του Αλέξη Πανσέληνου
Μελέτες για τον Σεφέρη δεν λείπουν και είναι όλες αληθινός πλούτος της φιλολογίας μας. Χρειάστηκε όμως ένας διπλωμάτης-συγγραφέας (ή συγγραφέας-διπλωμάτης, όπως ίσως θα το ήθελε ο ίδιος), ο πρέσβης Βασίλης Παπαδόπουλος, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, για να αναδείξει την διπλή υπόσταση του ανθρώπου ως διπλωμάτη, πρέσβη και ως ποιητή (και δοκιμιογράφου). Η ταύτιση του Β.Παπαδόπουλου με τον Γ.Σεφέρη, σε ένα τέτοιο επίπεδο, είναι αναμενόμενη. Η σύμπτωση ένας δοκιμιογράφος να ασχοληθεί και με την επαγγελματική – δηλαδή τη στενά ανθρώπινη – πλευρά του ποιητή, ευτυχέστατη.
Ο Παπαδόπουλος έχει ασχοληθεί ξανά με τον ποιητή, στο δοκίμιο “Γιώργος Σεφέρης – Ανάμεσα στην διπλωματία και την ποίηση” (Omonoia, Βουκουρέστι, 2018). Το έργο εκείνο είχε σταθεί καταλυτικό για μένα, φωτίζοντάς μου πλευρές του σεφερικού έργου που μου έμεναν σκοτεινές. Και από μια άλλη άποψη, πρέπει να υπήρξε το προανάκρουσμα – ή προσχέδιο – για την παρούσα, εκτενή μελέτη που μας παραδίδει σε μια υποδειγματικά επιμελημένη έκδοση από τον Ίκαρο.
Τι, αλήθεια, γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος για τον διπλωμάτη ποιητή, πέρα από την ύπαρξη των δύο διαφορετικών πλευρών του, της επαγγελματικής και της καλλιτεχνικής ; Υποθέτω πολύ λίγα, κρίνοντας από τον εαυτό μου. Ωστόσο ο Β.Π. έχει άλλη αντίληψη, σχηματισμένη προφανέστατα από την συγγένεια που πρέπει να αισθάνθηκε για την ποίηση ενός ομολόγου, ενός συναδέλφου εν όπλοις – και στην επαγγελματική και στην καλλιτεχνική του υπόσταση. Αλεξανδρινός λοιπόν γράφει για Αλεξανδρινό.
Αν η προηγούμενη σεφερική μελέτη του δείχνει την βαθιά κατανόηση της σεφερικής ποίησης, η παρούσα αποδεικνύει τώρα την εξίσου βαθιά κατανόηση του ανθρώπου Σεφέρη, που θαλασσοδέρνεται μεταξύ διπλωματίας και τέχνης.
Στο πρώτο μέρος του μελετήματος (“Προσωπογραφία του Ποιητή”) περιγράφεται η διαδοχή των διπλωματικών πόστων που ο Σεφέρης ανέλαβε. Στο δεύτερο (“Η άλλη δουλειά και το κόστος της”) η αγωνία να βρει χρόνο για την τέχνη του, παράλληλα με τις επαγγελματικές του αγωνίες. Το τρίτο μέρος (“Η συμβολή της διπλωματίας στην ποίηση”) είναι και το κεντρικότερο, αφού εδώ κυρίως αναπτύσσεται εν εκτάσει το θεώρημα το οποίο ο Β.Π. έχει τάξει στον εαυτό του να αποδείξει. Κατά συνέπεια το μέρος τούτο είναι πιο εκτεταμένο και, για λόγους μεθόδου, τρίπτυχο : A. “Η συμβολή [της διπλωματίας] στην ποιητική έμπνευση”, Β. “Η επεξεργασία της έμπνευσης και των εμπειριών” και Γ. “Η αποτύπωση στους στίχους του Σεφέρη”. Το τέταρτο μέρος υποστηρίζει με την πολύτιμη αναπαραγωγή διπλωματικών εγγράφων, τηλεγραφημάτων και επιστολών αλλά και άλλων υπηρεσιακών κειμένων, τις θέσεις τού προς απόδειξη θεωρήματος.
Ποιο είναι λοιπόν το θεώρημα που θέλει – και επιτυγχάνει – να αποδείξει ο δοκιμιογράφος στο μελέτημά του ; Ότι ο διπλωμάτης και ο ποιητής επικοινωνούν στενά, ότι είναι εν τέλει ένα και το αυτό πρόσωπο και το ένα θρέφει και στηρίζει (αντί να υπονομεύει και να ακυρώνει) το άλλο.
Ο βίαιος εκπατρισμός του Σεφέρη από τη Σμύρνη της παιδικής του ηλικίας, τον καθιστά αιώνιο Οδυσσέα, που ωστόσο γνωρίζει πως δεν θα επιστρέφει στην Ιθάκη ποτέ. Είναι η περίπτωση όλων των ποιητών, κάθε καλλιτέχνη, το τραύμα να μετεξελίσσεται στην κλίση του, στο ειδικό του χάρισμα. Ο Σεφέρης βιώνει μια ατελείωτη οδύσσεια από το ένα πόστο στο άλλο. Βιώνει μια ανάλογη οδύσσεια ανάμεσα στην απόσταση που χωρίζει το τυπολατρικό του επάγγελμα από την ποίηση και αντιπαλεύει για χρόνια ανάμεσα στα δύο, υπηρετώντας “δύο αφέντες” και εκτελώντας άψογα τα καθήκοντά του και προς τους δύο. Αγώνας σκληρός, δύσκολος.
Από την άλλη τα ωφελήματα της επαγγελματικής απασχόλησης στην τέχνη του είναι απτά. Λιτότητα, σαφήνεια, απουσία περιττού. Είναι ίδιος ο γραφικός χαρακτήρας και στα υπηρεσιακά έγγραφα που συντάσσει και στα ποιήματα που συνθέτει. Ό,τι στη διπλωματία είναι τυπικότητα, κώδικας, απαίτηση για ακρίβεια αλλά και αποφυγή υπερβολής, στην τέχνη είναι η διαρκής προσπάθεια να στοχεύσει όσο πιο ευθύβολα γίνεται στην καρδιά της, στην ουσία, στην καθαρή ουσία της ποίησης.
Από ένα σημείο και μετά, και καθώς οι επί τούτου συζητήσεις με τον Έλιοτ στο Λονδίνο, του ξεκαθαρίζουν το θέμα (ή τουλάχιστον τον βάζουν στην οδό της διερεύνησης μιας πολύ βασικής αλήθειας), του γίνεται ξεκάθαρο πως η επαγγελματική απασχόληση όχι μόνο δεν αντιμάχεται αλλά αντίθετα τροφοδοτεί με πολλούς τρόπους την ποίηση. Είναι τα ταξίδια του Οδυσσέα-διπλωμάτη που του γνωρίζουν τον νου και τη ψυχή άλλων λαών . είναι η απομάκρυνση από την Ελλάδα που του επιτρέπει να τη δει συνολικά και κριτικά, αποσπασμένος από την τύρβη της καθημερινότητας που φθείρει την εικόνα . είναι οι ξένες γλώσσες που – κατά την ρήση του Καρλομάγνου – σου προσθέτουν μια δεύτερη (και τρίτη συχνά) ψυχή . είναι η ευρύτερη θεώρηση του κόσμου, η αίσθηση της Ιστορίας, που διευρύνει την τέχνη και την κάνει οικουμενική, αντί στενά ελληνοκεντρική. Και η αποστρατεία δεν έχει τα αποτελέσματα που παλιότερα υπέθετε πως θα είχε, προς όφελος της τέχνης του. Αντίθετα το γράψιμο αραιώνει κι αυτό, και διότι η μηχανή της ενέργειας έχει ρίξει πιο χαμηλά τους ρυθμούς της, αλλά και διότι η τέχνη γίνεται όλο και πιο απαιτητική – ενώ τα εξωτερικά ερεθίσματα αντί να πάψουν ενισχύονται με τις πολιτικές περιπέτειες του τόπου στον οποίο ο ποιητής έχει επιστρέψει.
Περισσότερο από κάθε άλλον φιλόλογο ή ποιητή, ο Β.Π., διπλωμάτης καριέρας και επί χρόνια πρέσβης της Ελλάδας σε πόστα του εξωτερικού, συγγραφέας και ο ίδιος και δοκιμιογράφος, ήταν ο πιο κατάλληλος, εκείνος που μπόρεσε να συλλάβει την ιδέα και να αποδείξει το θεώρημα της μελέτης αυτής. Και όχι μόνο γιατί συνέπιπτε ομόλογος του Σεφέρη, αλλά γιατί – όπως αποδεικνύεται – διαθέτει όλη την πνευματική σκευή και την καλλιτεχνική ευαισθησία για να διαπεράσει από τη μια άκρια ως την άλλη την προσωπικότητα και το ποιητικό μέγεθος του ποιητή.
Η πολιτική τοποθέτηση του Σεφέρη αποκαλύπτεται μέσα από το βιβλίο στις πραγματικές της διαστάσεις. Διατηρώντας την απόσταση της ξενιτιάς από την Ελλάδα, και ενώ ακόμα τα τραγικά γεγονότα του Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφύλιου, αλλά και οι περίπλοκες διαστάσεις του Κυπριακού, εξελίσσονταν και χώριζαν τους Έλληνες σε κόμματα και παρατάξεις, είχε από πολύ νωρίς την αντικειμενική εποπτεία την οποία εμείς οι υπόλοιποι τώρα μόνο αρχίζουμε να αποκτούμε, καθώς έχουν περάσει τόσες δεκαετίες από όλα αυτά. Ο Σεφέρης, ξενιτεμένος, απομακρυσμένος από την άμεση καθημερινότητα και την επικαιρικότητα των θέσεων και των αντιθέσεων, των δράσεων και των αντιδράσεων, μπορούσε να έχει θέαση προνομιακή και να ζυγίζει επακριβώς και με ψυχραιμία τις καταστάσεις. Για αυτόν ίσχυε από τότε αυτό που σήμερα, έκπληκτοι και αμήχανοι, αναγνωρίζουμε όλοι : πως ανεξαρτήτως πολιτικού χρωματισμού, η Ελλάδα είχε μια πολιτική τάξη και μια πολιτική ηγεσία ανάξια των προβλημάτων που αντιμετώπιζε . και οι διαχειριστές των τυχών της υπήρξαν (πλην εξαιρέσεων) μέρος των προβλημάτων και όχι αυτό που έπρεπε να είναι.
Η αφοσίωσή του στη δημοτική και κυρίως στην εμπέδωση της διδασκαλίας της – κάτι το οποίο την εποχή του δεν ήταν καθόλου στους σχεδιασμούς της δημόσιας εκπαίδευσης – ήταν αντίστοιχη με την προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει τη λαλούμενη γλώσσα του λαού, του απλού ανθρώπου, τη γλώσσα που ελλείψει γραπτής διασώθηκε μέσω της προφορικής παράδοσης. Για μας τους σημερινούς, αυτή η πάλη και αυτή η αγωνία που συνείχε παλιότερες γενιές, ακούγεται μακρινή. Τότε είχε και εθνικό αλλά και πολιτικό χαρακτήρα η προσπάθεια για την καθιέρωση, την διάδοση και την διδασκαλία της δημοτικής. Και ο Σεφέρης με την ποίησή του συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχία της προσπάθειας, ενώ ο ίδιος πάλευε στα διπλωματικά έγγραφα που συνέτασσε στην καθιερωμένη και στείρα καθαρεύουσα (αναγνωρίζοντας πάντως πως η στειρότητα ήταν κυρίως στειρότητα των μυαλών που τη χρησιμοποιούσαν).
Μέσα από την ακτινογραφία που πραγματοποιεί ο Β.Π. του ποιητή, προβάλλει ο άνθρωπος στις αληθινές του διαστάσεις, σεμνός παρά απρόσιτος, δίκαιος παρά αυστηρός, με το αίσθημα που έχουν οι μεγάλοι δημιουργοί, πως δηλαδή ο ίδιος είναι πολύ μικρότερος από εκείνο που υπηρετεί – την ποίηση (αλλά και την ίδια τη χώρα, σαν επίσημος εκπρόσωπός της στο εξωτερικό).
Η ευρύτητα του πνεύματός του αποκαλύπτεται και από τις εκτιμήσεις του τόσο για πολιτικούς και καλλιτέχνες, κυρίως ντόπιους. Έτσι ο θαυμασμός του για τον Βενιζέλο και – πιο επιφυλακτικά – για τον Κ.Καραμανλή, όσο και οι απόλυτα απαξιωτικές γνώμες του για τον Εμμ. Τσουδερό και τον Γεώργιο Παπανδρέου (από τους οποίους εισπράττει τα ανάλογα . επί κυβερνήσεως Παπανδρέου ο Σεφέρης επιστρέφει από τη Στοκχόλμη με το Νόμπελ χωρίς έναν εκπρόσωπο της πολιτείας να τον περιμένει στο αεροδρόμιο του Ελληνικού) μαρτυρούν την καθαρή του ματιά στην πραγματικότητα. (Το ίδια σωστή βρίσκω και την άποψή του για τον Καζαντζάκη, ενώ για τον Σικελιανό είναι αμφίθυμος – αναγνωρίζει εν τέλει το μεγαλείο του – και για τον Καβάφη καθαρά αμήχανος : του είναι ξένος ως ιδιοσυγκρασία, αλλά ακόμα και έτσι δεν μπορεί να μην παραδεχτεί πως αυτός ο πεζολόγος λόγιος πράγματι παράγει ποίηση !)
Η μελέτη του Β.Π. διαθέτει, νομίζω, όλα τα προτερήματα των μελετημάτων του ίδιου του Σεφέρη. Είναι σαφής, ξεκάθαρη, εύληπτη και άψογα τεκμηριωμένη, με ένα πλήθος παρατηρήσεων, συγκρίσεων και συσχετισμών που αποτελούν πνευματικό επίτευγμα με την ευθύβολη στόχευσή τους στην καρδιά του θέματος, ενώ η ωραία γλώσσα και το γλαφυρό ύφος βοηθούν τον αναγνώστη στο μακρύ ταξίδι των 440 σελίδων, καθώς δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του – σπανιότατο γνώρισμα τέτοιων μελετημάτων.
Ένα πλήθος παραδείγματα από όλες τις τέχνες και από μια πλειάδα συγγραφέων ή ποιητών που υπήρξαν και αυτοί διπλωμάτες, φωτίζει σφαιρικά τα επιχειρήματα του δοκιμίου. Και ο ορίζοντας αυτού του μελετήματος για έναν και μόνο ποιητή, τον Σεφέρη, πλαταίνει τόσο ώστε να αφορά όλες τις τέχνες του ανθρώπου και ως εκ τούτου αποτελεί πολύτιμο οδηγό για κάθε αναγνώστη, για κάθε μελετητή της ποίησης, μελετητή του Σεφέρη ή απλά και μόνο καλλιτέχνη, είτε τον λόγο αυτός υπηρετεί, είτε άλλη τέχνη.
Το “Διπλωματία και Ποίηση – Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη” ήρθε να πάρει θέση ανάμεσα στα κορυφαία της σεφερικής βιβλιογραφίας.
info: Βασίλης Παπαδόπουλος, Διπλωματία και ποίηση- η περίπτωση Γιώργου Σεφέρη, Ίκαρος