του Μανώλη Γαλιάτσου
Και να που τα σύμβολα μπορούν να μετατραπούν σε προσωπική και υπαρξιακή ποίηση, όπως αυτή που γράφει ο Ιρλανδός Γκάμπριελ Ρόζενστοκ. Αλλά και τα αρχέτυπα του Γιουνγκ μπορούν να αναλυθούν και πάλι, μέχρι να «λιώσουν» τη συμπαγή τους ύλη και να επιστρέψουν εκεί απ’ όπου προήλθαν: από τα βάθη της μοναδικότητας του εαυτού. Με μιαν απλή κίνηση αντιστροφής ο Ιρλανδός ποιητής αποσυνδέει τα σύμβολα από το στερέωμα της γενίκευσης, τα καταργεί από εκπροσώπους της «κοινής μοίρας» και τα επαναφέρει στο επίπεδο της μοναχικότητας του υποκειμένου. Όχι γενικά σύμβολα και όχι αρχέτυπα, λοιπόν, αυτά ανήκουν σε ερμηνευτικές γλώσσες και ο Ρόζενστοκ αναζητά στην ποίηση την πρωτογενή, την πρωταρχική γλώσσα, αυτήν που μαθαίνεις να μιλάς –ή και πριν τη μάθεις, όταν την εφευρίσκεις ή τη διαισθάνεσαι- από την εποχή ακόμη του μητρικού σώματος. Τότε που τα πράγματα είναι ακόμη το όνομά τους και το πρώτο γάλα η Αμάλθεια της γνώσης: οι λέξεις όχι ως έννοια αλλά ως σωματική επαφή. Γιατί ποίηση ίσως και να είναι η γλώσσα των πολύ μικρών παιδιών, καθώς ακόμη οι λέξεις δεν έχουν διαμορφώσει -ή οργανώσει- την κατοπινή τους τάξη: τι ταιριάζει με τι· πότε ένα ταίριασμα είναι «σωστό» και πότε α-νόητο και πρέπει να το «ξεμάθουμε». Παρασύρθηκα όμως και είπα «είναι α-νόητο» ενώ θα έπρεπε να πω «θεωρείται α-νόητο». Διαφορετικά μοιάζουμε κι εμείς σαν να συμμεριζόμαστε τη μονοπαγή αντίληψη της γλώσσας ως ανταλλακτική αξία χρήσης –επικοινωνιακής πρωτίστως- και να αποτρέπουμε τον (κάθε) ποιητή από την αναζήτηση των αφανών, άγνωστων σχέσεων και συναφειών ανάμεσα στα πράγματα και τη σημασία τους. Ποιητής όμως είναι αυτός που διαρκώς θα επιστρατεύει την ατομική περίοδο εκμάθησης, από την περιοχή εκείνη της γλώσσας όπου οι λέξεις δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε απαρέγκλιτα νοητικά σχήματα. Αλλά και για τις ποιητικές σημειώσεις ο Γκάμπριελ Ρόζενστοκ μας λέει ότι δεν τις ανταλλάσσει με την ποίηση γιατί, καθώς διευκρινίζει, αν οι πρώτες μπορούν και χτίζουν ακαδημαϊκές καριέρες, η δεύτερη συνομιλεί απευθείας με το σκοτεινό και διάπυρο μάγμα των λέξεων, καθώς αφήνουν το πιο ισχυρό αποτύπωμά τους με τον τρόπο που αναγνωρίστηκε κατά την αρχική ψυχική τους καταγραφή. Ερμηνευτική δυσπιστία εκ μέρους του ποιητή, συνεπώς, και προβάδισμα στην ποίηση και στη γλώσσα, που δεν σημαίνει τίποτ’ άλλο από: τη γλώσσα της ποίησης – και μονολεκτικά: την ποίηση.
Απαραίτητη διευκρίνιση λοιπόν για να μην αφήσουμε την ευκαιρία να πάει χαμένη: Το κείμενο σχετικά με ένα έργο τέχνης μπορεί να διαθέτει αυτοδύναμην αξία ή όχι, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί -και δεν επιτρέπεται να αποπειράται- να το υποκαθιστά. Η πηγή του λόγου (ή της απουσίας του) γύρω από ένα έργο είναι πάντα το ίδιο το έργο – και σε αυτήν την πηγή το κείμενο προτρέπει τον αναγνώστη του να προστρέχει. Το κείμενο λογοδοτεί αποκλειστικά στο κείμενο, καθώς συμπλέκεται με το έργο σε μιαν ιστορία παράπλευρη αλλά όχι ταυτόσημη. Σε ένα έργο εκφράζεται ο δημιουργός του. Στο κείμενο που γράφω –με αφορμή αυτό το έργο ή οτιδήποτε άλλο- αυτός που εκφράζεται είμαι εγώ.
Το γιαπωνέζικο χάικου, «το πιο σύντομο είδος ποίησης στον κόσμο», με τη στιχουργική μετρική των πέντε, των επτά και ξανά των πέντε συλλαβών (ενίοτε και με αλλαγή σειράς), γράφεται πλέον οπουδήποτε –και στην Ελλάδα-, καθώς δημιουργεί τη δική του, λιγότερο ή περισσότερο νεόδμητη, παράδοση και γίνεται μέρος μιας ευρύτερης κληρονομιάς αναγνωρισμένης ως παγκόσμια. Την ποιητική του σύνθεση Είμαι Ο Ιωνάς ο Γκάμπριελ Ρόζενστοκ τη συνθέτει ακριβώς πάνω στη φόρμα του χάικου. Αναφερόμαστε σε σύνθεση γιατί τα ποιήματα συνέχονται σε μιαν αυστηρή θεματική ενότητα. Αυτή η θεματολογικά διευρυμένη –σε σχέση με την παραδοσιακή γιαπωνέζικη- εκδοχή του είδους συνιστά τη σύγχρονη παραγωγή των τζεντάι χάικου. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον, εν τούτοις, είναι ότι η σύνθεση μπορεί να κατακερματιστεί στα επί μέρους ποιήματα που την αποτελούν – και το καθένα να αποδοθεί με τη δική του, αυθύπαρκτη νοηματική πληρότητα. Αυτήν τη δυνατότητα αυτοτελούς ύπαρξης του κάθε ξεχωριστού ποιήματος συστήνει η έννοια της μορφής rensaku. Παραθέτω από την αρχή της σύνθεσης του Ρόζενστοκ :
«Ιωνάς, γιος του Αμαθί/ακούω φωνές/φωνές στο βάθος»
Ένα χάικου λειτουργικό μέσα στην αυτονομία του, καθώς προφανώς είναι σε θέση να σταθεί στα πόδια του και από μόνο του. Αλλ’ αμέσως μετά:
«Αυτές οι φωνές/είναι εντός και εκτός/οικείες και ξένες!»
Άλλο ένα αυτόνομα λειτουργικό χάικου, την ίδια στιγμή όμως συμπληρωματικό ως προς το προηγούμενο – και ταυτόχρονα σημείο αφηγηματικής συνέχειας, καθώς οδηγεί προωθητικά στο επόμενο.
Ασφαλώς η συσχέτιση του τίτλου αυτής της σύνθεσης έχει την αναφορά της στον Ιωνά της Βίβλου: Ο Θεός της Παλαιάς καλής Διαθήκης, ανέκαθεν εκδικητικός, εξαπολύει σφοδρή θαλασσοταραχή για να οδηγήσει τον ανυπάκουο Ιωνά σε τριήμερη τιμωρία, καταπώς του αξίζει· εκεί θα έχει τον χρόνο –με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος- να σκεφτεί ξανά τις πράξεις του, καθώς θα ζει τον ολοζώντανο εφιάλτη του κλεισμένος στην κοιλιά του κήτους. Με νέα όμως συγχωρητική Του παρέμβαση θα τον «αναστήσει» από την ιδιόρρυθμη σταύρωση που του έχει επιβάλει, για να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία σ’ αυτό το δύσκολο ταξίδι για τη Νινευή.
«εγώ εγώ εγώ/αιτία της θύελλας/εγώ και μόνο»
«κι εγώ την παύω/βαθιά βουτώντας/μες στην καρδιά του σκότους»
«Η ιστορία επαναλαμβάνεται» στην ποιητική σύνθεση του Ρόζενστοκ – το πάθημα είναι αυτούσιο και ο φταίχτης και πάλι ο ίδιος. Μόνο που ο Ιωνάς, σύμφωνα με όσα λέχθηκαν εξαρχής, είναι -σ’ αυτήν την περίπτωση αποσύνδεσης από την καθολίκευση των συμβόλων- ο ίδιος ο ποιητής. Και ο Θεός; Πού είναι ο Θεός; Ποιος παίρνει τις αποφάσεις αυτήν τη φορά; «κι εγώ την παύω/βαθιά βουτώντας/μες στην καρδιά του σκότους». Είναι ο πιο αποσαφηνισμένος χρησμός που διατυπώνεται από την εποχή του Ιωνά και μέχρι την κατεδάφιση των ναών της αρχαιότητας: Τώρα πια όμως ξέρουμε ποιος είναι αυτός που έχει τη δύναμη να πει ότι ορίζει τη μοίρα του.
Αποσιωπώ κάθε πιθανή αναγωγή προερχόμενη από τον Χέρμαν Μέλβιλ γιατί ο ανεξάντλητος πλούτος του έργου του είναι γραφτό να του δίνει ανά πάσα στιγμή το πλεονέκτημα εξάπλωσής του σε κάθε συγγενές νόημα. Στην Ιστορία του δυτικού πολιτισμού, εν τούτοις, καταγράφεται μια ακόμα –κατά πολύ μεταγενέστερη αλλά ίσως πιο διάσημη – περίπτωση ανάλογης εγκατοίκησης με του Ιωνά και αυτή απαντάται σε ένα παραμύθι – αν και στην πρώτη του μορφή ήταν γραμμένο σαν αλληγορία, με πολύ σκληρό τέλος και καθόλου ενδεδειγμένο για παιδιά. Το παραμύθι , φυσικά, δεν είναι άλλο από τον Πινόκιο του Κάρλο Κολόντι. Ο μαστρο-Τζεπέτο θα βρεθεί στην κοιλιά της φάλαινας όπου θα τον ανακαλύψει τυχαία ο Πινόκιο και θα καταφέρει με την επινοητικότητά του να τον σώσει – και μαζί να σώσει και τον εαυτό του, ηθικά και υπαρξιακά. Και στις δύο περιπτώσεις, θρησκευτική και λογοτεχνική, το κήτος θα τους «ξεγεννήσει» από το στόμα του. Και στις δύο περιπτώσεις, επίσης, έχουμε αποκλειστικά αρσενικές παρουσίες παγιδευμένες και φυλακισμένες στα υγρά και σκοτεινά έγκατα του θαλάσσιου θηλαστικού. Δεν καταγράφεται, στη θρησκεία ή στη λογοτεχνία, παρουσία θηλυκή σε παρόμοια θέση με του Ιωνά, πράγμα λογικό αν υπολογίσουμε ότι το δέος για τη μήτρα αποτελεί –πρωτευόντως- εμμονή της αντρικής σκέψης. Ή, -για ν’ αποδώσουμε και την άλλην όψη του δέους- συνιστά κατ’ αποκλειστικότητα αντρική φοβία· ας αξιολογηθούν αμφότερες οι πλευρές σύμφωνα με την επιλογή προτίμησης του καθενός:
«αυτό το σκότος/τι είναι/είναι ο πατέρας μου;»
Από μιαν άποψη –ή από πολλές περισσότερες- ίσως η αποδέσμευσή μας από τη μήτρα δεν επέρχεται ποτέ· μια από τις αποδείξεις είναι και η παρουσία του πατέρα εντός της. Παρουσία καθοδηγητική για την αναζήτηση αλλά και για τα επόμενα βήματα του γιου. Γι’ αυτό ίσως και η πρώτη ερωτική συνεύρεση μετά την απώλεια του πατέρα αποτελεί συνήθως υπόσχεση μνήμης και ασύνειδη σπονδή στον θάνατό του.
Καθώς φιλτράρει την προσωπική ποίηση μέσα από το «έπος» του Ιωνά, ο Γκάμπριελ Ρόζενστοκ δεν δίνει μόνο χρονολογικό βάθος στον εαυτό, φτάνοντας στην εποχή των πρώτων γλωσσικών ψηλαφήσεων του υποκειμένου – αλλά το επεκτείνει περαιτέρω, μέχρι την εποχή των συναρθρώσεων της γλώσσας ως ανακάλυψης αυτής καθεαυτήν. Η γλώσσα όμως είναι το δεύτερο μητρικής προέλευσης στοιχείο αυτοαναγνώρισης της ύπαρξης, καθώς προέρχεται επίσης από την πραγματική μητέρα, βιωμένο κατά κάποιον τρόπο και ως προέκτασή της. Εξ ου και η καταβύθιση του Ρόζενστοκ, καθώς μέσα από τη βιολογική μητέρα διακρίνει τη δυνατότητα ανάκλησης των γλωσσικών του ριζών. Ενδεικτικοί γι’ αυτήν την αναζήτηση της γλώσσας οι στίχοι τους οποίους παραθέσαμε πριν: «ακούω φωνές/φωνές στο βάθος». Αλλά και αμέσως μετά: «είναι εντός και εκτός/οικείες και ξένες»· και παρακάτω: «φωνές του νερού/καλούν γλώσσες σε δίνη/που ζουν μέσα μου». Η γλώσσα ορίζεται την ίδια στιγμή ως το κοινό λειτουργικό της υπόστρωμα αλλά και ως η εξατομικευμένη διαφοροποίησή της: υπάρχει ως καθομιλουμένη στη χρηστική της διάσταση αλλά και ως ποιητική –και όχι μόνον- αναγκαιότητα για τον διαρκή ανασχεδιασμό της.
Εξίσου ενδεικτικοί είναι και οι στίχοι για τον πιο αρχέγονο, ίσως, ελκτικό δεσμό διαιώνισης του ανθρώπινου γένους, με το τρίπτυχο: μήτρα-μητέρα- ονοματοδοσία:
«η κοιλιά η φάλαινα/τι… ποια είσαι/είσαι η μητέρα»
«ξεχνάς, μητέρα;/μέσα σου έπλευσα/στον κοσμικό ωκεανό»
«και αν ο ήλιος σβήσει/λες τ’ όνομά μου/το όνομά μου»
Η θρησκευτική αλληγορία έχει πλέον μετατραπεί πλήρως σε προσωπική εξιστόρηση, συνάντηση του εαυτού με το υπαρξιακό του βάθος. Από την αμνιακή φυλακή της φάλαινας –δηλαδή της μήτρας- στη γέννηση, και κατόπιν στην πρωταρχική εμπειρία των πραγμάτων – δηλαδή τη γλώσσα: Αυτά όμως δεν είναι όλα όσα απαιτούνται για να συστήσουν τον εαυτό στον κόσμο και –όχι πολύ αργότερα- τον κόσμο στον εαυτό;
Η μεταφράστρια Σάρα Θηλυκού, ασκημένη -μέσω της προσωπικής της ποίησης- στη μορφική έκφραση του χάικου, αποδίδει «σαν έτοιμη από καιρό» τα ποιήματα στην αρχική τους φόρμα, με ελάχιστες «παρεκβάσεις» μετρικής λόγω της προφανούς ασυμβατότητας των εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους γλωσσών. Φροντίζει, εν τούτοις, να μη μεταφέρει το πρωτότυπο «κατά γράμμα και κατά λέξη», πράγμα ανεπιστρεπτί καταστρεπτικό για την ποίηση, αλλά να μετατρέπει την ποιητική ουσία σε ανασύνθεση ικανή να ηχήσει με τη φρεσκάδα της δημιουργίας προκειμένου να λειτουργήσει με τον πιο φυσικό τρόπο στη νέα αγκαλιά. Κάτι τέτοιο, βέβαια, προϋποθέτει, πέραν μιας -εξ ορισμού- κατασταλαγμένης μεταφραστικής αντίληψης, την άρτια επίσης γνώση και χρήση των δύο γλωσσών. Η τρίγλωσση έκδοση, άλλωστε, –αγγλικά, ιρλανδικά, ελληνικά- προσφέρει την άνεση της άμεσης αντιπαραβολής των ποιητικών κειμένων για την επί τόπου αξιολόγηση της μεταφραστικής ακρίβειας και αποτελεσματικότητάς τους. Ένα μόνο παράδειγμα για όλα τα παραπάνω: «είμαι άλλης φυλής/και επομένως/πρέπει να εξοβελιστώ». Ο τελευταίος στίχος είναι για το αγγλικό: «I shall be cast out». Δεν χρειαζόταν όμως να ελέγξει κανείς την «ορθότητα» της απόδοσης για να εννοήσει εκ των προτέρων -και εν συνεχεία απλώς να επιβεβαιώσει- ότι η αξίωση χρήσης του «εξοβελιστώ», δίχως ουδόλως να παραβιάζει το νόημα, αποτελεί το εύστοχο σημείο ανασυνθετικής ματιάς πάνω στο ποίημα.
Ο Γκάμπριελ Ρόζενστοκ κλείνει την εισαγωγική του παρουσίαση για την ελληνική έκδοση σημειώνοντας με νόημα: «Και αν (ενν. στην αναζήτησή μας) μια φάλαινα μας καταπιεί στον δρόμο, είναι για καλό». Μπορούμε τώρα να συμπληρώσουμε κι εμείς, περίπου όπως στα παραμύθια: Και αν δεν μας καταπιεί, για το ακόμα καλύτερο. Ο δρόμος για το σπίτι θα είναι ούτως ή άλλως πάντα μακρύς. Και όλο και θα παραμονεύει κάπου μια φάλαινα που θα πρέπει να αποφύγουμε. Ή που θα πρέπει –κάποια στιγμή- να το πάρουμε οι ίδιοι απόφαση και να τη συναντήσουμε…
Gabriel Rosenstock, Είμαι Ο Ιωνάς/Is Me Iona/I Am Jonah
Τρίγλωσση έκδοση, Αύγουστος 2024, σελίδες 63
Εκδόσεις Νίκας/ποίηση