10 χρόνια “Α”: Δέκα-γυναίκα (της Ελένης Σβορώνου)

0
412

της Ελένης Σβορώνου

 

Το κουδούνι ξέρει την Μιμίτα και χτυπά χαρμόσυνα.

Η νονά χτυπά πάντα με τη διαδικασία του επείγοντος. Ανοίξτε αμέσως, η γιορτή αρχίζει..

Απόψε όμως είναι όλη δική μου η γιορτή. Έχω γενέθλια. Δεν κάνω πάρτι γιατί δεν άνοιξαν ακόμη τα σχολεία. Βλακεία να έχεις γενέθλια ανάμεσα σε καλοκαίρι και έναρξη σχολικής χρονιάς. Οι φίλοι του καλοκαιριού μακριά και του χειμώνα μαζεύουν ακόμη τα μπανικά τους από τις παραλίες. Δεν πειράζει. Η νονά κάνει για χίλιους.

Ο αδερφός μου κι εγώ έχουμε ήδη φτάσει στο μπεζ κουμπί. Το πατάμε συνεχόμενα: Ελήφθη. Ανέβα γρήγορα.

Μπαίνει φουριόζα. Αφήνει την τσάντα στον καναπέ. Εμάς το βλέμμα κολλημένο στο χρυσό κουμπωματάκι. Που ανοίγει με ένα κλικ, το κλικ της ευτυχίας.

Πρώτη πιθανότητα ευτυχίας: σοκολάτες Μέλο, αυτές με τα χαρτάκια. Δεύτερη πιθανότητα, η σοκολάτα με το συρταρωτό κάλυμμα, όπου δέκα πρόσωπα αλλάζουν φορεσιές. Δέκα κεφαλάκια μένουν σταθερά αλλά το σώμα και η στολή τους αλλάζουν θέση καθώς σέρνεις το κινητό μέρος της συσκευασίας. Και να η μαγείρισσα με τη στολή του πυροσβέστη και ο πυροσβέστης με τη στολή του γιατρού.

Τρίτη πιθανότητα: να έρχεται από ταξίδι και η σοκολάτα να είναι ευρωπαϊκή.

Η αλήθεια είναι πως πια δε με απασχολούν τόσο οι σοκολάτες της νονάς όσο τα άλλα.

Τα κομψά της ρούχα, η χρυσή αλυσίδα που έχει περασμένη στο λαιμό ή η καρφίτσα που είναι χρυσό φύλλο και στη μέση έχει ένα μαργαριταράκι. Δώρο κάποιου Ρόμπερτ που γνώρισε σε ένα πλοίο ταξιδεύοντας για κάπου.

Πάντα για κάπου ταξίδευε, πάντα υπήρχε κάποιο αντρικό όνομα που έλεγε στη μαμά όταν χαμήλωνε τη φωνή νομίζοντας πως δε θ’ ακούσουμε. Κι ύστερα έπαιρνε από την τσάντα την ασημένια ταμπακέρα, άναβε ένα τσιγάρο – ω τι ωραία η μυρωδιά του σπίρτου, και πόσο όμορφα τίναζε το χέρι της για να σβήσει- και έπαιρνε ένα ονειροπόλο ύφος.

Άρχισε να φλυαρεί για τούτο και για κείνο. Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. Έχε γούστο να το ξέχασε!

«Α, για φέρε μου τη τσάντα…» είπε κοιτάζοντάς με και όρμησα.

Η σοκολάτα με τη συρταρωτή συσκευασία.

Κόντεψε να κυλήσει πια το δάκρυ.

Κι ύστερα ένα κουτάκι.

Για σένα! «Δέκα- γυναίκα!» είπε πανηγυρικά.

Ανοίγω το κουτάκι. Μια ασημένια αλυσιδίτσα κι ένα μενταγιόν. Δυο παιδιά καθισμένα σ’ ένα παγκάκι, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι πιασμένα χέρι χέρι.

Το φόρεσα. Κάθισα δίπλα της. Στον λίγο θρόνο που μου αναλογούσε.

Την ευχαρίστησα, αναστέναξα και πήρα κι εγώ το ύφος το ονειροπόλο.

-Τι έπαθες εσύ; Γιατί είσαι σα χαμένο; Γρήγορα να ετοιμαστείτε για ύπνο. Αύριο αρχίζει το σχολείο. Εμπρός. Εξαφανιστείτε και οι δύο. Στο πυξ λαξ.

Η μαμά είχε εμφανιστεί από τη τζαμένια πόρτα με το ουϊσκάκι της νονάς μέσα σε κρυστάλλινο ποτήρι, μαζί και ένα μπολ φιστίκια Αιγίνης.

Θα διέταζα να της πάρουν το κεφάλι αμέσως! Της έδωσα χάρη. Προς το παρόν. Θα αναμετριόμασταν αργότερα με αυτή την επικίνδυνη υπήκοο του βασιλείου μου!

Αποκοιμήθηκα ευτυχισμένη. Κάπου στον κόσμο αυτό υπήρχε ένα παγκάκι για εκείνο το αγοράκι και για μένα. Θα έλιωνα σαράντα ζευγάρια παπούτσια για να το βρω. Έλπιζα να είχε ξεκινήσει κι εκείνο το αγοράκι να ψάχνει, γιατί ο κόσμος είναι απέραντος.

 

Προηγούμενο άρθροΆγριες μέλισσες και άλλα τηλεοπτικά του καλοκαιριού συμβάντα (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθρο Αστυνομικά για το καλοκαίρι – A΄ μέρος (του Μάρκου Κρητικού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ