10 χρόνια “Α”: Το πενηνταράκι (της Λίλας Κονομάρα)

0
188

της Λίλας Κονομάρα

Όταν ήμουν 10 χρονών, δεν συνέβη τίποτα το αξιομνημόνευτο. Αντίθετα, διατηρώ έντονα στη μνήμη μου ένα περιστατικό που συνέβη στα 8 μου.

Πρέπει να καθόμουν στο πέμπτο θρανίο και σίγουρα υπήρχαν κι άλλα πίσω μου, οι τάξεις τότε ήταν πολυπληθείς, τα παιδιά, συχνά στριμωγμένα τρία τρία στο ίδιο θρανίο. Στην τσέπη μου είχα ένα πενηνταράκι που μου είχε δώσει η μητέρα μου για να πάρω κουλούρι στο διάλειμμα. Καθώς έσκυψα κάποια στιγμή, το πενηνταράκι έπεσε απ’ την τσέπη μου και κατρακύλησε κάμποσα μέτρα μπροστά. Μια συμμαθήτριά μου, η Βαρβάρα, το είδε και το μάζεψε. Μόλις χτύπησε το κουδούνι και πήγα να της το ζητήσω, εκείνη αρνήθηκε να μου το δώσει. Ό,τι κι αν είπα, δεν στάθηκε ικανό να την πείσει. Αναγκάστηκα τελικά να απευθυνθώ στη δασκάλα, σίγουρη πως θα αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη. Με εντυπωσιακή άνεση και πειθώ, η Βαρβάρα ισχυρίστηκε πως το πενηνταράκι ήταν δικό της, αραδιάζοντας ένα σωρό ψέματα. Η δασκάλα πείστηκε. Το μικροσκοπικό κέρμα παρέμεινε καταχωνιασμένο στην τσέπη της Βαρβάρας που απομακρύνθηκε ρίχνοντάς μου ένα κοροϊδευτικό βλέμμα.

Το περιστατικό αυτό ήταν για μένα ένας μικρός θάνατος και το πενηνταράκι, ο οβολός για το πέρασμα από έναν κόσμο ακέραιο ως χτες, στη σταδιακή ενηλικίωση. Ως τότε, το καλό και το κακό ήταν έννοιες σαφώς διαχωρισμένες, και οι ενήλικοι, οι απόλυτοι θεματοφύλακες του ακλόνητου αξιακού αυτού συστήματος. Στα οκτώ μου, δεν είχα λέξεις γι’ αυτό που είχε συμβεί, ένιωσα όμως ότι κάτι άλλαξε μέσα μου. Φυσικά, το τέλος της αθωότητας δεν ήρθε μονομιάς. Η πρόωρη εκείνη γνώση σίγουρα θα καταχωνιάστηκε στο πίσω μέρος του μυαλού μου μέχρις ότου ένα νέο, παρόμοιο περιστατικό να την ξαναφέρει στο φως, μετατρέποντας αυτό που αρχικά είχε καταγραφεί ως πιθανή εξαίρεση σε πεποίθηση. Ο μηχανισμός της αμφισβήτησης όμως είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία.

Εκείνη την ημέρα, κατάλαβα και κάτι ακόμα ή μάλλον πιο πολύ το διαισθάνθηκα. Στις μελλοντικές αναμετρήσεις μου με όλες τις Βαρβάρες αυτού του κόσμου, θα έβγαινα πάντα χαμένη.

Προηγούμενο άρθροΕυφρόσυνη Μήδεια (της Όλγας Σελλά )
Επόμενο άρθροΑτσάγα : Ο συγγραφέας του ‘εσωτερικού ρεαλισμού’ και της μειονοτικής γλώσσας (της Κατερίνας Σχινά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ