της Κατερίνας Σχινά
Από την πρώτη πρόταση του βιβλίου του Μισέλ Φάις, από το λάιτ μοτίβ που επανέρχεται στην αρχή κάθε μιας από τις 87 ιστορίες του, «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου» ο αναγνώστης λαχανιάζει, σαν να δέχτηκε χτύπημα στο στήθος. Τι είναι η φράση αυτή, ξανά και ξανά ειπωμένη, που μπαίνει πάντα πριν από τον μοναχικό παραδαρμό μεταξύ αυτό-οικτιρμού και αυτό-απέχθειας, θλίψης και θυμού, οδύνης και σαρκασμού, πριν από στιχομυθίες αμοιβαίας ακατανοησίας, τυχαία συναπαντήματα με πρόσωπα γκροτέσκα, τερατώδη, γελοία, ανησυχαστικά και πάντα διφορούμενα, πριν από συνομιλίες με πεθαμένους, πριν από το ξεπροβόδισμα αυτών των πεθαμένων στον δρόμο για το θάνατό τους, πριν από τη σκέψη, το όνειρο, τον εφιάλτη για έναν εαυτό που μοιάζει να έχει γαντζωθεί σαν τελώνιο στην πλάτη του αφηγητή, ένα τελώνιο που αδιάκοπα μεταμορφώνεται; Τι είναι αυτή η φράση που μοιάζει να οδηγεί στη σύζευξη αμείλικτων, αλλά εσαεί αναβαλλόμενων αποκαλυπτηρίων και ενός πάντα ορθάνοιχτου σκότους; Και τι σημαίνει; Δοκιμή ή δοκιμασία θανάτου;
Από 87 σπαράγματα αποτελείται το βιβλίο του Μισέλ Φάις, στιγμιότυπα, σκέψεις ημερολογιακού χαρακτήρα, δάνειους αφορισμούς, όνειρα – όνειρα που θέλεις να ξεχάσεις – αναδρομές, διαλόγους, εικόνες. Προσευχές στο κενό, όπως τις ονομάζει ο ίδιος. Και πάντα, πάντα, ο μηρυκασμός μιας και της αυτής επωδού – «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου» – πάντα ένα αίσθημα θανάτου, ίσως και ένας πόθος εκμηδένισης που δεν είναι παρά ο σκοπός χωρίς σκοπιμότητα μιας αδιέξοδης ύπαρξης.
Ο Μισέλ Φάις, το έχει πει πολλές φορές και ο ίδιος, δεν είναι από τους συγγραφείς που επινοούν ιστορίες, αλλά από εκείνους που μεταποιούν σε μυθοπλαστική ύλη τα ψυχικά συμβάντα, συχνά με τρόπο που ενέχει ένα στοιχείο αγριότητας: τα πετσοκόβουν, τα ξεκοιλιάζουν, τα λείχουν, τα γεύονται, τα μασουλάνε. Είναι, επίσης, από τους συγγραφείς που βλέπουν – και βλέπουν ιδιοτελώς. Που η συγγραφική τους ιδιότητα είναι ζυμωμένη με μια διαρκή, καθημερινή, ακάματη, εξουθενωτική παρατήρηση. Και η βιογραφία του, ή τουλάχιστον όσα ξέφτια βιογραφίας προβάλλουν σαν απείθαρχες κλωστές από τον ιστό της αφήγησής του, είναι η βιογραφία της όρασής του. Όραση του ματιού και όραση του μυαλού. Εσωτερική όραση. Όραση με όργανο την ψυχή και τη σάρκα. Μια όραση που ακολουθεί οπτικά μονοπάτια προς ένα παρελθόν το οποίο, στο τώρα, φαίνεται αδιανόητο να έχει βιωθεί και προς ένα μέλλον που μοιάζει αδύνατο να ιδωθεί, αλλά εκβιάζεται να φανερωθεί. Και βέβαια, δεν λείπουν οι οπτικές διαταραχές. Οι στρεβλωμένες εικόνες, τα θολά απεικάσματα, η τύφλωση. Του αφηγητή ή και των άλλων. «Το να θεωρείς τα πάντα συναρπαστικά είναι κάτι ανάμεσα σε τύφλωση, φάρσα, απάθεια και ξόρκι», διαβάζουμε στο βιβλίο του, σ’ έναν από τους αφορισμούς του.
Αν όλα όσα είπα ως τώρα δίνουν την εντύπωση ενός βιβλίου σκοτεινού, απαισιόδοξου, πεισιθάνατου, κι αν διαβάζοντάς το μένουμε με την αίσθηση πως στις σελίδες του ελλοχεύει κάτι τραχύ και συσπειρωμένο, αγκαθωτό και μοναξιασμένο, η αίσθηση γίνεται οξύτερη λόγω του γέλιου που επανακάμπτει κάθε τόσο – και είναι, πολλές φορές, ένας ανάποδος λυγμός. Ο αφηγητής γελά. Στην αρχή σκάει το χειλάκι του (παραλλάσσω ελαφρώς το κείμενο του Φάις), μετά υπομειδιά αμήχανα, κατόπιν γελά με κρύα καρδιά και κάποια στιγμή, εκεί που δεν το περιμένει, διπλώνεται στα δυο από τα γέλια. Ξεκαρδίζεται. Γελάει επειδή φοβάται, όπως μας έχει διαβεβαιώσει ο Μπατάιγ; Γελάει για να ξορκίσει τον θάνατο, όπως θα έλεγε ένας επιρρεπής σε εύκολους ψυχολογισμούς; Ή γελάει γιατί έχει μάθει πια πολύ καλά να ζει με το χρόνο, με την επίγνωση της αντίστροφης μέτρησης, με την εμπέδωση της θνησιγένειας των πάντων, του σώματος, της επιθυμίας, της ηδονής; Δεν είναι το γέλιο του το σκληρό, τρελό, απελπισμένο γέλιο του Νίτσε, του Κάφκα, του Ιονέσκο, μια προσπάθεια επιβολής στο αφόρητο; Ένα γέλιο που ούτε μας συμφιλιώνει με τον κόσμο, όπως το καρναβαλικό, ούτε τον κατηγορεί, όπως το κλασικό γέλιο του Μολιέρου. Ένα γέλιο χωρίς χαρά, που έλεγε και ο Μπέκετ, ένα γέλιο που γεννιέται όταν η κοσμική φάρσα έχει πλέον αποκαλύψει τους μηχανισμούς της.
Βιβλία όπως το «Αμήν» του Μισέλ Φάις επωάζονται σε στιγμές κρίσης και γεννιούνται μέσα στην καταστροφική συνθήκη του παρόντος. Και μπορεί να μοιάζουν αυτοαναφορικά, αλλά, δεν είναι. Το κεντρικό πρόσωπο που αναδύεται μέσα από τις 87 ιστορίες-προσευχές του είναι ένας θυμωμένος, απαρηγόρητος, δονούμενος από οργή ή απελπισία πλάνητας του βίου, χωμένος μέσα στο πλήθος. Είναι πατέρας, γιος, ανιψιός, κάποτε εραστής, κάποτε σύζυγος, συντροφευμένος από την απουσία, την έλλειψη. Και κουβαλάει επάνω του τη μοίρα όλων των ανθρώπων, τον απόηχο της ταραγμένης συνείδησης του καθενός, της στοιχειωμένης από θάνατο, από φόβο, από καταδιωγμό, από αγανάκτηση, από σπαρακτική λύπη. Κι όμως.
Κι όμως, η λέξη πριν από την τελευταία τελεία, η λέξη με την οποία κλείνει ετούτη η προσευχή, είναι μαάμιν, που θα πει πιστεύω στα εβραϊκά. Πιστεύω, που σημαίνει εμπιστεύομαι. Ποιον; Ίσως το παιδί που κυκλοφορεί ανάμεσα στις σελίδες του και γίνεται συνειδησιακός καθρέφτης για τους αδέξιους, μπερδεμένους, άφρονες ενήλικες. Και επειδή υπάρχει αυτός που εμπιστεύομαι, δεν θέλω να πεθάνω.