ΑΡΧΙΚΗ 4 Η μελαγχολία της παλινόρθωσης (και της γήρανσης)

Η μελαγχολία της παλινόρθωσης (και της γήρανσης) [γράφει ο Θανάσης Μήνας]

0
3843

 

γράφει ο Θανάσης Μήνας

 Το να διαβάζεις Λάσλο Κρασναχορκάι ισοδυναμεί με το να εισέρχεσαι σε μια περιοχή όπου η σκέψη ξεχειλίζει, όπου η συνείδηση ​​γίνεται πυρετός και όπου οι λέξεις ρέουν σαν ποτάμι χωρίς αυλάκι. Η λογοτεχνία του δεν αναζητά παρηγοριά, αλλά την αλήθεια. Συλλογίζεται την κατάρρευση χωρίς να κλείνει τα μάτια του, χωρίς να απαρνείται το μυστήριο. Το έργο του, υφασμένο στα περιθώρια της αποκάλυψης, δεν αφηγείται απλώς την κατάρρευση: την συλλογίζεται, την αμφισβητεί, την μεταμορφώνει σε τέχνη. Στις σελίδες του, η απελπισία δεν είναι τέλος, αλλά κατώφλι, και η απόκοσμη ομορφιά γίνεται αντίσταση.

Γεννημένος στην Ουγγαρία το 1954, σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από ιδεολογικό ρήγμα και απογοήτευση από τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ο Κρασναχορκάι μεγάλωσε ανάμεσα στα ερείπια μιας αθετημένης υπόσχεσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η σκέψη δεν ήταν εργαλείο λύτρωσης, αλλά ναρκοπέδιο. Η εκπαίδευσή του στη νομική, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία του έδωσε πρόσβαση στις μεγάλες ιστορίες της Δύσης, αλλά αποκάλυψε και την εξάντλησή τους.

Το έργο του τον συνδέει με τον τραγικό υπαρξισμό, αλλά και με τον πιο σκοτεινό μεταμοντερνισμό. Η αφήγησή του είναι το χρονικό ενός ευρωπαϊκού νου που έχει γίνει ακατανόητο για τον εαυτό του, όπου η σκέψη, κάποτε εγγυήτρια της τάξης, έχει γίνει άβυσσος.

Ο Κρασναχορκάι είναι, από πολλές απόψεις, ένας μεταμοντέρνος συγγραφέας, αλλά ο μεταμοντερνισμός του δεν είναι ούτε εορταστικός ούτε παιχνιδιάρικος – όπως του φίλου του του Πύντσον. Χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της πίστης, από την κατάρρευση όλων των λυτρωτικών αφηγήσεων. Θρησκεία, ιδεολογία, πρόοδος: όλες οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν καταρρεύσει. Το μόνο που απομένει είναι η γυμνή σκέψη που αντιμετωπίζει το κενό. Στα μυθιστορήματά του, οι χαρακτήρες περπατούν ανάμεσα σε ερείπια σαν να έχει τελειώσει η ιστορία και το μόνο που απομένει είναι το έργο της κατανόησης του τέλους. Και σε αυτή την προσπάθεια, η λογοτεχνία γίνεται μια μορφή άθεης προσευχής, μια πνευματική αναζήτηση που υπόσχεται όχι σωτηρία, αλλά διαύγεια.

Σε αντίθεση με τους μεταμοντέρνους που ειρωνικά γιορτάζουν την καταστροφή των μεγάλων αφηγήσεων, ο Κρασναχορκάι δεν ενδίδει στη χαρά της κατάρρευσης: Το έργο του είναι το πένθος ενός πολιτισμού που έχει χάσει την πίστη στην ψυχή του.

Το αφηγηματικό του σύμπαν βρίσκεται στη διασταύρωση μεταξύ της οντολογικής απαισιοδοξίας του Τόμας Μπέρνχαρντ και του αποκαλυπτικού οράματος του Κάφκα. Η σύγχρονη σκέψη, που κάποτε ονειρευόταν να κυριαρχήσει στον κόσμο, κατέληξε να διαλυθεί στη συνείδηση ​​που τη δημιούργησε. Δεν υπάρχουν πλέον βεβαιότητες, μόνο σπείρες σκέψης που στρέφονται στον εαυτό τους, χωρίς διέξοδο.

Συνεπώς, το ύφος του δεν είναι διακόσμηση, αλλά μια πνευματική εμπειρία. Οι ατελείωτες προτάσεις, που ξεδιπλώνονται λαχανιασμένες, δεν είναι μια στυλιστική ιδιοτροπία: είναι η αντανάκλαση μιας συνείδησης που αρνείται να κλειστεί στον εαυτό της, που αναζητά το απόλυτο χωρίς να το φτάσει. Η σύνταξή του μιμείται την κίνηση της σκέψης όταν αυτή γίνεται άπειρη.

Το τελευταίο του μυθιστόρημα Πάει και το Φραντζολάκι βασίζεται σε πιο στέρεα θεμέλια πραγματικότητας από τα δύο πιο πρόσφατα και σπουδαία βιβλία του, Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ και το Herscht 07769 (Εκδόσεις Πόλις, 2020, 2022, μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι).

Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο 92χρονος θείος Γιόζι (Κάντα), ένας συνταξιούχος ηλεκτρολόγος. Βρίσκεται προς το τέλος της ζωής του και πιστεύει ότι, ως απόγονος του βασιλιά Μπέλα Δ΄ του οίκου των Άρπαντ και κατ’ επέκταση του Τζένγκις Χαν, θα μπορούσε να διεκδικήσει το ουγγρικό στέμμα. Θα μπορούσε να γίνει βασιλιάς, σκέφτεται, αλλά τώρα δεν το θέλει πραγματικά. Ο Γιόζι δεν είναι φιλόδοξος ή μεγαλομανής. Τα υποκείμενα που εμφανίζονται στο κατώφλι του φτωχικού σπιτιού του περισσότερο ξυπνούν τη νοσταλγία του για τα παλιά. Η κουστωδία αυτή αποτελείται από εκκεντρικούς μιλιταριστές, γραφικούς παλιοημερολογίτες μοναρχικούς, ορισμένους συνειδητοποιημένους ακροδεξιούς και μερικούς άλλους απίθανους τύπους. Για αυτούς, ακόμη και το παρόν πολιτικό σύστημα δεν είναι αρκετά «εθνικιστικό». Στις φιλοδοξίες τους για «εθνική κυριαρχία», αναγνωρίζουμε γρήγορα το ευρωπαϊκό παρόν μας: τη φτώχεια των μικρών χωριών, τις ψυχικές διαστρεβλώσεις, την άγρια ​​εξάπλωση των παλιών και νέων εθνικών μας μύθων και τη μηχανική και σκληρή λειτουργία της εξουσίας.

Τα γεγονότα περιστρέφονται γύρω από την εφαρμογή αυτής της παράλογης ιδέας, καθώς ο πρωταγωνιστής δεν αρνείται ότι είναι βασιλιάς, αν και αντιτίθεται στο να τον αποκαλούν Αυτού Μεγαλειότητα, και αρκείται στο «θείος Γιόζι». Οι βασιλικοί συνωμότες επισκέπτονται τον ηλικιωμένο άνδρα σε εβδομαδιαία βάση και τροφοδοτούν την επιθυμία και την ελπίδα του ότι κάποια μέρα θα ανέλθει στον θρόνο. Το θέμα προχωρά αργά. Οι συχνά άσκοπες, απελπιστικές εβδομαδιαίες συναντήσεις διακόπτονται μερικές φορές από το κροτάλισμα της καφετιέρας ή ενός ποτηριού κρασί. Οι συναντήσεις αποκτούν έναν συγκεκριμένο ρυθμό, αν και οι συζητήσεις των ανθρώπων που συγκεντρώνονται δεν βγάζουν πουθενά ο στόχος τους φαίνεται εξαρχής καταδικασμένος σε αποτυχία. Αυτές οι αυτοσχέδιες συνεδρίες στην κουζίνα του θείου Γιόζι αποτελούνται από λίγο περισσότερο από μονολόγους του ηλικιωμένου άνδρα, αυτοσχέδιες παραστάσεις, στις οποίες αφηγείται την ιστορία της ζωής του. Τις περισσότερες φορές φαίνεται να διαστρεβλώνει, να υπερβάλλει και να παρανοεί, αλλά είναι επίσης πιθανό να λέει την αλήθεια.

Το Πάει και το Φραντζολάκι ξεκινά με μια χειρονομία αποχαιρετισμού στη ζωή -ο θείος Γιόζσι αποφασίζει να μην βάλει άλλα ξύλα στη φωτιά- και τελειώνει με έναν διπλό θάνατο. Το μυθιστόρημα αποτελείται από δεκαπέντε μακροσκελείς περιόδους χωρισμένες σε έντεκα κεφάλαια. Η αργά εξελισσόμενη πλοκή παίρνει ολοένα και πιο παράξενες στροφές, το κείμενο μετατρέπεται σε πολιτική σάτιρα, χλευάζοντας τις ως επί το πλείστον παράξενες ομάδες που εργάζονται για την αποκατάσταση του βασιλείου.

Ο θείος Γιόζι προετοιμάζεται για το τέλος της ζωής του, όταν τον βρίσκουν οι ενθουσιώδεις οπαδοί του, στους οποίους αφηγείται με χαρά κάθε είδους ασυναρτησίες∙ ωστόσο, δεν μπορεί πλέον να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι παιχνιδιάρικη σε όλη τη διάρκεια. Υπεισέρχονται αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα. Είναι πιθανό ο ναύαρχος Χόρτι, ο ισχυρός άντρας του ουγγρικού φασισμού, να έστεψε όντως κρυφά βασιλιά τον Γιόζι το 1944, να ήταν όντως σε επαφή με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ ή ο Αιγύπτιο Χόσνι Μουμπάρακ, και ότι όντως η ηθοποιός του κινηματογράφου Ζίτα Σελέτσκι ήταν ερωμένη του; Φυσικά, όλο αυτό είναι μια φαντασμαγορία. Ο Γιόζι είναι χήρος —η γυναίκα, η Ιλόνα, τον είχε ούτως ή άλλως εγκαταλείψει. Αγνοείται από την κόρη του, η οποία δεν τον θεωρεί ψυχικά υγιή και προστατεύει τους γιους της από αυτόν, για να μην φερθεί στον μεγαλύτερο, τον μικρό Μπέλα, ως κληρονόμο του θρόνου. Οι γείτονές του και όλο το χωριό τον θεωρούν ανοργάνωτο. Απολαμβάνει μόνο την συντροφιά του σκύλου του, του Φραντζολάκι, του νεαρού Zsömle (Zsömle odavan είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου). Δεν μπορείς ως αναγνώστης να μην αγαπήσεις το Φραντζολάκι.

Ο Γιόζι αναμένει να λάβει μια μικρή σύνταξη σε αντάλλαγμα για την οποία μπορεί να καθίσει αμέσως στον βασιλικό θρόνο. Θεωρεί επίσης αυτό πατριωτικό του καθήκον, επειδή η πονεμένη ουγγρική πατρίδα, όπως λέει, πρέπει να σωθεί από την παγκόσμια ηθική καταστροφή, και η προϋπόθεση για αυτό είναι η δημιουργία ενός κυρίαρχου εθνικού κράτους με την αποκατάσταση του βασιλείου. Η ζωή του Γιόζι στο μυθιστόρημα είναι σαν ένα τρενάκι του λούνα παρκ ανάμεσα σε ελπιδοφόρες και αποθαρρημένες, παραιτημένες, καταθλιπτικές περιόδους. Γενικώς επικρατεί μια ατμόσφαιρα νοσταλγικής κατήφειας για την «παλιά δόξα».

Τόσο η μανία όσο και η μελαγχολία υπάρχουν στα προηγούμενα έργα του Κρασναχορκάι. Ορισμένοι από τους χαρακτήρες του καταφεύγουν από μια μελαγχολική αίσθηση ύπαρξης σε εμμονές, προκειμένου να ξεπεράσουν την ασήμαντη, τραχιά και απελπιστική καθημερινότητά τους και να δώσεις νόημα στην φευγαλέα ζωή τους. Υπάρχουν εκείνοι που δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια να σώσουν την ανθρωπότητα ή τον πολιτισμό στο σύνολό του, για παράδειγμα ο Γκιόρκι Κόριμ στο Πόλεμος και Πόλεμος, ο Βάλουσκα στη Μελαγχολία της Αντίστασης, ο ομώνυμος χαρακτήρας στο Χερστ. Σε σύγκριση με αυτούς, ο θείος Γιόζι αρκείται σε λιγότερα.

Οι εμμονικοί χαρακτήρες του Κρασναχορκάι προκαλούν ανάμεικτα συναισθήματα. Στο παρόν μυθιστόρημα επικρατεί μια συνεχής εναλλαγή συναισθηματικού και σατιρικού, αντικειμενικού και ειρωνικού λόγου. Μέσα από τις ατελείωτες προτάσεις του, ο αναγνώστης μπορεί, αν όχι να ταυτιστεί, να δει με συμπάθεια τον θείο Γιόζι, παρά τις υπερβολές, τις αντιθέσεις και τις επαναλήψεις του που μοιάζουν με μπουρλέσκ, τον ναρκισσισμό, την υπεροψία, την προσβεβλημένη υπερηφάνεια του. Η σχέση του Γιόζι με το Φραντζολάκι είναι το πιο συναισθηματικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Τον ενθουσιάζουν τα λαμπερά μάτια και η ευκινησία του κουταβιού, παίζει μαζί του, του μιλάει και το σκεπάζει στο κρύο. Παρόλα αυτά για κάποιες ώρες της ημέρας τον κρατά αλυσοδεμένο.

Ο πιο κοντινός στον θείο Γιόζι από τους προηγούμενους χαρακτήρες του συγγραφέα είναι ο μάλλον ο Βαρώνος Βένκχαϊμ, κυρίως λόγω της ηλικίας του. Και οι δύο είναι χαρακτήρες που σιγά σιγά ξεθωριάζουν από τον κόσμο, που τον καταλαβαίνουν όλο και λιγότερο και που περιπλανώνται ακατανόητα στις καθοριστικές καταστάσεις της ζωής τους. Η ειρωνεία είναι πολύ έντονη, αλλά στο τέλος ο αφηγητής εξακολουθεί να ωθεί τον χλευασμό προς τη συμπόνια, καθώς κάνει ορατό ότι ο θείος Γιόζι δεν είναι αυτός που διαμορφώνει τα γεγονότα, αλλά μάλλον το ανυποψίαστο και αφελές θύμα τους. Μπορεί να είναι ένας διαβόητος ψεύτης, μπορεί επίσης να είναι ανόητος (αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι έχει «αποκτήσει» ένα θραύσμα στο κεφάλι του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), συχνά είναι αλαζόνας, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι είναι πολύ γέρος, μόνος και γι’ αυτό ακριβώς έπεσε. Αυτό ξαφνικά γίνεται πολύ έντονο όταν τον σπρώχνουν στο νοσοκομείο της φυλακής ανάμεσα στους κρατούμενους. Ο θείος Γιόζι λαχταρά έναν θρόνο, αλλά εδώ κάθεται σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, ένας περήφανος απόγονος μεγάλων προγόνων, αλλά στο αναπηρικό καροτσάκι το μόνο που φαίνεται είναι ένας συρρικνωμένος, βασανισμένος γέρος. Αυτή η θεμελιώδης αντίφαση είναι που κάνει το μυθιστόρημα τραγικοκωμικό. Γελάμε με τον θείο Γιόζι, αλλά ταυτόχρονα ραγίζουν οι καρδιές μας γι’ αυτόν.

Για αυτόν τον λόγο, εκτός από ειρωνική κοινωνική και πολιτική σάτιρα που παρουσιάζει ένα κομμάτι της σημερινής κοινωνίας (η εποχή είναι σαφώς αναγνωρίσιμη, το όνομα του Όρμπαν εμφανίζεται αρκετές φορές στο κείμενο), το Πάει και το Φραντζολάκι είναι επίσης ένα μυθιστόρημα για τα γηρατειά. Ο Κρασναχορκάι προσεγγίζει το θέμα με την οπτική της ειρωνείας για να απεικονίσει την εξασθένηση και την αφέλεια των γηρατειών, την οποία αντιπροσωπεύει ο πρωταγωνιστής. Αντί να κοιτάξει την όμορφη κοιλάδα και τα ηλιοβασιλέματα από τη βεράντα του μικρού του κήπου στην κορυφή του βουνού, ο γέρος μπλέκεται σε κάτι που στην αρχή είναι μόνο γελοίο, αλλά αργότερα γίνεται τραγωδία.

 

László Krasznahorkai, Πάει και το Φραντζολάκι, μτφρ: Μανουέλα Μπέρκι, Εκδόσεις Πόλις, 2025

NO COMMENTS

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here