Άγριες μέλισσες και άλλα τηλεοπτικά του καλοκαιριού συμβάντα (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

0
510

 

της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη

 

Σε πρόσφατη επίσκεψη μου στην Ελλάδα είδα σχεδόν ένα ολόκληρο επεισόδιο «Άγριες Μέλισσες». Ίσως αρχικά αυτό να ακούγεται σαν μια τετριμμένη φράση, αλλά δεν είναι και εξηγώ το γιατί:

  1. Τα παιδιά μου δεν κοιμούνται αν κάθε βράδυ δεν τους διηγηθώ ένα ολοκαίνουργιο παραμύθι με τουλάχιστον 3 πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και 4 βοηθητικούς. Η δράση πρέπει να ακολουθεί το αριστοτελικό πρότυπο εξέλιξης του ήρωα, διανθισμένη με χιουμοριστικά ενσταντανέ, σχολιασμό της επικαιρότητας του δημοτικού όπου φοιτούν, τις δικές τους αδιάκοπες καλλιτεχνικές παρεμβάσεις («Μπορούν να κομμένα κεφάλια να κρέμονται καλύτερα από τις πόρτες αντί να είναι καρφωμένα στα κάγκελα, μαμά;» ή «Γιατί μα τη λένε Μιράντα, μαμά δεν μου αρέσει δεν είναι μπισκότο, να τη λένε αλλιώς, μαμά» ή «Δε θέλω η ιστορία να είναι έτσι μαμά, γιατί να πάνε τόσοι μεγάλοι άνδρες τόσο μακρυά για ένα τομάρι από χρυσό;»). Οπως έμαθα με το σκληρό τρόπο, με την κόρη μου να ξυπνάει στις 4 το πρωί κλαίγοντας επειδή ονειρεύτηκε το σκελετό ενός αργοναύτη να την κυνηγάει ή το γιό μου να έχει χωθεί στο κρεβάτι μας και να κάνει εξάσκηση καράτε στον ύπνο του με στόχο τα νεφρά μου, οι ιστορίες καλύτερα να έχουν happy ending. Αποτέλεσμα αυτού είναι να έχω διασκευάσει προφορικά ολόκληρη την ελληνική μυθολογία, τον Σαίξπηρ, τα παραμύθια της Χαλιμάς τα οποία λέγαμε επί 2μιση χρόνια και όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει, όσες σειρές, ταινίες και θεατρικά έχω δει  και όλα φυσικά να έχουν καλό τέλος, μπας και κοιμηθούμε ποτέ σερί πάνω από 4 ώρες. Και για να προλάβω τους εξυπνακισμούς, όχι, δε μπορώ να τους πω το ίδιο παραμύθι δεύτερη φορά- η 8χρονή κόρη μου έχει άτεγκη μνήμη, πιο αμείλικτη και από τη μνήμη των λιποκυττάρων μου που δεν χαρίζουν θερμίδα. «Μα το Lion King είναι η ίδια ιστορία με αυτό το πριγκιπόπουλο από τη Δανία- με το θείο που σκοτώνει τον μπαμπά και κλέβει το θρόνο.» μου είχε πει 4 χρόνια πριν μέσα σε δάκρυα που την κορόιδευα με το μη αυθεντικό προΙον που πλάσασρα και έκτοτε τα βράδυα είναι ένα γλυκό μαρτύριο που πάντα τελειώνει με τα παιδιά μου να με σκουντάνε : «Μαμά ροχαλίζεις, μην κοιμάσαι, τι έγινε μετά;» και τις ιστορίες πάντα να τελειώνουν με το «Και ζήσανε αυτοί καλά και εσείς άντε κοιμηθείτε επιτέλους!»
  2. Η μαμά μου έχει εθισμό στα τηλεοπτικά ελληνικά σήριαλ. Όποτε είμαστε Ελλάδα, εξαφανίζεται ακριβώς στις 9. Στην αρχή νομίζαμε πως το παιχνίδι με τα εγγόνια της και η μαγειρική επιπέδου μισελίν την εξαντλούν και κοιμάται νωρίς, μέχρι που ένα βράδυ την πιάσαμε εξαπίνης να βλέπει «Σασμό» στο τάμπλετ της φορώντας ασύρματα ακουστικά, κρυμμένη στο δωμάτιο όπου υποτίθεται πως σιδέρωνε. Όπως όλοι οι εθισμένοι, το αρνήθηκε σθεναρά- μετά όμως ο πατέρας μου συνειδητοποίησε πως η, όπως αποδείχθηκε ακόμη πιο εθισμένη φίλη της, την έπαιρνε τηλέφωνο στις διαφημίσεις για να σχολιάσουν τι είχαν δει μέχρι εκείνη τη στιγμή και έκλειναν με την αποφασιστικότητα νίντζα το τηλέφωνο μόλις ξεκινούσαν οι σειρές.
  3. Ο άνδρας μου με καταπιέζει τηλεοπτικά. Τις ελάχιστες νύχτες που καταφέρνω να μην αποκοιμηθώ κοιμίζοντας τα παιδιά, συζητάμε τι θα δούμε και φτάνουμε σε ένα συμβιβασμό βλέποντας κάτι που δεν αρέσει το λιγότερο και στους 2 μας. Μόνο από τύχη βλέπουμε κάτι της προκοπής.

***

Εν πάσει περιπτώσει, ένα βράδυ στο χωριό, μετά από ώρες ανεύθυνης έκθεσης στον ήλιο, βουτιών σε νερά αρκτικής θερμοκρασίας, ποδηλάτου με επεκτάσεις extreme sport για τα διερχόμενα γατιά και μια ψαριά μεσαίου μεγέθους τράτας για βραδυνό, τα παιδιά μου κοιμήθηκαν ακαριαία και εγώ κατέβηκα στο σαλόνι όπου η μαμά μου έβλεπε «Άγριες Μέλισσες» χωρίς πλέον καμία αναστολή. Έχει εξελίξει τόσο πολύ αυτή της την ενασχόληση που ο οργανισμός της κοιμάται αυτομάτως στις διαφημίσεις- αν δεν την πάρει τηλέφωνο η φίλη της που προφανώς δεν έχει ρολόι να δει ότι είναι 11 το βράδυ- και ξυπνάει μόλις ξεκινήσει η σειρά.

«Έλα, βλέπω Μέλισσες» μου είπε μισοκοιμισμένη, σαν Πυθία με overdose δάφνης και μου έκανε χώρο στον καναπέ.

«Τι έγινε;» τη ρώτησα καθώς είχα ενθουσιαστεί όταν ξεκίνησε η σειρά- εκτός από το εξαιρετικό καστ, η πλοκή μου φαινόταν υπέροχα και τσεχωφικά ευριπιδιακή «Τελικά οι 3 αδελφές τον σκότωσαν;»

Η μαμά μου, με ένα ταλέντο που δεν έχω ματασυναντήσει στα 15 χρόνια που γράφω για βιβλία, με ενημέρωσε σε 30 δευτερόλεπτα για τις εξελίξεις στο Διαφάνι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

«Τι;» ρώτησα έντρομη «Ακούγεται σαν σαπουνόπερα.»

«Σσσσσσσσσς» μου έκανε αυστηρά όπως όταν με πήγαινε μικρή στην εκκλησία τη Μεγάλη Βδομάδα και ευλαβικά στράφηκε προς την τηλεόραση. Και τότε έγινε το κακό.

Ήξερα πως έπαιζε ο Νίκος Ψαρράς ( και αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που ήθελα να το δω) και πως ορισμένοι άλλοι είχαν αποδημίσει από το μάταιο κόσμο των Μελισσών. Όσο όμως ο Ψαρράς δεν εμφανιζόταν στην οθόνη, πήρα βαθιές ανάσες και σκέφτηκα πως θα απολαύσω τους υπόλοιπους- όμως η Κίτσου (Ελένη) που απλά τη λατρεύω  δεν αντιμετώπιζε κάποιο υπεράνθρωπο δίλημμα,ο Κακούρης (Δούκας) δε μου φαινόταν πλέον το ίδιο απολαυστικά κακός, η Διδασκάλου (Μυρσίνη) δεν μηχανορραφούσε όπως παλιά.

Καθώς το όραμα όμως της προσβάσιμης τέχνης σε κόσμους που δεν θα την απολάμβανε αλλιώς ήταν υπεράνω όλων, συνέχισα να βλέπω. Τότε εμφανίστηκε στην οθόνη ο Νίκος Κουρής.

«Μαμά, είναι αυτός ο Κουρής;» ρώτησα τρομαγμένη όπως τότε που μου είχε πει πως γεννιούνται τα παιδιά.

«Σσσς» μου είπε.

Θυμήθηκα που τον είχα δει στον Πρίγκιπα του Χόμπουργκ του Κλάιστ στο Εθνικό σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή. « Ρε συ, τι είναι αυτός- κάνει το σανίδι της σκηνής να τρίζει αλλιώς.» μου είχε πει η κουμπάρα μου εκστασιασμένη.

Οι σφιγμοί μου είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν ενώ συλλογιζόμουν πώς είχαν τολμήσει να του δώσουν να πει ατάκες που δεν διακρίνονταν από συγγραφική μεγαλοφυία, το πλάνο άλλαξε και εμφανίστηκε ο Οδ. Παπασπηλιόπουλος. Πήρα βαθιές ανάσες και λίγο μέσα μου το χάρηκα γιατί είχε κάνει μια σκηνοθεσία που δε μου άρεσε και όλα εδώ πληρώνονται- αλλά όχι- γιατί σύνεβαινε αυτό; Τότε ήρθε η σειρά του Ψαρρά- έπαθα τότε ολοκληρωτική υστερία- δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, και κουνιόμουν μπρος πίσω σα δαιμονισμένη.

«Σκάσε, θέλω να δω.» μου είπε όλο αναισθησία η μαμά μου. Πώς γίνεται να είχα πέσει τόσο έξω; Το όραμα μου για την διοχέτευση των ταλαντούχων μας ηθοποιών στην τηλεόραση πώς γίνεται να είχε παραμορφωθεί τόσο φρικτά; Ήμουν διαλυμένη και αδυνατούσα να αντιδράσω και νόμιζα πως θα ηρεμόύσα παίρνοντας βαθιές ανάσες αλλά τότε ο πατέρας μου πετάχτηκε παράλληλα από τον καναπέ μπροστά από την τηλεόραση σαν τερματοφύλακας που σώζει γκολ στον τελικό Κυπέλλου. Αυτό εκνεύρισε τη μάνα μου που πετάχτηκε και άρχισε να τον προπηλακίζει, ο πατέρας μου όμως δεν κουνιόταν ρούπι- στεκόταν αγέρχωος σαν τσολιάς μρποστά στην τηλεόραση και μόνο από τα μάτια του έβλεπες πως αγωνιούσε πολύ για κάτι. Μάταια όμως γιατί τον γνώρισα από τη μαγική του φωνή.

«Ο Χειλάκης;» είπα αλλόφρονη «Ο Χειλάκης;» Σε ολοκληρωτική υστερία, άρχισα να σπρώχνω τον πατέρα μου για να δω έστω και στιγμιαία το Χειλάκη, ενώ η μάνα μου ούρλιαζε σπαρακτικά αλά Επίδαυρο «Θα βγει ο Νικηφόρος!» και τράβαγε τον πατέρα μου από το μούσι.  Ο καημένος ο πατέρας μου κατα λάθος ακούμπησε στην τηλεόραση και για μια στιγμή άλλαξε κανάλι- για κακή τύχη όλων μας πέτυχε ένα τρέηλερ της νέας σειράς…. με το Χρήστο Λούλη. Έπεσα στο πάτωμα και άρχισα να αφρίζω. Η μάνα μου τότε έσπασε ένα βάζο στο κεφάλι του πατέρα μου ώστε τουλάχιστον ημιλιπόθυμος να μην την εμποδίζει να δει το Νικηφόρο που θα εμφανιζόταν σε λίγο και ξαναέβαλε τις Μέλισσες. Η φασαρία ξύπνησε τα παιδιά. Ο γιος μου άρχισε να κάνει υπνοβατικό καράτε πάνω στην αδελφή του, ενώ εκείνη χόρευε σάλσα προσευχόμενη στον Όσιρι. Την ύστατη στιγμή ήρθε, ψύχραιμος και απηυδυσμένος με τις οικογενειακές μας υπερβολές, ο άνδρας μου. Πήρε το τηλεκοντρολ από την πεθερά του, πράγμα που δεν είχε ξανακάνει στα 20 χρόνια γάμου μας, και πάτησε το mute.

«Κοίτα» μου είπε «Όλα όσα σου αρέσουν- η εκφραστικότητα, το σθένος, η σκηνική παρουσία, ο αέρας, όλα είναι ακόμη εδώ. Δεν φταίνει οι ηθοποιοί για την υπόθεση, το διάλογο ή τις τιμές της βενζίνης. Ο Χειλάκης παίζει το καλοκαίρι σε μια υπέροχη Μήδεια, μόλις το διάβασα στον Αναγνώστη, θα σε πάω να τον δεις εκεί. Όλοι σου οι λατρεμένοι ηθοποιοί είναι ακριβώς όπως τους θυμάσαι. Ηρέμησε. Βαθιές ανάσες. Πάω να κοιμίσω τα παιδιά, όταν γυρίσω ελπίζω να έχεις συνέλθει.»

«Μα το όραμα μου για τέχνη για ολους.» του είπα.

«Ε όχι και «σου»» μου είπε «Το πρόλαβε ο Μπρεχτ, ο Λόρκα και τόσοι άλλοι. Αλλά και το λίγο, καλύτερα από το ολότελα δεν είναι;» είπε και έφυγε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν η μαμά μου κατεβάσει τη μασιά από το τζάκι στο σημείο που στεκόταν για να του πάρει το τηλεκοντρόπ.

«Πας καλά» της είπα.

«Σκάσε, βγαίνει ο Νικηφόρος.» μου είπε.

Ηθικό δίδαγμα : μια φορά δεν διάβασα την Όλγα Σελλά στον Αναγνώστη και παραλίγο να νοσηλευτώ, ορφανή και χήρα, σε ψυχιατρικό άσυλο.

 

Προηγούμενο άρθροΗ σιωπή σκέπει την πόλη (του Ηλία Καφάογλου)
Επόμενο άρθρο10 χρόνια “Α”: Δέκα-γυναίκα (της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ