της Ευγενίας Μπογιάνου
Το σπίτι ήταν παλιό, διώροφο, στη μέση του χωριού. Τα μεγάλα παράθυρα στο μπροστινό μέρος άφηναν το φως του ήλιου να λούζει απλόχερα τα δωμάτια. Πίσω και στο πλάι, μια καρυδιά έριχνε τον βαρύ πράσινο ίσκιο της. Από το κλαδί της συκιάς κρέμονταν τα σκοινιά της αυτοσχέδιας κούνιας. Δύο λωρίδες από χοντρό σκοινί, στο κέντρο ένα κομμάτι ύφασμα, κάτι σαν τσόχα ή διπλωμένη κουρελού, και δυο κοκαλιάρικα κοριτσίστικα πόδια να αιωρούνται μέχρι τον ουρανό, να βουτάνε ξανά κάτω στη γη και πάλι από την αρχή το ίδιο. Δίχως σταματημό. Παράδεισος εκείνη η αυλή, με την καρυδιά, την συκιά και τις τριανταφυλλιές από τη μια και από την άλλη μεριά της εισόδου, η οποία οδηγούσε στον μακρύ σκοτεινό διάδρομο και στα βάθη μιας παιδικής ευτυχίας που τότε έμοιαζε αδιατάρακτη.
Όμως δεν ήταν. Εκείνη η Τρίτη, στις 20 Ιουνίου του 1978, έμελε να είναι η τελευταία. Αν τα σπίτια έχουν ψυχή – που, δεν μπορεί, θα έχουν με κάποιον τρόπο -, το παλιό διώροφο σπίτι με την καρυδιά, εκείνη την Τρίτη, λίγα λεπτά μετά της έντεκα το βράδυ, εξέπνευσε.
Το καλοκαίρι ήταν ζεστό, θριαμβικό. Πλην όμως, κάθε τρεις και λίγο, αναίτια και εντελώς απροειδοποίητα, η γη κουνιόταν και σειόταν ενώ, συνήθως, ένα βουητό από τα έγκατά της συνόδευε την ιδιοτροπία της. Εκείνο το βράδυ ακούστηκαν επίμονα γαυγίσματα σκυλιών. Η γιαγιά σταυροκοπήθηκε, έστρωσε το μαντήλι στο κεφάλι, κάτι ψιθύρισε μέσα από τα δόντια. Η μάνα, βράχος, δεν άφηνε τίποτα να φανεί για να μην διαταράξει την μακάρια γαλήνη των τριών μικρών κοριτσιών. Εγώ, δυο μήνες μετά τα δέκα μου χρόνια, αφουγκραζόμουν και περίμενα κάτι να συμβεί. Και μετά εκείνο το βουητό. Και ο καλπασμός της γης που, ξάφνου, τρελάθηκε και ήθελε να τα αποτινάξει όλα από πάνω της. «Σεισμός, γρήγορα, πάμε κάτω» φωνάζει η γιαγιά. Ακούγονται τριξίματα, σπάει ένα από τα τζάμια του παραθύρου, το ταβάνι θαρρείς και κατεβαίνει στη γη, τα κλαδιά της καρυδιάς εισβάλουν μέσα στο δωμάτιο από την ρωγμή. Εκείνη η ρωγμή που σχηματίστηκε ακαριαία μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Βγαίνουμε στην αυλή όπου κι άλλοι πολλοί έχουν μαζευτεί. Με την άκρη του ματιού, βλέπω τον πατέρα, τεράστιος, που έρχεται τρέχοντας. Ουρλιάζω από φόβο και έξαψη. Το χαστούκι της θείας πέφτει σαν αστραπή πάνω στο μάγουλό μου. «Σύνελθε, είσαι μεγάλο κορίτσι» μου λέει. Την μισώ, όμως επανέρχομαι σε μια πραγματικότητα όπου η γη σείεται και βρυχάται. Όπου η κούνια αιωρείται μονάχη της. Δίχως χαρά, δίχως δυο κοριτσίστικα πόδια πάνω της, δίχως τίποτα.
Κόλλησαν το κόκκινο αυτοκόλλητο πάνω στην ξύλινη αυλόπορτα. Η παιδική ηλικία κρίθηκε ακατοίκητη.
Δυο μήνες μετά έκοψαν τη συκιά.