά σ’ αυτό το χαμόγελο.

Μιλούσαν πια. Καθισμένοι, σε απόσταση πάντα, έλεγαν τα δικά τους. Για την ακρίβεια εκείνη ρωτούσε για την Αμερική,  και ερωτήσεις δεν επέτρεπε παρά μόνο για τα φαγητά, άλλωστε  το ήξερε η Μαρία πως, τα της ζωής της θα του τα είχαν γνωστοποιήσει καλοθελητές και μη. Αυτή ήθελε να μάθει για πέρα από τον Ωκεανό,   για τους μετανάστες εκεί, για τη φαμίλια του Λουίτζι, όχι ποτέ δεν ρωτούσε κάτι πιο προσωπικό, ας πούμε αν υπήρχε άλλη γυναίκα ή για τον πόλεμο. Απαγορευμένα αυτά από την ίδια τη δική της συνείδηση.

Φαίνεται πως όλη η υφήλιος  πια μιλούσε για τα Μάταλα. Κι ένα πρωί καλοκαιριάτικο μπούκαραν στην παραλία και τις σπηλιές οι χωροφύλακες. Η Μαρία σβέλτη στάθηκε μπροστά στον Λούις, τον έκρυψε με το σώμα της και λέει « γρήγορα στην κουζίνα». Χώθηκε μέσα, γραμμή σκυφτός πίσω από τον πάγκο. Αυτή ανέμελη συνέχισε να καθαρίζει κουκιά, «να σας κάνω έναν καφέ; Ένα δροσερό νερό  της στάμνας μου, έστω;» Φόρτωσαν τους ξένους σε δεκάδες περιπολικά και έστησαν την περίφραξη των σπηλαίων μέσα σε λίγες ώρες.

Κανένα μάτι δεν είδε και κανένα στόμα δεν μίλησε για εκείνη τη μέρα μέσα στην κουζίνα της Μαρίας. Το σίγουρο είναι πως αντάλλαξαν συνταγές. Του είπε το μυστικό της για τα πειραγμένα γεμιστά της, της έμαθε να βάζει τα ψάρια σκέτα, απλά πάνω στις στρογγυλές φέτες της πατάτας, με το κρεμμύδι, φέτες κι αυτό,  και στο τέλος να σκορπάει κλαράκια δενδρολίβανου.  Ακριβώς όπως έκανε τους κεφάλους η γιαγιά του στην Κεφαλού της Σικελίας. Το μυστικό της Μαρίας δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια χούφτα ξινόχοντρο ανακατωμένο με το ρύζι, το τριμμένο καρότο, την φρέσκια ζουμερή ντομάτα, το δυόσμο, οπωσδήποτε το δυόσμο,  κι αν δεν ξέρει τι είναι ο ξινόχοντρος θα του φέρει λίγο να τον πάρει μαζί του. Αυτός είναι η υπόξινη γλύκα των ορφανών, χωρίς κρέας, γεμιστών της.

Σεπτέμβρης 2023, Ηράκλειο Κρήτης

(*) Η Νίκη ΤΡουλλινού είναι συγγραφέας.

Φωτό από τα Μάταλα δεκαετία 60-70

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠεθαίνοντας στη θέση ενός άλλου (της Κατερίνας Σχινά)
Επόμενο άρθροΠαραστάσεις στο Grape του Φεστιβάλ Αθηνών: καλές ιδέες, προβληματικές δραματουργίες (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ