της Όλγας Σελλά
Με τις ελληνικές παραστάσεις που επιδιώκεται να ταξιδέψουν σε διεθνείς σκηνές, κάτω από τον τίτλο Grape (Greek Agora of Performance), ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα της Πειραιώς 260 για φέτος, την περασμένη Πέμπτη. Οκτώ παραστάσεις, 6 θεάτρου και 2 χορού, προτάθηκαν σε εκπροσώπους διεθνών φεστιβάλ, κριτικών, δημοσιογράφων, curators, με τους οποίους συνυπήρξαμε ως θεατές την τελευταία εβδομάδα. Μέσα από το σύνολο των προτάσεων που καταθέτουν οι Έλληνες καλλιτέχνες για το Φεστιβάλ προέρχεται το πρόγραμμα του Grape. Επιλέγονται από το Φεστιβάλ με βάση τη θεματολογία, την πρωτοτυπία, τη σκηνογραφική ευελιξία (απαραίτητη συνθήκη για παραστάσεις που πρόκειται να μετακινηθούν). Να σημειωθεί ότι μετά το τέλος της κάθε παράστασης ψηφίζει όποιος από τους θεατές επιθυμεί. Δεν γνωρίζω αν αυτή η ψήφος δίνει κάποια επιπλέον ώθηση για την περαιτέρω διαδρομή των παραστάσεων.
Από τις έξι θεατρικές παραστάσεις που είδαμε φέτος, οι δύο ήταν σε επανάληψη. Το «Taverna Miresia», το τρίτο μέρος της τριλογίας του Μάριο Μπανούσι παρουσιάστηκε και πέρυσι στο Grape και έχει ήδη ξεκινήσει το ταξίδι της σε αρκετές ξένες σκηνές. Μια παράσταση εντελώς προσωπικού σκηνικού ύφους, ποιητική, συμβολική, εικαστική, με απόλυτη την απουσία λόγου, που αγγίζει τη ζωή, το θάνατο, τον αποχαιρετισμό, τη μνήμη. Και η παράσταση της Ζωής Χατζηαντωνίου «Amalia melancholia, η βασίλισσα των φοινίκων» παρουσιάζεται εδώ και δύο σεζόν σε αθηναϊκά θέατρα. Μια δουλειά που ανέτρεξε στα ντοκουμέντα της ιστορίας (στις επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας προς τον πατέρα της) για να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του ανθρώπου και όχι του θεσμού, την αγωνία και την «υποχρέωση» της μητρότητας, τις διαφυγές μιας γυναίκας που νωρίς επωμίστηκε έναν δημόσιο ρόλο σ’ έναν άγνωστο τόπο, που μόλις ξεκινούσε την πορεία του.
Ο Ευθύμης Φιλίππου, ο Ανέστης Αζάς, η Γιολάντα Μαρκοπούλου και η Αργυρώ Χιώτη υπέγραφαν τις νέες προτάσεις του φετινού Grape. Ας δούμε πιο αναλυτικά την καθεμιά.
«Ετυμολογίες»
Σκηνικός χώρος η Παλαιά Βουλή, απολύτως ενταγμένη στο πλαίσιο του έργου που έγραψε ο Ευθύμης Φιλίππου. Παρόν και σ’ αυτό το έργο το γνωστό σαρκαστικό και υπονομευτικό ύφος του συγγραφέα στα θέματα που θίγει, καθώς και ο σχολιασμός σε σταθερές αναφορές: το θάνατο, τα σύνδρομα μεταξύ γονέων και παιδιών, τις ψεύτικες κοινωνικές συμβάσεις. Η ιδέα ήταν πρωτότυπη και έξυπνη. Το «Ίδρυμα Έρευνας Ετυμολογικών Ελληνικών Λέξεων» διοργανώνει το συνέδριο, η αίθουσα (που έτσι κι αλλιώς έχει φιλοξενήσει πολλές τέτοιου είδους εκδηλώσεις) είναι στολισμένη (παραστολισμένη μάλιστα) με λουλούδια. Ένας διαρκής υπονομευτικός σαρκασμός στην τυπολογία, το πρωτόκολλο, την υποκριτική αβρότητα μεταξύ των συνέδρων και τον ανταγωνισμό που δεν κρύβεται, αλλά και στην ημιμάθεια, την επίδειξη επιστημοσύνης και εγκυρότητας που συχνά ανοίγει το δρόμο για λανθασμένες πεποιθήσεις, τις οποίες ακολουθούν φανατισμοί και ιδεοληψίες. Όσο για τις λέξεις που οι σύνεδροι έδειξαν την απρόσμενα παράλογη «ρίζα» και προέλευσή τους ήταν: σουγιάς, μήτρα, αίμα, ψίχα-κόρα, Ύδρα-Άνοιξη. Κάθε φορά με υπόβαθρο και σύνδεση με την ιστορία, τους θρύλους, τις παραδόσεις, όλα όσα ανακατεύονται πολύ συχνά στην μη ορθολογική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Η ιδέα ήταν πολύ έξυπνη και πρωτότυπη. Σκηνοθετικά όμως ο ρυθμός έγινε αργός, κουραστικός, επαναλαμβανόμενος, χωρίς ανατροπές, παρά τις έμπειρες ερμηνευτικές παρουσίες της Ρένης Πιττακή και της Αγγελικής Παπούλια. Μόνη ανατροπή, το απρόσμενο μουσικό διάλειμμα –απολαυστικός ο Γιώργος Ντάβλας σ’ αυτό που κλήθηκε να κάνει- σαρκάστηκε η ελαφρολαϊκή κουλτούρα («Ένα βράδυ που ‘βρεχε», «Έρωτά μου ανεπανάληπτε», «Ένα ρολόι σταματημένο»), το έντεχνο («Αστέρι μου, φεγγάρι μου») και μ’ έναν παιχνιωδώς αυθάδη τρόπο σαρκάστηκαν ακόμα και ο Μάνος Χατζιδάκις με τη Μελίνα Μερκούρη, όταν οι στίχοι του τραγουδιού «Αστέρι μου, φεγγάρι μου» μεταφράζονται σε πρόζα στα γαλλικά. Παρότι σκεφτήκαμε ότι ήταν πολύ ελληνοκεντρικό το θέμα της παράστασης για τους ξένους καλεσμένους, οι πληροφορίες λένε ότι κίνησε το ενδιαφέρον τους. Ίσως και γιατί ο Ευθύμης Φιλίππου είναι ήδη διεθνής.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο Ευθύμης Φιλίππου, Σκηνοθεσία Ευθύμης Φιλίππου, Αγγελική Παπούλια, Σκηνικός χώρος Κλειώ Μπομπότη, Ενδυματολόγος Βασιλεία Ροζάνα, Σχεδιασμός φωτισμών Δημήτρης Κασιμάτης, Μουσική Παναγιώτης Μελίδης, Βοηθός σκηνοθετών Κατερίνα Ρουσιάκη
Ερμηνεύουν Ρένη Πιττακή, Αγγελική Παπούλια
Συμμετέχουν Jean-Jacques Tesson, Κωνσταντίνα Κολοβού
Ερμηνευτής τραγουδιών Γιώργος Ντάβλας
Στο πιάνο ο Βαγγέλης Στεφανόπουλος
***********
«Τα σκυλιά»
Η αφορμή ήταν πραγματική. Άλλωστε ο σκηνοθέτης Ανέστης Αζάς ξεκίνησε από το θέατρο-ντοκουμέντο, αλλά δεν έμεινε εκεί. Σε κάθε του παράσταση προτείνει κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο και οπωσδήποτε πρωτότυπο. Πάντα έχοντας στραμμένο το βλέμμα και σχολιάζοντας κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Αυτή τη φορά αφορμή ήταν ο φρικτός τρόπος που κακοποιήθηκε και τελικά έχασε τη ζωή του ο Όλιβερ, πριν λίγους μήνες στη Στερεά Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι στο έργο ο σκύλος λέγεται Τουίστ. Η παράσταση ξεκινάει από αυτό το γεγονός και τότε τα σκυλιά αποφασίσουν να δράσουν, να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να βρουν τον δολοφόνο. Με προσομοίωση της κοινωνίας των ανθρώπων στην κοινωνία των σκύλων, με στοιχεία νουάρ, με καταιγιστικό ρυθμό, με πολύ καλή κίνηση από όλους τους ηθοποιούς της παράστασης, που στο μεγαλύτερο μέρος της έπρεπε να περπατούν σαν τετράποδα, ο Ανέστης Αζάς έθιξε την υποκρισία, τη σκληρότητα, την αποσιώπηση και την ομερτά που ισχύει σε πολλές μικρές κοινωνίες ή κοινότητες, προκειμένου να προστατευτούν οικονομικά ή άλλα συμφέροντα, το αδιέξοδο των αδύναμων, την αυτοοργάνωση. Παρά τις έξυπνες ιδέες και την ωραία εκτέλεση υπήρχαν πολλές στιγμές που το κείμενο φλέρταρε έντονα με τη συνθηματολογία και τους εύκολους πολιτικούς συνειρμούς, ενώ δραματουργικά, ιδίως το φινάλε, ήθελε άλλη διαχείριση. Ήταν όμως μια απολύτως φεστιβαλική παράσταση, πρωτότυπη, έξυπνη, γοργή. Όλοι οι ηθοποιοί υπερέβαλαν εαυτόν, ξεχωρίζω λίγο περισσότερο τον Γιώργο Κατσή και τη Μαρία Πετεβή.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σύλληψη – Σκηνοθεσία Ανέστης Αζάς, Κείμενο Γεράσιμος Μπέκας, Μιχάλης Πητίδης, Ανέστης Αζάς, Σκηνογραφία Διδώ Γκόγκου, Κοστούμια Βασιλεία Ροζάνα, Φωτισμοί Ελένη Χούμου, Μουσική – Ηχητικός σχεδιασμός Παναγιώτης Μανουηλίδης, Ηχητικός σχεδιασμός – Ηχοληψία Άγγελος Κονταξής, Animal Body Training Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Βοηθός σκηνοθέτη Μιχάλης Πητίδης, Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη Ιωάννα Κανελλοπούλου, Φωτογραφίες από τις πρόβες Karol Jarek
Παίζουν Γιώργος Κατσής, Έλενα Μαυρίδου, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Μαρία Πετεβή, Gary Salomon, Cem Yiğit Üzümoğlu
**********
«Σφάλμα σύνδεσης»
Μας τους έχει γνωρίσει εδώ και χρόνια κάποιους από τους ηθοποιούς αυτής της παράστασης. Είναι τα μέλη της ομάδας Station Athens που δημιουργήθηκε το 2009 από πρόσφυγες και μετανάστες που είχαν έρθει από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές. Και συνέχισαν να ζουν εδώ. Ρίζωσαν. Πήραν ιθαγένεια, δουλεύουν, αλλά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το τέρας της γραφειοκρατίας προκειμένου να φέρουν εδώ την οικογένειά τους. Υπήρχε αυτή τη φορά ένα εντυπωσιακό σκηνικό (Αλεξάνδρα Σιάφκου, Αριστοτέλης Καραθάνος) με πολλά πλαστικά καφάσια, που έπαιρναν μέσω των φωτισμών και των προβολών την όψη μιας τεράστιας οθόνης υπολογιστή. Ήταν το πρόσωπο της πολιτείας όταν το αναζητούσαν για θέματά τους οι μετανάστες. Το κεντρικό ζήτημα του έργου ήταν η γραφειοκρατία την εποχή της τεχνολογίας. Κι ίσως αυτά τα πλαστικά καφάσια να ήταν τα πήλινα πόδια πάνω στα οποία στηρίζεται η τεχνολογική εξέλιξη. Και μετά εμφανίστηκαν ο Χασάν, ο Ρεζά, ο Χαλίλ, ο Λευτέρης-Ραμζάν, ο Αϊντίμ. Όλοι ζουν πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Την έχουν αγαπήσει αυτή τη χώρα. Προχώρησαν, δουλεύουν, κάποιοι πήραν ιθαγένεια, κάποιοι διαβάζουν για να πάρουν. Οι μνήμες από τον τόπο τους είναι παρούσες. Το ίδιο και τα αγαπημένα τους πρόσωπα, με τα οποία η γραφειοκρατία τους εμποδίζει να ενωθούν. Η εδώ ζωή, η εκεί ζωή, η μισή ζωή τους. Ερασιτέχνες ηθοποιοί είναι όλα τα μέλη της ομάδας, που τους έχουμε δει και σε άλλες παραστάσεις της Γιολάντας Μαρκοπούλου (όλοι θυμόμαστε εκείνη την γοητευτική στο «Συνεργείο» και αργότερα, το 2015, πάλι στο Φεστιβάλ, το «Είμαστε οι Πέρσες»). Τότε ήταν ο πρώτος καιρός τους στη νέα χώρα. Τώρα είναι η διαδρομή και το ρίζωμά τους. Έχει από μονή της ενδιαφέρον η διαδρομή τους. Και το ότι επιμένουν να ασχολούνται με το θέατρο, να εκφράζονται, να μοιράζονται. Δεν είναι αυτονόητο. Φαντάζομαι δεν είναι ούτε και εύκολο. Η δραματουργία της παράστασης είχε πολλά βιωματικά στοιχεία των ηθοποιών, κάποια τραγούδια από τον τόπο τους και πολλές εντυπωσιακές ψηφιακές εικόνες, που γίνονταν φόντο, δάπεδο, κ.λπ. Ενδιαφέρον είχε επίσης και ο τρόπος που λειτούργησαν σκηνικά τα πλαστικά καφάσια. Δεν μπορώ να πω ότι όλα αυτά συνδέθηκαν επί σκηνής. Σαν ξεχωριστά κομμάτια έμοιαζαν κάποιες στιγμές, με αρκετές δόσεις συγκίνησης από τις προσωπικές τους ιστορίες. Κρατάμε οπωσδήποτε ότι έδωσε φωνή και έκανε ορατούς τους συμπολίτες μας από άλλες χώρες.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σύλληψη – Σκηνοθεσία Γιολάντα Μαρκοπούλου, Σκηνικά – Κοστούμια Αλεξάνδρα Σιάφκου, Αριστοτέλης Καρανάνος, Καλλιτεχνική συνεργάτιδα στη δραματουργία Mαργαρίτα Παπαδοπούλου, Καλλιτεχνική συνεργάτιδα στην έρευνα Κωνσταντίνα Γεωργίου, Φωτισμοί Άγγελος Παπαδόπουλος, Σχεδιασμός βίντεο Άγγελος Παπαδόπουλος, Γιολάντα Μαρκοπούλου, Μουσική σύνθεση και ηχητικός σχεδιασμός Μανώλης Μανουσάκης, Βοηθός σκηνοθέτριας Έλλη Χρονιάρη, Βοηθός σκηνογράφων Αφροδίτη Ψυχούλη, Ηχολήπτης Kωστής Παυλόπουλος, Βοηθός σχεδιαστή ήχου Κωνσταντίνος Στυλιανού, Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή
Παίζουν Chalil Alizada, Ηossein Amiri, Aidim Joyimal, Ramzan Mohammad, Reza Mohammadi
*************
«Αναψυκτήριο»
Περάσαμε μέσα από το Αναψυκτήριο που στήθηκε στη σκηνή του Χώρου Δ πηγαίνοντας στην παράσταση της Αργυρώς Χιώτη. Περπατήσαμε πάνω στο στρωμένο χαλίκι, σαν «τα θερινά τα σινεμά» (σκηνικό Εύα Μανιδάκη). Μια καντίνα δέσποζε, μερικά τραπεζάκια γύρω, και κάποιοι «θεατές» στο πλάι. Μέσα στην καντίνα μια γυναίκα (Ρίτα Λυτού) που μιλάει με λαρυγγισμούς (δεν ακούγονται καθαρά όσα λέει). Ο σερβιτόρος (Γιώργος Κριθάρας) υποδέχεται τους πελάτες που κάνουν κάποιες συγκεκριμένες κινήσεις και μετά μαζεύουν τα δάκρυά τους σε πλαστικούς σωλήνες και τα ρίχνουν στη δεξαμενή του ψύκτη νερού. Στη μέση του σκηνικού η απόληξη ενός σωλήνα νερού, που ανά διαστήματα καταβρέχει το χώμα κι όσους περνούν δίπλα του… Και μετά ένας άλλος άνδρας, τραγουδάει (εξαιρετικά) έχοντας για στίχους τα λατινικά ονόματα φυτών και λουλουδιών. Δίπλα του μια γυναίκα ξηλώνει το πλαστικό κορδόνι της καρέκλας του Αναψυκτήριου και πλέκει λουλούδια. Αδιαλείπτως. Αυτή η σκηνή επαναλαμβάνεται πολλές φορές στην παράσταση. Σχεδόν με τα ίδια λόγια, ελάχιστα αλλάζουν. Με την ίδια ακριβώς διαδικασία, με τα ίδια ακριβώς βήματα, με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό. Παρότι ήταν φανερό ότι υπήρχε πολλή δουλειά στην πραγματοποίηση αυτής της παράστασης, παρότι υπήρχαν, αποσπασματικά κάποιες εικαστικές όψεις αισθαντικές, ήταν μάλλον δύσκολο να συνδεθεί κανείς μ’ αυτή την παράσταση. Υπήρχαν συμβολισμοί που έμειναν αδιαφανείς. Λόγω της δραματουργίας; Λόγω της σκηνικής επανάληψης; Λόγω μιας αρχικής ιδέας που δεν τελεσφόρησε; Πάντως ελάχιστα πράγματα απ’ όσα συνέβαιναν επί σκηνής πέρασαν στην πλατεία. Η Εύη Σαουλίδου ξεχώρισε κι αυτή τη φορά ερμηνευτικά, σε μια περίεργη συνθήκη. Αλλά και όλοι οι ηθοποιοί υπηρέτησαν με αφοσίωση την παράσταση.
Σύλληψη – Σκηνοθεσία Αργυρώ Χιώτη, Σκηνικός χώρος Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια Άγγελος Μέντης, Σύνθεση – Επεξεργασία – Διδασκαλία τραγουδιών Δήμητρα Τρυπάνη, Πρωτότυπη μουσική Jan Van Angelopoulos, Φωτισμοί Ελίζα Αλεξανδροπούλου, Δραματουργία Αργυρώ Χιώτη, Ευθύμης Θέου και η ομάδα, Καλλιτεχνικός συνεργάτης Τάσος Παλαιορούτας, Βοηθός σκηνοθέτιδας Νεφέλη Γιώτη, Β’ βοηθός σκηνοθέτη Δημήτρης Κολλιός, Βοηθός σκηνογράφου Ήλια Στριγγάρη, Β΄ βοηθός σκηνογράφου Σταυρούλα Παπαποστόλου, Βοηθός φωτίστριας Μαριέττα Παυλάκη
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά) Νίκος Ζιάζιαρης, Αμαλία Κοσμά, Γιώργος Κριθάρας, Ρίτα Λυτού, Εύη Σαουλίδου, Δρόσος Σκώτης, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη και κάποιοι ξεχωριστοί καλεσμένοι κάθε βράδυ
Εκτέλεση παραγωγής Μαρία Δούρου / VASISTAS
Αγγλικοί υπέρτιτλοι Μενέλαος Καραντζάς
**********
Τα συμπεράσματα
Ενδιαφέρουσες ιδέες, προβληματικές δραματουργίες ή σκηνικές αποδόσεις. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα γενικό συμπέρασμα για τις φετινές παραστάσεις του Grape (δεν περιλαμβάνω τις δύο παραστάσεις που παίχτηκαν σε επανάληψη). Το βασικό πρόβλημα σε όλες ήταν η δραματουργία. Υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό; Μάλλον υπάρχει. Ότι όλο και συχνότερα, όλο και πιο πολύ(οί/ές) σκηνοθέτες και σκηνοθέτιδες υπογράφουν τα κείμενα και τη δραματουργία των παραστάσεων που σκηνοθετούν (κάτι που δεν είναι ελληνικό φαινόμενο). Και όλο και συχνότερα επισημαίνεται το πρόβλημα της δραματουργίας ή οι κειμενικές αδυναμίες των παραστάσεων. Και όχι μόνο όταν πρόκειται για διασκευές –ποιος είπε ότι είναι κάτι εύκολο; Αλλά κι όταν πρόκειται για εντελώς νέα κείμενα. Οι ιδέες υπάρχουν, ήταν όλες πολύ ενδιαφέρουσες, πρωτότυπες, άγγιζαν υπαρκτά θέματα ή χρόνια ζητήματα και συμπεριφορές. Το ξεδίπλωμα της αφήγησης είναι που πάσχει, η θεατρική μορφή του είναι που συχνά απουσιάζει. Η απουσία δραματουργικής μαεστρίας είναι που βαραίνει το σκηνικό αποτέλεσμα. Δεν μιλάω για ακραία εξειδίκευση. Μιλάω για συνεργασία, κάτι που είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ στην τέχνη του θεάτρου. Συγγραφείς έχουμε, πολλούς και καλούς. Και δραματουργούς. Ας ζητήσουν οι άνθρωποι του θεάτρου, αν όχι την άμεση συμβολή τους, τουλάχιστον την τελική τους επιμέλεια και αιγίδα. Το έκανε ο Μάνος Καρατζογιάννης στη συνεργασία του με τη Δήμητρα Κονδυλάκη στο «50 χρόνια, μια νύχτα» και η διαφορά ήταν εμφανής.
Τα φτωχά σκηνικά (και δεν μιλάω μόνο για τις παραστάσεις του Grape, αλλά για το σύνολο σχεδόν των ελληνικών παραγωγών στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, με ελάχιστες εξαιρέσεις) ήταν κανόνας. Ας πούμε ότι στις παραστάσεις του Grape τα ευέλικτα σκηνικά είναι σχεδόν ζητούμενο, αφού προορίζονται να ταξιδέψουν, άρα πρέπει να είναι ευέλικτα και εύκολα στη μεταφορά. Οι υπόλοιπες; Φταίει το διαθέσιμο budget; (Γιατί και σκηνογράφους έχουμε πολύ καλούς). Φταίει μια ομοιόμορφη αισθητική αντίληψη; Ή ότι συχνά το απλό μπερδεύεται με το απλοϊκό και το πρόχειρο που προσπαθεί ν’ αποδείξει ότι είναι τέχνη και πρόταση; Δεν έχω απάντηση. Από τις ελληνικές παραστάσεις, τα καλύτερα σκηνικά τα είδα στο «Σφάλμα σύνδεσης» της Γιολάντας Μαρκοπούλου και στο «Αναψυκτήριο» της Αργυρώς Χιώτη.
Πολύ λίγες από τις ελληνικές παραστάσεις –σε αντίθεση με τις ξένες παραγωγές- ενέταξαν την τεχνολογία και τη χρήση του βίντεο. Στις παραστάσεις «Η αγαπημένη του κυρίου Λιν» του Γκι Κασίερς, το «Σφάλμα σύνδεσης» της Γιολάντας Μαρκοπούλου το βίντεο είχε κυρίαρχο ρόλο, ήταν μέρος της δραματουργίας και της παράστασης. Μ’ έναν άλλο τρόπο σύνδεσης με την παράσταση, όχι ως οργανικό μέρος της, προβολή βίντεο υπήρχε στο «50 χρόνια, μια νύχτα» του Μάνου Καρατζογιάννη και στις «Ετυμολογίες» του Ευθύμη Φιλίππου. Περισσότερο σαν διαπίστωση το καταγράφω, και κυρίως επειδή στις ξένες παραγωγές που είδαμε στην Πειραιώς 260, μόνο από μία το βίντεο απουσίαζε παντελώς (στο «Signal to Noise» της βρετανικής ομάδας Forced Entertainment). Σε όλες τις υπόλοιπες ήταν αναπόσπαστο μέρος της παράστασης, ισχυρό. Υποθέτω ότι το θέμα του budget έχει παίξει κι εδώ το ρόλο του.
Ιδέες καλές υπήρξαν στις ελληνικές παραγωγές που είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών (εντός και εκτός Grape): πρωτότυπες, σύγχρονες, ενδιαφέρουσες. Τα θέματά τους κάλυπταν μια μεγάλη βεντάλια: κοινωνία, θεσμοί, πολιτεία, ιστορία, έμφυλη ταυτότητα, μοναξιά, υπαρξιακή αναζήτηση, μετανάστευση, απουσία, μνήμη. Το σκηνικό τους επίπεδο ήταν ενδιαφέρον, μέτριο ή καλό. Καμία, όμως, δεν ξεχώρισε.