Nonfiction ή η αξία του μη λογοτεχνικού λόγου (της Βενετίας Αποστολίδου)

0
1444

της Βενετίας Αποστολίδου

Πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκε το θερινό σχολείο που οργάνωσε το Εργαστήριο για τη Μελέτη της Ανάγνωσης και της Γραφής του ΠΤΔΕ του ΑΠΘ. Το θέμα ήταν «Κειμενικά /λογοτεχνικά είδη: ανάγνωση, γραφή και διδασκαλία» και κάθε μέρα ήταν αφιερωμένη σε ένα κειμενικό ή λογοτεχνικό είδος. Υπήρξε μια πολύ δημιουργική εμπειρία για όλους μας. Θα ήθελα εδώ, με αφορμή μία από τις μέρες του θερινού σχολείου, εκείνη που ήταν αφιερωμένη στο πληροφοριακό κείμενο, να επανέλθω στον προβληματισμό που είχα εκφράσει σε παλαιότερο κείμενό μου σ΄ αυτήν τη στήλη το 2016 με τίτλο «Η απόλαυση της μη λογοτεχνικής ανάγνωσης». Οι εκπαιδευόμενοι, πτυχιούχοι Παιδαγωγικών και Φιλολογικών Τμημάτων, μεταπτυχιακοί φοιτητές, υποψήφιοι διδάκτορες και εκπαιδευτικοί με μικρή ή μεγάλη εμπειρία, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τα είδη των κειμένων που συμπεριλάβαμε κάτω από την ομπρέλα του nonfiction και είναι βέβαια αρκετά: πληροφοριακά, δημοσιογραφικά, δοκιμιακά, επιστημονικά, κείμενα των σχολικών εγχειριδίων κ.ά. Δώσαμε έμφαση στο τρόπο με τον οποίο η ανάγνωση των πληροφοριακών κειμένων προωθεί τον κριτικό γραμματισμό, με παραδείγματα ανάλυσης κειμένων αλλά και εργαστήριο σύνθεσης νέου πληροφοριακού κειμένου από κείμενα – πηγές. Όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, πρόκειται για την κορυφαία διαδικασία κάθε εκπαίδευσης και μάθησης, τυπικής ή άτυπης: διαβάζω – ανακαλύπτω- σκέφτομαι – κρίνω – ανασυγκροτώ τη γνώση μου – εκφράζομαι και διατυπώνω τις γνώσεις και τις απόψεις μου με νέο κείμενο, παίρνοντας υπόψη τι κείμενο είναι αυτό που γράφω και σε ποιους απευθύνεται.

Πολλοί θα σκέφτονται ήδη ότι αυτά είναι βασικά πράγματα που ο καθένας τα ανακαλύπτει μόνος του μέσα από τις σπουδές, το επάγγελμα, τη ζωή του. Όσοι διδάσκουν στο Πανεπιστήμιο σε φοιτητές και φοιτήτριες που είναι οι καλύτεροι (υποτίθεται) απόφοιτοι μιας δωδεκαετούς εκπαίδευσης,  μπορούν να μαρτυρήσουν ότι το δυσκολότερο πράγμα είναι να συντελεστεί η παραπάνω διαδικασία, όπως πρόχειρα την περιέγραψα. Εδώ μια παρένθεση: η διδασκαλία του δοκιμίου στο Λύκειο μόνο τραγική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Θα ασχοληθώ σε επόμενο κείμενό μου με αυτήν. Προς το παρόν, αυτό που επιδιώκω να δείξω είναι πως η προώθηση του κριτικού γραμματισμού (μια σύνθετη έννοια που αφορά τη γλώσσα, τη σκέψη και τη μάθηση) εξαρτάται, σχεδόν αποκλειστικά, από τον τρόπο που διαβάζουμε και γράφουμε πληροφοριακά κείμενα αφού αυτά αποτελούν τη μερίδα του λέοντος στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η ανάγνωση της λογοτεχνίας έχει ασφαλώς και αυτή να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο αλλά, όσο και να αναγνωριστεί στο μέλλον ο, υποβαθμισμένος σήμερα, ρόλος της δεν θα αλλάξει η σχέση λογοτεχνικού / μη λογοτεχνικού λόγου στην εκπαίδευση και στην κοινωνία με τη ζυγαριά να γέρνει πάντα προς τον δεύτερο.

Είναι λοιπόν απαραίτητο πρώτα πρώτα να αναγνωρίσουμε τη σημασία των πληροφοριακών κειμένων και να μην τα αντιμετωπίζουμε συλλήβδην και με μια δόση υποτίμησης, ως «χρηστικά»∙ να εμβαθύνουμε στη διάκριση των ειδών τους και, κυρίως, να εμβαθύνουμε στη σχέση πληροφορίας – γνώσης – κρίσης – άποψης. Να δώσουμε έμφαση, στις μεγάλες τάξεις του Δημοτικού και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην κατάκτηση της λόγιας γλώσσας, της γλώσσας δηλαδή με την οποία εκφράζουμε ιδέες, διατυπώνουμε κρίσεις, μεταδίδουμε πληροφορίες με έναν πιο επίσημο τρόπο. Πρόκειται για το πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται η επιτυχία των τόσων χρόνων γλωσσικής διδασκαλίας καταλήγοντας, στις πανελλαδικές εξετάσεις, στην παραγωγή κειμένων με ξύλινη γλώσσα, με αναμασημένες, ομοιόμορφες ιδέες και  μηδενική κριτική.

Κι όμως, η ανάγνωση των πληροφοριακών κειμένων μπορεί να γίνει συναρπαστική, εάν το περιεχόμενο συνδέεται συστηματικά με ευρύτερες δομές σκέψης, με άλλα πεδία γνώσης, με τον κόσμο και την προσωπική εμπειρία∙ εάν, αίφνης κληθούμε να λειτουργήσουμε ως ερευνητές και, αντί να δώσουμε απαντήσεις, να θέσουμε ερωτήματα με βάση όσα λέει ένα κείμενο. Όσα περισσότερα ερωτήματα θέτουμε, τόσο βαθύτερα εισχωρούμε στο κείμενο, στις έννοιες που το διέπουν, στα συμφραζόμενά του, στις συμβάσεις του πεδίου μέσα στο οποίο έχει παραχθεί. Όσα περισσότερα αυθεντικά κείμενα γράφουμε εμείς οι ίδιοι, όχι αναμασώντας αυτά που διαβάσαμε αλλά πραγματικά συνθέτοντάς τα κριτικά, τόσο ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας, τι μας ενδιαφέρει και τι τελικά πιστεύουμε, αποκτούμε δηλαδή ταυτότητα.

Πότε μπορούν να συμβούν όλα αυτά στην εκπαίδευση; Από την πρώτη τάξη είναι δυνατόν να αξιοποιούνται στο Δημοτικό Σχολείο βιβλία γνώσεων σε όλα τα μαθήματα. Η σύνθεση κειμένου θα πρέπει να βασίζεται στη δημιουργική ανάγνωση κειμένων – πηγών και όχι μόνον σε ένα κείμενο ως αντανάκλασή του. Και μιας και αναφέραμε το επίθετο δημιουργικός, καιρός η δημιουργική γραφή να επεκταθεί και στο nonfiction.

Προηγούμενο άρθροΑναψηλάφηση: Η δικτατορία, οι αγώνες, η κρίση, οι άνθρωποι (του  Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΗ “Παρασημαντική” του Άκη Παραφέλα (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ