της Λίλας Κονομάρα
Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον την εμπεριστατωμένη ανάλυση του Νίκου Μάντη ως προς τους λόγους για τους οποίους η ελληνική λογοτεχνία δεν έχει απήχηση στο εξωτερικό. Είναι πολύ αναζωογονητικό και σημαντικό να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε, να στρέψουμε το βλέμμα ένδον και να μην κατηγορούμε μόνο τους άλλους, όπως είθισται να κάνουμε και όχι μόνον σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία. Θα ήθελα ωστόσο να παραθέσω κάποιες σκέψεις που κατά τη γνώμη μου συμπληρώνουν –χωρίς να εξαντλούν– τον προβληματισμό γύρω από το θέμα αυτό.
Ο Κούντερα μίλησε για την πολιτιστική ηγεμονία των μεγάλων χωρών και την αρχική «ανεπανόρθωτη αδικία», όπως την ονομάζει, ανάμεσα στις μεγάλες και τις μικρές ευρωπαϊκές χώρες. Μίλησε για τον επαρχιωτισμό των μικρών χωρών που, παρά την εκτίμηση που τρέφουν στο δυτικό κανόνα, τον θεωρούν ως κάτι μακρινό, δυσπρόσιτο και εχθρικό, που ελάχιστα τους αφορά και του οποίου η υιοθέτηση μπορεί να θεωρηθεί «περιφρόνηση απέναντι στους δικούς τους» (Οι προδομένες διαθήκες, εκδ. βιβλιοπωλείον της Εστίας). Οι ξένοι δεν μας διαβάζουν, αλλά δεν τους διαβάζουμε κι εμείς. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν Έλληνες συγγραφείς που δεν διαβάζουν καθόλου ή σχεδόν καθόλου ξένη λογοτεχνία. Ακόμα και σήμερα, η ελληνική εκπαίδευση εξακολουθεί να στρέφει τα νώτα της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, εμμένοντας σε μια μονόπλευρη και γι’ αυτό στείρα προσέγγιση της ιστορίας, των θρησκειών, των γραμμάτων. Η νοοτροπία αυτή, οι αντιπαραθέσεις περί «ελληνικότητας» και άλλα ιδεολογήματα σχετικά με τη γλώσσα που προωθήθηκαν κατά καιρούς, μας ταλάνισαν ως γνωστόν επί σειρά ετών και εξακολουθούν να μας ταλανίζουν. Μόνο οι νεότερες γενιές κατάφεραν σε κάποιες περιπτώσεις να απαλλαγούν από τα στεγανά αυτά και να αντιπαραθέσουν έναν κοσμοπολιτισμό στην ομφαλοσκοπική αυτή προσέγγιση.
Ωστόσο, αν υπάρχει ένα κυρίαρχο αφήγημα στο μυαλό του νεοέλληνα που πηγάζει από τη γεωπολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, τα άλυτα εθνικά της προβλήματα καθώς και τις διάφορες παθογένειες και ελλείμματα του ελληνικού κράτους, οδηγώντας τον στην απομόνωση και την αδικαιολόγητη ενίοτε έπαρση, υπάρχει και ένα αντίστοιχο στο μυαλό των δυτικοευρωπαίων πολιτών.
Ο Κούντερα μίλησε και για τον «επαρχιωτισμό» που χαρακτηρίζει τις μεγάλες χώρες, διότι δεν ενδιαφέρονται να μάθουν τι γράφεται στις μικρές, εφόσον το κυρίαρχο αφήγημα είναι το δικό τους σε όλα τα επίπεδα. Έτσι, η Ευρώπη –και αυτό αποτέλεσε την πνευματική αποτυχία της– δεν μπόρεσε να «αντιληφθεί την λογοτεχνία της σαν ιστορική ενότητα». Για χρόνια, συγγραφείς της κεντρικής Ευρώπης όπως ο Γκομπρόβιτς, ο Μπροχ ή ο Μούζιλ, οι οποίοι στην παντοδυναμία του αγγλοσαξονικού «story» και του καθαρού ρεαλισμού προέταξαν μια άλλη αισθητική, δεν διαβάζονταν ούτε και εκδίδονταν σε Αγγλία και Γαλλία. Από τον 19ο αιώνα, η κυρίαρχη, ορθολογιστική και αποικιοκρατική Δύση υιοθετεί τον οριενταλισμό, καθηλώνοντας και περιορίζοντας τις χώρες της Ανατολής και της Αφρικής σε λανθασμένες και μειωτικές απεικονίσεις. Τα κλισέ αυτά και το περιβόητο «φολκλόρ», μας καταδυναστεύουν ακόμα και σήμερα, εφόσον συχνά τέτοιου είδους αναπαραστάσεις εξακολουθούν να προκρίνονται από ξένους εκδότες. Ζητήθηκε ποτέ από δυτικοευρωπαίο ή κεντροευρωπαίο συγγραφέα να είναι «εξωτικός»; Επιπλέον, σύμφωνα με τις στατιστικές, το 90% περίπου της εκδοτικής παραγωγής του Ηνωμένου Βασιλείου αφορά την αγγλοσαξονική λογοτεχνία. Μέσα στο υπόλοιπο 10%, τι ποσοστό μπορεί να αναλογεί στην Ελλάδα, πλάι στις υπόλοιπες χώρες όλου του κόσμου; Οι ξένοι λοιπόν δεν μας διαβάζουν και επειδή δεν ενδιαφέρονται να μας διαβάσουν.
Το θέμα της γλώσσας επίσης παραμένει κομβικό. Πόσοι ενδεχομένως θα ήξεραν τον Κάφκα σήμερα, αν είχε γράψει στα τσέχικα και όχι στα γερμανικά; Στην Αφρική πάνω από ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι μιλούν γλώσσες που όμως θεωρούνται διάλεκτοι, ενώ με τον ίδιο ή και μικρότερο αριθμό κατοίκων, τα ισλανδικά θεωρούνται γλώσσα. Τι θα γνωρίζαμε από αφρικανική λογοτεχνία σήμερα αν η πλειονότητα των συγγραφέων δεν έγραφε στα γαλλικά; Διαβάζοντας το τελευταίο βραβείο Goncourt του Σενεγαλέζου Mohamed Mbougar Sarr «La plus secrète mémoire des hommes» (éd. Philippe Rey), ένα συναρπαστικό βιβλίο με θέμα τη λογοτεχνία, συναντάει κανείς όλους ακριβώς τους προβληματισμούς που και οι Έλληνες συγγραφείς διατυπώνουν κατά καιρούς απέναντι στον δυτικό κανόνα, και τα ανάλογα συναισθήματα που η αντιπαράθεση αυτή τους γεννά. Θαυμασμό, διάθεση και προσπάθειες μίμησης, αμφισβήτηση, θυμό και άρνηση, σκεπτικισμό απέναντι στην πορεία της λογοτεχνίας σήμερα, προσπάθεια συγκερασμού του οικείου με το αλλότριο.
Μιλώντας για θεματικές, στην Ελλάδα, παρατηρείται όντως άνθηση του ιστορικού μυθιστορήματος, σαφής προτίμηση σε κλασικές ρεαλιστικές αναπαραστάσεις, εξιδανίκευση της επαρχίας και εμμονή σε μια νοσταλγική και εν πολλοίς ουτοπική θεώρηση του κόσμου, προϊόν όπως ειπώθηκε ήδη άλλων εγγραφών και μορφωμάτων και κυρίως έλλειψης δημόσιας συζήτησης, ανάλυσης και αναστοχασμού. Επανερχόμαστε στα ίδια θέματα διότι παραμένουν άλυτα και το μέλλον φαντάζει άδηλο. Ωστόσο, έχω παράλληλα την αίσθηση ότι συχνά μάλλον ακολουθούμε ορισμένες ευρωπαϊκές τάσεις παρά διαφοροποιούμαστε. Το ιστορικό μυθιστόρημα έχει άνθηση και στο εξωτερικό. Οι μυθιστορηματικές βιογραφίες και αυτοβιογραφίες είναι μόδα που μας ήρθε από την Εσπερία. Το αστυνομικό μυθιστόρημα αναπτύσσεται παγκοσμίως. Παράλληλα όμως, η Ελλάδα διαθέτει πολύ καλά δείγματα μοντέρνων και μεταμοντέρνων πεζογραφημάτων, καθώς και αξιόλογων έργων που κατατάσσονται στη λογοτεχνία του φανταστικού. Σίγουρα ως προς το μυθιστόρημα, θα συμφωνήσω απόλυτα με τις αδυναμίες της εγχώριας παραγωγής που σχετίζονται με κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους, καθώς και με την απουσία στη συνείδηση του Έλληνα του «μεγάλου πλαισίου». Από την άλλη, παρατηρείται αξιοσημείωτη άνθηση του διηγήματος. Η μακρόχρονη αυτή παράδοση που ξεκινάει από τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Ροΐδη και τον Καρκαβίτσα και φτάνει ως σήμερα, όπως και η προφορική παράδοση – εν μέρει ακόμα ζωντανή εδώ – θα έπρεπε να υποτιμηθεί επειδή δεν συνάδει με τον σύγχρονο ευρωπαϊκό κανόνα; Ή αντίθετα να θεωρηθεί ένα πολύτιμο κομμάτι που συμπληρώνει τη συνολική εικόνα, όπως στην περίπτωση του Maupassant παλιότερα, του Borges, της Alice Munro, του Raymond Carver, των μύθων και της προφορικής παράδοσης της Αφρικής;
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα κυρίως, η Δύση άσκησε τεράστια επιρροή στην ελληνική λογοτεχνία και ενέπνευσε με τον πλούτο της λογοτεχνικής της παραγωγής πολλούς πεζογράφους και ποιητές. Η μαθητεία είναι πολύτιμη και απαραίτητη, το θέμα όμως είναι να αντιπαραθέσουμε μια άλλη θεώρηση του κόσμου, μία ιδία αντίληψη των πραγμάτων. Σε παρόμοια αδιέξοδα έφτασε κάποτε και η λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, όπως ομολογεί ο Οκτάβιο Παζ στο βιβλίο του Ο λαβύρινθος της μοναξιάς (εκδ. Αλεξάνδρεια). Αντιμέτωποι με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και την αίσθηση ότι ασχολούνται με πράγματα ήδη δοκιμασμένα ή και ξεπερασμένα, οι λατινοαμερικάνοι συγγραφείς ανοίχτηκαν προς άλλες κατευθύνσεις. Το ζητούμενο για μας δεν είναι να γυρίζουμε την πλάτη ούτε σ’ αυτό που συμβαίνει γύρω μας και σαφώς μας αφορά, ούτε όμως στις πολιτισμικές μας ιδιαιτερότητες ενστερνιζόμενοι άκριτα τον δυτικό κανόνα. Το φαινόμενο του «πολιτικά ορθού», για παράδειγμα, που κατακλύζει σήμερα την Ευρώπη και την Αμερική, φτάνει συχνά να υπερισχύει της λογοτεχνικής αξίας του έργου.
Εν κατακλείδι, νομίζω ότι όπως και στο εξωτερικό, έτσι και εδώ υπάρχει, πλάι στη μεγάλη πλειοψηφία που επαναπαύεται στα γνωστά και καθησυχαστικά μοτίβα μιας εύπεπτης λογοτεχνίας, μια μικρότερη ομάδα συγγραφέων η οποία αμφισβητεί, πειραματίζεται, ενσωματώνει και απορρίπτει, λαμβάνει υπόψη της εκλεκτικές συγγένειες μα και αποκλίσεις, αναζητώντας νέους δρόμους. Στην Ελλάδα παράγονται ενδεχομένως λίγα, αλλά αξιόλογα έργα, που δεν υπολείπονται σε τίποτα των έργων άλλων ευρωπαίων συγγραφέων που γίνονται γνωστοί εδώ χάρη στη σταθερή και σε βάθος χρόνου πολιτική βιβλίου των αντίστοιχων υπουργείων πολιτισμού. Το λογοτεχνικό σύμπαν της Ζυράννας Ζατέλη, για να πάρω ένα παράδειγμα, δεν έχει κάτι να ζηλέψει, κατά τη γνώμη μου από εκείνο της Τοκαρτσούκ. Είναι βέβαιο ότι ο αναστοχασμός και ο δημόσιος διάλογος, που ξεκίνησε χάρη στον Νίκο Μάντη, είναι απαραίτητος και γόνιμος αν θέλουμε να βγούμε από τα αδιέξοδα της απομόνωσης και να δώσουμε νέα πνοή στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Το ζητούμενο στη λογοτεχνία, νομίζω, είναι η πολυφωνία και η ουσιαστική αποδοχή της διαφορετικότητας, η οποία δεν περιορίζεται σε έθνος, φύλο, ράτσα, θρησκεία κλπ. Μιλώντας για την Ευρώπη τουλάχιστον, όπως και στο γενικότερο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, έτσι και στη λογοτεχνία, έχουμε την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων. Όμως η Ευρώπη δεν θα έχει μέλλον αν δεν αλλάξουν οι νοοτροπίες και από τις δύο πλευρές. Στην εποχή των τεράστιων μετακινήσεων και του νέου νομαδισμού, η περιπέτεια της γραφής πρέπει να υπερβεί τα όποια σύνορα. Να διαμορφωθεί ένα υπερεθνικό πλαίσιο, ένα άλλο φαντασιακό που θα συγκροτήσει μια νέα, σύγχρονη αφήγηση, συμβατή με το ιστορικό γίγνεσθαι.
Ενδιαφέρουσες απόψεις και εδώ. Δεν ξέρω ωστόσο, αν το πρόβλημα είναι η ελληνική θεματολογία, ή η ελληνική ‘φωνή’. Παρατηρώ από χρόνια το παράδοξο, συγγραφείς όπως ο Λουί ντε Μπερνιέρ, ή η Βικτόρια Χίσλοπ, να κάνουν παγκόσμια επιτυχία με ελληνικά θέματα, τα οποία ωστόσο, αν τα είχαν πραγματευτεί δικοί μας, βάζω στοίχημα ότι δεν θα τα διάβαζε κανείς εκτός Ελλάδας.
Πρόσφατα είδα ότι και η Ελίφ Σαφάκ, η διεθνής Τουρκάλα που γράφει στα αγγλικά, έβγαλε βιβλίο για την Κύπρο και την εισβολή – το προηγούμενό της ήταν στα Μπούκερ. Είμαι σίγουρη ότι θα είναι ένα βιβλίο-υπερπαραγωγή (έτοιμο για το Νέτφλιξ – και δεν το λέω απαραίτητα με την κακή έννοια). Από την άλλη, το βιβλίο της Παπαλοϊζου που βγήκε πέρσι, πηγαίνει πολύ πιο βαθιά μέσα μας, αλλά είμαι εξίσου σίγουρη ότι δεν θα γινόταν εύκολα διεθνές σουξέ – κανείς πέρα από εμάς δεν θα το καταλάβαινε, ενδεχομένως.
Ερώτημα: Πότε μια ‘μικρή φωνή’ μπορεί να ακουστεί; Μήπως μονάχα όταν είναι έτοιμη να βάλει το ‘ντύμα’ που θέλουν γι’ αυτήν οι άλλοι; Μήπως άραγε ούτε καν τότε;
Νομίζω ότι πρέπει να θέσουμε πολλά ερωτήματα προκειμένου να καταλήξουμε κάπου.
α.Μήπως γενικότερα,όπως οι Έλληνες έτσι και οι Ευρωπαίοι, διαβάζουν λιγότερο κι όχι μόνο λογοτεχνία άλλων χωρών αλλά και δική τους?
β. Όταν δεν υπάρχει ενδιαφέρον της ξένης κοινής γνώμης για τα ελληνικά “πράγματα”, για την πολιτική και την οικονομια της χώρας μας, πώς να υπάρχει σχετικό ενδιαφέρον για την ελληνική λογοτεχνία?
γ.Μηπως οι ελληνικές διπλωματικές Αρχές και οι ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού χρειάζεται να δραστηριοποιηθούν περισσότερο για την ενημέρωση και την προώθηση των μεταφράσεων στην ξένη αγορά? Μια καλή ιδέα και πρωτοβουλία είναι, όσοι Έλληνες ζουν στο εξωτερικό, να προτείνουν στους ξένους φίλους τους να χαρίζουν, ως δώρο , βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας.