15 ιστορικά, οικονομικά, πολιτικά για το καλοκαίρι (των Σπύρου Κακουριώτη – Γιάννη Μπασκόζου)

0
2257

 

 

 

(των Σπύρου Κακουριώτη – Γιάννη Μπασκόζου)

 

Η κορύφωση του θέρους πλησιάζει. Στη γαλήνη του απομεσήμερου, στην αμμουδιά πλάι στο κύμα ή στις πέτρινες πλάκες μιας σκιερής αυλής, όλοι προσπαθούν να κρατήσουν μακριά τους τις σκέψεις για τη χρονιά που πέρασε –και για εκείνη που έρχεται. Μερικοί βυθίζονται στις σελίδες κάποιου βιβλίου· λογοτεχνικού για τους περισσότερους. Κάποιοι άλλοι δεν διστάζουν να συνεχίσουν τα διαβάσματα του χειμώνα, αλλάζοντας, ίσως, ελαφρά αντικείμενο: μελέτες, ιστορία, οικονομία…Εξάλλου η ανάγνωση της μη λογοτεχνίας (nonfiction) παραμένει μια ψυχαγωγία αν γνωρίζεις πώς να το κάνεις αυτό. Λεπτομέρειες στα άρθρα της Βενετίας Αποστολίδου εδώ και εδώ 

 

James Davidson, Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως, Αλεξάνδρεια

Το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα, αυτό που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν «ελληνικό έθιμο», προκαλούσε (και εν μέρει συνεχίζει να προκαλεί) αμηχανία στους κλασικούς μελετητές, ευρωπαίους και έλληνες, αλλά και κύματα οργής στην καθ’ ημάς ακροδεξιά και το ευρύτερο ακροατήριό της. Δεν πάνε πολλά χρόνια που ο νυν βουλευτής Κυριάκος Βελόπουλος πρωτοστάτησε στη διάλυση επιστημονικού συνεδρίου στη Θεσσαλονίκη, διότι θεώρησε, αυτός και ο εθνικιστικός συρφετός που τον ακολουθούσε, ότι κατά τη διάρκεια των εργασιών του ο Φίλιππος θα «καθυβρίζετο» ως gay (!), ενώ τόσο ο πατριάρχης του ελληνικού φασισμού Κ. Πλεύρης όσο και ο σημερινός υπουργός Α. Γεωργιάδης έχουν συγγράψει «μελέτες» προκειμένου να αρνηθούν την ύπαρξη ομοφυλοφιλίας κατά την αρχαιότητα. Τόσο η αμηχανία όσο και η «οργή» εδράζονται, πέραν του ετεροκανονικού καθωσπρεπισμού, στη μάλλον αντιφατική εικόνα που προσφέρουν τα αρχαιολογικά τεκμήρια σχετικά με το τι ακριβώς ήταν η ομοερωτική φιλία κατά την αρχαιότητα. Αποτέλεσμα να έχουν διατυπωθεί άκρως αντιθετικές απόψεις, από εκείνες που υποστηρίζουν την «πλατωνική», καθαρά πνευματική φύση του έρωτα μεταξύ ανδρών μέχρι όσες θέλουν την αρχαία Αθήνα ή Σπάρτη να αποτελούν τα Σόδομα και τα Γόμορρα επί της ελληνικής χερσονήσου. Για τον καθηγητή αρχαίας ιστορίας Τζέιμς Ντέιβιντσον, η αλήθεια δεν βρίσκεται κάπου στη μέση αλλά μάλλον εκτείνεται σε όλο το φάσμα αυτών των συμπεριφορών, στο οποίο συνυπήρχαν ή και αντιμάχονταν ακόμη και οι πιο ακραίες εκδοχές, όπως μαρτυρεί πλήθος πηγών: από την ποίηση, το θέατρο, την ιστορία και τη φιλοσοφία μέχρι τη μυθολογία και την εικονογραφία. Ο συγγραφέας διατρέχει τις πηγές σε όλο τους το εύρος, επιδιώκοντας τόσο να ορίσει το αντικείμενό του (οι λέξεις αγάπη, πόθος, ίμερος, έρως, δεν ήταν απλώς συνώνυμες, διακρίνονταν σημασιολογικά) όσο και να συζητήσει την πρόσληψή του κατά τους νεότερους χρόνους. Γραμμένο με πολύ βρετανικό χιούμορ, που διεισδύει ανατρεπτικά ανάμεσα σε μακροσκελείς αναλύσεις επιγραφικών ή άλλων δεδομένων, το βραβευμένο έργο του Ντέιβιντσον προσφέρει μια ριζοσπαστική επανεκτίμηση του «ελληνικού έρωτα» και όσων πάντα θέλατε να μάθετε γι’ αυτόν αλλά… δεν τολμούσατε να ρωτήσετε!

 

Θουκυδίδης, Ιστορία, μτφρ: Ελευθέριος Βενιζέλος,Μεταίχμιο

Προφανώς, η επανέκδοση του έργου του Θουκυδίδη δεν αποτελεί ούτε θα μπορούσε να αποτελεί «είδηση»· αυτή είναι άλλωστε η μοίρα των κλασικών, να εναποθέτουν την τύχη τους στην ερμηνεία και στους ερμηνευτές τους. Το αξιομνημόνευτο, λοιπόν, σε αυτήν την επανέκδοση δεν σχετίζεται με τον αρχαίο συγγραφέα, αλλά με τον νεότερο μεταφραστή, δηλαδή τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Εκατό χρόνια μας χωρίζουν από την εποχή που ο «πατέρας της πατρίδας», βαριά ηττημένος στις μοιραίες εκλογές του 1920 –κι ενώ έχει μεσολαβήσει η επίτευξη (στα χαρτιά τουλάχιστον) της «Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του– αποσύρεται στο Παρίσι και σκύβει πάνω από τον Θουκυδίδη. Σε μια δοκιμή αναστοχασμού, καταπιάνεται με τη μετάφραση της Ιστορίας του, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν· στην τραγική μοίρα της Αθήνας επιχειρεί να «διαβάσει» τόσο το πρόσφατο παρελθόν, ανιχνεύοντας τα αίτια της δεινής ήττας που υπέστη, όσο και τις ενδεχόμενες μελλοντικές εξελίξεις. Μπορούμε να τον φανταστούμε σκυμμένο πάνω από το Βιβλίο Στ’, να μεταφράζει τα περί την Σικελική Εκστρατεία και την καταστροφή των Αθηναίων, προσπαθώντας να διακρίνει, σαν άλλος ικέτης στο Μαντείο των Δελφών, τι επεφύλασσε το μέλλον… Η ιδιωτική αυτή ενασχόληση ενός ανθρώπου με κλασική παιδεία αλλά χωρίς φιλοδοξίες ειδικού φιλολόγου έχει ως αποτέλεσμα μια μετάφραση γραμμένη στη γλώσσα της εποχής του, μια απλή καθαρεύουσα χωρίς ανώφελα στραμπουλήγματα, που ο αναγνώστης μπορεί πρωτίστως να απολαύσει, ακόμη και σήμερα.

 Ελένη Βαρβιτσιώτη, Βικτωρία Δενδρινού, Η τελευταία μπλόφα, Το παρασκήνιο του 2015, οι συγκρούσεις, το Plan B, εκδ. Παπαδόπουλος

Ένα βιβλίο που θα διαβάζεται για χρόνια καθώς περιγράφει τη δύσκολη περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης Τσίπρα, την απειλή του grexit, την πολιτεία Βαρουφάκη, την μπλόφα που κινδύνεψε να κάνει την Ελλάδα Βενεζουέλα. Η «τελευταία μπλόφα» που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι οι ευρωπαίοι θα υποχωρούσαν μπροστά στην προοπτική ενός grexit ή όπως χαρακτηριστικά είπε αργότερα στέλεχος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί η μέλισσα να σε τσιμπήσει; Μπορεί, αλλά θα πεθάνει και η ίδια. Μπορούσαμε να πιέσουμε την Ευρώπη. Βεβαίως . Αλλά αυτός που θα υπέφερε θα ήμασταν εμείς».

Οι δυο συγγραφείς συνομίλησαν με 95 προσωπικότητες – πρωταγωνιστές των γεγονότων που έβαλνα το στίγμα τους στον ταραγμένο Ιούλιο του 2015. Πρόκειται για την ιστορία πίσω από την ιστορία. Γεγονότα και συζητήσεις που έγιναν πίσω από κλειστές πόρτες σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπη, σε κυβερνητικά κτήρια, ταβέρνες, μπαρ, ξενοδοχεία, διαδρόμους αλλά και σε σπίτια όσων θα καθόριζαν όχι μόνον το μέλλον της Ελλάδος αλλά και του ευρώ. Η ερευνητική αυτή ρεπορταζιακή εργασία φέρνει στο φως πολλά ντοκουμέντα και άγνωστες πτυχές όπως π.χ. το πώς δούλευε  η ομάδα του Σχεδίου Β, για το grexit. Ένα σχέδιο 157 σελίδων με το κωδικό όνομα «Κροατία» που περιέγραφε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια ποια θα ήταν η Ελλάδα μετά.

Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο κρίσιμο και πιο χρήσιμο βιβλίο γι αυτή την εποχή.

 

Κώστας Κωστής, Ο Πλούτος της Ελλάδας, Η ελληνική οικονομία από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι σήμερα, εκδ. Πατάκη

Ο συγγραφέας του οικονομικού μπεστ σέλερ «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας»(Πατάκης) παρουσιάζει τον οικονομικό μετασχηματισμό της χώρας μας από τους Βαλκανικούς πολέμους έως σήμερα, την εποχή των μνημονίων, την διακυβέρνηση Σύριζα, το σημερινό οικονομικό στάτους.

Ο συγγραφέας στο τέλος της ιστορίας του διατυπώνει την εκτίμηση ότι σε καθεστώς απο-παγκοσμιοποίησης η Ελλάδα ταλαντεύεται να αφομοιώσει τις αλλαγές που συντελούνται στον διεθνή χώρο, ενώ εσωτερικά οι όποιες μεταρρυθμίσεις μοιάζουν να μην έχουν αφομοιωθεί ακόμα και παραμένουν μεγάλες εκκρεμότητες όπως π.χ. το ασφαλιστικό ή άλλα «καυτά»  ζητήματα όπως το τραπεζικό ή αυτό της υψηλής ανεργίας. Η εκτίμηση του συγγραφέα είναι ότι πίσω από τα οικονομικά ζητήματα υπάρχει ένα μεγαλύτερο πολιτικό πρόβλημα (που έρχεται από πολύ παλιά): η αδυναμία ύπαρξης των ομάδων εκείνων που έχοντας συνείδηση των προβλημάτων θα επωμίζονταν το βάρος της αντιμετώπισής τους. Το πολιτικό σύστημα είναι κλειστό και ενδιαφέρεται πρωτίστως για την αναπαραγωγή του. Η εκτίμησή του είναι ότι δύσκολα η χώρα θα μπορεί να ανταποκριθεί ταυτόχρονα σε τρεις παράγοντες: δημοκρατία, μεγέθυνση, παγκοσμιοποίηση.

Για να γίνει κατανοητή η σοβαρότητα του προβλήματος που θέτει ο Κώστας Κωστής είναι χρήσιμο να διαβάσει κανείς όλο το βιβλίο του, για να διαπιστώσει ποια είναι η ιδιαιτερότητα του ελληνικού «παραδείγματος». Το διεθνές περιβάλλον (στο οποίο ο Κ.Κ. δίνει μεγάλη σημασία και στο προηγούμενο βιβλίο του) , οι κρατικές πολιτικές αλλά και το κλίμα και η μορφολογία του εδάφους αποτελούν διαφορετικούς παράγοντες που σε περιόδους συγκλίνουν ή αποκλίνουν προς μιας ευτυχή ή λιγότερο ευτυχή οικονομική συγκυρία. Η οικονομική ιστορία στην οποία πιστεύει ο συγγραφέας δεν συντίθεται μόνον από τα οικονομικά δεδομένα αλλά και από πολλούς (και απρόβλεπτους κάποιες φορές) παράγοντες που έχουν σχέση με την πολιτική επιστήμη και την κοινωνική θεωρία. Το βιβλίο του δεν είναι, λοιπόν, ένα στενό και στεγνό οικονομικό πόνημα αλλά μια αφήγηση, ιστορικο-πολιτικο-οικονομική-κοινωνική. Στόχος του να καταλάβει ο αναγνώστης την εξέλιξη της χώρας από πολλές οπτικές. Να έχει τις πληροφορίες που χρειάζεται αλλά και τις οπτικές που του διαφεύγουν, αλλά χρειάζονται  για την ερμηνεία. Βιβλίο παρέμβασης.

 

Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Τα δάνεια της Ελλάδας, 200 χρόνια ανάπτυξης και κρίσεων, εκδ.Παπαδόπουλος

Ο ιστορικός της οικονομίας Μιχάλης Ψαλιδόπουλος δίνει στον αναγνώστη μια αναλυτική ιστορία των δανείων που αναγκάστηκε να λάβει η Ελλάδα. Στόχος του, όπως λέει ο ίδιος, να συμβάλλει στην εθνική αυτογνωσία πάνω σε θέματα στα οποία κυριαρχούν συνήθως η αποσπασματικότητα και όχι λίγες φορές η άγνοια. Καθώς ο δημόσιος δανεισμός δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αλλά μια συνήθης πρακτική των κρατών ο συγγραφέας διερευνά γιατί ελήφθησαν κατά καιρούς τα δάνεια. Συνήθως ήταν οι ανάγκες στρατιωτικού εξοπλισμού η βασική αφορμή και αιτία για τον δανεισμό. Ο συγγραφέας αναζητά απαντήσεις: Ήταν πάντα δικαιολογημένη πράξη ο δανεισμός; Υπήρξαν οφέλη από αυτές τις δαπάνες; Προς ποια οικονομική περιοχή κατευθύνθηκαν οι δανειακοί πόροι;

Στο βιβλίο του Μ.Ψ. καταγράφονται οι διαφορές στη δανειοδότηση μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα. Στο 19ο η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στις μη έμπειρες χώρες (μαζί με την Αίγυπτο και την Τουρκία) με χαμηλό επίπεδο γνώσεων στα χρηματοπιστωτικά, χωρίς έμπειρη γραφειοκρατία. Ο 20ος αιώνας, ειδικά μετά το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μεγάλη Ιδέα, δίνει νέες προοπτικές στο ελληνικό κράτος, το οποίο είχε ήδη αποκτήσει εμπειρία αλλά και πρόσβαση στο χρήμα μέσω της αμερικάνικης βοήθειας. Οι αμυντικές δαπάνες παρέμειναν πάντα υψηλές για διάφορους λόγους, απόλυτα κατανοητούς. Η είσοδος στην Ε.Ε. άλλαξε τα δεδομένα, νέα κεφάλαια μπήκαν στην ελληνική αγορά, αλλά το πολιτικό σύστημα δεν κατάφερε να καθοδηγήσει την ελληνική οικονομία προς παραγωγικές επενδύσεις με αποτέλεσμα να χαθούν χρήσιμοι πόροι. Αμφίσημα ήταν και τα αποτελέσματα του δημόσιου δανεισμού, όσο γλίσχρες ήταν και οι μεταρρυθμίσεις. Για να κατανοήσουμε λοιπόν το σήμερα χρειάζεται να γνωρίζουμε το χτες και το βιβλίο του Μ.Ψαλιδόπουλου βοηθάει σε αυτή την κατεύθυνση. Ιδιαίτερα χρηστικοί είναι οι πίνακες του παραρτήματος.

 

Θύμιος Τζάλλας, Brexit, Ευρώπη και Ελλάδα. Οι αιτίες και οι συνέπειες του βρετανικού ευρωσκεπτικισμού, Πρόλογος: Μαρία Χούκλη, εκδ. Επίκεντρο

Μια μελέτη για τον βρετανικό και ελληνικό ευρωσκεπτικισμό. Ο πρώτος έρχεται από τον δεξιό λαϊκισμό με αιχμή το μεταναστευτικό, ο δεύτερος έρχεται από τα αριστερά με αιχμή την λιτότητα. Μεταξύ τους διαφέρουν και ως προς την αφετηρία και ως προς την στόχευση αλλά συνδέθηκαν με έναν εντυπωσιακό τρόπο μέσω του λαϊκισμού.  Ο λαϊκισμός και των δύο ξεκίνησε από το περιθώριο, μπήκε δυναμικά στην πολιτική ζωή και με ηγέτες γνωστούς για τον ακραίο και διχαστικό λόγο τους διεκδίκησε την επιβολή της πολιτικής του. Ο Θύμιος Τζάλλας σε αυτή την μελέτη του προσπαθεί να φωτίσει το Brexit από τη σκοπιά των βρετανών αλλά με γέφυρες και σημεία αναφοράς σε όσα ζήσαμε εμείς στην Ελλάδα. Στα επί μέρους κεφάλαια αναλύει διεξοδικά τη σχέση Βρετανίας – Ε.Ε. όπως και την ιστορία του ευρωσκεπτικισμού που έρχεται από πολύ μακριά. Σε ένα άλλο κεφάλαιο αναλύει τη σχέση Brexit – Grexit και επιχειρηματολογεί γιατί το Brexit δεν συμφέρει την Ελλάδα. Στο τελευταίο κεφάλαιο προσπαθεί να διαγνώσει τους πιθανούς δρόμους που έχουν να διανύσουν ακόμα οι βρετανοί στη σχέση τους με την Ε.Ε. Εξετάζει τις δυνατότητες ενός δεύτερου δημοψηφίσματος (έχει συμβεί και σε άλλες χώρες) και την εναλλακτική ενός αργού Brexit. Μέχρι την 1η Οκτωβρίου – προθεσμία που έχει δώσει η Ε.Ε. στη Βρετανία οι βρετανοί πολιτικοί πρέπει να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Μέχρι τότε το βιβλίο του Θ.Τζ. είναι ένας πολύ καλός οδηγός στο να κατανοήσουμε την συγκυρία.

Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός. Μύθοι, στερεότυπα και αναπροσανατολισμοί, ΕΑΠ

Αποτελεί έναν από τους όρους που έχουν κυριαρχήσει στη δημόσια συζήτηση, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Ο «λαϊκισμός» διακρίθηκε περισσότερο για την ισχύ του ως εργαλείο πολεμικής παρά για την αναλυτική του χρησιμότητα και με τον τρόπο αυτό αναδείχθηκε σε ένα κέλυφος που μπορεί να περικλείει σχεδόν τα πάντα και τα αντίθετά τους. Ο πολιτικός επιστήμονας Γιάννης Σταυρακάκης, στη σύντομη αυτή μελέτη του, που εντάσσεται στην εκλαϊκευτική σειρά «96 plus» των εκδόσεων του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, επιχειρεί να προσανατολίσει τον αναγνώστη σε αυτό το θολό πεδίο, ανιχνεύοντας, καταρχάς, τη γενεαλογία, αφενός, του λαϊκιστικού φαινομένου, που ανάγεται στον ύστερο 19ο αιώνα και το κίνημα των ναρόντνικων στην τσαρική Ρωσία, αλλά και, περισσότερο υποδειγματικά, στο People’s (ή, εναλλακτικά, Populist) Party των ΗΠΑ, για να προχωρήσει στην παραδειγματική περίπτωση της Αργεντινής του Χουάν Περόν. Στη συνέχεια, προχωρεί σε μια σύντομη επισκόπηση των θεωριών για τον λαϊκισμό, οι οποίες ανάγονται στη δεκαετία του 1950 και συνδέονται στενά, όπως δείχνει, με τις θεωρίες του εκσυγχρονισμού, οι οποίες έτυχαν ευρύτατης ιδεολογικής χρήσης στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης. Παράλληλα, εξετάζει τις σύγχρονες μεταμορφώσεις των κριτικών προσεγγίσεων του λαϊκισμού, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα, οι οποίες αναπτύχθηκαν προκειμένου να ερμηνευθεί τόσο ο λαϊκισμός των εθνικιστικών ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη όσο και ο αριστερός λαϊκισμός των νοτιοαμερικανικών (κυρίως, αλλ’ όχι μόνο) καθεστώτων και κινημάτων. Τέλος, επιχειρεί να προσδιορίσει κάποια ελάχιστα κριτήρια και μια σειρά τυπολογιών προκειμένου να ορίσει τι είναι και τι δεν είναι ο λαϊκισμός, θεωρώντας πως αποτελεί περισσότερο στρατηγική του πολιτικού ανταγωνισμού παρά κάποια «ιδεολογία» που διαθέτει αυθύπαρκτη οντότητα.

Γιάννης Βούλγαρης, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική, Πόλις

Ο τίτλος ίσως ηχεί παράξενα αλλά ο συγγραφέας τον επιλέγει για να τονίσει ότι η νεότερη πορεία της χώρας διαθέτει αρκετά νεωτερικά στοιχεία που όμως πρέπει να επανεκτιμηθούν μαζί με τις παλαιότερες αναγνώσεις.  Οι ιστορίες που γνωρίζουμε διαμορφώθηκαν έως την μεταπολίτευση και λίγο αργότερα στη βάση των μεγάλων ρευμάτων του μαρξισμού και του φιλελευθερισμού, τα οποία κατά κάποιον τρόπο διαμόρφωναν και τους κανόνες ανάγνωσης της ιστορίας μας. Το μπουμ του 1989 ανέτρεψε πολλές βεβαιότητες και ανάγκασε τους μελετητές να επαναπροσεγγίσουν την «ελληνική περίπτωση» στη βάση νεότερων θεωριών (πολιτισμική, γλωσσολογική, φυλετική, μειονοτήτων κλπ). Κι αυτές όμως δημιούργησαν έναν δικό τους κανόνα που απέρριπτε τις μεγάλες «εικόνες» των νεωτερικών θεωριών. Ο Γιάννης Βούλγαρης στη μελέτη του προσπαθεί να αναδιατάξει την σχέση παλαιών και νέων θεωριών και κυρίως να συνδυάσει τα δεδομένα τους σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την Ελλάδα από το σημερινό πρίσμα, ως μέλος της παγκόσμιας κοινότητας και ταυτόχρονα μιας ευρωπαϊκής μονάδας με τις δικές της ιδιαιτερότητες.  Οι αλλαγές στην κοινωνιολογία και στην ιστοριογραφία συμβαδίζουν με τις ανάγκες να ιδωθεί εκ νέου η «ελληνική περίπτωση» χρησιμοποιώντας την επανεξέταση του ρόλου του Κράτους και της Γεωπολιτικής στη διαμόρφωση της σημερινής Ελλάδας που γνωρίζουμε. O Γ.Β. ασχολείται συστηματικά με διάφορες ιδέες και απόψεις που «καταναλώθηκαν» στην μεταπολίτευση, τον ρόλο της κουλτούρας (πολιτικής και πολιτισμικής) στο να αδρανήσουν ορισμένες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, την άποψη του Στ. Ράμφου για τον νέο ελληνισμό και το πώς νοοτροπίες και συμπεριφορές συνέβαλαν στην κρίση, την αυτοτέλεια της γεωπολιτικής και το τέλος του αστικού πολιτισμού  όπως τον περιγράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης. Ο ίδιος ο συγγραφέας θα υποστηρίξει ότι ο γεωπολιτικός παράγων υποτιμήθηκε τόσο από τους μαρξιστές όσο και από τους εθνικιστές (εδώ θα βρεθεί πολύ κοντά με τον ιστορικό Κώστα Κωστή που στις δικές του μελέτες επίσης επιμένει στον σημαντικό ρόλο της γεωπολιτικής και της στρατιωτικής ισχύος)  και θα αναλύσει διεξοδικά το πώς η Ελλάδα ως σύγχρονο κράτος οικοδομήθηκε ταυτόχρονα ως μέρος ενός συστήματος σύγχρονων κρατών. Καταληκτικά ο Γ.Β. θα πει ότι το μέλλον της χώρας είναι συνυφασμένο με την πορεία που θα πάρει η παγκόσμια πολιτική και οικονομική σκηνή με τα απαισιόδοξο σενάριο να υπερτερεί του αντίστοιχου αισιόδοξου αλλά η Ελλάδα μπορεί ανά πάσα να σε εκπλήξει.

 

Βασίλης Τζανακάρης, Σμύρνη 1919-1922, Μεταίχμιο

Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από την απόβαση ελληνικού στρατού στην προκυμαία της Σμύρνης, στις 16 Μαΐου, έπειτα από απόφαση του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου, τυπικά με αποστολή την τήρηση της τάξης στην γύρω περιοχή, ουσιαστικά προκειμένου να ανακοπούν οι επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας. Ήταν ένα αιματηρό πρελούδιο μιας κατά πολύ αιματηρότερης τετραετίας, που θα λήξει με τη συντριπτική ήττα του ελληνικού στρατού και τον ξεριζωμό ενός εκατομμυρίου χριστιανών, που θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν όπως-όπως τα πατρογονικά τους εδάφη, κυνηγημένοι από τα προελαύνοντα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ. Στη Σμύρνη, έδρα της Ελληνικής Διοίκησης, οι δύο διαφορετικές γραμμές του ελληνικού εθνικισμού σαρκώνονται στα πρόσωπα του Αριστείδη Στεργιάδη, ύπατου αρμοστή που υπήρξε προσωπική επιλογή του Βενιζέλου, και του μητροπολίτη Χρυσόστομου, τοπικού ηγέτη της ελληνορθόδοξης κοινότητας. «Εκσυγχρονιστής», με ένα όραμα συμπερίληψης της μουσουλμανικής πλειοψηφίας της περιοχής στους νεωτερικούς θεσμούς του ελληνικού κράτους ο πρώτος, παραδοσιακός εκπρόσωπος του οθωμανικού συστήματος, που επιδιώκει την αντιστροφή των ρόλων και τη μετάπτωση όσων δεν ανήκουν στο χριστιανικό μιλέτ σε καθεστώς ραγιά, ο δεύτερος. Η σύγκρουσή τους, στο φόντο των ευρύτερων πολιτικών και στρατιωτικών αντιπαραθέσεων, θα είναι διαρκής και θα λήξει μονάχα με το τραγικό τέλος και των δύο: ο πρώτος θα επιβιβαστεί, από τους τελευταίους, σε ένα αγγλικό καράβι και θα καταφύγει στη Γαλλία, φορτωμένος με την ευθύνη για την καταστροφή του πληθυσμού της πόλης· ο δεύτερος θα παραμείνει, για να κατακρεουργηθεί από τον μανιασμένο όχλο που ζητούσε εκδίκηση, περιβεβλημένος το φωτοστέφανο του εθνομάρτυρα. Γύρω από τους δύο αυτούς πρωταγωνιστές συγκροτεί την αφήγησή του ο δημοσιογράφος Βασίλης Τζανακάρης, κατασκευάζοντας ένα ζωντανό χρονικό, πλούσιο σε λεπτομέρειες, τόσο για τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις όσο και για την καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής.

 

Άρης Ραδιόπουλος, Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα, Νεφέλη

Η επίδοση ρηματικής διακοίνωσης προς τη γερμανική κυβέρνηση, εκ μέρους του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, στις 4 Ιουνίου 2019, μετά από τη σχεδόν ομόφωνη υπερψήφιση έκθεσης της ειδικής επιτροπής της Βουλής, υπήρξε η κορύφωση της ανακίνησης του ζητήματος των γερμανικών οφειλών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προς τη χώρα μας. Η διεκδίκηση αυτού του σύνθετου πλέγματος οφειλών (ορισμένες εκ των οποίων ανάγονται και στον Α’ Παγκόσμιο) ουδέποτε έπαψε να είναι νομικά ενεργή, γνωρίζει όμως συχνά διαδρομές «απ’ το φούρνο στην κατάψυξη», ακριβώς γιατί, πολιτικά, εμπλέκεται αξεδιάλυτα με τα ζητήματα των ελληνογερμανικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η όξυνση των σχέσεων των δύο λαών, κατά τη διάρκεια της κρίσης, με την επικράτηση εκατέρωθεν στερεοτύπων (για «τεμπέληδες» και «ναζήδες»), αφορμάται, σε κάποιο βαθμό, και από το ζήτημα αυτό και την εκφρασμένη βούληση των ελληνικών κυβερνήσεων να μην παραιτηθούν από τη διεκδίκηση των οφειλών. Ο συγγραφέας υπήρξε μάρτυρας των οργισμένων αντιδράσεων γερμανών πολιτών και μόνο στην υπενθύμιση της γερμανικής οφειλής για τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα, καθώς υπηρέτησε ως διπλωμάτης στο Βερολίνο κατά τα κρίσιμα χρόνια 2011-2016. Σύμφωνα με τον ίδιο, αλλά και πολλούς άλλους ειδικούς, η άγνοια των σημερινών Γερμανών για τη δράση των ναζιστικών στρατευμάτων στην Ελλάδα της Κατοχής βρίσκεται σε ένα βαθμό πίσω από αυτές τις αντιδράσεις. Στην εκτενή μελέτη του, που συνοδεύεται από πληθώρα εγγράφων από το  αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, ο Άρης Ραδιόπουλος επιδιώκει να τεκμηριώσει τις ελληνικές διεκδικήσεις, αλλά και να παρουσιάσει την πορεία τους μέσα στο πλαίσιο των μεταπολεμικών ελληνογερμανικών σχέσεων. Όπως μπορεί να συνάγει κανείς από την ιδιότητα του συγγραφέα, αλλά και από το γεγονός της συνδρομής του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών στην έκδοση, η στόχευσή της είναι, πρωτίστως, να αποτελέσει εργαλείο στα χέρια όσων ασχολούνται ή πρόκειται να ασχοληθούν, εμπράκτως, με τις ελληνικές διεκδικήσεις. Προσφέρει, όμως, παράλληλα στον ερευνητή μια πολύτιμη πηγή τεκμηρίων και πληροφοριών, απαραίτητη βάση για κάθε περαιτέρω μελέτη του ζητήματος.

 Απόστολος Πατελάκης, Ο εμφύλιος πόλεμος και οι πολιτικοί πρόσφυγες στη Ρουμανία, Επίκεντρο

Το ζήτημα των πολιτικών προσφύγων ήταν μία από τις πολλές «άγραφες σελίδες» της ιστορίας του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Μέσα στις δυο δεκαετίες που μεσολάβησαν από την «έκρηξη» των σχετικών μελετών και του συχνά παθιασμένου διαλόγου, διαθέτουμε πλέον τουλάχιστον από μία επιστημονική μελέτη για κάθε μια από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ στις οποίες βρήκαν καταφύγιο οι ηττημένοι των μαχών του Γράμμου. Με τη μελέτη του Απόστολου Πατελάκη για τους πολιτικούς πρόσφυγες στη Ρουμανία καλύπτεται και το τελευταίο κενό στη σχετική έρευνα. Και καλύπτεται με τον καλύτερο τρόπο, διότι ο συγγραφέας, αφενός, είναι ιστορικός, αφετέρου, έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Ρουμανία, στην κοινότητα την οποία μελετά. Στην έρευνά του εξετάζει, αρχικά, τη στάση της Ρουμανίας απέναντι στην Ελλάδα και τους Έλληνες κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου, ενώ στη συνέχεια παρακολουθεί λεπτομερώς τη ζωή της κοινότητας των προσφύγων εκεί, τη δραστηριοποίηση του ΚΚΕ και του κεντρικού του μηχανισμού, που ήταν εγκατεστημένος στο Βουκουρέστι, την αντίδραση της ελληνικής κοινότητας στις εξελίξεις στο εσωτερικό του ΚΚΕ, αλλά και του ρουμάνικου Κ.Κ. (οι οποίες είχαν ως συνέπεια την αφαίρεση της ρουμανικής υπηκοότητας από τους πρόσφυγες και τη μαζική εκδίωξή τους από το Ρουμάνικο Εργατικό Κόμμα, το 1963), τις ελληνορουμανικές σχέσεις, τις φάσεις του επαναπατρισμού των προσφύγων και τις τύχες τους στην Ελλάδα κ.λπ.

 Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ανεπιθύμητο παρελθόν, Θεμέλιο.

Στην «τελική πράξη» του εμφυλίου πολέμου αναφέρεται και η μελέτη του ιστορικού Βαγγέλη Καραμανωλάκη. Όχι σε αυτήν του Αυγούστου του 1949 αλλά σε μιαν άλλη, σαράντα χρόνια αργότερα, όταν, λίγους μήνες μετά την πτώση του Τείχους, η συγκυβέρνηση των δύο ιστορικών αντιπάλων, της Ν.Δ. και του ενιαίου, τότε, Συνασπισμού, αποφάσισε την καύση περίπου 17.500.000 ατομικών φακέλων κοινωνικών φρονημάτων που διατηρούσε η Ασφάλεια. Η επιλογή της σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής των υλικών τεκμηρίων του αυταρχικού παρελθόντος υπήρξε μοναδική διεθνώς, όπως δείχνει ο συγγραφέας, μελετώντας τους τρόπους με τους οποίους διαχειρίστηκαν το παρελθόν τους άλλες χώρες που βρέθηκαν σε διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία. Οι λόγοι, λοιπόν, που οδήγησαν σε αυτήν την εξαίρεση, αποτελούν το κεντρικό ερώτημα της μελέτης. Προκειμένου να το απαντήσει, ο συγγραφέας μελετά την ιστορία της συγκρότησης των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων, από την πρώτη τους εμφάνιση κατά τον μεσοπόλεμο μέχρι την κυριαρχία τους κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, σκιαγραφώντας, έτσι, τη διαμόρφωση ενός σύνθετου και ανθεκτικού πλέγματος ελέγχου και καταστολής των αριστερών πολιτών. Στη συνέχεια, μέσα από τη μελέτη δύο παραδειγματικών φακέλων που διασώθηκαν, του Λεωνίδα Κύρκου και ενός ανώνυμου πολίτη, αναδεικνύει τους μηχανισμούς συγκρότησής τους, το είδος των πληροφοριών που αρχειοθετούνταν, αλλά και την αξιοπιστία τους ως ιστορικής πηγής. Στη συνέχεια, αναφέρεται εκτενώς στη διαχείριση του θέματος των φακέλων και της καταστροφής τους από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις (και αντιπολιτεύσεις) της μεταπολίτευσης, αλλά και στη συγκυρία της «συμφιλίωσης» του 1989, τον τρόπο με τον οποίο οδηγηθήκαμε στην καταστροφή αλλά και τον δημόσιο διάλογο που την συνόδευσε, καταδεικνύοντας πώς η μάχη για την διατήρηση αυτών των πολύτιμων τεκμηρίων είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση της ίδιας της κοινότητας των ιστορικών. Τέλος, αναλύει τις στάσεις απέναντι στο τραυματικό παρελθόν και τους φόβους τους οποίους αυτό συνεχίζει να προκαλεί στο παρόν, ερμηνεύοντας με τον τρόπο αυτό τη συναίνεση με την οποία περιβλήθηκε αυτή η τελετουργική πυρπόληση του ανεπιθύμητου παρελθόντος.

 Tony Judt, Το πανδοχείο της μνήμης, Αλεξάνδρεια

«Ασκήσεις στοργικής μνήμης» αποκαλούσε ο ιστορικός Τόνι Τζαντ αυτή τη συλλογή αυτοβιογραφικών σημειώσεων, που άρχισε να καταγράφει όταν ήδη είχε εκδηλωθεί η νευροκινητική διαταραχή που σταδιακά τον ακινητοποίησε και τις ολοκλήρωσε τη χρονιά που η ασθένειά του τον οδήγησε στον θάνατο. Σημειώσεις που καταγράφονταν στο μυαλό του, χάρη στην ιδιαίτερη μνημοτεχνική που είχε αναπτύξει εξαιτίας της αδυναμίας του να κρατήσει μολύβι ή ό,τι άλλο, στις ιδιαίτερα επίπονες νύχτες αγρύπνιας. Παρά το στενάχωρο κλίμα στο οποίο εισάγει η ανάγνωση αυτής της –μεταθανάτιας ουσιαστικά– αυτοβιογραφίας, η περιδιάβασή του σε πρόσωπα, τόπους και εποχές που τον σημάδεψαν αποπνέει, εντέλει, μια ευφρόσυνη αίσθηση, γεμάτη από την αισιοδοξία που χαρακτήριζε τη γενιά των baby boomers, όσων γεννήθηκαν στην πρώιμη μεταπολεμική εποχή. Μεγαλωμένος σε μια κοσμική εβραϊκή οικογένεια στο Λονδίνο του κοινωνικού κράτους, ο αφηγητής αναστοχάζεται τις συνδυαστικές ταυτότητες των γονιών του και της ευρύτερης οικογένειας, αλλά την είσοδό του σε μια κοινωνία που για πρώτη φορά προσφέρει στις κατώτερες και μεσαίες τάξεις ένα πλαίσιο προστασίας, αλλά και πρόσβαση σε μέχρι τότε μυθικά καταναλωτικά αγαθά, όπως το αυτοκίνητο. Παράλληλα, αναπολεί τα χρόνια της σπουδής και της περιπλάνησης, που θα αποτελέσουν, ταυτόχρονα, μια εποχή απομυθοποίησης: από τη συμμετοχή του σε ένα ισραηλινό κιμπούτς μέχρι τη συναναστροφή του με την παρισινή φοιτητική διανόηση του 1968 και από τις άρρητες αλλά αυστηρές ιεραρχίες και εθιμοτυπίες του Καίμπριτζ μέχρι τα περισσότερο ισοπεδωτικά μοντέλα της σύγχρονης εκπαίδευσης, που και ο ίδιος θα υπηρετήσει, μέσα από τη θητεία του στα πανεπιστήμια του Μπέρκλεϊ και της Νέας Υόρκης. Τέλος, στοχάζεται την «κρίση της μέσης ηλικίας» που τον οδήγησε να διευρύνει την οπτική του για την ευρωπαϊκή ιστορία, εντάσσοντας σε αυτήν, ήδη πριν από την πτώση του Τείχους, τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, μέσα από την εκμάθηση της τσέχικης γλώσσας και της συμμετοχής σε δίκτυα υποστήριξης τσέχων αντιφρονούντων, αλλά και της διδασκαλίας της ιστορίας της «άγνωστης» Ανατολικής Ευρώπης στους φοιτητές του. Μια στοχαστική αυτοβιογραφία που αποτελεί το τελευταίο ταξίδι του Τόνυ Τζαντ στην ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, στη δική του ιστορία…

 Gareth Stedman Jones, Καρλ Μαρξ, μεγαλείο και ψευδαισθήσεις, Πατάκης

Μία ακόμη βιογραφία του Μαρξ; Γιατί άραγε; Αν το ερώτημα αυτό ηχεί άκαιρο για την ελληνική βιβλιογραφία, όπου οι σχετικές εκδόσεις είναι ελάχιστες (με πιο πρόσφατη εκείνη του γερμανού σπαρτακιστή Φραντς Μέρινγκ, εκδ. Red Marks, 2017), για τη διεθνή βιβλιογραφία, όπου καταγράφονται δεκάδες βιογραφίες του Μαρξ, θεωρείται απολύτως νόμιμο. Ο σημαντικός ιστορικός των ιδεών Γκάρεθ Στέντμαν Τζόουνς στην πρόσφατη (αγγλική έκδοση: 2016) βιογραφία που συνέθεσε επιδιώκει όχι μονάχα να αφηγηθεί μια συναρπαστική ζωή αλλά, πολύ περισσότερο, να τοποθετήσει τα κείμενα του Μαρξ στα ιστορικά τους πλαίσια, που διέφεραν από τη μία περίοδο στην άλλη, στον διάλογό τους με άλλες φιλοσοφικές και πολιτικές επεξεργασίες. Γιατί ο Μαρξ, όπως σημειώνει ο βιογράφος του, «δεν ήταν ένας μοναχικός εξερευνητής που χάραξε την πορεία του στο άγνωστο», αντίθετα, τα κείμενά του ήταν παρεμβάσεις σε ήδη διαμορφωμένα θεωρητικά πεδία, με στόχο την αλλαγή τους. Η ιστορικοποίηση της σκέψης του Μαρξ που επιχειρεί ο συγγραφέας ανοίγει, με τον τρόπο αυτό, ένα δρόμο καλύτερης κατανόησης, από τον σημερινό αναγνώστη, των μαρξικών κειμένων, τα οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, απευθύνονταν στους συγκαιρινούς του και στον δικό τους διανοητικό ορίζοντα, όχι στον δικό μας. Προκειμένου να το πετύχει αυτό, ο Τζόουνς αφιερώνει πολύ χώρο και σε εκείνους με τους οποίους διαλεγόταν ο Μαρξ και στα κείμενά τους, συγκροτώντας, με τον τρόπο αυτό, μια διανοητική ιστορία του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα. Εστιάζοντας στις πηγές, ο συγγραφέας επιχειρεί παράλληλα να αποκαθάρει τον Μαρξ και το έργο του από τον μύθο που άρχισε να συγκροτείται γύρω από αυτόν ήδη από την εποχή του θανάτου του και είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας αρκετά στρεβλής εικόνας για την θεωρητική και πολιτική συνεισφορά του.

  

Σούζαν Μπακ Μορς, Σημειολογικά όρια και πολιτικές του νοήματος, Ψηφίδες

Αν στη χώρα μας υπάρχει μια βαριά βιομηχανία, αυτή δεν είναι ο πολιτισμός, όπως ήθελε το βουλησιαρχικό (και εντέλει ανόητο) στερεότυπο της Μελίνας, αλλά ο τουρισμός –γι’ αυτό άλλωστε συχνά οι ιθύνοντες επικαλούνται τις «συνέργειες» ανάμεσα στους δύο, εννοώντας, στην πραγματικότητα, την απόλυτη υποταγή του πρώτου στον κερδοφόρο δεύτερο… Όμως, όπως πολύ καλά δείχνει η μελέτη της καθηγήτριας πολιτικής φιλοσοφίας και κοινωνικής θεωρίας Σούζαν Μπακ Μορς, «ο μαζικός τουρισμός δεν μπορεί να πετύχει ως μακροχρόνια στρατηγική ανάπτυξης για μια χώρα, επειδή είναι ακριβώς η έλλειψη της ανάπτυξης που κάνει μια περιοχή θελκτική ως τουριστικό προορισμό». Εξετάζοντας ένα χωριό της Κρήτης στα τέλη της δεκαετίας του 1970, σε μια φάση μετάβασης από την κλειστή αγροτική κοινότητα σε μια τριτογενοποιημένη μεταβιομηχανική κοινωνία, παρατηρεί εθνογραφικά και αναλύει τους τρόπους με τους οποίους η συνάντησή του χωριού με τον τουρισμό δημιουργεί μια σειρά εντάσεων και εκατέρωθεν διαπραγματεύσεων, αντιστάσεων αλλά και διεκδικήσεων, μέσω των οποίων μια κοινωνία σε μετάβαση επιδιώκει να ελέγξει τους όρους με τους οποίους θα προσλάβει τη νεωτερικότητα. Το αρχικό κείμενο συμπληρώνεται με μια συζήτηση της συγγραφέως με τον καθηγητή ΜΜΕ Γιάννη Μυλωνά, μέσα από την οποία επιδιώκεται η κριτική αποτίμηση της μελέτης και η συμπλήρωσή της με όσα μεσολάβησαν μέσα στις τέσσερις δεκαετίες που μας χωρίζουν από τον Μύρτο του 1979…

Προηγούμενο άρθροΗ “Παρασημαντική” του Άκη Παραφέλα (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΠέθανε ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ